Ο Αργεντίνος κεντρικός επιθετικός Γκαμπριέλ Μπατιστούτα (Gabriel Omar Batistuta), γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου του 1969 στην Αβεγιανέδα, στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες. Με τα παρατσούκλια «Batigol» και «El Ángel Gabriel» (Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ), ξεκίνησε την καριέρα του στην Αργεντινή το 1988, όπου κέρδισε τους τίτλους παίζοντας για τη Νιούελς Ολντ Μπόις, τη Ρίβερ Πλέιτ και στη συνέχεια με τη Μπόκα Τζούνιορς. Ένας από τους πιο Παραγωγικούς Επιθετικούς της ποδοσφαιρικής ιστορίας, έπαιξε το μεγαλύτερο μέρος της συλλογικής του καριέρας με την Φιορεντίνα στην Ιταλία. Είναι ο Κορυφαίος Σκόρερ του συλλόγου Όλων των Εποχών και ο 12ος Υψηλότερος Σκόρερ Όλων των Εποχών στην ιταλική Serie A, με 184 γκολ σε 318 αγώνες. Όταν η Φιορεντίνα είχε υποβιβαστεί στην Serie B το 1993, ο Μπατιστούτα έμεινε στην ομάδα και τη βοήθησε να επιστρέψει στη κορυφαία κατηγορία ένα χρόνο αργότερα. Λόγω αυτής του της απόφασης, παραμένει ο πιο δημοφιλής αθλητής στη Φλωρεντία! Οι οπαδοί της Φιορεντίνα έχουν αναγείρει ένα φυσικών διαστάσεων χάλκινο άγαλμά του το 1996, σε αναγνώριση των εμφανίσεών του για τον σύλλογο. Παρά τη κατάκτηση του Κυπέλλου Ιταλίας και του ιταλικού Σούπερ Καπ με τον σύλλογο το 1996, ποτέ δεν κέρδισε το ιταλικό πρωτάθλημα με τη Φιορεντίνα, αλλά το κατάφερε αυτό όταν μετακόμισε στη Ρόμα το 2000. Μετά από μια αποτυχημένη χρονιά, δανεικός στην Ίντερ το 2003, έπαιξε τις δύο τελευταίες σεζόν του στο Κατάρ με την Αλ Αραμπί πριν από την αποχώρησή του, το 2005.
Σε διεθνές επίπεδο, ήταν ο Κορυφαίος Σκόρερ Όλων των Εποχών για την εθνική ομάδα της Αργεντινής με 56 γκολ σε 78 επίσημους αγώνες (αν και η Αργεντίνικη Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία δεν αναγνωρίζει δύο γκολ που σκόραρε εναντίον της εθνικής Νέων της Σλοβακίας το 1995, τα οποία όμως αναγνωρίζει η FIFA) μέχρι ο Λιονέλ Μέσι (Lionel Messi) να τον ξεπεράσει κατά τη διάρκεια του Κόπα Αμέρικα Centenario, το 2016. Έπαιξε σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα, πετυχαίνοντας 10 γκολ, που τον κατατάσσουν Κορυφαίο Σκόρερ Όλων των Εποχών για τη «αλμπιτσελέστε» στη διοργάνωση και το 8ο Υψηλότερο Σκόρερ στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Είναι ο μοναδικός παίκτης στην ιστορία του Παγκόσμιου Ποδοσφαίρου που έχει σκοράρει δύο χατ-τρικ σε διαφορετικές διοργανώσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου, το πρώτο εναντίον της Ελλάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1994 και το δεύτερο εναντίον την Τζαμάικα στη Γαλλία το 1998. Με την εθνική ομάδα της Αργεντινής κέρδισε δύο συνεχόμενους τίτλους Copa América και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών της FIFA το 1992. Θεωρείται ως ένας από τους Καλύτερους Επιθετικούς της γενιάς του και το 1999, πήρε την 3η θέση για το βραβείο του Καλύτερου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς από τη FIFA, ενώ το 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ στον κατάλογο «FIFA 100» με τους 125 Εν Ζωή Καλύτερους Ποδοσφαιριστές του Κόσμου, στον εορτασμό για τα 100 Χρόνια της Παγκόσμιας Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.
Γεννήθηκε μεν στην Αβεγιανέδα, αλλά μεγάλωσε στην πόλη Ρεκονκουίστα της επαρχίας Σάντα Φε. Ο πατέρας του, Ομάρ, δούλευε σε σφαγείο και η μητέρα του Γκλόρια ήταν γραμματέας σε σχολείο. Ο πρώτος μετέδωσε στον μικρό Γκαμπριέλ την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, η οποία μεγάλωσε ακόμα περισσότερο μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ του 1978 από την Εθνική Αργεντινής των Ντανιέλ Πασαρέλα (Daniel Passarella), Μάριο Κέμπες (Mario Kempes) και των υπόλοιπων σπουδαίων άσων, όταν εκείνος ήταν 9 ετών. Τότε ήταν που παράτησε το μπάσκετ (το είχε ξεκινήσει λόγω ύψους) και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ασπρόμαυρη μπάλα.
Αφού έπαιξε για λίγο ποδόσφαιρο… αλάνας στην μικρή Γκρούπο Αλεγκρία, γράφτηκε στην τοπική ομάδα Πλατένσε, σε επίπεδο junior. Κατόπιν κατέκτησε το τοπικό πρωτάθλημα με τη φανέλα της Ρεκονκουίστα σκοράροντας δύο γκολ σε βάρος της Νιούελς Ολντ Μπόις. Οι άνθρωποι της Νιούελς εντυπωσιάστηκαν από τις εμφανίσεις του και με συνοπτικές διαδικασίες το 1988 του προσέφεραν το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο σε ηλικία 19 ετών. Και επειδή κάθε αρχή και δύσκολη, στον Μπατιστούτα η μοίρα έφερε για πρώτο προπονητή τον Μαρσέλο Μπιέλσα (Marcelo Bielsa), μετέπειτα προπονητή του και στην εθνική Αργεντινής. Έναν από τους πλέον σκληρούς και απαιτητικούς προπονητές στην πιάτσα, ο οποίος προκειμένου να τον βοηθήσει να βελτιώσει το παιχνίδι του δεν δίστασε να τον... ξεζουμίσει!
«Μετά από είκοσι ημέρες
προπονήσεων, μπαίνοντας μία φορά στα αποδυτήρια σκέφτηκα ότι εξαιτίας του δεν
θα γινόμουν ποδοσφαιριστής», έχει δηλώσει για εκείνη την εποχή ο Αργεντίνος.
Μία ομολογουμένως βασανιστική περίοδο για εκείνον που ήταν μακριά από το σπίτι
του, την οικογένειά του, την κοπέλα του Ιρίνα (με την οποία είχε γνωριστεί όταν
εκείνος ήταν 16 και εκείνη 15 και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα), που κοιμόταν σε ένα
δωμάτιο μέσα στο στάδιο της Νιούελς και που είχε αρκετά παραπανίσια κιλά. Την
ίδια ώρα πάντως ο επονομαζόμενος «δικτάτορας» Μπιέλσα έβλεπε στο πρόσωπο
εκείνου το νεαρού με τα ξανθά μαλλιά έναν άκρως ταλαντούχο παίκτη με μεγάλες
προοπτικές, ένα ακατέργαστο διαμάντι που απλά έπρεπε να δουλέψει ώρες
ατελείωτες για να διορθώσει τις αδυναμίες του στην τεχνική και να γίνει πιο...
fit.
«Εκεί που οι συμπαίκτες μου είχαν μύες, εγώ είχα λίπος», ήταν η παραδοχή του ίδιου του Μπατιστούτα, με τον Μπιέλσα όμως να του επιβάλλει μία δίαιτα χάρη στην οποία κατάφερε τελικά να πετάξει από πάνω του δέκα κιλά και να γίνει «άλλος άνθρωπος». Το πρώτο τεστ το είχε περάσει με επιτυχία και η ανταμοιβή ήταν γλυκιά: ο προπονητής της Νιούελς τον επισκέφτηκε μία ημέρα στο δωμάτιό του και του προσέφερε ένα κουτί με «αλφαχόρες» (παραδοσιακό γλύκισμα της Ισπανίας και της Νοτίου Αμερικής που αποτελείται από δύο αφράτα μπισκότα) και μία μπάρα σοκολάτας!
Το στοίχημα της Νιούελς κερδήθηκε
από τον Μπατιστούτα και το επόμενο βήμα δεν άργησε να έρθει. Για την ακρίβεια
ήταν σάλτο, καθώς άφησε την επαρχία και μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες, για να
φορέσει τη φανέλα μίας εκ των δύο διασημότερων εκπροσώπων της πρωτεύουσας: της
Ρίβερ Πλέιτ. Ο προπονητής του, Ρεϊνάλντο Μέρλο (Reinaldo Merlo), τον περιέβαλε
με εμπιστοσύνη και ο νεαρός μπόμπερ από την Ρεκονκουίστα τον ξεπλήρωσε κάνοντας
αξιοθαύμαστες εμφανίσεις στο πρωτάθλημα της Απερτούρα, όμως τον Ιανουάριο του
1990 η αλλαγή στην τεχνική ηγεσία φέρνει τον μυθικό Ντανιέλ Πασαρέλα στο τιμόνι
των «εκατομμυριούχων» και τον Μπατιστούτα στον πάγκο.
Δίχως να καταλάβει ποτέ το γιατί,
από βασικός έγινε ρεζέρβα. Κάπου εκεί όμως έγινε η κίνηση ρουά-ματ από τον
μάνατζέρ του: ο Σετίμιο Αλοίζιο (Settimio Aloisio) σε μία έμπρακτη απόδειξη πως
πιστεύει ακράδαντα σε αυτόν αγόρασε το 50% των δικαιωμάτων του και το καλοκαίρι
του 1990 μεσολάβησε για να γίνει η μεταγραφή του στη Μπόκα Τζούνιορς, την
ιστορική αντίπαλο της Ρίβερ. Από την κόλαση που είχε βρεθεί επέστρεφε στον
παράδεισο...
Ουσιαστικά σε ηλικία μόλις 21
ετών είχε καταφέρει να δώσει σάρκα και οστά σε ένα παιδικό όνειρο: να παίξει
κάποια στιγμή ποδόσφαιρο στην ομάδα της καρδιάς του και σε αυτήν που είχε κάνει
τα πρώτα του βήματα στη Λατινική Αμερική το υπέρτατο ποδοσφαιρικό του ίνδαλμα
Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona),
του οποίου η αφίσα με τη φανέλα της Μπόκα ήταν ακόμα κρεμασμένη πάνω από το
κρεβάτι του στο σπίτι των γονιών του στην Αβελανέδα.
Ο Πασαρέλα έμοιαζε πλέον με μία άσχημη μακρινή ανάμνηση και ο Μπατιστούτα πετούσε εντός και εκτός γηπέδων: είχε γίνει βασικός και αναντικατάστατος με τη φανέλα της Μπόκα ενώ στις 28 Οκτωβρίου του 1990 ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου σε εκκλησία του Σαν Ρόκε με την εκλεκτή της καρδιάς του Ιρίνα. Το φινάλε εκείνης της χρονιάς για τον Μπατιστούτα ήταν κομμένο και ραμμένο για κινηματογραφική ταινία. Αφενός οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση του πρωταθλήματος Clausura (συνολικά πέτυχε 13 γκολ σε 29 εμφανίσεις του με τη φανέλα της) και αφετέρου πήρε εκδίκηση από τους πρώην εργοδότες του. Μπόκα Τζούνιορς και Ρίβερ Πλέιτ αναμετρήθηκαν για το Copa Libertadores, με τον Μπατιστούτα να είναι ο μεγάλος σταρ της βραδιάς στο «Μονουμεντάλ». Σκόραρε δις απέναντι στην Ρίβερ και μετά από κάθε γκολ του περνούσε μπροστά από τον πάγκο της ψάχνοντας να συναντήσει με το βλέμμα του αυτό του Πασαρέλα..
Η δημιουργία του μύθου και το
ευρωπαϊκό άλμα
Με αυτές τις εμφανίσεις και την
ικανότητά του στο σκοράρισμα να αυξάνεται μέρα με τη μέρα, η πρώτη κλήση του
στην Εθνική Αργεντινής ήταν γεγονός, με τον Άλφιο Μπαζίλε (Alfio Basile) να τον
συμπεριλαμβάνει μάλιστα στην αποστολή που πέταξε για τη Χιλή για να πάρει μέρος
στο Κόπα Αμέρικα του 1991. Η «αλμπισελέστε» δεν κατέβηκε στη διοργάνωση με την
ετικέτα του φαβορί, όμως το άστρο του Μπατιστούτα είχε αρχίσει ήδη να
ανατέλλει...
Ο δαιμόνιος μάνατζέρ του, Σετιμιό
Αλοίζιο, είχε φροντίσε άλλωστε να του πετάξει το γάντι: «Σε μία εβδομάδα
ξεκινάει το Copa America, εάν θέλεις να κάνεις πράξη την επιθυμία σου να
παίξεις στο ιταλικό ποδόσφαιρο θα πρέπει να πετύχεις τουλάχιστον έξι γκολ. Βάλε
εσύ αυτά τα γκολ και εγώ θα σου χαρίσω το όνειρό σου». Αυτό είχε πει τότε στον
Μπατιστούτα και εκείνος σκέφτηκε ενδόμυχα: «Challenge accepted». Τότε είχε
ακόμα το προσωνύμιο «El Camion» (Φορτηγό) λόγω της σωματικής του δύναμης όμως
δεν αργούσε η στιγμή που θα μετατρεπόταν σε «Re Leone» (Βασιλιάς Λοντάρι). Ένα
Coppa America ήταν αρκετό για αυτό.
Στο ντεμπούτο του σκόραρε δις κόντρα στη Βενεζουέλα ενώ κόντρα στη διοργανώτρια Χιλή το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε όχι μόνο δεν τον τρόμαξε αλλά δέκα λεπτά πριν το τέλος του αγώνα πέτυχε το καθοριστικό γκολ: έκανε το ένα-δύο με τον Κανίγια, πέρασε σε ταχύτητα τρεις Χιλιανούς και με ένα μαγικό τσίμπημα της μπάλας την έστειλε στα δίχτυα προλαβαίνοντας την έξοδο του γκολκίπερ.
«Πόσα γκολ μου λείπουν για να πάω
τώρα στην Ιταλία;», αστειευόταν κάθε φορά που σκόραρε ο Μπατιστούτα, με τον
στόχο πάντως να πλησιάζει όλο και περισσότερο μετά από κάθε ματς. Ο «Μπάτι»
βρήκε δίχτυα τόσο κόντρα στην Παραγουάη όσο και με τη Βραζιλία για να φτάσει
στα πέντε και το τελευταίο "χτύπημα" ήταν και το πιο ηδονικό. Στο
φινάλε της διοργάνωσης (21 Ιουλίου του 1991) η Αργεντινή νίκησε 2-1 την
Κολομβία, με τον Μπατιστούτα να πετυχαίνει το καθοριστικό γκολ στο 70ο λεπτό,
να χαρίζει το τρόπαιο στην "αλμπισελέστε" και ταυτόχρονα να σφραγίζει
το διαβατήριό του για Ιταλία. Η μαγική του διαδρομή στα γήπεδα του Καμπιονάτο
είχε ήδη ξεκινήσει.
Η ομάδα που αποφάσισε να
επενδύσει στον Αργεντίνο στράικερ ήταν η Φιορεντίνα, με τον Μάριο Τσέκι Γκόρι (Mario Cecchi Gori) να κλείνει
το deal με τη Μπόκα προσφέροντας 12 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες και στις 18
Αυγούστου του 1991 ο παίκτης φτάνει στη Φλωρεντία κουβαλώντας στο μυαλό και
στην καρδιά του το μήνυμα του Ντιέγκο Μαραντόνα: «Μείνε ήρεμος, με τα
χαρακτηριστικά που έχεις ως παίκτης θα πετύχεις σίγουρα στην Ιταλία».
Εκείνη την περίοδο ήταν
προπονητής στη Φιορεντίνα ο Βραζιλιάνος Σεμπαστιάο Λαζαρόνι (Sebastião Lazaroni)
και αρχηγός της ομάδας ένας άλλος Βραζιλιάνος, ο Κάρλος Ντούνγκα (Carlos Dunga), με τις φήμες να
αναφέρουν πως οι δύο επιθετικοί της ομάδας Στέφανο Μποργκονόβο (Stefano
Borgonovo) και Μάρκο Μπράνκα (Marco Branca) δεν είχαν δει με καλό μάτι τον
νεοφερμένο και είχαν συμμαχήσει με τον Ντούνγκα για να τον αφήσουν στην...
άκρη. Πράγματι, το ξεκίνημα του Μπατιστούτα ήταν κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό,
καθώς βρέθηκε να "σκουπίζει" τον πάγκο τόσο με προπονητή τον Λαζαρόνι
όσο και με τον αντικαταστάτη του μετά από 5 αγωνιστικές πρωταθλήματος, Τζίτζι Ραντίτσε
(Luigi “Gigi” Radice). Η αγάπη της συζύγου του Ιρίνα και η στήριξη από λίγους
αλλά καλούς φίλους τον βοήθησαν να σταθεί στα πόδια του και να μην το βάλει
κάτω, μέχρι που ήρθε το παιχνίδι που του άλλαξε την καριέρα και ίσως και
ολόκληρη τη ζωή του.
Στις 26 Ιανουαρίου 1992 ερχόταν αντίπαλος στο "Φράνκι" η Γιουβέντους, η ομάδα που όλοι στην πόλη της Φλωρεντίας θέλουν να κερδίζουν περισσότερο από κάθε άλλη και ο Μπατιστούτα ήξερε πως αυτή ήταν η ευκαιρία που έπρεπε να αρπάξει. Ήταν σαν να ξαναζούσε το Μπόκα-Ρίβερ από την αρχή... Και τα κατάφερε. Με μία χρυσή κεφαλιά του έβαλε μπροστά στο σκορ τη Φιορεντίνα επί της «βέκια σινιόρα» (το τελικό 2-0 διαμορφώθηκε από τον Μπράνκα) και εκείνη την ημέρα ο Μπατιστούτα έγινε «Μπατιγκόλ». Από άνθρωπος έγινε άγγελος για τους τιφόζι της Φιορεντίνα που τον είχαν βάλει για πάντα μέσα στην καρδιά τους. Την επομένη του αγώνα η "Gazzetta dello Sport" κάλεσε τους οπαδούς της ομάδας να στείλουν ένα fax με ένα μήνυμα για τον παίκτη και ακολούθησε χαμός: 5.000 μηνύματα μέσα σε διάστημα λιγότερο από δύο ημέρες. Αν δεν είναι αυτό εκδήλωση λατρείας τότε τι είναι;
Το φινάλε της σεζόν βρίσκει τον Μπατιστούτα να έχει σκοράρει 13 γκολ στο πρωτάθλημα και κανένα από αυτά να μην προέρχεται από την άσπρη βούλα (12η στη βαθμολογία η Φιορεντίνα) ενώ το καλοκαίρι του 1992 η οικογένεια Τσέκι Γκόρι αποφασίζει να τα "σπρώξει" στην ομάδα παίρνοντας παίκτες κλάσης όπως οι Φραντσέσκο Μπαϊάνο (Francesco Baiano), Μπρίαν Λάουντρουπ (Brian Laudrup) και Στέφαν Έφενμπεργκ (Stefan Effenberg). Το όνειρο των ανθρώπων της ήταν να τη δουν να διεκδικεί ακόμα και το σκουντέτο όμως η σεζόν 1992/93 βάφτηκε αντ' αυτού με μελανά χρώματα. Τρεις προπονητές έγιναν αλλαγή μέσα στη χρονιά και το φινάλε ήταν εφιαλτικό καθώς ήρθε ο υποβιβασμός στη Serie B. Τα 16 τέρματα του "Μπατιγκόλ" δεν έφταναν για να αποτρέψουν το μοιραίο.
Το καλοκαίρι του 1993 ο
Αργεντίνος στράικερ βρέθηκε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και έπρεπε να
διαλέξει. Από τη μία υπήρχε η επιλογή να συνεχίσει στη Φιορεντίνα και στη Serie
B και από την άλλη είχε τη δυνατότητα να πει το "si" σε κάποια από
τις πλουσιοπάροχες προτάσεις που του είχαν γίνει, με τη Ρεάλ Μαδρίτης να έχει
εκφράσει μάλιστα επίσημο ενδιαφέρον. Το δίλημμα όμως αυτό υπήρχε στα μάτια των
άλλων και όχι στην καρδιά του Μπατιστούτα γιατί εκείνη είχε πάρει τις αποφάσεις
της. «Υπήρχε μία εικόνα που ήθελα να διαγράψω από τα μάτια μου: τον παλιό
πρόεδρο Μάριο Τσέκι Γκόρι αναγκασμένο να φεύγει από το στάδιο μέσα σε ένα
περιπολικό. Αγαπούσα τον πρόεδρο. Είχε επενδύσει πολλά χρήματα στη Φιορεντίνα,
πολλά χρήματα και πολύ πάθος. Δεν μπορούσα να αφήσω την ομάδα στη Serie B”.
Ο Μπατιστούτα αποφάσισε λοιπόν να μείνει και αφού πανηγύρισε ένα ακόμα καλοκαίρι την κατάκτηση του Copa America από την Αργεντινή με τον ίδιο και πάλι μεγάλο πρωταγωνιστή (χάρη στο 2-1 επί του Μεξικού με δύο δικά του γκολ) ήταν έτοιμος για τη χρονιά που θα δοκιμαζόταν η ομάδα αλλά και ο ίδιος στην δεύτερη κατηγορία. Ο εφιάλτης δεν κράτησε πολύ. Ο Κλάουντιο Ρανιέρι (Claudio Ranieri), ανέλαβε να βγάλει το καράβι (Φιορεντίνα) από τη φουρτούνα και να το οδηγήσει στο λιμάνι (Serie A) και τα κατάφερε έχοντας για μπροστάρη τον Μπατιστούτα.
Η σχέση των δύο ανδρών ήταν
εξαιρετική, ο Αργεντίνος σταμάτησε στα 16 τέρματα εκείνη τη σεζόν και στις 8
Μαΐου του 1994 (5-1 την Άσκολι με δύο γκολ του Μπατιστούτα) η Τοσκάνη γιόρταζε
την επιστροφή της Φιορεντίνα στη φυσική της θέση. Πάνω στους πανηγυρισμούς ο
αγαπημένος Γκαμπριέλ των οπαδών δεν ξέχασε τον Μάριο Τσέκι Γκόρι που είχε φύγει
από τη ζωή τον Νοέμβριο του 1993 από καρδιακή προσβολή. "Αγαπούσε πολύ τη
Φιορεντίνα και δεν έπρεπε να πεθάνει με την ομάδα του στη Serie B. Η ζωή
μερικές φορές είναι άδικη".
Το καλοκαίρι του 1994 ταξίδεψε στις ΗΠΑ με την εθνική ομάδα στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της καριέρας του όμως εκεί η "αλμπισελέστε" αποχαιρέτησε νωρίς (ήττα με 3-2 από τη Ρουμανία του Χάτζι στη φάση των "16") και το μοναδικό ματς από το οποίο έχει κάτι να θυμάται ως ευχάριστη ανάμνηση είναι αυτό κόντρα στην Ελλάδα στην πρεμιέρα, όπου πανηγύρισε το πρώτο του χατ-τρικ με την "αλμπισελέστε".
Η άσχημη εμπειρία που βίωσε στα
γήπεδα της Αμερικής ξεχάστηκε πάντως γρήγορα και σε αυτό "βοήθησε"
-ποιά άλλη- η Φιορεντίνα! Ο "Μπατιγκόλ" ήταν μία ασταμάτητη μηχανή
παραγωγής τερμάτων στο ξεκίνημα της σεζόν 1994-95 όπου τον βρήκε να μετράει 10
γκολ στις 9 πρώτες αγωνιστικές και στις 27 Νοεμβρίου 1994 μπήκε στα βιβλία της
ιστορίας του ιταλικού ποδοσφαίρου: κόντρα στη Σαμπντόρια σκόραρε για 11ο σερί
ματς πρωταθλήματος, σπάζοντας έτσι το προηγούμενο ρεκόρ που κατείχε ο μυθικός
μπόμπερ της Μπολόνια, Έτσιο Πασκούτι (Ezio Pascutti) από τη σεζόν 1962/63.
"Όταν βλέπω την μπάλα να μπαίνει στα δίχτυα, η πρώτη μου σκέψη είναι η μητέρα μου Γκλόρια", δηλώνει για την άλλη γυναίκα της ζωής του (πέρα από την Ιρίνα), την ίδια ώρα που οι οπαδοί τον βαφτίζουν εκτός από "Μπατιγκόλ" και "Βασιλιά Λιοντάρι". Το φινάλε της σεζόν 1994-95 βρίσκει τη Φιορεντινά εκτός των προνομιούχων θέσεων που δίνουν ευρωπαϊκό εισιτήριο, με τον Μπατιστούτα από την πλευρά του να έχει επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του: με 26 γκολ στη Serie A αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (μπροστά από τον Μπάλμπο), ατομικός τίτλος που είχε να πάει σε παίκτη της Φιορεντίνα πάνω από 30 χρόνια (με τον Ορλάντο).
Εκείνη τη σεζόν φόρεσε επίσης τη φανέλα της Φιορεντίνα ο Ρουί Κόστα (ο οποίος έμεινε μέχρι το 2001) ενώ ο Κλάουντιο Ρανιέρι δεν μπορούσε να κρύψει την ευτυχία του για το γεγονός ότι είχε στην ομάδα έναν τόσο δεινό εκτελεστή όπως ο Μπατιστούτα, που διέθετε θανατηφόρα σουτ αλλά και τρομακτική ικανότητα στο σκοράρισμα και με το κεφάλι. "Μου θυμίζει άλλους τρεις ξένους παίκτες που είχα την τύχη να προπονήσω: τους Καρέκα, Φραντσέσκολι και Φονσέκα. Και εκείνοι πρόσεχαν την κάθε λεπτομέρεια. Ο Αργεντίνος γίνεται όλο και πιο ολοκληρωμένος. Δεν μένει στην επίθεση αλλά επίσης γυρίζει, πρεσάρει, μαρκάρει", δήλωνε ο Ρανιέρι για τον Μπατιστούτα μετά από μόλις λίγους μήνες συνεργασίας των δύο. Δεν ήταν ωστόσο ο μόνος "τρελαμένος" με τον μπόμπερ της Φιορεντίνα. Η φωτογραφία του όπου πανηγύριζε τα τέρματά του δίπλα στο σημαιάκι του κόρνερ ήταν σχεδόν σε όλα τα μπαρ της πόλης της Φλωρεντίας ενώ οι οργανωμένοι οπαδοί έφτιαξαν ένα άγαλμα στη θύρα που τους φιλοξενεί το οποίο απαθανάτιζε τον σπουδαίο επιθετικό να πανηγυρίζει με αυτή την κίνηση κάποιο γκολ του.
Τα καλύτερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμα. Τη σεζόν 1995/96 η Φιορεντίνα είχε το καλύτερο πλασάρισμά της επί εποχής Μπατιστούτα, καταλαμβάνοντας την 4η θέση ενώ στις 17 Μαΐου toy 1996 ήρθε ο πρώτος τίτλος, το Coppa Italia, με το 2-0 εκτός έδρας επί της Αταλάντα (οι "βιόλα" είχαν επικρατήσει και στον πρώτο τελικό με 1-0 στην έδρα τους). Ήταν μία μαγική νύχτα για τον Ρανιέρι και τους παίκτες του, με 40.000 οπαδούς να τους ετοιμάζουν αποθεωτική υποδοχή στο "Αρτέμιο Φράνκι" κατά την επιστροφή από το Μπέργκαμο και τον Μπατιστούτα να ομολογεί: "Βγαίνοντας από το τούνελ της φυσούνας με το τρόπαιο στα χέρια μου αισθάνθηκα, για μία στιγμή, πως ήμουν το αφεντικό του κόσμου".
Το ντελίριο όμως για τους οπαδούς
της Φιορεντίνα δεν είχε σταματημό εκείνη τη χρονιά καθώς τρεις μήνες αργότερα ο
"Βασιλιάς Λιοντάρι" έριξε στο καναβάτσο και τη Μίλαν και χάρισε στην
ομάδα του το ιταλικό Σούπερ Καπ. Οι περίπου 10.000 οπαδοί των "βιόλα"
που ταξίδεψαν στο Μιλάνο είδαν αρχικά τον Μπατιστούτα να σκοράρει ένα εξαίσιο
γκολ έχοντας πρώτα περάσει τη μπάλα πάνω από τον Φράνκο Μπαρέζι σε μία επίδειξη
υψηλής τεχνικής ενώ λίγο πριν το φινάλε... αποτρελάθηκαν.
Εκεί που το ματς έδειχνε να πηγαίνει στην παράταση με το σκορ στο 1-1 (είχε ισοφαρίσει για τους "ροσονέρι"ο Σαβίτσεβιτς) ο Μπατιστούτα "χτύπησε" ξανά, αυτή τη φορά με φάουλ-κεραυνό με τον οποίο έγραψε το τελικό 2-1. Εκείνο το γκολ τρέλανε και τον ίδιο τον Αργεντίνο ο οποίος έτρεξε μπροστά σε μία κάμερα της ιταλικής Rai και φώναξε με όλη του τη δύναμη: "Σε αγαπώ Ιρίνα". Ο βρυχυθμός του λιονταριού της Φιορεντίνα είχε μπει μέσα στα σπίτια όλων των Ιταλών που έβλεπαν live το ματς, με τον ίδιο να εξηγεί την ενέργεια αυτή λέγοντας: "Ήθελα μόνο να μοιραστώ με τη γυναίκα της ζωής μου αυτή τη μαγική στιγμή της καριέρας μου".
Το τρομερό της ιστορίας; Η σινιόρα Μπατιστούτα εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε διακοπές στο Βιαρέτζιο και η τηλεόρασή της ήταν χαλασμένη! Η εκδήλωση αγάπης όμως από την πλευρά του Γκαμπριέλ της μεταφέρθηκε μέσα σε χρόνο dt, με το τηλέφωνό της να μη σταματάει να χτυπάει εκείνο το βράδυ! Η επόμενη σεζόν θεωρείται πρόκληση για τη Φιορεντίνα του Μπατιστούτα (οι δύο έννοιες αυτές είναι ταυτόσημες από τη χρονιά της Serie B και έπειτα) καθώς υπάρχει η συμμετοχή στην Ευρώπη, με τον ιταλικό σύλλογο να αποκλείει τη Μπενφίκα στους "8" και να παίρνει το εισιτήριο για τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου την περίμενε η Μπαρτσελόνα του Ρονάλντο.
Αδύνατο να ξεχάσουν ποτέ τον
πρώτο ημιτελικό οι φίλοι της Φιορεντίνα, ειδικά όσοι βρέθηκαν στις εξέδρες του
-κατάμεστου από 110.000 οπαδούς- "Καμπ Νόου". Και αυτό γιατί ο
Μπατιστούτα σημείωσε ένα από τα ομορφότερα γκολ της καριέρας του με μία άπιαστη
βολίδα που "ξετίναξε" τα δίχτυα του Βίτορ Μπαΐα, με το 1-1 να κάνει
τους Ιταλούς να ονειρεύονται την κούπα! Κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ, με τη
Μπαρτσελόνα να επωφελείται από την απουσία του τιμωρημένου Μπατιστούτα στη
ρεβάνς και με το 2-0 μέσα στο "Φράνκι" (Φερνάντο Κόουτο και Πεπ
Γουαρδιόλα οι σκόρερ) να παίρνει εκείνη το εισιτήριο για τον τελικό, όπου και
κατέκτησε τελικά το τρόπαιο με το εύστοχο πέναλτι του Ρονάλντο κόντρα στην Παρί
Σεν Ζερμέν. Το καλοκαίρι του 1997 ο "Μπάτι" πολιορκείται εκ νέου, με
τις Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης να του ασκούν μάλιστα ασφυκτικό πρέσινγκ με
καθόλα συμφέρουσες προτάσεις, ωστόσο ο ίδιος δεν "προδίδει" την
λατρεία που του έχουν οι οπαδοί της Φιορεντίνα και παραμένει.
Η σεζόν 1997-98, με τον Αλμπέρτο Μαλεζάνι πλέον στον πάγκο (διαδέχτηκε τον Ρανιέρι), τον βρίσκει στο τέλος της να μετράει 21 γκολ σε 32 ματς πρωταθλήματος και να οδηγεί τη Φιορεντίνα στην 5η θέση (το καλοκαίρι του 1998 έγινε στο ματς με τη Τζαμάικα ο πρώτος παίκτης με δύο χατ-τρικ σε τελική φάση Μουντιάλ για να ακολουθήσει στα προημιτελικά ο αποκλεισμός για την Αργεντινή από την Ολλανδία), ενώ στα πρώτα 17 ματς της σεζόν 1998-99 έχει ήδη σημειώσει ισάριθμα τέρματα!
Στην τεχνική ηγεσία των
"βιόλα" βρίσκεται πλέον ο Τζοβάνι Τραπατόνι και το φινάλε του πρώτου
γύρου βρίσκει την ομάδα της Τοσκάνης στην κορυφή της βαθμολογίας, όμως τότε η
ατυχία της χτυπάει σαδιστικά την πόρτα καθώς ο Μπατιστούτα τίθεται νοκ-άουτ
λόγω τραυματισμού. Ο τίτλος ξεγλιστρά από τους "βιόλα" (μάζεψαν 35
βαθμούς στον πρώτο γύρο και μόλις 21 στον δεύτερο) και αφού περνάει μέσα από τα
χέρια της Λάτσιο τελικά καταλήγει στη Μίλαν του Τζακερόνι (με ηγέτη εκείνη τη
σεζόν τον Όλιβερ Μπίρχοφ), με την "παρηγοριά" να έρχεται μέσω της 3ης
θέσης που οδηγεί στο Champions League. Μετά από οκτώ χρόνια συνεχούς παρουσίας,
ο Αργεντίνος ηγέτης εξέφρασε για πρώτη φορά την επιθυμία του να αποχωρήσει το
καλοκαίρι του 1999 όμως με τις πιέσεις του Τσέκι Γκόρι και το
"ψήσιμο" του Τραπατόνι έμεινε ξανά.
Στην 9η και τελευταία σεζόν του στην ομάδα, ο Μπατιστούτα είχε και πάλι εντυπωσιακά νούμερα (23 γκολ σε 30 ματς) παρότι η Φιορεντίνα περιορίστηκε στην 7η θέση του πίνακα, με τους οπαδούς πάντως να έχουν ως ωραιότερη ανάμνηση από αυτή τη σεζόν το μαγικό του γκολ κόντρα στην Άρσεναλ στο "Γουέμπλεϊ" (1-0 για τη Φιορεντίνα) και τις ματσάρες κόντρα στη Μπαρτσελόνα που δυστυχώς δεν έφτασαν για να γίνει η υπέρβαση και να έρθει η πρόκριση στην επόμενη φάση του Champions League.
Το τέλος του 20ου αιώνα
σηματοδοτεί και το τέλος εποχής στη Φιορεντίνα. Αρχικά άνοιξε την πόρτα της
εξόδου ο Τραπατόνι που ανέλαβε την εθνική Ιταλίας ενώ το πιο βαρύ πλήγμα για
τους οπαδούς ήρθε με την είδηση-σοκ της αποχώρησης του Μπατιστούτα. Τα
οικονομικά προβλήματα για τη διοίκηση Τσέκι Γκόρι είχαν κάνει σιγά-σιγά την
εμφάνισή τους και ο Φράνκο Σένσι (Franco Sensi), έκανε το "κόλπο
γκρόσο" προσφέροντας 70 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες (ήτοι 23,5
εκατομμύρια λίρες, το μεγαλύτερο ποσό που έχει δαπανηθεί στον κόσμο για παίκτη
πάνω από 30 ετών!) για να τον πάρει στη Ρόμα.
Η σχέση του με τον κόσμο και ο
«αδάμαστος πολεμιστής»
Η σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα
στον Μπατιστούτα και τον κόσμο της Φιορεντίνα είναι από τα πιο ξεχωριστά
κομμάτια της καριέρας του. Με τις εμφανίσεις και την αρχηγική του παρουσία, δεν
άργησε να γίνει ο ήρωας της εξέδρας των Φλωρεντίνων. Οι φίλαθλοι των «βιόλα»
έφτιαξαν το 1996 προς τιμήν του άγαλμα σε φυσικό μέγεθος, που τον παριστάνει στην
κλασική του εικόνα, να κρατάει πανηγυρίζοντας το σημαιάκι του κόρνερ, μιας κι
έτσι πανηγύριζε τα γκολ του τη σεζόν 1994/95! Η επιγραφή στο άγαλμα λέει: «Στον
Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, αδάμαστο πολεμιστή, σκληρό στη μάχη και δίκαιο στην
ψυχή» (Guerriero mai domo,
duro nella lotta, leale nell’ animo).
Η αφοσίωσή του στην ομάδα, το
αγωνιστικό του πάθος και η αποτελεσματικότητα, η άρνησή του σε πολλές
περιπτώσεις να φύγει για μεγαλύτερους συλλόγους και το γεγονός ότι την
ακολούθησε στην Serie B
(«είχα ερωτευτεί την πόλη και την ατμόσφαιρα και αποφάσισα να μείνω, παρότι με
κυνηγούσαν μεγάλες ομάδες, όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ»)
και την οδήγησε στους πρώτους της τίτλους μετά από πολλά χρόνια, του
εξασφάλισαν παντοτινά μια θέση στην καρδιά των οπαδών της. Για όσα χρόνια
φορούσε τη φανέλα της, η Φιορεντίνα ήταν ο Μπατιστούτα και ο Μπατιστούτα η
Φιορεντίνα. Οι «τιφόζι» της δεν μπορούσαν να φανταστούν την ομάδα τους χωρίς
εκείνον.
Όταν το 1997 η μετακίνησή του στην Ίντερ έναντι 35 εκατομμυρίων δολαρίων φαινόταν σχεδόν βέβαιη, η νέα μεταγραφή της ομάδας, ο Βραζιλιάνος Εντμούντο (Edmundo), παρουσιαζόταν στο κοινό του «Αρτέμιο Φράνκι». Τότε ο κόσμος άρχισε να φωνάζει χωρίς σταματημό: «Μπάτι, Μπάτι, Μπάτι, Μπατιγκόλ». Ο ήρωας τους δεν αποχαιρέτησε τότε την ομάδα. Ειδικά μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Ιταλίας και του Σούπερ Καπ το 1996, ο Μπατιστούτα έγινε το σύμβολο όχι μόνο της ομάδας, αλλά και ολόκληρης της πόλης. Ήταν μάλιστα υποψήφιος για το βραβείο του «Επίτιμου Πολίτη της Φλωρεντίας». Την εποχή εκείνη το πρόσωπό του ήταν παντού και εκτός των άλλων πουλούσε πολύ (το όνομά και τις φωτογραφίες του τις έβρισκες σε μπρελόκ, T-shirts, καπέλα και κάθε είδους εμπορικά προϊόντα).
Την ημέρα που σκόραρε το 100ό του
γκολ με τη φανέλα της Φιορεντίνα, ρίχτηκαν στο γήπεδο 100 μπάλες, με τους
φιλάθλους να σηκώνουν έναν τεράστιο πανό που έγραφε: «Εκατό φορές σ’
ευχαριστούμε Bati».
Ο τότε προπονητής της Ρόμα,
Φάμπιο Καπέλο (Fabio Kapello), μαζί με τον τεχνικό διευθυντή της, Φράνκο
Μπαλντίνι (Franco Baldini), έστησαν ολόκληρη μηχανορραφία προκειμένου να φέρουν
τον Αργεντίνο στην ομάδα της «Αιώνιας Πόλης». Βλέποντας την άρνηση του προέδρου
να ξοδέψει πολλά χρήματα για τον Μπατιστούτα, προσκάλεσαν σε δείπνο τον εκδότη
της «Corriere dello Sport»,
Μάριο Σκονσέρτι. Εκεί, ο Μπαλντίνι «αποκάλυψε» ότι είχε προσεγγίσει την
Φιορεντίνα για την απόκτηση του Μπατιστούτα και πως ο Σένσι ήταν διστακτικός
και απρόθυμος να πληρώσει.
Το σχέδιο είχε μπει μπροστά και
ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία. Δύο μέρες μετά, η εφημερίδα έβγαλε προς τα έξω
το ενδιαφέρον της Ρόμα και το θέμα έγινε αντικείμενο συζήτησης σε όλη την πόλη,
από τους απλούς ανθρώπους μέχρι τον Τύπο και τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Ο Σένσι
δεχόταν τις επευφημίες των φιλάθλων όπου κι αν πήγαινε και λειτουργώντας με το
ένστικτο του οπαδού, όπως συνήθιζε, κινήθηκε άμεσα για την απόκτηση του
Αργεντίνου (τον παίκτη… γλυκοκοίταζαν τότε και οι Μίλαν, Ίντερ, Άρσεναλ,
Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ).
Η συμφωνία έκλεισε στα 23.5 εκατομμύρια δολάρια (παραμένει μέχρι σήμερα ρεκόρ για παίκτη μεγαλύτερο των 30 ετών) και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Η Φιορεντίνα έβαλε στο ταμείο της λεφτά που είχε ανάγκη, ο Μπατιστούτα θα είχε πλέον την ευκαιρία να ικανοποιήσει το… απωθημένο του (υπέγραψε τριετές συμβόλαιο), κερδίζοντας το Scudetto, η εφημερίδα είχε πουλήσει τρελά και ο πρόεδρος Σένσι είχε γίνει πια πολύ δημοφιλής στους φιλάθλους της Ρόμα, που ήταν μέχρι τότε η… αιώνια αποτυχημένη. Το εξωπραγματικό αυτό ποσό σε συνδυασμό με την επιθυμία του παίκτη να κυνηγήσει με μεγαλύτερες πιθανότητες ένα πρωτάθλημα που του έλειπε τόσο πολύ έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, και έτσι η μεταγραφή της χρονιάς στο Καμπιονάτο είχε ολοκληρωθεί.
Φεύγοντας πάντως από τη
Φιορεντίνα ο Μπατιστούτα άφησε μία σημαντική "προίκα", καθώς με τα
168 γκολ του σε 269 ματς έγινε ο κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών για τους
"βιόλα", αφήνοντας στη 2η θέση με 150 γκολ τον θρυλικό Σουηδό Κερτ
Χάμριν που έπαιξε στην ομάδα από το 1958 μέχρι το 1967 (εννέα ακριβώς χρόνια
όπως ο Μπατιστούτα).
Το "Ολίμπικο" έγινε το
νέο ποδοσφαιρικό σπίτι του Γκαμπριέλ Μπατιστούτα για τα τρία επόμενα χρόνια και
η ιστορία έδειξε ότι η επιλογή του να μετακομίσει στη δύση της καριέρας του
ήταν σωστή. Σχηματίζοντας μία τριπλέτα-φωτιά μαζί με Τότι και Μοντέλα, ο
Ρωμαίος "Μπατιγκόλ" είχε μία εξαιρετική πρώτη σεζόν στη Ρώμη και με
τα 20 γκολ που σημείωσε στο πρωτάθλημα πανηγύρισε το πρώτο του σκουντέτο που
ήταν και πρώτο για τους "τζαλορόσι" μετά το 1983 (τρίτο συνολικά στην
ιστορία τους). Τι έχουν να θυμούνται οι οπαδοί της Ρόμα από τον Μπατιστούτα; Μα
φυσικά το γκολ του κόντρα στη Λάτσιο, το χατ-τρικ με τη Μπρέσια, τα δύο γκολ
στην Πάρμα αλλά και το τέρμα του κόντρα στη Φιορεντίνα
Ο Μπατιστούτα έχει
πρωταγωνιστήσει σε μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές στην ιστορία του
ποδοσφαίρου, που… αποστομώνει όσους ισχυρίζονται ότι στο σύγχρονο επαγγελματικό
ποδόσφαιρο δεν χωράει το συναίσθημα. Ήταν 26 Νοεμβρίου του 2000 και η Ρόμα, με
τον Μπατιστούτα στη σύνθεσή της, αντιμετωπίζει την προηγούμενη ομάδα και μεγάλη
του αγάπη Φιορεντίνα στο Ολίμπικο, σε αγώνα πρωταθλήματος. Ο Μπατιστούτα
σκοράρει στο 83ο λεπτό ένα εκπληκτικό γκολ που δίνει τη νίκη στους «Τζιαλορόσι»
(και απόσταση έξι βαθμών από την 2η Γιουβέντους). Οι συμπαίκτες του τον πνίγουν
στις αγκαλιές τους αλλά εκείνος, με σκυμμένο το κεφάλι, αρνείται να πανηγυρίσει
και αφού τους ξεφεύγει ξεσπάει σε κλάματα, λυγίζοντας από το βάρος της
συγκίνησης.
Μετά τη λήξη του αγώνα, με τη
συναισθηματική φόρτιση ολοφάνερη στο πρόσωπό του, κατευθύνθηκε προς την εξέδρα
των φίλων της Φιορεντίνα και τους χειροκρότησε, για να αποθεωθεί με τη σειρά
του και να αποχωρήσει από το στάδιο με δάκρυα στα μάτια. «Έπαιζα σε όλο το
παιχνίδι με αντικρουόμενες σκέψεις στο μυαλό μου. Λυπάμαι για την Φιορεντίνα.
Θέλω η Ρόμα να κερδίζει και γι’ αυτό προσπαθούσα σκληρά, αλλά δεν μπορώ να
ξεχάσω το παρελθόν μου», είχε δηλώσει μετά τον αγώνα.
Οι τραυματισμοί, η Ίντερ και τα
πετροδόλαρα της Αλ Αράμπι
Από ένας άγνωστος παίκτης σε έναν
από τους κορυφαίους στον κόσμο και στην ξεχωριστή λίστα με τους πιο
χαρισματικούς μπόμπερ όλων των εποχών στη Serie A (τελείωσε πέντε χρονιές με
20+ τέρματα!). Η πρώτη σεζόν του στη Ρόμα ήταν και η καλύτερή του με τα χρώματά
της «La Maggica».
Παρά τους τραυματισμούς, με 20 γκολ σε 18 αγώνες οδήγησε τους «Ρωμαίους» στην
κατάκτηση του πρωταθλήματος (και του Σούπερ Καπ). Οι δύο επόμενες σεζόν του δεν
ήταν εξίσου "δυνατές" (10 γκολ σε 35 ματς στη Serie A) όπως και η
τρίτη του συμμετοχή σε τελικά Μουντιάλ με την Αργεντινή (πρόωρος αποκλεισμός
στη φάση των ομίλων). Τα προβλήματα με τα γόνατά του δεν έλεγαν να τον αφήσουν
και δεν του επέτρεψαν να είναι ο γνωστός «Μπατιγκόλ». Τη σεζόν 2001/02 πέτυχε 6
τέρματα, όσα και μέχρι τα μέσα της επόμενης, για να έρθει τελικά τον Ιανουάριο
του 2003 πρόταση από την Ίντερ και να παραχωρείται δανεικός στους
"νερατζούρι".
Ο Μάσιμο Μοράτι τον ήθελε και
παλαιότερα όταν ήταν στη Φιορεντίνα όμως δεν τα είχε καταφέρει: έτσι θέλησε να
τον φέρει στην ομάδα του έστω και στη δύση της καριέρας του και με προβλήματα
τραυματισμών πιστεύοντας σε αυτόν, με τον Αργεντίνο όμως να μην τον δικαιώνει
και να έχει απολογισμό 2 γκολ σε 12 ματς με τους "νερατζούρι". Μετά
το σύντομο και αδιάφορο πέρασμά του από τους «Νερατζούρι» (2 γκολ σε 12 ματς),
αποφάσισε να κολλήσει τα τελευταία του ένσημα εκτός Ιταλίας, με τον 34χρονο
Αργεντίνο να υπογράφει το 2003 διετές συμβόλαιο με την Αλ-Αράμπι (έναντι
8.000.000 δολαρίων) και να λέει "αντίο" στην ενεργό δράση το 2005
έχοντας σκοράρει 25 γκολ σε 18 ματς.
Στην Μέση Ανατολή έπαιξε για 1.5 σεζόν, σκοράροντας 25 γκολ σε 18 ματς (κατέρριψε το ρεκόρ σκοραρίσματος του θρύλου του Κατάρ, Μανσούρ Μουφτά και βραβεύτηκε ως πρώτος σκόρερ όλων των αραβικών πρωταθλημάτων το 2004 - Arab Leagues Golden Shoe), πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση να αποσυρθεί από την ενεργό δράση.
Το τέλος
Ήταν η 14η Μαρτίου του 2005 όταν
ανακοίνωσε την απόφασή του να «κρεμάσει τα παπούτσια» του. Με επίσημη δήλωσή
του στον Τύπο έλεγε: «Σταματάω από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Σας ευχαριστώ
για την αγάπη που μου δείξατε. Όλα έχουν ένα τέλος. Η προπόνηση δεν με
ευχαριστούσε το ίδιο όπως παλιά, ο ενθουσιασμός μου είχε αρχίσει να μειώνεται.
Οπότε ήρθε η ώρα να πω "αντίο". Είμαι έτοιμος για άλλες προκλήσεις.
Είπα στην ομάδα μου ότι το κίνητρο που είχα κάποτε έχει χαθεί και καταλήξαμε σε
συμφωνία. Σίγουρα θα συνεχίσω από άλλο πόστο στον χώρο, θα κρατήσω τις
εμπορικές μου συμφωνίες και θα πάρω δίπλωμα στην προπονητική».
Το όνομά του έχει γραφτεί με
χρυσά γράμματα και στην ιστορία της Εθνικής Αργεντινής, της οποίας είναι ο
πρώτος σκόρερ όλων των εποχών με 56 γκολ σε 76 αγώνες. Με την «μπιανκοσελέστε»
αγωνίστηκε για δώδεκα χρόνια (1991-2001) και συμμετείχε σε τρία Μουντιάλ (ΗΠΑ
1994, Γαλλία 1998, Κορέα-Ιαπωνία 2002), στα οποία σημείωσε 10 γκολ.
Το επίσημο ντεμπούτο του με την
φανέλα των «γκάουτσος» έγινε στο Copa America του 1991 στη Χιλή. Ο «Μπάτι» τελείωσε το τουρνουά με έξι
γκολ (πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης) και οδήγησε την Αργεντινή στον 13ο τίτλο
της. Δύο χρόνια αργότερα συμμετείχε στο Copa America που διεξήχθη στο Εκουαδόρ, κατακτώντας και πάλι το
τρόπαιο. Ανάμεσα στους δύο αυτούς τίτλους είχε κερδίσει με την Εθνική και το «FIFA Confederations Cup»
(Κύπελλο Συνομοσπονδιών) το 1992.
Στην παρθενική του συμμετοχή σε
Μουντιάλ το 1994 στις ΗΠΑ, ο ίδιος είχε καλή απόδοση και πέτυχε 4 γκολ (τα τρία
εναντίον της Εθνικής Ελλάδας στην πρεμιέρα) αλλά η Αργεντινή (υπό το βάρος της
υπόθεσης-ντόπινγκ και της αποβολής του Μαραντόνα από την ομάδα) αποκλείστηκε
στη φάση των «16» από τη Ρουμανία. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 στη Γαλλία
(εξαιτίας της κόντρας του με τον κόουτς Πασαρέλα είχε περιθωριοποιηθεί από την
ομάδα στα προκριματικά αλλά επέστρεψε για την διοργάνωση), με αντίπαλο την
Τζαμάικα έκανε ξανά χατ-τρικ και έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία που
πετυχαίνει κάτι τέτοιο σε δύο Μουντιάλ. Η Αργεντινή αποκλείστηκε από την
Ολλανδία στους «8», με γκολ του Ντένις Μπέργκαμπ (Dennis Bergkamp) στο 89΄ και
ο ίδιος ήταν 2ος σκόρερ του τουρνουά με 5 γκολ.
Η τρίτη του απόπειρα να
κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο με την Εθνική ήταν η πλέον αποτυχημένη, καθώς
το 2002 σε Κορέα-Ιαπωνία η «μπιανκοσελέστε» πέτυχε μόλις μία νίκη απέναντι στη
Νιγηρία (με το μοναδικό γκολ του Μπατιστούτα στο Μουντιάλ) και αποκλείστηκε από
τους ομίλους, για πρώτη φορά μετά το 1962. Ο «Μπατιγκόλ» είχε δηλώσει πριν από
το Μουντιάλ ότι αυτή θα ήταν η τελευταία του διοργάνωση με τη φανέλα της
Εθνικής κι έτσι έγινε.
Μετά το τέλος της καριέρας του ο
Μπατιστούτα μετακόμισε με τη σύζυγο και τα παιδιά του στο Περθ της Αυστραλίας
και το 2007 επέστρεψε στην Αργεντινή. Από τον Ιανουάριο του 2012 μέχρι τα μέσα
του 2013 εργάστηκε ως τεχνικός διευθυντής στην Κολόν και τώρα διοικεί τη δική
του κατασκευαστική εταιρία, ενώ το περασμένο καλοκαίρι ολόκληρος ο
ποδοσφαιρικός πλανήτης συγκλονίστηκε με τη συνέντευξη που έδωσε.
Σε αυτήν αποκάλυψε μεταξύ άλλων πως εξαιτίας των αφόρητων πόντων που ένιωθε αφότου σταμάτησε το ποδόσφαιρο "δεν μπορούσα καν να σηκωθώ από το κρεβάτι και κατουριόμουν πάνω μου, ζητούσα από το γιατρό μου να μου κόψει τα πόδια". Ευτυχώς τα προβλήματα εκείνα τον εγκατέλειψαν σιγά σιγά και έτσι πριν από λίγες ημέρες όσοι τον είδαν να ανεβαίνει στο πάλκο (κρατώντας τη φανέλα των βιόλα από το ματς του 1999 με την Άρσεναλ!) και να βραβεύεται από τη Φιορεντίνα, σίγουρα καμάρωσαν.
Και αυτό γιατί πέρα από την
πολυαγαπημένη του γυναίκα Ιρίνα και τα τέσσερα παιδιά του, Τιάγκο, Λούκας,
Χοακίν και Σαμέλ, που φούσκωσαν από υπερηφάνεια βλέποντάς τον να μπαίνει στο
Hall of Fame, ανάλογη συγκίνηση ένιωσαν και εκατομμύρια φίλαθλοι σε κάθε γωνιά
του πλανήτη για τους οποίους ο Μπατιστούτα δεν ήταν ένας συνηθισμένος παίκτης
αλλά ο άνθρωπος-γκολ. Ο δικός τους Μπατιγκόλ!
Η 6η Οκτωβρίου του 2014
καταγράφηκε πλέον ως μία χρυσή ημερομηνία στην ιστορία της Φιορεντίνα. Είναι η
βραδιά που τίμησε το φημισμένο παρελθόν και την ένδοξη ιστορία της, μία βραδιά
που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη σε έναν μόνο άνθρωπο: τον Γκαμπριέλ Ομάρ
Μπατιστούτα.
Δεκατέσσερα χρόνια από τότε που
έφυγε από την ομάδα της καρδιάς του, που την αγάπησε όσο λίγοι και από την
οποία αγαπήθηκε όσο κανείς, ο "Μπατιγκόλ" επέστρεψε με κάθε
επισημότητα στη Φλωρεντία και ρούφηξε μέχρι τέλους το νέκταρ της ύψιστης τιμής,
να μπει στο Hall of Fame της ομάδας των "βιόλα".
"Από την πρώτη στιγμή που ήρθα στη Φιορεντίνα ήθελα να βρω μία θέση στην ιστορία του συλόγου και τώρα μπορώ να πω ότι το πέτυχα", δήλωσε ο 45χρονος πλέον Αργεντίνος μπροστά σε μία κατάμεστη αίθουσα (Auditorium Cosimo Ridolfi) από φανς του κάθε ηλικίας, με την συγκίνησή του να ξεχειλίζει.
Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη που
κάποια στιγμή στο πλαίσιο της βράβευσής του δεν άντεξε, "λύγισε",
"έσπασε", βούρκωσε. Θαρρείς και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα περνούσαν
flash-back από μπροστά του όλα εκείνα τα γκολ με τα οποία βομβάρδιζε τις
αντίπαλες άμυνες για εννέα ολόκληρα χρόνια με τη μοβ φανέλα και τα οποία τον
είχαν μετατρέψει το απόλυτο είδωλο της Curva Fiesole του Αρτέμιο Φράνκι.
Το σήμερα
Σήμερα ζει στην γενέτειρά του
στην Αργεντινή, αφού έμεινε για αρκετά χρόνια στο Περθ της Αυστραλίας. Κατέχει
δίπλωμα προπονητή, αλλά ακόμα δεν έχει κοουτσάρει κάποια ομάδα. Το όνομά του είχε
ακουστεί για την θέση του τεχνικού διευθυντή της Εθνικής Αργεντινής, μετά την
ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Σέρχιο Μπατίστα (Sergio Batista) το
Νοέμβριο του 2010.
TRIVIA
- Έχει ύψος 1.85 μ. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του στο γήπεδο ήταν η δύναμη του. Εξαιτίας της σωματοδομής του ήταν πολύ δύσκολο για τον αντίπαλο να του αποσπάσει την μπάλα.
- Έχει τρεις μικρότερες αδερφές, τις Elisa, Alejandra και Gabriela.
- Είναι παντρεμένος με την Ιρίνα (την γνώρισε στο πάρτι των 15ων γενεθλίων της, όταν εκείνος ήταν 17 χρονών και παντρεύτηκαν το 1990) και έχουν τέσσερις γιους, τον Thiago, τον Lucas, τον Joaquin (γεννήθηκαν στην Φλωρεντία) και τον Shamel.
- Μετά την επίτευξη του δεύτερου του γκολ στον τελικό του ιταλικού SuperCup απέναντι στη Μίλαν (1-2) στις 25 Αυγούστου του 1996, ο Μπατιστούτα έτρεξε να πανηγυρίσει μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα, λέγοντας «Σ’ αγαπάω Ιρίνα».
- Σε συνέντευξή του στους «Sunday Times», είχε δηλώσει για τις πρώτες του εντυπώσεις από την -διάσημη για την αρχιτεκτονική της ομορφιά- Φλωρεντία πως «η πρώτη μου επαφή με την πόλη ήταν φρικτή. Είχα έρθει από το Μπουένος Άιρες, όπου όλα είναι μοντέρνα, και τα παλιά κτίρια της Φλωρεντίας με τρόμαξαν!».
- Εξηγώντας γιατί δεν έφυγε νωρίτερα από την Φιορεντίνα για να διεκδικήσει τίτλους με κάποια μεγαλύτερη ομάδα, έχει πει πως «οι μεγάλοι σύλλογοι δεν χρειάζεται να προσπαθήσουν πολύ για να κατακτήσουν τίτλους. Γι’ αυτό αποφάσισα να μείνω στην Φιορεντίνα. Γιατί ένας τίτλος με αυτή την ομάδα αξίζει όσο δέκα με τη Μίλαν ή τη Γιουβέντους».
- Την περίοδο 1998/99 πανηγύριζε τα γκολ του παριστάνοντας ότι πυροβολεί με πολυβόλο, εικόνα που έχει μείνει κλασική.
- Τη δεύτερη σεζόν του στη Ρόμα άλλαξε νούμερο φανέλας και αντί του 18 φόρεσε το 20, όσα και τα γκολ που είχε πετύχει την προηγούμενη σεζόν, αυτήν της κατάκτησης του Campionato. Τη σεζόν 2001/02 έβαλε το 33, αριθμός που… δήλωνε την ηλικία του. Το αγαπημένο του νούμερο ήταν από την αρχή της καριέρας του το 9 (Boca, Φιορεντίνα, Εθνική), όμως στη Ρόμα το είχε… καπαρώσει ο Βιντσέντσο Μοντέλα.
- Σχολιάζοντας σε συνέντευξή του το γεγονός ότι έχει πετύχει περισσότερα γκολ στην Ιταλία και στην Εθνική Αργεντινής από τον Μαραντόνα, τόνισε πως «είναι απίστευτο, αλλά μεταξύ μας υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Εγώ πληρώνομαι για να βάζω γκολ ενώ στον Ντιέγκο δεν είχε ζητηθεί μόνο αυτό, αλλά και το σόου, τα ωραία χτυπήματα, οι τρίπλες, όσα αποτελούν το αλάτι του ποδοσφαίρου».
- Το πρώτο του συμβόλαιο με την Ρίβερ ήταν για 20.000 δολάρια το χρόνο.
- Είχε ταχθεί υπέρ της ανάληψης της διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022 από το Κατάρ και μετά την επιτυχή κατάληξη της υποψηφιότητας είχε δηλώσει πως «είμαι σίγουρος πως μετά το Μουντιάλ, πολλά από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που υπάρχουν για την Μέση Ανατολή θα σταματήσουν. Τα μέλη της επιτροπής επέλεξαν έναν τόπο όπου θα μπορούσαν να ανοίξουν νέους ορίζοντες και να δημιουργήσουν νέους φιλάθλους».
- Εκτός από το ποδόσφαιρο, ο Μπατιστούτα είναι φαν του πόλο με άλογα, που είναι πολύ διαδεδομένο στην Αργεντινή. Ο «Μπατιγκόλ» ασχολείται ενεργά με το συγκεκριμένο άθλημα από τη στιγμή που αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο και έχει τη δική του ομάδα, «La Gloria», της οποίας η φανέλα είναι στα χρώματα της Φιορεντίνα, σαν φόρος τιμής στην ομάδα που τον ανάδειξε.
- Του αρέσει επίσης πολύ το ψάρεμα και το κυνήγι, ασχολίες που του… κόλλησαν όταν ήταν μικρός οι παππούδες του, Melchior και Nestor, που τον πήγαιναν βόλτες στις όχθες του ποταμού Parana.
- Έχει δική του κατασκευαστική εταιρία.
- Στο Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006 εκτέλεσε χρέη σχολιαστή για το τηλεοπτικό δίκτυο «Televisa Deportes».
PALMARES
Εφηβική καριέρα
- 1987/88: Club Atlético Newell's Old Boys
Επαγγελματική καριέρα
- 1988/89: Club Atlético Newell's Old Boys, 16 (4)
- 1989/90: Club Atlético River Plate, 19 (3)
- 1990/91: Club Atlético Boca Juniors, 30 (13)
- 1991–2000: Associazione Calcio Firenze Fiorentina, 269 (168)
- 2000–2003: Associazione Sportiva Roma, 63 (30)
- 2003: (δανεικός) → I F.C. Internazionale Milano, 12 (2)
- 2003–2005: Al-Arabi Sports Club, 21 (25)
Σύνολο καριέρας: 430 (245)
Διεθνής
- 1991–2002: Αργεντινή, 78 (56)
Συλλογικοί
Με την River Plate
- Πρωτάθλημα Αργεντινής: 1989/90
Με την Boca Juniors
- Πρωτάθλημα Αργεντινής: Torneo Clausura 1991
Με την Fiorentina
- Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Ιταλίας: 1993/94
- Κύπελλο Ιταλίας: 1995/96
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1996
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2000/01
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 2001
Διεθνείς
Με την Αργεντινή
- Copa América: 2 (1991, 1993)
- Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA: 1992
- Artemio Franchi Trophy: 1993
Προσωπικές Διακρίσεις
- Πρώτος Σκόρερ Copa América: 2 (1991, 1995)
- Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Συνομοσπονδιών FIFA: 1992
- Πρώτος Σκόρερ Ιταλικού Πρωταθλήματος: 1994/95
- Πρώτος Σκόρερ Ιταλικού Κυπέλλου: 1995/96
- Μέλος Επίλεκτης Ενδεκάδας FIFA: 1997, 1998
- 2ος Σκόρερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1998
- Παίκτης της Χρονιάς για την Αργεντινή: 1998
- Μέλος Ενδεκάδας της Χρονιάς από την Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων Αθλητικού Τύπου: 1998/99
- Καλύτερος Ξένος Παίκτης της Χρονιάς για την Ιταλία: 1999
- Καλύτερος Παίκτης της Χρονιάς από την FIFA: 3η θέση το 1999
- Πρώτος Σκόρερ Πρωταθλήματος Κατάρ: 2004
- Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
- Μέλος του Ιταλικού Ποδοσφαιρικού Hall of Fame: 2013
- Πρώτος Σκόρερ Όλων των Εποχών για την Fiorentina
- Πρώτος Σκόρερ Όλων των Εποχών για την Εθνική Αργεντινής