Ένας
εξαιρετικά ταλαντούχος επιθετικός, με πολύ φτωχικά παιδικά χρόνια, προερχόμενος
από την Αφρική, εντυπωσίασε την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με
ένα ταλέντο που αυτή δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε! Σε μικρά αυτοσχέδια γήπεδα στη
πατρίδα του, με μπάλες φτιαγμένες με κουρέλια και παίζοντας σε μικρούς χώρους,
ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα (Eusébio da Silva Ferreira), που ο κόσμος αργότερα γνώρισε
απλά ως Εουσέμπιο, έμαθε πώς να κάνει γρήγορες και δύσκολες ντρίμπλες στους
αντιπάλους του, συνοδευόμενες με εκπληκτική ταχύτητα, μεταφέροντας όλ’ αυτά τα
χαρακτηριστικά σε διάφορα γήπεδα του πλανήτη και να εξελιχθεί σ’ έναν μύθο του
αθλήματος! Με απίστευτη ευκολία στο σκοράρισμα και με μέσο όρο καριέρας, σχεδόν
ένα γκολ ανά αγώνα, ήταν αυτός που «μεγάλωσε» την Μπενφίκα και της έδωσε σχεδόν
όλους τους μεγάλους τίτλους, μεγαλύτερο από τους οποίους ήταν το Κύπελλο
Πρωταθλητριών του 1961/62! Επιπλέον, σήκωσε με την κόκκινη φανέλα της ομάδας
της πορτογαλικής πρωτεύουσας 11 πορτογαλικά πρωταθλήματα, όντας ο Κορυφαίος
σκόρερ σχεδόν όλων αυτών! Ήταν ο σούπερ σταρ που οδήγησε την Πορτογαλία στην 3η
θέση, την καλύτερή της στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, στην πρώτη της
ιστορικά εμφάνιση στη διοργάνωση, το 1966, όταν σκόραρε 9 γκολ, ήταν ο πρώτος
σκόρερ και επιλέχθηκε ως ένας από τους Καλύτερους Παίκτες στον κόσμο! Με τα
παρατσούκλια «Ο Μαύρος Πάνθηρας», «Το Μαύρο Μαργαριτάρι» και «O Rei»
(Ο Βασιλιάς), ήταν γνωστός για την εντυπωσιακή του ταχύτητα, την εξαιρετική
τεχνική του, τις μαγικές ντρίμπλες, το αθλητικό του πνεύμα και κυρίως το τρομερό
δεξιό σουτ του, που τον κατέστησαν έναν από τους πρώτους Παγκόσμιας Κλάσης
ποδοσφαιριστές γεννημένο στην Αφρικανική Ήπειρο, ενώ η αδιάλειπτη παρουσία του σε όλες
τις λίστες των Καλύτερων του 20ου αιώνα, τον έκαναν έναν από τους Μεγαλύτερους Άσους της
ποδοσφαιρικής ιστορίας!
Γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου του 1942, στη γειτονιά Μαφαλάλα του Λοουρέντσο Μάρκες (το σημερινό Μαπούτο), της Πορτογαλικής Ανατολικής Αφρικής (η σημερινή Μοζαμβίκη), ήταν το 4ο παιδί μιας φτωχής οικογένειας, που συνήθως αδιαφορούσε για τα μαθήματα του, παίζοντας ξυπόλητος με αυτοσχέδιες μπάλες ποδοσφαίρου μαζί με τους φίλους του στα στενά δρομάκια της περιοχής, όπου έμαθε τις ντρίμπλες και τις κινήσεις που αργότερα θα τον έκαναν παγκοσμίως διάσημο! Ο πατέρας του πέθανε από τέτανο όταν ήταν 8 χρονών, κι έτσι η μητέρα του ανέλαβε αποκλειστικά την φροντίδα των παιδιών της. Με τους φίλους του σχημάτισαν μια ερασιτεχνική ομάδα ποδοσφαίρου που την ονόμασαν «Οι Βραζιλιάνοι» (“Os Brasileiros”), από τη μεγάλη Βραζιλία της δεκαετίας του 1950. Το καλοκαίρι του 1957, προσπάθησε να μπει στη Ντεπορτίβο του Λοουρέντσο Μάρκες, ομάδα που είχε σχέσεις με την Μπενφίκα και από την οποία είχε «βγει» ο Μάριο Κολούνα, (Mário Esteves Coluna), όμως απορρίφθηκε, χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει το ταλέντο του. Λίγο αργότερα, είχε την ευκαιρία του στη Σπόρτινγκ του Λοουρέντσο Μάρκες, που ήταν η ομάδα της Μοζαμβίκης που συνεργαζόταν με τη Σπόρτινγκ της Λισαβόνας, όπου τα πήγε καλά. Ο ίδιος, πολύ αργότερα, επιβεβαίωσε πως ένας πρώην τερματοφύλακας της Γιουβέντους τον είχε παρακολουθήσει και ενδιαφερθεί για αυτόν, όταν ήταν 15 χρονών!
Ο Εουσέμπιο έπαιξε τρεις περιόδους με την Σπόρτινγκ, κατακτώντας το Πρωτάθλημα της Μοζαμβίκης και το Περιφερειακό Πρωτάθλημα του Λοουρέντσο Μάρκες, αμφότερα το 1960, τραβώντας πάνω του όλα τα βλέμματα με το δυναμικό του παιχνίδι, ξεδιπλώνοντας το φυσικό του ταλέντο, σε συνδυασμό με την εκπληκτική του ταχύτητα -οι μετρήσεις «έδειχναν» 11 δευτερόλεπτα τα 100 μέτρα και μια τρομακτική ικανότητα στο σκοράρισμα, πολύ πάνω από το μέσο όρο! Εκείνη την εποχή, μια βραζιλιάνικη ομάδα, η Φεροβιάρια, περιόδευε στην Αφρική και στον αγώνα εναντίον της Σπόρτινγκ, ο προπονητής της, ο Χοσέ Κάρλος Μπάουερ (José Carlos Bauer), από τους Καλύτερους Βραζιλιάνους τη δεκαετία του 1950 με παρουσίες στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1950 και του 1954, είδε τον μικρό να παίζει, εντυπωσιάστηκε από την απόδοση και τις ικανότητες, υποδεικνύοντας την απόκτησή του στη Σάο Πάολο FC, η οποία τελικά αποφάσισε ότι η επένδυση για έναν άσημο 18χρονο Αφρικανό «… δεν άξιζε τον κόπο»! Λίγο αργότερα η Φεροβιάρια βρέθηκε στη Πορτογαλία, στη Λισαβόνα, όπου εντελώς τυχαία συναντήθηκε με τον Μπέλα Γκούτμαν (Bela Guttmann), προπονητή του όταν ο Μπάουερ αγωνιζόταν ακόμη στη Σάο Πάολο και ο οποίος από το 1959 είχε αναλάβει την Μπενφίκα. Ο Γκούτμαν είχε προχωρήσει σε μια εκ βάθρων ανανέωση του ρόστερ και κάπου εκεί, ο Μπάουερ τον ενημέρωσε για την ύπαρξη ενός υπερ-ταλέντου, που έπαιζε ποδόσφαιρο στη Μοζαμβίκη και που μπορεί να εξελισσόταν σε κάτι πολύ σπουδαίο! Ήταν το «σύνθημα» για τον σπουδαίο προπονητή, ώστε να ζητήσει την απόκτηση του νεαρού σταρ, που θα άλλαζε την ιστορία της Μπενφίκα!…
Φυσικά όμως δεν ήταν μόνο η Μπενφίκα που διεκδικούσε τον παίκτη! Η Σπόρτινγκ Λισαβόνας, που στη «συνεργαζόμενη/θυγατρική» της αγωνιζόταν, προσπάθησε να τον αποκτήσει και έδωσε μια πραγματική μάχη για να τα καταφέρει. Όταν ο Γκούτμαν έμαθε ότι η Σπόρτινγκ Λισαβόνας, μέσω της σχέσης είχε τον πρώτο λόγο, επινόησε ένα σχέδιο κανονικής απαγωγής! Σε μια χώρα (Πορτογαλία) υπό δικτατορικό καθεστώς, με «ελεγχόμενες» επικοινωνίες (γραπτές και τηλεφωνικές), οι υποκλοπές ήταν μια συνηθισμένη πρακτική! Γνωρίζοντας επίσης τις «δυνατότητες» της Σπόρτινγκ στον συγκεκριμένο τομέα, επινόησε το (γυναικείο) όνομα «Ρουθ Μαλόσο», με το οποίο άπαντες οι εμπλεκόμενοι εντός Μπενφίκα αναφέρονταν στον Εουσέμπιο! Αμέσως μετά, η Μπενφίκα έκανε τη «μαγική» κίνηση! Έστειλε αντιπροσωπεία στη Μοζαμβίκη, για να μιλήσει με την οικογένεια του παίκτη! Έπειτα από διαπραγματεύσεις, στις οποίες οι άνθρωποί της αναγκάστηκαν να διπλασιάσουν το ποσό, υπογράφηκαν τα συμβόλαια, με τα χρήματα να πηγαίνουν απευθείας στα χέρια της μητέρας του! Σύμφωνα με τον Εουσέμπιο: «Έπαιζα στην ομάδα τροφοδότη της Σπόρτινγκ στη Μοζαμβίκη, η Μπενφίκα ήθελε να με αποκτήσει με συμβόλαιο, ενώ η Σπόρτινγκ ήθελε να με πάρει ως ταλέντο για να αποκτήσω εμπειρία χωρίς χρηματική ανταμοιβή. Η Μπενφίκα έκανε μια καλή προσέγγιση. Πήγαν και μίλησαν με τη μητέρα μου, τον αδελφό μου και προσέφεραν 1.000 € για τρία χρόνια. Ο αδελφός μου ζήτησε τα διπλά και θα αυτοί τα κατέβαλαν. Υπέγραψαν συμβόλαιο με την μητέρα μου και πήρε τα χρήματα»!
Έχοντας φτάσει στον Δεκέμβρη του 1960, οι φήμες για «κλοπή»
οργίαζαν! Κάπου εκεί, «εντέχνως» ένας συνεργάτης του Γκούτμαν «διοχετεύει» τηλεφωνικά
την πληροφορία ότι «… η Μπενφίκα «φέρνει» τον παίκτη με πλοίο στη
Λισαβόνα»! Μέσω των υποκλοπών και του δικτύου των πληροφοριοδοτών, στις
17 Δεκεμβρίου του 1960, η Σπόρτινγκ περιμένει τον αστέρα στο λιμάνι! Την ίδια
ώρα, στο αεροδρόμιο της πορτογαλικής πρωτεύουσας, προσγειώθηκε ένα αεροπλάνο
που μετέφερε την Κυρία «Ρουθ Μαλόσο», που ούτε Κυρία ήταν, ούτε -φυσικά- την έλεγαν
«Μαλόσο»! «Όλο εκείνο το διάστημα είχα γυναικείο όνομα και δεν το ήξερα!
Το ανακάλυψα πρώτη φορά όταν έφτασα στο αεροδρόμιο για να πετάξω!»
δήλωσε χρόνια αργότερα ο Εουσέμπιο! Τότε ήταν που η Μπενφίκα ξεκίνησε τα παζάρια
με την Σπόρτινγκ του Λοουρέντσο Μάρκες, για να στείλει την «ελευθέρας» του
παίκτη, φέρνοντάς την ουσιαστικά προ τετελεσμένων γεγονότων και ειλημμένων
αποφάσεων, με τη «μαμά» Σπόρτινγκ να προσπαθεί απεγνωσμένα να τον μεταπείσει,
χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα, μέσω μάλιστα φίλων του ποδοσφαιριστών, συμπατριωτών
του από την αφρικανική χώρα! Η Μπενφίκα, προς αποφυγή «δυσάρεστων» εξελίξεων,
αποφάσισε τότε να «εξαφανίσει» τον παίκτη! Τον έστειλε για περίπου 2 εβδομάδες σ’
ένα ξενοδοχείο στο Λάγος, στο Αλγκάρβε, στα νότια της χώρας! Μάλιστα, σύμφωνα
με τον ίδιο, η κατάσταση είχε φτάσει να φοβάται ακόμα και για τη ζωή του! «Ο
Κολούνα μου είπε να προσέχω πολύ όταν κυκλοφορώ έξω από το ξενοδοχείο, γιατί
είναι ικανοί ακόμα και να με σκοτώσουν! Η μητέρα μου με καθησύχασε και με
έπεισε να περιμένω λίγο ακόμα»!
Στις 13 Μαΐου του 1961, σχεδόν έξι μήνες αργότερα, τελείωσε
το σήριαλ, αφού εκείνη την ημέρα η Σπόρτινγκ του Λοουρέντσο Μάρκες έστειλε τα
χαρτιά του παίκτη. Ο Εουσέμπιο ανήκε πλέον επίσημα στη Μπενφίκα, αφού εν τω
μεταξύ μεσολάβησαν γραφειοκρατικοί αγώνες, καταγγελίες και διάφορα άλλα
τερτίπια! Έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τα χρώματά της εναντίον της Ατλέτικο
Κλουμπ ντε Πορτουγκάλ, σε φιλικό παιχνίδι στις 23 Μαΐου του 1961. Το ματς έληξε
4-2 με τον Εουσέμπιο να πετυχαίνει τα πρώτα τρία από τα 473 γκολ που σημείωσε
με τη φανέλα της. Το ντεμπούτο του σε επίσημο αγώνα πραγματοποιήθηκε την 1η
Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, απέναντι στην Βιτόρια Σετούμπαλ, στον επαναληπτικό
του 3ου γύρου του Κυπέλλου Πορτογαλίας της περιόδου 1960/61. Το
παιχνίδι είχε προγραμματιστεί για την επομένη του τελικού του Κυπέλλου
Πρωταθλητριών, όπου η Μπενφίκα αντιμετώπισε την Μπαρτσελόνα και κατέκτησε το
τρόπαιο, χωρίς η Πορτογαλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία να αναβάλει το παιχνίδι
του Κυπέλλου! Έτσι η ομάδα αγωνίστηκε στον αγώνα αυτό με τους αναπληρωματικούς
της και έχασε με 1-4. Το μοναδικό γκολ της Μπενφίκα το πέτυχε ο Εουσέμπιο, αλλά
δεν ήταν αρκετό για να προκριθεί η ομάδα του στον επόμενο γύρο (4-5 στο σύνολο).
Στον ίδιο αγώνα, ο Εουσέμπιο έχασε ένα πέναλτι, το πρώτο από τα πέντε συνολικά
που έχασε σε όλη την καριέρα του! Στις 10 Ιουνίου του 1961, αγωνίστηκε για
πρώτη φορά στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας, την τελευταία αγωνιστική κόντρα στη
Μπελενένσες, όπου σκόραρε ένα γκολ στη νίκη της Μπενφίκα με 4-0. Πλέον, το
πορτογαλικό ποδόσφαιρο είχε αποκτήσει το καινούργιο του αστέρι!
Πέντε μέρες αργότερα, στις 15 Ιουνίου, η Μπενφίκα έπαιξε στον τελικό του «Τουρνουά του Παρισιού» κόντρα στη Σάντος του Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”), από την οποία βρέθηκε να χάνει με 0-4 στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου! Τότε ο Μπέλα Γκούτμαν έριξε στον αγώνα τον Εουσέμπιο στη θέση του Σαντάνα (Joaquim Santana Silva Guimarães, “Santana”), ενώ αμέσως μετά η Σάντος πέτυχε και 5ο γκολ! Ωστόσο, μεταξύ του 63ου και του 80ου λεπτού, ο Εουσέμπιο κατάφερε να σημειώσει 3 γκολ και να κερδίσει ένα πέναλτι(!), με τον Χοσέ Αουγκούστο (José Augusto Pinto de Almeida) όμως να αποτυγχάνει να σκοράρει στην εκτέλεσή του. Το παιχνίδι τελείωσε 6-3 για την Σάντος, αλλά ο Εουσέμπιο ήταν αυτός που κόσμησε το πρωτοσέλιδο της διάσημης γαλλικής εφημερίδας «Λ’Εκίπ» (“L'Equipe”)! Πλέον, ΚΑΙ το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο είχε αποκτήσει τον καινούργιο του αστέρα που θα έλαμπε και σε παγκόσμιο επίπεδο!
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Μπενφίκα ήταν η καλύτερη ομάδα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, μετά μάλιστα το σπάσιμο της κυριαρχίας της Ρεάλ Μαδρίτης στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, με την κατάκτηση του Πρωταθλητριών 1960/61! Παρότι έχασε το Διηπειρωτικό Κύπελλο από την Πενιαρόλ, η επόμενη σεζόν 1961/62 ήταν αυτή κατά την οποία οι «Αετοί» άρχισαν να κερδίζουν την παγκόσμια αναγνώριση! Ο παίκτης αγωνιζόταν πιο τακτικά και άρχισε να δείχνει ψήγματα του απίστευτου ταλέντου του, της δύναμής του και της φανταστικής εκρηκτικότητάς του! Παράλληλα, έκανε το ντεμπούτο του σκοράροντας και το πρώτο γκολ με την εθνική ομάδα της Πορτογαλίας, στις 8 Οκτωβρίου του 1961, στην εκτός έδρας ήττα με 2-4 από το Λουξεμβούργο, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962. Στο πρωτάθλημα, σκόραρε 12 γκολ σε 17 αγώνες, παρά το γεγονός ότι η Μπενφίκα δεν τα πήγε καλά, καθώς τερμάτισε στην 3η θέση! Κατέκτησε όμως το Κύπελλο Πορτογαλίας κερδίζοντας τη Βιτόρια Σετούμπαλ με 3-0, με τον ίδιο να πετυχαίνει τα δύο γκολ. Ο μεγάλος στόχος της ήταν αναμφίβολα η εκ νέου κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών!
Ως κάτοχος του τίτλου, η Μπενφίκα πήρε μια πρόκριση άνευ αγώνα (bye) στον Πρώτο Γύρο κι έκανε το ευρωπαϊκό της ντεμπούτο στον Γύρο των 16 εναντίον της Αούστρια Βιέννης. Μετά από την ισοπαλία 1-1 στο πρώτο παιχνίδι, οι Πορτογάλοι διέλυσαν τους Αυστριακούς εντός έδρας με 5-1, με 2 γκολ του Σαντάνα, άλλα 2 του Χοσέ Άγκουας (José Pinto de Carvalho Santos Águas) και ένα του Εουσέμπιο. Ακολούθησε στα προημιτελικά μια δύσκολη κλήρωση με τους Γερμανούς της Νυρεμβέργης, οι οποίοι επικράτησαν στο πρώτο παιχνίδι με 3-1! Η πρόκριση στα ημιτελικά όμως αποδείχθηκε εύκολη αποστολή, αφού η πορτογαλική ομάδα επικράτησε με 6-0 με σκόρερς τους Χοσέ Άγκουας, 2 από τον Εουσέμπιο, τον Κολούνα και 2 από τον Χοσέ Αουγκούστο. Στα ημιτελικά, αντιμετώπισε την αγγλική Τότεναμ και κέρδισε με 3-1 στο πρώτο παιχνίδι στη Λισαβόνα, με γκολ των Σιμόες (António Simões da Costa) και 2 του Χοσέ Αουγκούστο. Στον επαναληπτικό στην Αγγλία, η Τότεναμ σημείωσε δύο γκολ, που ενδεχομένως θα της έδιναν και τη πρόκριση, αλλά ένα γκολ του Χοσέ Άγκουας, εξασφάλισε στους Πορτογάλους την παρουσία σ’ έναν άλλο ευρωπαϊκό τελικό με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης...
Στις 2 Μαΐου του 1962, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ, περίπου 62.000 θεατές έγιναν μάρτυρες ενός από τους πλέον εντυπωσιακούς τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της ιστορίας! Από τη μία, η ήδη μυθική Ρεάλ Μαδρίτης, με στελέχη της ομάδας πεντάκις σερί Πρωταθλήτριας Ευρώπης της δεκαετίας του 1950, όπως ο Χοσέ Σανταμάρια (José Emilio Santamaría Iglesias), ο Αλφρέδο Ντι Στεφάνο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé), ο Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás) και ο Πάκο Χέντο (Francisco “Paco” Gento López), καθώς και ο προπονητής Μιγκέλ Μουνιόθ (Miguel Muñoz Mozún). Από την άλλη, η μηχανή σκοραρίσματος της Μπενφίκα, η οποία είχε μια επιβλητική πρώτη γραμμή κρούσης με τους Χοσέ Αουγκούστο, Χοσέ Άγκουας, Σιμόες και τον νεαρό Εουσέμπιο, ο οποίος έπαιξε τον πρώτο του τελικό Πρωταθλητριών σε ηλικία 20 ετών! Το παιχνίδι, φυσικά, ήταν συγκλονιστικό! Ο Πούσκας άνοιξε το σκορ για τη Ρεάλ στο 17 ́ και διπλασίασε μάλιστα τα τέρματά της στο 23 ́. Δύο λεπτά αργότερα, ο Άγκουας μείωσε για την Μπενφίκα, η οποία στο 33 ́ ισοφάρισε με τον Ντομισιάνο Καβέμ (Domiciano Barrocal Gomes Cavém). Τέσσερα λεπτά αργότερα, η Ρεάλ έκανε το 3-2, με το τρίτο γκολ του Πούσκας στο παιχνίδι!Πηγαίνοντας πίσω στο σκορ στ’ αποδυτήρια, η Μπενφίκα χρειαζόταν τουλάχιστον δύο γκολ για να γυρίσει το παιχνίδι. Ήταν τότε που εμφανίστηκε το αστέρι του Εουσέμπιο. Μετά την ισοφάριση του Κολούνα στο 51 ́, ο «Μαύρος Πάνθηρας» έδωσε το προβάδισμα στην Μπενφίκα με πέναλτι του 65', σκοράροντας ακόμη ένα μόλις τρία λεπτά αργότερα κάνοντας το Μπενφίκα-Ρεάλ Μαδρίτης 5-3! Το σκορ παρέμεινε μέχρι το τέλος και η Μπενφίκα ανάγκασε τη Ρεάλ Μαδρίτης στην πρώτη της ήττα σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών! Η Μπενφίκα ήταν για δεύτερη φορά Πρωταθλήτρια Ευρώπης με επικό και ιστορικό τρόπο, νικώντας μια από τις Καλύτερες ομάδες στον κόσμο! Ο ίδιος κατάφερε να τερματίσει στη 2η θέση για το βραβείο της «Χρυσής Μπάλας» του 1962, στην πρώτη πλήρη του σεζόν ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής! Μετά την ευρωπαϊκή κατάκτηση, ο προπονητής Μπέλα Γκούτμαν ζήτησε αύξηση μισθού από το διοικητικό συμβούλιο της Μπενφίκα, η οποία το αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι θα έπρεπε να τιμήσει την συμφωνία που είχαν κάνει. Τότε εξερράγη και παραιτήθηκε. Πριν φύγει όμως ξεστόμισε το εκπληκτικό:
«Δεν θα σηκώσετε ξανά ευρωπαϊκό Κύπελλο ούτε σε 100 χρόνια!»
Εκείνη την
εποχή, κανείς δεν έδωσε σημασία, το γεγονός όμως είναι ότι έκτοτε οι «Λουζιτανοί»
έχουν δώσει το παρών (μέχρι το 2021) σε οκτώ (αρ: 8) τελικούς Κυπέλλων Ευρώπης!
Και τους έχουν χάσει όλους!
Η Μπενφίκα έπαιξε ξανά στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου το 1962, αυτή τη φορά εναντίον της Σάντος του Πελέ! Εκείνη την εποχή, ο τίτλος διεκδικούνταν σε δύο αγώνες, έναν σε κάθε χώρα. Αν η ισότητα παρέμενε σε πόντους, ΟΧΙ ΣΕ ΓΚΟΛ, γινόταν και τρίτο ματς στην έδρα της ομάδας που έγινε το δεύτερο παιχνίδι. Το πρώτο ματς ήταν στη Βραζιλία, με το «Μαρακανά» γεμάτο με περισσότερους από 90.000 ανθρώπους! Το παιχνίδι ήταν δύσκολο και σκληρό, που η Σάντος το κέρδισε με 3-2, με 2 γκολ του Πελέ (2) και ένα του Κουτίνιο (Antônio Wilson Vieira Honório, “Coutinho”) για τους Βραζιλιάνους, και 2 από τον Σαντάνα για τους Πορτογάλους. Στον επαναληπτικό, το «Στάδιο του Φωτός» (“Estádio da Luz”) της Λισαβόνας, ήταν γεμάτο. Οι της Μπενφίκα, ενθουσιασμένοι από τη σκληρότητα που «επέβαλαν» στη Σάντος στη Βραζιλία, ήταν σίγουροι ότι θα νικούσαν και ότι θα γινόταν και τρίτος αγώνας, τόσο πολύ που ακόμα και τα εισιτήρια ήταν έτοιμα! Ωστόσο, σ’ εκείνο το ματς, η Σάντος έδωσε μια από τις Μεγαλύτερες Παραστάσεις μιας ποδοσφαιρικής ομάδας στην ιστορία! Τα «Ψάρια» έπαιξαν πολύ καλά, τόσο πολύ καλά, που και δεν έδωσαν στην αντίπαλό τους ευκαιρίες, ενώ εκμεταλλεύτηκαν τις δικές τους. Ο Πελέ σημείωσε δύο γκολ, στο 15 ́ και στο 25 ́. Ο Κουτίνιο σκόραρε το 3ο, ο Πελέ το 4ο και ο Πέπε (José Macia, “Pepe”) «έκλεισε το φέρετρο», σκοράροντας το 5ο! Η Μπενφίκα πέτυχε δύο γκολ, για τη «τιμή των όπλων», στο τέλος του παιχνιδιού, αλλά ήταν πολύ αργά: Μπενφίκα – Σάντος 2-5! Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που οι Πορτογάλοι διεκδίκησαν έναν Παγκόσμιο Τίτλο!
Τον Οκτώβριο του 1963, επιλέχτηκε να εκπροσωπήσει την ομάδα της ΦΙΦΑ στη «Χρυσή Επέτειο» της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, εναντίον της εθνικής Αγγλίας στο «Στάδιο Γουέμπλεϊ». Η Μπενφίκα κατέκτησε και πάλι τον τίτλο του πρωταθλητή Πορτογαλίας της σεζόν 1962/63, κάνοντας ακόμα μια καλή σεζόν. Η ομάδα έλαμψε και στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, φτάνοντας και πάλι στον τελικό της διοργάνωσης, απέναντι στη Μίλαν. Αλλά αυτό που υποτίθεται ότι θα κατέληγε στη τρίτη -σερί- φορά κατάκτηση του Υπέρτατου ευρωπαϊκού Διασυλλογικού τίτλου για τους Πορτογάλους, μετατράπηκε σε εφιάλτη! Ο Εουσέμπιο άνοιξε το σκορ στο 18ο λεπτό για την Μπενφίκα. Η ομάδα φαινόταν ότι θα κέρδιζε εύκολα, αλλά ένας τραυματισμός του σούπερ-σταρ της στην πλάτη, άφησε την ομάδα λαβωμένη για το υπόλοιπο του παιχνιδιού. Αυτό, η Μίλαν το εκμεταλλεύτηκε, γύρισε το παιχνίδι με δύο γκολ από τον πρώτο σκόρερ της Ζοζέ Αλταφίνι (José João Altafini, "Mazzola") και κατέκτησε το πρώτο της ευρωπαϊκό τρόπαιο. Η Μπενφίκα αντίθετα, γνώρισε για πρώτη φορά την ήττα σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Ήταν η «προφητεία» του Γκούτμαν που ξεκίνησε να γίνεται πραγματικότητα!
Τη σεζόν
1963/64, οι «Αετοί της Λισαβόνας» κατέκτησαν και πάλι το πορτογαλικό πρωτάθλημα
με 21 νίκες, 4 ισοπαλίες και μόλις μία ήττα, σκοράροντας 103 γκολ που
σημειώθηκαν σε 26 παιχνίδια! Ο Εουσέμπιο ήταν ο Πρώτος Σκόρερ του τουρνουά με
28 γκολ, ξεκινώντας τότε την ηγεμονία του ως ο Κορυφαίος Σκόρερ της χώρας για άλλες τέσσερις σεζόν: 1964/65
με 28 γκολ, 1965/66 με 25 γκολ, 1966/67 με 31 γκολ και 1967/68 με 43 γκολ! Την
ίδια χρονιά, την 1963/64, η
Μπενφίκα κατέκτησε και το Κύπελλο Πορτογαλίας, επικρατώντας στον τελικό με 6-2 της
μεγαλύτερης αντιπάλου της, της Πόρτο. Παράλληλα με τις επιτυχίες του με την
Μπενφίκα, ο Εουσέμπιο έλαμψε και με τη φανέλα της εθνικής ομάδας της
Πορτογαλίας, σημειώνοντας 7 γκολ στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο το
1966, βοηθώντας έτσι στη πρόκριση της χώρας του για πρώτη φορά στην ιστορία
της!
Το 1965, επιδεικνύοντας μια εντυπωσιακή ωριμότητα, είχε σταθερή παρουσία στον αγωνιστικό χώρο, που συνοδεύονταν από σουτ, ντρίμπλες, ορισμένα εκπληκτικά ατομικά παιχνίδια και, φυσικά, από πληθώρα γκολ. Ο «Μαύρος Πάνθηρας» σκόραρε 9 γκολ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, οδηγώντας και πάλι την Μπενφίκα σε ευρωπαϊκό τελικό, με άλλη μια καταπληκτική εμφάνιση επί της Ρεάλ Μαδρίτης στα προημιτελικά, σκοράροντας 2 γκολ στη νίκη με 5-1 στο «Ντα Λουζ»! Αλλά η «καταραμένη» ομάδα ηττήθηκε 0-1 από το «κατενάτσιο» της Ίντερ του Ελένιο Ερέρα (Helenio Herrera Gavilán) στον τελικό. Η ήττα στον ευρωπαϊκό τελικό δεν απέτρεψε τον Εουσέμπιο από το να κερδίσει τη «Χρυσή Μπάλα» (“Ballon d'Or”) του γαλλικού περιοδικού «France Football» ως ο Καλύτερος Παίκτης στην Ευρώπη, όντας ο Πρώτος Πορτογάλος που κέρδισε το βραβείο! Σπάζοντας τα ρεκόρ το ένα μετά το άλλο, με νέες ασύλληπτες επιδόσεις, ο αστέρας αποτελούσε έναν πολυπόθητο μεταγραφικό στόχο διαφόρων ομάδων στην Ευρώπη, παραμένοντας στην Μπενφίκα σε σημείο μάλιστα του να προκαλέσει τις «παρεμβάσεις» της πορτογαλικής κυβέρνησης σε μια «επίθεση» της Γιουβέντους το 1964!
Αλλά η μεγάλη απόδοση του σταρ ήλθε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 που έγινε στην Αγγλία. Η εθνική ομάδα της Πορτογαλίας, που συμμετείχε για πρώτη φορά σ’ ένα Μουντιάλ, έκανε το ντεμπούτο της νικώντας την Ουγγαρία με 3-1. Στο επόμενο ματς, άλλη μια νίκη, αυτή τη φορά επί της Βουλγαρίας με 3-0, με το δεύτερο γκολ σημειωμένο από τον Εουσέμπιο. Στο τελευταίο παιχνίδι του Γ’ Ομίλου, στη νίκη με 3-1 επί της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας Βραζιλίας, συνέβαλε σημαντικά, σκοράροντας δύο φορές. Η λαμπρή απόδοσή του σ’ εκείνο το παιχνίδι, οδήγησε σε συγκρίσεις με τον Πελέ, αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία του! Στον επόμενο γύρο, στα Προημιτελικά, η Πορτογαλία απέναντι στη μεγάλη έκπληξη εκείνης της διοργάνωσης, τη Βόρεια Κορέα, αντιμετώπισε το φάσμα μιας συντριπτικής ήττας, αφού οι Βορειοκορεάτες έκαναν το 3-0 σε 25 λεπτά παιχνιδιού απέναντι σε μια τρομερή ομάδα, αποτελούμενη σχεδόν εξ ολοκλήρου από τ’ αστέρια της Μπενφίκα! Ωστόσο, ήταν ο «Μαύρος Πάνθηρας» που ξεκίνησε την παράστασή του: μ’ ένα γκολ στο 27 ́, ένα άλλο στο 43 ́, συν ένα στο 56 ́ και ένα ακόμη στο 59 ́ έβαλε μπροστά τη Πορτογαλία με 4-3! Ο Χοσέ Αουγκούστο στο 80’, πέτυχε το 5ο γκολ, κλείνοντας το σκορ -και τις αμφισβητήσεις- στο 5-3, σε ένα από τα πιο απίστευτα παιχνίδια της διοργάνωσης!Στον ημιτελικό, ήλθε η μονομαχία στο μυθικό «Γουέμπλεϊ» απέναντι στους διοργανωτές Άγγλους, που γνωρίζοντας τη δύναμη της Πορτογαλίας και ειδικά του Εουσέμπιο, αποφάσισαν να τον μαρκάρουν σαν να μην υπήρχε αύριο! Η τακτική λειτούργησε, ο Μπόμπι Τσάρλτον ([Sir] Robert ‘Bobby’ Charlton) σημείωσε δύο γκολ και οδήγησε την Αγγλία στον τελικό. Ο Εουσέμπιο, ωστόσο, με οκτώ λεπτά να απομένουν, σκόραρε το 8ο του γκολ με πέναλτι και παραλίγο να οδηγήσει το παιχνίδι στην παράταση. Το όνειρο του τελικού είχε τελειώσει. Στον αγώνα για την 3η θέση, η Πορτογαλία νίκησε την ΕΣΣΔ με 2-1, με τον Εουσέμπιο να πετυχαίνει το 9ο γκολ του στο τουρνουά (4 με πέναλτι), και να κερδίζει το «Χρυσό Παπούτσι» της διοργάνωσης! Η Πορτογαλία έγραψε ιστορία και κατέκτησε την 3η θέση, με μεγάλο αστέρι τον Εουσέμπιο, στη πρώτη και τελευταία συμμετοχή της, μέχρι την επιστροφή της σε Παγκόσμιο Κύπελλο μόλις το 1986! Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, έχοντας γίνει ένα αστέρι στον κόσμο του ποδοσφαίρου, ήταν και πάλι στη 2η θέση για το βραβείο της «Χρυσής Μπάλας» του 1966, ενώ ήταν ο Πορτογάλος ποδοσφαιριστής με τη μεγαλύτερη προβολή στον πλανήτη!
Ο ίδιος συνέχισε
να κάνει θαύματα και να συλλέγει τίτλους στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο, αφού χωρίς
αντιπάλους, η Μπενφίκα ήταν ακόμα κυρίαρχη σε εθνικό επίπεδο. Το 1968, ήταν ο
πρώτος σκόρερ του πορτογαλικού πρωταθλήματος με 43 γκολ, παράλληλα κερδίζοντας
το «Χρυσό Παπούτσι», βραβείο που απονεμόταν για πρώτη φορά, ως Κορυφαίος Σκόρερ
στην Ευρώπη! Στο Πρωταθλητριών, πήρε και πάλι την ομάδα στη πλάτη του,
οδηγώντας την σ’ έναν ακόμη τελικό, πετυχαίνοντας νίκες επί της Γιουβέντους στον
ημιτελικό με 2-0 στην Πορτογαλία,
όπου σημείωσε το δεύτερο γκολ και 1-0 στην Ιταλία, ύστερα από δικό του γκολ στο
66ο λεπτό. Στον τελικό, η ισοπαλία 1-1 στην κανονική διάρκεια,
οδήγησε σε παράταση και τελικά στην
ήττα με 1-4 από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Χαρακτηριστικά, κοντά στο τέλος της κανονικής
διάρκειας, έφτασε πάρα πολύ κοντά στο γκολ, με τον τερματοφύλακα της Γιουνάιτεντ,
τον Άλεξ Στέπνεϊ (Alex Stepney) να πραγματοποιεί μια θεαματική απόκρουση στο
σουτ που επιχείρησε. Ο Εουσέμπιο τότε
σταμάτησε και συνεχάρη ανοιχτά, χειροκροτώντας τον τερματοφύλακα της
Γιουνάιτεντ για την απόκρουση, καθώς αυτός επανάφερε την μπάλα στο παιχνίδι!
Κορυφαίος Σκόρερ της διοργάνωσης με 6
τέρματα, αυτός ήταν ο τελευταίος τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που αγωνίστηκε
ο Εουσέμπιο!
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η Μπενφίκα άρχισε να αποδυναμώνεται στην ευρωπαϊκή σκηνή, αλλά παρέμενε πάντα δυνατή στην Πορτογαλία, κατακτώντας άλλα τέσσερα πρωταθλήματα, αυτά της σεζόν 1970/71, της 1971/72, της 1972/73 (το αήττητο πρωτάθλημα, με -ρεκόρ- 28 νίκες και 2 ισοπαλίες σε 30 παιχνίδια(!) με τον Εουσέμπιο Κορυφαίο Σκόρερ της σεζόν με 40 γκολ, εκ νέου νικητή του «Χρυσού Παπουτσιού», ως Κορυφαίος Σκόρερ στην Ευρώπη!), και της 1974/75. Στις 19 Οκτωβρίου του 1973, έπαιξε και το τελευταίο από τα 64 παιχνίδια για την πορτογαλική εθνική ομάδα εναντίον της Βουλγαρίας (2-2) για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1974. Σημείωσε 41 διεθνή τέρματα, κατά μέσο όρο 0,64 γκολ ανά παιχνίδι. Νικητής σχεδόν σε ότι διεκδίκησε με τη Μπενφίκα, καθαγιασμένος και από την 15χρονη αδιάλειπτη παρουσία του με τα χρώματα του συλλόγου, το 1975 αποφάσισε να φύγει από τη Πορτογαλία, επιλέγοντας να συνεχίσει τη καριέρα του στις ΗΠΑ. Επιπλέον, με το πέρασμα του χρόνου και ο ίδιος ένοιωθε ότι δεν διέθετε πλέον την ίδια ικανότητα, κυρίως λόγω των αρκετών επεμβάσεων στο γόνατο, από χτυπήματα των αμυντικών:
«Έκανα έξι εγχειρήσεις στο αριστερό μου γόνατο και μία στο δεξί. Ήταν ένα δράμα. Οι επεμβάσεις στα γόνατα, είναι πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα στον υψηλό ανταγωνισμό και σε αυτό πρέπει να είμαι κάτοχος παγκόσμιου ρεκόρ! Νόμιζα ότι αργά ή γρήγορα θα μου έκοβαν το πόδι! Δόξα τω Θεώ, δεν χρειάστηκε. Ξέρω ότι αυτές οι εγχειρήσεις μου κόστισαν πολλά, κυρίως γκολ, αλλά έτσι είναι η ζωή»
–Εουσέμπιο, σε συνέντευξη του στην πορτογαλική αθλητική εφημερίδα «A Bola»
Το τελευταίο παιχνίδι του με την φανέλα της Μπενφίκα ήταν στις 18 Ιουνίου του 1975, απέναντι στη Μικτή Αφρικής στην Καζαμπλάνκα. Κατέκτησε 11 τίτλους πρωταθλητή στην πορτογαλική Πριμέιρα Λίγκα (1960/61, 1962/63, 1963/64, 1964/65, 1966/67, 1967/68, 1968/69, 1970/71, 1971/72, 1972/73 και 1974/75), 5 τίτλους του Κυπέλλου Πορτογαλίας (1961/62, 1963/64, 1968/69, 1969/70 και 1971/72) και ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών (1961/62), βοηθώντας τη να φτάσει σε 3 επιπλέον τελικούς της υπέρτατης Ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης (1962/63, 1964/65, 1967/68). Ήταν ο Πρώτος Σκόρερ του Πρωταθλήματος Πορτογαλίας -ένα ρεκόρ- 7 φορές: 1963/64 (28 γκολ), 1964/65 (28 γκολ), 1965/66 (25 γκολ), 1966/67 (31 γκολ), 1967/68 (43 γκολ), 1969/70 (20 γκολ) και 1972/73 (40 γκολ). Μέχρι και το 2021, είναι ο 8ος Μεγαλύτερος Σκόρερ στην ιστορία του Κυπέλλου Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ και ο 2ος Υψηλότερος, πίσω από τον Αλφρέντο Ντι Στέφανο, στην προ-Τσάμπιονς Λιγκ εποχή (1955-1992) με 48 γκολ. Ήταν ο Πρώτος Σκόρερ της διοργάνωσης στις σεζόν 1964/65 (9 γκολ), 1965/66 (7 γκολ) και 1967/68 (6 γκολ). Άφησε τη Μπενφίκα ως το Μεγαλύτερο είδωλο και Κορυφαίος Σκόρερ στην ιστορία της, με 473 γκολ σε 440 ΕΠΙΣΗΜΑ παιχνίδια, συμπεριλαμβανομένων 317 γκολ σε 301 αγώνες Πρωταθλήματος (ο 2ος Υψηλότερος Σκόρερ στην ιστορία του πορτογαλικού πρωταθλήματος με μέσο όρο 1,02 ανά παιχνίδι(!), 97 γκολ σε 61 αγώνες Κυπέλλου Πορτογαλίας, 57 γκολ σε 75 αγώνες για τις ευρωπαϊκές διασυλλογικές διοργανώσεις (46 γκολ σε 64 παιχνίδια στο Πρωταθλητριών, 7 γκολ σε 7 αγώνες στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 4 γκολ σε 4 αγώνες στο Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων) και 2 γκολ σε 3 αγώνες Διηπειρωτικού Κυπέλλου, κατά μέσο όρο 1,07 γκολ ανά αγώνα! Συνολικά, σημείωσε 727 γκολ σε 715 αγώνες φορώντας τη φανέλα της Μπενφίκα!
Συνέχισε την καριέρα του στη Βόρεια Αμερική, που εκείνη την εποχή φιλοξένησε πολλούς άλλους μεγάλους παίκτες με στόχο την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου, με δύο ενδιάμεσες περιόδους που επέστρεψε στην Πορτογαλία, πρώτα την 1976/77 για να αγωνιστεί με την Μπέιρα-Μαρ στη πρώτη κατηγορία και την 1977/78 για λογαριασμό της Ουνιάο ντε Τομάρ στη δεύτερη κατηγορία. Στο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου Βορείου Αμερικής (NASL), αγωνίστηκε με τρεις διαφορετικές ομάδες, από το 1975 έως το 1977: τους Μπόστον Μινιούτμαν το 1975, τη Τορόντο Μέτρος-Κροάσια το 1976, που ήταν και η πιο επιτυχημένη σεζόν του στο NASL, αφού σκοράροντας στον τελικό, κατέκτησε μαζί της τον τίτλο, και τους Λας Βέγκας Κουικσίλβερς το 1977. Το 1976 , έπαιξε σε 10 παιχνίδια για την Μοντερέι στο Μεξικανικό πρωτάθλημα. Αν και η κατάσταση των γονάτων του, τού στοίχισαν την δυνατότητα να συνεχίσει στο NASL, ο ίδιος δεν ήθελε να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Επέστρεψε στην Πορτογαλία για την Ουνιάο ντε Τομάρ και το 1978 ξαναπήγε στις ΗΠΑ για τους Νιου Τζέρσεϊ Αμέρικανς, που αγωνίζονταν στη δεύτερη κατηγορία της Αμερικανικής ένωσης ποδοσφαίρου (ASL). Το 1979 αγωνίστηκε σε 5 παιχνίδια με τους Μπάφαλο Στάλιονς στο πρωτάθλημα Κλειστού Ποδοσφαίρου των ΗΠΑ και αποσύρθηκε οριστικά από το ποδόσφαιρο. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του καριέρας, σκόραρε 733 γκολ σε 745 αγώνες, κατά μέσο όρο 0,98 γκολ ανά αγώνα (υψηλότερο από τον Πελέ), συμπεριλαμβανομένων των διεθνών.
Αφού κρέμασε τα παπούτσια του, συνέχισε να είναι μια σταθερή προσωπικότητα στην ποδοσφαιρική σκηνή ως πρεσβευτής του ποδοσφαίρου και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της γενιάς του. Συμμετέχοντας σε διάφορες εκδηλώσεις, του απονεμήθηκαν δεκάδες τιμές και βραβεία, παράλληλα με αφιερώματα από τη ΦΙΦΑ, την ΟΥΕΦΑ, την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Πορτογαλίας και τη Μπενφίκα, για τη λαμπρή καριέρα του. Το όνομα του Εουσέμπιο εμφανίζεται συχνά στις λίστες με τους Καλύτερους Παίκτες Όλων των Εποχών, αλλά και σε ποδοσφαιρικές δημοσκοπήσεις από σχολιαστές/κριτικούς και φιλάθλους. Εξελέγη ως ο 9ος Καλύτερος Ποδοσφαιριστής του 20ου Αιώνα, από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) και ο 10ος σε μια δημοσκόπηση από το περιοδικό «World Soccer». Ο Πελέ τον ονόμασε ως έναν από τις 125 Καλύτερους Εν Ζωή Ποδοσφαιριστές του Κόσμου το 2004 για τα 100 Χρόνια της FIFA. Ήταν 7ος στην online δημοσκόπηση της ΟΥΕΦΑ, ενώ τον Νοέμβριο του 2003 στο πλαίσιο του Χρυσού Ιωβηλαίου της, επιλέχτηκε ως ο «Χρυσός Παίκτης» της Πορτογαλίας από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας ως ο Σημαντικότερος Παίκτης τους τα τελευταία 50 χρόνια. Έχει κληθεί ως ο «Πρώτος Μεγάλος Ποδοσφαιριστής της Αφρικής» και «Μεγαλύτερος Παίκτης της Αφρικής Όλων των Εποχών».
Ο Εουσέμπιο πέθανε στο σπίτι του στις 5 Ιανουαρίου του 2014 από καρδιακή ανεπάρκεια, με πολλούς ανθρώπους από τον κόσμο του ποδοσφαίρου να εκφράζουν τα συλλυπητήρια τους. Ο συμπαίκτης και φίλος του, Αντόνιο Σιμόες, αναγνωρίζοντας την επιρροή του στην Μπενφίκα είπε: «Με τον Εουσέμπιο ίσως μπορούσαμε να γίνουμε Πρωταθλητές Ευρώπης, χωρίς αυτόν όμως ίσως να κερδίζαμε το πρωτάθλημα». Λίγο μετά το θάνατο του, ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο, δήλωσε: «Για μένα θα είναι πάντα ο Καλύτερος Παίκτης Όλων των Εποχών». Μετά το θάνατο του, η πορτογαλική κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος, με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου να αποτίουν φόρο τιμής σε αυτόν. Στις 9 Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε μία από τις επιθυμίες του, και το φέρετρό του μεταφέρθηκε γύρω από το «Στάδιο ντα Λουζ». Τρεις ημέρες αργότερα, το άγαλμά του στο περίβολο του Σταδίου μετατράπηκε σε μνημείο. Μερικές ώρες αργότερα, τ’ όνομά του ήταν στο πίσω μέρος στις φανέλες των παικτών της Μπενφίκα κατά τη διάρκεια του «O Classico», εναντίον της Πόρτο. Στις 5 Ιανουαρίου του 2015, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, η λεωφόρος μπροστά από το «ντα Λουζ» μετονομάστηκε σε «Avenida Eusébio da Silva Ferreira». Στις 3 Ιουλίου του 2015, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Πάνθεο, στο οποίο έχουν ταφεί οι σημαντικές προσωπικότητες της Πορτογαλίας, κατόπιν ομόφωνου ψηφίσματος του Κοινοβουλίου. Ο Εουσέμπιο ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που τάφηκε στο Πάνθεο και στην τελετή παρέστησαν ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός της χώρας.
Ο Εουσέμπιο εξακολουθεί να μνημονεύεται ως παράδειγμα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο για την ταπεινότητα, το ταλέντο τη συμπάθεια, καθώς και τον σεβασμό που έδειχνε σε οποιονδήποτε! Υπήρξε το μεγαλύτερο είδωλο και άμεσα υπεύθυνος για την οικοδόμηση του μύθου της Μπενφίκα στη δεκαετία του 1960, σε σημείο του να κερδίσει ένα άγαλμα στον περίβολο του «ντα Λουζ», όταν αυτός γιόρτασε τα 50α του γενέθλια, εξακολουθώντας να έχει επιδόσεις ασύλληπτες, παραμένοντας το αιώνιο σύμβολο της αλλά και του πορτογαλικού ποδοσφαίρου γενικότερα.
PALMARES
Επαγγελματική καριέρα
- 1957–1960: Sporting Clube de Lourenço Marques, 42 (77)
- 1960–1975: Sport Lisboa e Benfica, 301 (317)
- 1975: Boston Minutemen, 7 (2)
- 1975: Club de Fútbol Monterrey, 10 (1)
- 1975/76: Toronto Metros-Croatia, 21 (16)
- 1976: Sport Clube Beira-Mar, 12 (3)
- 1976/77: Las Vegas Quicksilvers, 17 (2)
- 1977/78: União Futebol Comércio e Indústria de Tomar, 12 (3)
- 1978/79: New Jersey Americans, 9 (2)
- Σύνολο καριέρας: 431 (423)
Διεθνής
- 1961–1973: Πορτογαλία, 64 (41)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Sporting de Lourenço Marques
- Περιφερειακό Πρωτάθλημα Μοζαμβίκης: 1960
Με την Benfica
- Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 1961/62
- Πρωτάθλημα Πορτογαλίας: 11 (1960/61, 1962/63, 1963/64, 1964/65, 1966/67, 1967/68, 1968/69, 1970/71, 1971/72, 1972/73, 1974/75)
- Κύπελλο Πορτογαλίας: 5 (1961/62, 1963/64, 1968/69, 1969/70, 1971/72)
- Κύπελλο Περιφέρειας Λισαβόνας (Taça de Honra de Lisboa): 9 (1962/63, 1964/65, 1966/67, 1967/68, 1968/69, 1971/72, 1972/73, 1973/74, 1974/75)
- Τουρνουά Ριμπέιρο ντος Ρέις (Taça Ribeiro dos Reis): 3 (1963–64, 1965–66, 1970–71)
Με την Toronto Metros-Croatia
- Πρωτάθλημα Βορειοαμερικάνικης Λίγκας: 1976
Διεθνείς
Με την Πορτογαλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 3η θέση το 1966
Προσωπικές Διακρίσεις
- Χρυσή Μπάλα: 1965
- Μέλος Επίλεκτων Κόσμου: 1965
- Μέλος Επίλεκτων FIFA: (x2) 1963, 1967
- Πρώτος Σκόρερ Ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων –Χρυσό Παπούτσι: (x2) 1968, 1973
- Πρώτος Σκόρερ Πορτογαλικού Πρωταθλήματος: (x7) 1964, 1965, 1966, 1967, 1968, 1970, 1973
- Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: (x3) 1965, 1966, 1968
- Πρώτος Σκόρερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1966 (9 γκολ)
- Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 3η θέση το 1966
- Μέλος Καλύτερης Ενδεκάδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1966
- Παίκτης της Χρονιάς για την Πορτογαλία: (x2) 1970, 1973
- Παγκόσμια Προσωπικότητα των Σπορ από το BBC: 1966
Ειδικά Βραβεία
- Καλύτερος Παίκτης Πορτογαλικού Πρωταθλήματος: το βραβείο δόθηκε για πρώτη φορά το 1991 και του δόθηκε Τιμής Ένεκεν
- Μέλος του «Διεθνούς Αίθουσας των Πρωταθλητών» (“Hall Of Champions”) της ΦΙΦΑ
- Βραβείο Επί Τιμή από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας
- Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου που συνέταξε ο Πελέ το 2004 για τα 100 Χρόνια της ΦΙΦΑ.
- Χρυσός Παίκτης για την Πορτογαλία επ’ ευκαιρία των 50 Ετών της ΟΥΕΦΑ
- Βραβείο Προέδρου της ΟΥΕΦΑ
- Μέλος των 100 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών στην Ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων 1930-1990 από το γαλλικό περιοδικό «France Football»
- Μέλος των 50 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου από το «Planète Foot»
- Μέλος των 100 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου από το ολλανδικό περιοδικό «Voetbal International» (Voetbal International's Wereldsterren)
- Μέλος των 50 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του 20ου αιώνα από το ιταλικό περιοδικό «Guerin Sportivo» (I 50 Grandi del Secolo)
- Μέλος των 100 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών Όλων των Εποχών από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer» (World Soccer's Selection of the 100 Greatest Footballers of All Time)
- Μέλος των 100 Θρύλων του 20ου αιώνα από το βραζιλιάνικο μηνιαίο περιοδικό «Placar» (Placar's 100 Craques do Século)
- Μέλος των 100 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών Όλων των Εποχών από το ιταλικό περιοδικό «Venerdì» (διανέμεται μαζί με την εφημερίδα La Reppublica) (Venerdì's 100 Magnifici)
- Χρυσό Παπούτσι Τιμής Ένεκεν: 2003
- Στο Top-10 των Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου για τον 20ο Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS)
- Τάγμα Αξίας ΦΙΦΑ: 1994
Τιμές
- Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Πρίγκιπα Ερρίκου του Θαλασσοπόρου για τις υπηρεσίες του στον Πορτογαλικό πολιτισμό, την ιστορία και τις αξίες του: 1992
- Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Αξίας: