Ο Ούγγρος τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς (Gyula György Grosics), γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1926 στην πόλη Ντόρογκ, στη βόρεια Ουγγαρία, περίπου 40 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βουδαπέστης. Κροατικής καταγωγής, έπαιξε 86 φορές για την Εθνική Ουγγαρίας και ήταν βασικότατο μέλος της περίφημης «Χρυσής Ομάδας» των Ούγγρων της δεκαετίας του 1950. Θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Τερματοφύλακες Όλων των Εποχών και πιστεύεται ότι είναι ο πρώτος τερματοφύλακας στην ποδοσφαιρική ιστορία που έπαιζε έξω από τη περιοχή του, σε ρόλο αμυντικού! Είχε το παρατσούκλι «Fekete Párduc» (Μαύρος Πάνθηρας) επειδή φορούσε πάντα μαύρα ρούχα, όταν αγωνιζόταν.
Η αρχική ποινή που του επεβλήθη ήταν ο κατ’ οίκον
περιορισμός, αλλά, τα εις βάρος του στοιχεία ήταν ελλιπέστατα με αποτέλεσμα να
μην υποστεί μεγαλύτερες συνέπειες. Αρχικά τιμωρήθηκε και με διετή αποκλεισμό
από την Εθνική ομάδα, αλλά έναν χρόνο μετά, επέστρεψε κανονικά στις υποχρεώσεις
της. Ήταν αναντικατάστατο μέλος της ομάδας των Μαγυάρων που από το 1950 μέχρι
το 1954 μέτρησε ένα αήττητο σερί 31 αγώνων!
Ο Γκρόσιτς ήταν ο πρώτος τερματοφύλακας που έπαιζε καλά και μακριά από την εστία του σαν λίμπερο. Του πιστώνεται η εξέλιξη του τρόπου παιχνιδιού του τερματοφύλακα σε ρόλο επιπρόσθετου αμυντικού («τερματοφύλακας-σκούπα»). Με αυτό τον τρόπο και εκμεταλλευόμενος τα καλά χτυπήματα που είχε με την μπάλα, αποκτούσε ενεργό ρόλο στο παιχνίδι της ομάδας του, ενώ πολλές φορές ανέκοπτε -προτού καν δημιουργηθούν- τις επιθετικές προσπάθειες των αντιπάλων.
Το ύψος του δεν ξεπερνούσε το 1,77μ. αλλά είχε μεγάλο
άλμα, σωστές τοποθετήσεις και ήταν αρκετά γρήγορος. Επίσης, λόγω των ολόμαυρων
στολών που φορούσε και των αντανακλαστικών του είχε αποκτήσει το προσωνύμιο
«μαύρος πάνθηρας». Αυτός ο χαρακτηρισμός αποτέλεσε και τον προάγγελο ενός άλλου
μεγάλου τερματοφύλακα, του Λεβ Γιασίν (Lev Yashin -«μαύρη αράχνη»).
Ήταν «παρών» στην κατάκτηση του χρυσού ολυμπιακού
μεταλλίου το 1952 στο Ελσίνκι, στο ανεπανάληπτο 6-3 επί της Αγγλίας στο Λονδίνο
το 1953, αλλά και στον πιο σκοτεινό τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, όλων των
εποχών, στη Βέρνη το 1954. Τότε που οι Ούγγροι είχαν συντρίψει στον όμιλο τη
Δυτική Γερμανία με 8-3 και στον τελικό προηγήθηκαν με 2-0 στο 8΄, αλλά τελικά
ηττήθηκαν... μυστηριωδώς με 3-2. Εκείνη η ομάδα που από το 1950 έως το 1956
σημείωσε 42 νίκες, 7 ισοπαλίες και μόλις μία ήττα άρχισε σιγά σιγά να
αποσυντίθεται για ποδοσφαιρικούς -και όχι μόνο- λόγους.
Το πέρασμα από την Ελλάδα
Η Ουγγαρία πήρε μέρος σε άλλα δύο παγκόσμια κύπελλα
(1958, 1962) με τον Γκρόσιτς κάτω από τα δοκάρια αλλά δεν θύμιζε ούτε στο
ελάχιστο την τρομερή ομάδα της περιόδου 1948-1954. Άλλωστε, πολλοί από εκείνους
τους παίκτες είχαν εγκαταλείψει τη χώρα μετά την εισβολή των σοβιετικών
δυνάμεων το 1956. Ο «μαύρος πάνθηρας» δεν κατάφερε να δραπετεύσει και
έμεινε «εγκλωβισμένος» σε μία αφιλόξενη -προς εκείνον- χώρα. Το 1957 έγινε κι
αυτός μέρος μιας πραγματικής ιστορίας που αγγίζει όμως τα όρια του μύθου. Μαζί
με τους Πούσκας και Κότσις αλλά και άλλους σπουδαίους Ούγγρους ποδοσφαιριστές
κατέφθασε στην Αθήνα για φιλικούς αγώνες με την «ανεξάρτητη» και υπό διωγμό
ομάδα της «Hungaria». Ηταν τότε που ο πρόεδρος του Εθνικού, Δημήτρης Καρέλλας,
προσέγγισε τους μεγάλους αστέρες των Μαγυάρων και προσπάθησε να τους αποκτήσει!
Η κίνηση αυτή που θα άλλαζε τον χάρτη του ελληνικού (και ίσως του ευρωπαϊκού)
ποδοσφαίρου δεν τελεσφόρησε με αποτέλεσμα, το τέως ΠΟΚ (Παναθηναϊκός,
Ολυμπιακός, ΑΕΚ) να μη χάσει την κυριαρχία του.
Ο Γκρόσιτς εν τέλει επέστρεψε στην πατρίδα του και πήρε μεταγραφή από τη Χόνβεντ, ελπίζοντας ότι, επιτέλους, θα μπορούσε ν’ αγωνιστεί στην ομάδα της καρδιάς του, τη Φερεντσβάρος!!! Σε εκείνη ήθελε να παίξει από πάντα. Αυτήν αγαπούσε. Ωστόσο, δεν του επετράπη ποτέ από το τότε καθεστώς της χώρας του να μετεγγραφεί σε αυτήν! Αναγκάστηκε να πάρει μετεγγραφή στην Ταταμπάνια. Παρέμεινε σε αυτή την ομάδα για το υπόλοιπο της καριέρας του, μολονότι δεν μπόρεσε ποτέ να τερματίσει ψηλότερα από την τέταρτη θέση στο πρωτάθλημα.
Το 1962, έλαβε το γράμμα από την Ομοσπονδία, που του απαγόρευε οριστικά να παίξει στον αγαπημένο του σύλλογο, ευχαρίστησε την τότε ομάδα του, και δήλωσε «Σήμερα, αποσύρομαι από το ποδόσφαιρο»... Έφτασε στο ποδοσφαιρικό του φινάλε αφού δεν άντεξε άλλο τη δύναμη που ασκούσε πάνω του το καθεστώς. Ήταν πλέον 36 ετών και δεν είχε κάποιο άλλο κίνητρο στην καριέρα του. Αφού συνειδητοποίησε ότι δεν θα φορούσε ποτέ τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας αποφάσισε να κρεμάσει τα γάντια του.
Οι προσπάθειές του να ακολουθήσει προπονητική καριέρα δεν
είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, με τον Γκρόσιτς να φθάνει μέχρι και το Κουβέιτ,
όπου για μία διετία ανέλαβε την Εθνική ομάδα της χώρας.
Η ζωή του Γκιούλα Γκρόσιτς μετά την απόσυρσή του από τους
αγωνιστικούς χώρους βρήκε ένα σταθερό και ήρεμο τέμπο. Η πολιτική κατάσταση
στην Ουγγαρία σταδιακά ομαλοποιήθηκε, ενώ μετά την κατάρρευση του
Κομμουνιστικού καθεστώτος το 1989, ο Γκρόσιτς έβαλε υποψηφιότητα με το Ουγγρικό
Δημοκρατικό Φόρουμ. Ωστόσο, δεν εξελέγη. Μία από τις φράσεις που συνήθιζε να
επαναλαμβάνει ήταν πως «η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις». Δεν θα περίμενε όμως και
ο ίδιος την έκπληξη που τον περίμενε τον Μάρτιο του 2008.
Στο στάδιο Φλόριαν Άλμπερτ της Βουδαπέστης διεξάγεται
ένας αλλιώτικος αγώνας. Η Φερεντσβάρος αντιμετωπίζει σε φιλικό τη Σέφιλντ
Γιουνάιτεντ. Κάτω από τα δοκάρια των Ούγγρων, για μερικά λεπτά, στέκεται ένας
άνθρωπος... 82 ετών! Γίνεται αλλαγή λίγο μετά την έναρξη του παιχνιδιού, και
αποθεώνεται.
Ναι, καλά μαντέψατε! Επρόκειτο για τον Γκιούλα Γκρόσιτς,
που στα βαθιά του γεράματα αξιώθηκε να φορέσει έστω και για λίγο τη φανέλα της
λατρεμένης του ομάδας! Εμφανώς συγκινημένος, με τη μαύρη του στολή, στα 82 του
χρόνια ο «μαύρος πάνθηρας» άρπαζε τη μοναδική ευκαιρία που είχε να φορέσει τη
φανέλα της αγαπημένης του ομάδας. Εξάλλου, το συγκεκριμένο ματς είχε
διοργανωθεί προς τιμήν του, ακριβώς για να του δοθεί η ευκαιρία να αγωνιστεί
επιτέλους με τη Φερεντσβάρος. Στάθηκε για λίγα λεπτά κάτω από τα δοκάρια και
όταν έγινε αλλαγή οι φίλαθλοι του χάρισαν το πιο θερμό τους χειροκρότημα. Η
Φερεντσβάρος μάλιστα ύστερα από το παιχνίδι, απέσυρε τη φανέλα με το νούμερο 1
προς τιμήν του, κι ας μην τη φόρεσε για παραπάνω από μερικά λεπτά. Μπορεί να
είχαν περάσει 46 χρόνια από την απόσυρσή του αλλά το όνειρό του
πραγματοποιήθηκε.
Στη φωτογραφία, πάνω, βλέπετε τον Γκρόσιτς να βγαίνει στο γήπεδο μαζί με την υπόλοιπη ομάδα της Φερεντσβάρος στο ματς με τη Σέφιλντ. Και κάνοντας κλικ στο παρακάτω βίντεο ...
... δείτε την ολοκλήρωση του πιο μεγάλου έρωτα στην ιστορία του ποδοσφαίρου της Ουγγαρίας!!!
Η στιγμή αυτή φάνηκε να χαρίζει ζωή στον Γκρόσιτς ο
οποίος το 2006 είχε υποστεί βαρύ εγκεφαλικό και είχε νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.
Ήταν λίγο μετά τον θάνατο του Φέρεντς Πούσκας, γεγονός που όπως είχε παραδεχθεί
ο ίδιος τον είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό. Ο Γκιούλα Γκρόσιτς έφυγε από τη ζωή
σε ηλικία 88 ετών, στις 13 Ιουνίου του 2014, ταλαιπωρημένος από καρδιακά και
αναπνευστικά προβλήματα. Η Ταταμπάνια έχει δώσει τα’ όνομά του στο στάδιό της σε
ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης!
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα
- 1945–1947: Dorogi Futball Club Bányász, 61 (0)
- 1947–1949: MATEOSZ Budapest, 55 (0)
- 1949/50: Teherfuvar, 30 (0)
- 1950–1957: Budapest Honvéd Futball Club, 125 (0)
- 1957–1962: Tatabánya Bányász SC, 123 (0)
Σύνολο καριέρας: 394 (0)
Διεθνής
- 1947–1962: Ουγγαρία, 86 (0)
- 1963: Tatabánya Bányász SC
- 1964/65: Salgótarjáni BTC
- 1966: KSI
- 1966–1968: Κουβέιτ
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Honvéd
- Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 4 (1950, 1952, 1954, 1955)
Διεθνείς
Με την Ουγγαρία
- Βαλκανικό Κύπελλο: 1947
- Ολυμπιακοί Αγώνες: Χρυσό Μετάλλιο -1η θέση το 1952 στο Ελσίνκι
- Πρωτάθλημα Κεντρικής Ευρώπης: 1953
- Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το 1954
Προσωπικές Διακρίσεις
- Παίκτης της Χρονιάς από την Ουγγρική Ομοσπονδία: 2 (1949, 1950)
- Μέλος Καλύτερης Ενδεκάδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1954
- Μέλος Επίλεκτης Ενδεκάδας FIFA: 2 (1960, 1961)
ΠΗΓΕΣ: kathimerini.gr - balleto.gr