Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Γιάτσεκ Γκμοχ: Ο Σαγόνιας

Ο Πολωνός κεντρικός αμυντικός και αργότερα προπονητής Γιάτσεκ Γκμοχ (Jacek Wojciech Gmoch) γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1939 στην πόλη Προύσκοβ (Pruszków) της Πολωνίας. Ως ποδοσφαιριστής ήταν αμυντικός (στόπερ). Ξεκίνησε στη Ζνιτς Προύσκοβ και στη συνέχεια έπαιξε στη Λέγκια Βαρσοβίας από το 1960 ως το 1968. Με τη Λέγκια κατέκτησε δυο φορές το Κύπελλο Πολωνίας (1964, 1966) και ήταν μέλος της πρωταθλήτριας ομάδας της σεζόν 1968/69, αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει στις αρχές της περιόδου λόγω τραυματισμού.


Ασχολήθηκε με την προπονητική ξεκινώντας από τη Λέγκια το διάστημα από το 1969 ως το 1971. Στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός του Καζιμίρ Γκόρσκι (Kazimierz Górski) στην εθνική Πολωνίας, οδηγώντας την ομάδα της πατρίδας του στην κατάκτηση της 3ης θέσης στο Μουντιάλ της Γερμανίας το 1974. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στις ΗΠΑ και το 1976 ανέλαβε α΄ προπονητής της εθνικής ομάδας. Υπό τις οδηγίες του η εθνική Πολωνίας κατάφερε να προκριθεί στο Μουντιάλ της Αργεντινής το 1978, αλλά έμεινε εκτός τετράδας, κάτι που ο Γκμοχ θεώρησε αποτυχία και υπέβαλε την παραίτησή του.


Από το 1979 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα και εργάστηκε με επιτυχία σε πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες Α΄ Εθνικής. Είχε σημαντικές διακρίσεις, όπως την κατάκτηση του Πρωταθλήματος με τη Λάρισα τη σεζόν 1987-1988, για πρώτη και μοναδική φορά από ομάδα εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης και την πορεία του Παναθηναϊκού μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (σημερινό Τσάμπιονς Λιγκ) τη σεζόν 1984/85. «Στο Ελλάντα», όπως προφέρει τη δεύτερη πατρίδα του, απέκτησε το παρατσούκλι «Σαγόνιας». Λάτρεψε τη χώρα μας και για τις υπηρεσίες του στο ελληνικό ποδόσφαιρο, του δόθηκε τιμητικά η ελληνική υπηκοότητα.

Με τον Κάζιμιρ Ντέινα

Ως ποδοσφαιριστής ήταν αμυντικός, στη θέση του στόπερ. Ξεκίνησε στη Ζνιτς του Προύσκοβ, στην γενέτειρά του, από το 1953 έως το 1958. Στη συνέχεια έπαιξε στη Λέγκια Βαρσοβίας, από το 1958 ως το 1968, με τη οποία κατέκτησε δυο φορές το Κύπελλο Πολωνίας (1964, 1966). Ήταν μέλος της πρωταθλήτριας ομάδας της σεζόν 1968/69, αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει στις αρχές της περιόδου λόγω τραυματισμού.


Στις 17 Αυγούστου του 1968, σ’ ένα φιλικό αγώνα που διοργανώθηκε από την εφημερίδα «Express», μια ομάδα επιλέκτων της πολωνικής Ομοσπονδίας (PZPN), που συμπεριλαμβανόταν ο Γκμοχ και επιλέχθηκε από τους αναγνώστες της εφημερίδας, αντιμετώπισε μια ομάδα δημοσιογράφων ενισχυμένη με κάποιους επαγγελματίες. Τον αγώνα παρακολούθησαν 30 000 θεατές. Προπονητής της ομάδας των επιλέκτων ήταν ο Ρίτσαρντ Κόντσεβιτς (Ryszard Koncewicz) και των δημοσιογράφων ο Κάζιμιρ Γκόρσκι. Λίγο μετά την έναρξη της αναμέτρησης, ο τερματοφύλακας Μάριαν Σζέχα (Marian Szeja) σε μια ατυχή έξοδό του, έσπασε το πόδι του Γκμοχ, προκαλώντας του ένα κάταγμα σε πολλαπλά σημεία, που τελείωσε πρόωρα την καριέρα του ταλαντούχου ποδοσφαιριστή.


Παράλληλα με την ποδοσφαιρική του καριέρα, αποφοίτησε από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, στις επικοινωνίες. Αγωνίστηκε 29 φορές με την εθνική Πολωνίας, από το 1962 ως το 1968 και ήταν εν ενεργεία διεθνής, όταν ο τραυματισμός διέκοψε την καριέρα του.

Με τον Βλότζιμιρτζ Λουμπάνσκι

Μετά απ’ αυτό, ασχολήθηκε με την προπονητική, ξεκινώντας από τη Λέγκια, ως βοηθός του Έντμουντ Ζιένταρι (Edmund Zientary) από το 1969 ως το 1971. Από το Συμβούλιο της Πολωνικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, του ανατέθηκε η θέση του συνεργάτη του Κάζιμιρ Γκόρσκι στην εθνική ομάδα. Ήταν ο δημιουργός της λεγόμενης «Τράπεζας πληροφοριών» που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1971, με την ευκαιρία των αγώνων της Λέγκια εναντίον της Ατλέτικο Μαδρίτης και ήταν ο πρόδρομος των επιστημονικών μεθόδων στο ποδόσφαιρο.


Από το 1972 έως το 1975, είχε τη θέση του προπονητή-συντονιστή στην Ζαγκλέμπιε Σόσνοβιτς. Η ομάδα, την περίοδο 1972/73, ήταν στη 14η και τελευταία θέση στο πρωτάθλημα, το φθινόπωρο και τερμάτισε στην 10η θέση στο τέλος της σεζόν, αναδεικνυόμενη καλύτερη ομάδα την άνοιξη, αποφεύγοντας τον υποβιβασμό. Ως βοηθός του Κάζιμιρ Γκόρσκι (Kazimierz Górski) στην εθνική Πολωνίας, κατέκτησε τη 3η θέση στο Μουντιάλ της Γερμανίας το 1974. Στη συνέχεια, το 1975/76 πήγε για σπουδές στις ΗΠΑ προπονώντας ταυτόχρονα τους Πολόνια Φάλκονς στην Φιλαδέλφεια. Επιστρέφοντας, ανέλαβε πρώτος προπονητής της εθνικής ομάδας. Υπό τις οδηγίες του, η εθνική Πολωνίας κατάφερε να προκριθεί στο Μουντιάλ της Αργεντινής το 1978, αλλά έμεινε εκτός τετράδας, κάτι που ο ίδιος θεώρησε αποτυχία και υπέβαλε την παραίτησή του.


Κέρδισε ένα φιλικό κατά της Φινλανδίας τον Αύγουστο του 1978 και πέτυχε μια νίκη 2-0 για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος με την Ισλανδία, μετά από τον οποίο απολύθηκε. Εργάστηκε για λίγο στη Νορβηγία, στην Σκέιντ του Όσλο και το φθινόπωρο του 1979 έλαβε πρόταση να έρθει στην Ελλάδα και στον ΠΑΣ Γιάννινα, όπου από την 1η Δεκεμβρίου αντικατέστησε τον απολυθέντα Νίκο Αλέφαντο. Η προσωρινή, όπως φανταζόταν, εργασία του στη χώρα μας, εξελίχθηκε σε μόνιμη διαμονή, αφού η σοβαρότητα και η επιτυχημένη δουλειά του τον έκανε περιζήτητο στους ελληνικούς συλλόγους. Στους Ηπειρώτες εργάστηκε έως το 1981, σώζοντάς τους από τον υποβιβασμό την πρώτη περίοδο και τερματίζοντας στην 5η  θέση την δεύτερη.


Συνέχισε στον Απόλλωνα Αθηνών για μια περίοδο και το 1982 ανέλαβε την Λάρισα με την οποία τερμάτισε 2ος στο πρωτάθλημα, την καλύτερη επαρχιακής ομάδας στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Το 1983, έκανε το μεγάλο βήμα του ως  προπονητής, αναλαμβάνοντας τον Παναθηναϊκό. Στην πρώτη του σεζόν, η ομάδα κατέκτησε το double και τη επόμενη σεζόν, ο σύλλογος, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, έφθασε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου αποκλείστηκε από την Λίβερπουλ.


Το 1985 εξέδωσε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο για τη μέχρι τότε ελληνική εμπειρία του, γραμμένο εν μέρει με την ιδιότυπη εκφορά της ελληνικής γλώσσας που είχε ο Γκμοχ και με εύγλωττο τίτλο «Έξι χρόνια στο Ελλάντα» (Εκδόσεις Καρρέ, 1985). Την σεζόν 1985/86, έγινε προπονητής του άλλου μεγάλου αθηναϊκού συλλόγου, της ΑΕΚ με την οποία τερμάτισε 2ος στο πρωτάθλημα και μετά, από το 1986 έως το 1988, ανέλαβε και πάλι προπονητής της Λάρισας. 


Το 1988, ο μεγάλος θεσσαλικός σύλλογος, κατέκτησε για πρώτη και μοναδική φορά για επαρχιακή ομάδα (εκτός των 4 μεγάλων) το Ελληνικό Πρωτάθλημα. Μετά την Λάρισα, εργάστηκε για τον Ολυμπιακό, κατακτώντας την 2η θέση το 1988/89 και τον Άρη Θεσσαλονίκης. Το 1991 πήγε στην Κύπρο, αναλαμβάνοντας τον ΑΠΟΕΛ, κατακτώντας το πρωτάθλημα και μένοντας εκεί μέχρι τα μέσα της σεζόν 1992/93. Αργότερα, γύρισε πάλι Λάρισα (1993) και ακολούθησαν ο Αθηναϊκός (1994/95), ο Εθνικός Πειραιά (1995/96), πάλι ο ΑΠΟΕΛ (1996/97), ο Ιωνικός (1997/98), η Καλαμάτα (1998/99) την οποία ανέβασε στην Α’ Κατηγορία, ο Πανιώνιος (1999) και πάλι η Καλαμάτα το 2001 και ο Ιωνικός το 2002/03, τον οποίο έσωσε από τον υποβιβασμό.


Διετέλεσε μέλος της ομάδας που εκπροσώπησε την Πολωνία στους Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004. Αργότερα έγινε μικρομέτοχος και μέχρι τις 18 Μαρτίου του 2009 ήταν Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Λέγκια Βαρσοβίας. Στις 16 Νοεμβρίου του 2010, επανήλθε για λίγο στην προπονητική δράση ως υπηρεσιακός προπονητής του ΠΑΟ μετά την απόλυση του Νίκου Νιόπλια.


Τον Φεβρουάριο του 2010, επιλέχθηκε ως ένας από τους πέντε καλύτερους προπονητές στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, σε δημοψήφισμα με την ευκαιρία της πεντηκοστής επετείου του  πρωταθλήματος Α’ Εθνικής. Στη ψηφοφορία ανακηρύχθηκε επίσης ως ο καλύτερος προπονητής της δεκαετίας του 1980.


Για αρκετά χρόνια εργάστηκε ως αθλητικός σχολιαστής στην τηλεόραση. Μεταξύ άλλων για την  Polsat για το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ιαπωνία/Κορέα το 2002 και το Ευρωπαίκό Πρωτάθλημα στην Πορτογαλία το 2004, το TVP για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 στη Γερμανία), τη ΕΡΤ, για το Ευρωπαϊκό στην Αυστρία/Ελβετία το 2008 και το Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής το 2010.


Το 1974, κέρδισε το μετάλλιο του Ιππότη του Τάγματος της Αναγέννησης στην Πολωνία, για τις αθλητικές επιδόσεις. Με διάταξη του Προέδρου της Πολωνικής Δημοκρατίας, στις 24 Μαρτίου του 2005, τιμήθηκε με το Σταυρό του Τάγματος της Αξίας της Δημοκρατίας της Πολωνίας, για εξαιρετικές πράξεις, για την ανάπτυξη της ελληνο-πολωνικής φιλίας και  συνεργασίας,. Από το 1993 είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Συνεργασίας και Φιλίας Πολωνίας-Ελλάδας.

PALMARES


Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ) 

Επαγγελματική καριέρα 


  • 1953-1958: Miejski Klub Sportowy Znicz Pruszków 
  • 1958–1969: Legia Warszawa Spółka Akcyjna, 190 (11) 

Διεθνής


  • 1962–1968: Πολωνία, 29 (0) 

Προπονητική καριέρα


  • 1969-1971: Legia Warszawa Spółka Akcyjna 
  • 1971-1974: Πολωνία (βοηθός) 
  • 1972-1975: Zagłębie Sosnowiec Spółka Akcyjna 
  • 1975/76: Polonia Falcons 
  • 1976–1978: Πολωνία 
  • 1979: Skeid Fotball 
  • 1979–1981: Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα 
  • 1981/82: Γυμναστικός Σύλλογος Απόλλων Σμύρνης 
  • 1982/83: Αθλητική Ένωση Λάρισας 1964 
  • 1983–1985: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος 
  • 1985/86: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (AEK) 
  • 1986–1988: Αθλητική Ένωση Λάρισας 1964 
  • 1988/89: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς 
  • 1990/91: Αθλητικός Σύλλογος Άρης Θεσσαλονίκης 
  • 1991–1993: Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Ελλήνων Λευκωσίας (ΑΠΟΕΛ) 
  • 1993: Αθλητική Ένωση Λάρισας 1964 
  • 1994/95: Αθηναϊκός Αθλητικός Σύλλογος 
  • 1995/96: Εθνικός Όμιλος Φιλάθλων Πειραιώς 
  • 1996/97: Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Ελλήνων Λευκωσίας (ΑΠΟΕΛ) 
  • 1997/98: Αθλητικός Όμιλος Ιωνικός Νικαίας 
  • 1998/99: Ποδοσφαιρικός Σύλλογος "Η Καλαμάτα" 
  • 1999-2000: Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης 
  • 2001: Ποδοσφαιρικός Σύλλογος "Η Καλαμάτα" 
  • 2002/03: Αθλητικός Όμιλος Ιωνικός Νικαίας 
  • 2010: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος (υπηρεσιακός) 

Τίτλοι


Ως ποδοσφαιριστής 

Με την Legia 
  • Πρωτάθλημα Πολωνίας: 1969 
  • Κύπελλο Πολωνίας: 2 (1964, 1966) 

Ως προπονητής 

Συλλογικοί



Με τον Παναθηναϊκό 

  • Πρωτάθλημα Ελλάδος: 1983/84 
  • Κύπελλο Ελλάδας: 1983/84 
Με την Λάρισα 
  • Πρωτάθλημα Ελλάδας: 1987/88 
Με τον ΑΠΟΕΛ 
  • Πρωτάθλημα Κύπρου: 1992 
  • Κύπελλο  Κύπρου: 1993 
  • Σούπερ Καπ Κύπρου: 2 (1992, 1993) 

Διεθνείς


  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 3η θέση το 1974 (βοηθός) και 5η το 1978