Η Τορίνο (ιταλικά: Torino Football Club) είναι ένας επαγγελματικός ποδοσφαιρικός σύλλογος της Ιταλίας με έδρα την ομώνυμη βιομηχανική πόλη του ιταλικού βορρά, τη πρωτεύουσα του Πιεμόντε. Η ομάδα ιδρύθηκε το 1906 και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της αγωνιζόταν στην κορυφαία κατηγορία του ιταλικού πρωταθλήματος, την SerieΑ. Το αρχικό της όνομα ήταν «Foot-Ball Club Torino», ενώ αργότερα μετονομάστηκε σε «Associazione Calcio Torino» και το 1970 σε «Torino Calcio». Συνήθως αναφέρεται ως Τορίνο ή απλά Τόρο και είναι από τις πιο επιτυχημένες ομάδες στην Ιταλία με 7 τίτλους πρωταθλήματος, μεταξύ των οποίων 5 συνεχόμενους, ένα ρεκόρ που μοιράζεται μαζί με τη συμπολίτισσα της Γιουβέντους και την Ίντερ του Μιλάνου, που επιτεύχθηκε τις πρώτες μεταπολεμικές περιόδους με τη «Γκράντε Τορίνο», που αναγνωρίζεται ευρέως ως μια από τις ισχυρότερες ομάδες της δεκαετίας του 1940. Ολόκληρη αυτή η ομάδα, η ελπίδα ενός ολόκληρου έθνους για ανάταση μετά την μεγαλύτερη καταστροφή του 20ου Αιώνα, σκοτώθηκε το 1949, στο αεροπορικό δυστύχημα της Σουπέργκα. Έχει κατακτήσει επίσης το Κύπελλο Ιταλίας 5 φορές, η τελευταία εκ των οποίων ήταν τη σεζόν 1992/93. Διεθνώς, η Τορίνο έχει κερδίσει το Μιτρόπα Καπ του 1991 και ήταν φιναλίστ στο Κύπελλο UEFA τη περίοδο 1991/92. Παίζει όλα τα εντός έδρας παιχνίδια της στο “Stadio Olimpico Grande Torino”, επίσης γνωστό ως «Stadio Comunale "Vittorio Pozzo"» μέχρι το 2006. Το χρώμα του συλλόγου είναι το βυσσινί (granata στα ιταλικά, το πιο γνωστό παρατσούκλι της) και το σύμβολό του είναι ένας όρθιος ταύρος, το παραδοσιακό σύμβολο της πόλης του Τορίνο, από το οποίο προέρχεται και ένα από τα παρατσούκλια του συλλόγου, το «Il Toro» (Ο Ταύρος).
Το ποδόσφαιρο στην πόλη του Τορίνο, τη βιομηχανική αυτή πόλη του ιταλικού βορρά, έφτασε τα τέλη του 19ου αιώνα, από Άγγλους και Ελβετούς κατασκευαστές. Το 1887 ιδρύθηκε το «Σωματείο Ποδοσφαίρου και Κρίκετ Τορίνο» (Torino Football and Cricket Club), γεννημένο απ’ τον Εντουάρντο Μπόσιο, Ιταλό έμπορο υφασμάτων που απλώς μετέδωσε στην Ιταλία όσα είχε δει στα αγγλικά γήπεδα και το 1889, οι «Ευγενείς του Τορίνο» (Nobili Torino), που ανάμεσα σε άλλα αγωνίσματα ασχολούνταν και με το ποδόσφαιρο. Το 1891 ενώθηκαν σε ένα: την Ιντερνατσιονάλε Τορίνο, τη «Διεθνή του Τορίνου», εν ολίγοις, που φαίνεται ότι είναι η πρώτη αμιγώς ποδοσφαιρική ομάδα στην Ιταλία! Λίγο αργότερα, το 1894, δημιουργήθηκε και η Foot-Ball Club Torinese.
Το ποδόσφαιρο στην πόλη του Τορίνο, τη βιομηχανική αυτή πόλη του ιταλικού βορρά, έφτασε τα τέλη του 19ου αιώνα, από Άγγλους και Ελβετούς κατασκευαστές. Το 1887 ιδρύθηκε το «Σωματείο Ποδοσφαίρου και Κρίκετ Τορίνο» (Torino Football and Cricket Club), γεννημένο απ’ τον Εντουάρντο Μπόσιο, Ιταλό έμπορο υφασμάτων που απλώς μετέδωσε στην Ιταλία όσα είχε δει στα αγγλικά γήπεδα και το 1889, οι «Ευγενείς του Τορίνο» (Nobili Torino), που ανάμεσα σε άλλα αγωνίσματα ασχολούνταν και με το ποδόσφαιρο. Το 1891 ενώθηκαν σε ένα: την Ιντερνατσιονάλε Τορίνο, τη «Διεθνή του Τορίνου», εν ολίγοις, που φαίνεται ότι είναι η πρώτη αμιγώς ποδοσφαιρική ομάδα στην Ιταλία! Λίγο αργότερα, το 1894, δημιουργήθηκε και η Foot-Ball Club Torinese.
Το 1898, η Ιντερνατσιονάλε συμμετείχε
στο πρώτο ιταλικό πρωτάθλημα της ιστορίας. Με αντιπάλους την Τζένοα και τη
συντοπίτισσα Φούτμπολ Κλαμπ Τορινέζε, η Ιντερνατσιονάλε κατετάγη 2η. Νίκησε 1-0
την Τορινέζε, αλλά έχασε 3-1 στην παράταση από τη Τζένοα στον τελικό. Την
επόμενη σεζόν, η Ιντερνατσιονάλε νίκησε 2-0 την (πάλι συμπολίτισσα!)
Τζιννάστικα Τορίνο, αλλά στον τελικό την περίμενε ξανά η Τζένοα (νέα ήττα με
3-1).
Το 1900, η Ιντερνατσιονάλε Τορίνο διαλύθηκε, αφού ενώθηκε με την Φούτμπολ Κλαμπ Τορινέζε, κρατώντας το όνομα της δεύτερης. Τα κατορθώματά της, όμως, ως της πρώτης ποδοσφαιρικής ομάδας στην Ιταλία, ενέπνευσαν πολλούς. Ενώ η Ιντερνατσιονάλε ετοιμαζόταν για το πρωτάθλημα, στα 1897, κάποιοι μαθητές απ’ το Λύκειο του Μάσσιμο Ντ’ Αντζέλιο, στο Τορίνο, αποφάσιζαν να ιδρύσουν μια ποδοσφαιρική ομάδα. Ήταν πολύ νέοι, γι’ αυτό της έδωσαν το αρχαίο λατινικό όνομα της νεότητας: Γιουβέντους! Και λίγα χρόνια αργότερα, το 1906, όταν κάποιοι «γιουβεντίνοι», αντιδρώντας στην πρόταση των άλλων μελών να μεταφερθεί η «Γιούβε» εκτός Τορίνο, ίδρυσαν την δική τους ομάδα, της έδωσαν το όνομα της πόλης που τόσο αγαπούσαν: Τορίνο!
Η Τορίνο Φ.Κ. ιδρύθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1906. Το πρώτο της όνομα ήταν Foot Ball Club Torino. Η ίδρυσή της έγινε έπειτα από μία συνάντηση στην μπυραρία «Voigt», στην οδό «Peter Micca» στο Τορίνο. Στην ίδρυσή της πήραν μέρος μερικοί παίκτες από τη Γιουβέντους υπό τον πρώην πρόεδρο της, τον ελβετό Αλφρέντο Ντικ (Alfredo Dick). Αυτοί είχαν αποχωρήσει από τη Γιουβέντους, που εκείνη τη χρονιά είχε φτάσει μέχρι τον τελικό του πρωταθλήματος. Η Γιουβέντους, που την προηγούμενη χρονιά είχε κατακτήσει το πρώτο της πρωτάθλημα, είχε φτάσει μέχρι τον τελικό της διοργάνωσης με αντίπαλό την ΑΚ Μίλαν. Η απόφαση όμως να μην γίνει ο αγώνας των πλέι-οφ στο Τορίνο αλλά σε ουδέτερο γήπεδο, οδήγησε τους παίκτες της Γιουβέντους σε διαμαρτυρία. Τελικά ο Ντικ αποφάσισε να φύγει από την ομάδα παίρνοντας μαζί του κάποιους από τους ξένους παίκτες της. Ανάμεσα στους ιδρυτές της ήταν ο Ελβετός επιχειρηματίας Hans Schoenbrod, που έγινε και ο πρώτος της πρόεδρος.
Το πρώτο της γήπεδο ήταν το «Velodromo Umberto I», στη γειτονιά La Crocetta, το οποίο είχε μισθώσει ο Ντικ. Η Τορίνο απέκτησε τους παίκτες της κυρίως από την Τορινέσε (η οποία προέκυψε, όπως είπαμε, από την απορρόφηση της Ιντερνασιονάλε Τορίνο από την FBC Torino το 1900). Το γεγονός αυτό οδήγησε ουσιαστικά στη διάλυση της δεύτερης, ενώ πια στην πόλη έμειναν μόνο η Τορίνο Φ.Κ. και η Γιουβέντους, από την οποία η Τορίνο προερχόταν εν μέρει. Το ντέρμπι μεταξύ τους ονομάστηκε «Derby della Mole». Λόγω της προέλευσης του μεγαλύτερου μέρους των παικτών της από την Τορινέσε, που με τη σειρά η ιστορία της, μέσω της Ιντερνασιονάλε Τορίνο φτάνει στην Torino Football and Cricket Club και τη Nobili Torino, η Τορίνο Φ.Κ. κάποιες φορές αναφέρεται και ως η παλαιότερη ομάδα της Ιταλίας.
Το πρώτο επίσημο παιχνίδι της ομάδας δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1906 ενάντια στη Προ Βερτσέλλι (Pro Vercelli). Η Τορίνο νίκησε 3-1. Το πρώτο τοπικό ντέρμπυ ήρθε το 1907, στις 13 Ιανουαρίου. Η Τορίνο επικράτησε της Γιουβέντους με 2-1 στο γήπεδό της, ενώ το ίδιο επαναλήφθηκε έναν μήνα μετά, όταν επικράτησε με 4-1 και απέκλεισε τη Γιουβέντους από τη συνέχεια του πρωταθλήματος. Την χρονιά εκείνη η Τορίνο τερμάτισε δεύτερη πίσω από τη Μίλαν. Η πρώτη νίκη για την Γιουβέντους απέναντι στην Τορίνο ήρθε το 1909, όταν νίκησε στο δεύτερο παιχνίδι του προκριματικού γύρου με 3-1 και την απέκλεισε από τη συνέχεια του πρωταθλήματος.
Το 1908 έλαβε μέρος στους πρώτους διεθνής αγώνες στον κόσμο, που διοργάνωσε το περιοδικό La Stampa Sportiva, το τουρνουά «Torneo Internazionale Stampa Sportiva», που διοργανώθηκε στο Τορίνο. Κατάφερε να φτάσει μέχρι τον τελικό, όπου έχασε από την ελβετική Σερβέτ, με σκορ 3-1. Την επόμενη χρονιά μια μικτή ομάδα από παίκτες της Τορίνο και της Γιουβέντους πήραν μέρος στη διοργάνωση «Sir Thomas Lipton Trophy», που αντικατέστησε την προηγούμενη, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν στον τελικό.
Τον Οκτώβριο του 1926 η Τορίνο μετακόμισε στο στάδιο «Φιλαντέλφια». Το πρώτο πρωτάθλημα για την Τορίνο ήρθε την περίοδο 1927/28. Είχε προηγηθεί μια χρονιά όπου η Τορίνο κατάφερε να τερματίσει πρώτη, αλλά το πρωτάθλημα, το οποίο ήταν και το πρώτο εθνικό, δεν απονεμήθηκε σε καμία ομάδα. Ο λόγος ήταν το παιχνίδι της Τορίνο ενάντια στη Γιουβέντους, όπου η Τορίνο κέρδισε με 2-1, στις 5 Ιουνίου του 1927. Στον αγώνα αυτό ένα μέλος της διοίκησης της Τορίνο φερόταν πως είχε χρηματίσει την ομάδα της Γιουβέντους. Το 1936 θα αλλάξει το όνομά της σε Associazione Calcio Torino, ύστερα από αποφάσεις του φασιστικού κράτους που διοικούσε τότε την Ιταλία. Την ίδια χρονιά θα κατακτήσει και το πρώτο της κύπελλο Ιταλίας.
Η Μεγάλη
Τορίνο (ιταλικά: Il Grande Torino ή Grande Granata) είναι το
όνομα που έδωσαν οι Ιταλοί στην θρυλική ομάδα της δεκαετίας του '40. Η ομάδα
πέτυχε τόσα πολλά ρεκόρ στην Ιταλία που μερικά διατηρούνται ως τις μέρες μας.
Ήταν η πρώτη ομάδα που αγωνίστηκε με το σύστημα 4-4-2 δέκα χρόνια πριν το κάνει
η Εθνική Βραζιλίας στο παγκόσμιο κύπελλο του 1958 και 35 χρόνια πριν
το total football των Ολλανδών. Η ομάδα ήταν τόσο σπουδαία που 8-9
παίκτες της ήταν και βασικοί στην εθνική ομάδα της Ιταλίας. Στις 4 Μαΐου του
1949 η μεγάλη Τορίνο είχε εξασφαλίσει τον 5 συνεχόμενο τίτλο πρωταθλήματος
στην Ιταλία και επέστρεφε από ένα φιλικό με
την Μπενφίκα στην Λισαβόνα. Το αεροπλάνο όμως που επέβαινε η
ομάδα κατέπεσε λόγω κακών καιρικών συνθηκών με αποτέλεσμα το χαμό όλων των
παικτών και προπονητών της μεγάλης ομάδας. Η ομάδα παραμένει ακόμα αγαπητή στις
καρδιές των αγνών Ιταλών ποδοσφαιρόφιλων μια και βοήθησε στην ανάκτηση της
χαμένης τους περηφάνιας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δημιουργία της Grande Torino
Το καλοκαίρι του 1939 πρόεδρος της
ομάδας αναλαμβάνει ο Φερούτσιο Νόβο (Ferruccio Novo). Ακολουθώντας
τις υποδείξεις του Βιτόριο Πότσο (Vittorio Pozzo), αποφάσισε να εφαρμόσει στην
ομάδα το Αγγλικό σύστημα διοίκησης. Στο αρμόδιο προσωπικό της ομάδας
τοποθετούνται, μεταξύ άλλων, οι πρώην ποδοσφαιριστές της ομάδας Αντόνιο Τζιάνι (Antonio
Janni) και Μάριο Σπερόνε (Mario Sperone). Στον Ρινάλντο Αγκνισέτα (Rinaldo
Agnisetta) δόθηκε ο ρόλος του γενικού διευθυντή, ο Άγγλος Λέσλι Λίβλεϊ (Leslie
Lievesley) έγινε προπονητής ακαδημιών, ενώ η τεχνική καθοδήγηση δόθηκε
στον Ερνστ Έγκρι Eρμπστάιν (Ernest Egri Erbstein). Ο πρώτος μεγάλος
παίκτης που αποκτήθηκε ήταν ο Φράνκο Οσσόλα (Franco Ossola), από τη
Βαρέζε. Το ντεμπούτο του έγινε στις 4 Φεβρουαρίου του 1940.
Τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία μπαίνει
στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο Μπενίτο Μουσολίνι αποφασίζει να
συνεχιστεί κανονικά το πρωτάθλημα, καθώς πιστεύει πως ο πόλεμος θα είναι μια
εύκολη υπόθεση. Την περίοδο 1940-41, παρά το ταλέντο του Οσσόλα που πέτυχε 14
γκολ σε 22 αγώνες, η ομάδα στο σύνολό της δεν άλλαξε πρόσωπο. Τερμάτισε 7η με
30 βαθμούς, 9 πίσω από την πρώτη Μπολόνια.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για
την επόμενη χρονιά, η Τορίνο αποκτά τους Πιέτρο Φερράρις (Pietro Ferraris),
Ρομέρο Μέντι (Romeo Menti), Αλφρέντο Μποντόιρα (Alfredo Bodoira), Φελίτσε
Μπορέλ (Felice Borel) και Γκουλιέλμο Γκαμπέτο (Guglielmo Gabetto). Ο Μπορέλ, ο
Τζιανσίτο Ελλένα (Giacinto Ellena) και ο Ρομπέρτο Κοπέρνικο (Roberto Copernico),
πρότειναν η ομάδα να ακολουθήσει το «σύστημα» ή αλλιώς «WM» που είχε εισάγει ο Χέμπερτ
Τσάπμαν (Herbert Chapman) στην Άρσεναλ (ένα σύστημα 3-2-2-3, που
εκμεταλλευόταν καλύτερα τους τότε κανόνες για το οφσάιντ). Νέος προπονητής της
ομάδας αναλαμβάνει ο Ούγγρος Άντρας Κούττικ (András Kuttik). Την περίοδο εκείνη
(1940/41) η Τορίνο θα τερματίσει 2η πίσω από τη Ρόμα. Το καλοκαίρι του 1942 θα
έλθουν στην ομάδα ο Βαλεντίνο Ματσόλα (Valentino Mazzola) και ο Έτζιο
Λόικ (Ezio Loik) από τη Βενέτσια. Έτσι θα δημιουργηθεί η πρώτη πραγματικά
μεγάλη ομάδα της Τορίνο, που θα κατακτήσει και το πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά
(1942/43).
Πρωταθλήτρια
Το 1943 η Τορίνο τερμάτισε πρώτη, ένα
βαθμό μπροστά από την έκπληξη εκείνης της χρονιάς, Λιβόρνο (44 έναντι 43).
Στο πρωτάθλημα των 16 ομάδων της σεζόν εκείνης θα δεχτεί μόνο 9 γκολ, ενώ εκτός
έδρας σε 16 παιχνίδια θα κάνει 15 νίκες. Την ίδια χρονιά κατέκτησε και το
κύπελλο Ιταλίας νικώντας με 4-0 την Βενέτσια, στο Μιλάνο.
Το 1944, οι Σύμμαχοι έχουν αποβιβαστεί πια στην Ιταλία και στη χώρα να γίνονται μάχες, με την «Γοτθική Γραμμή» να την χωρίζει στα δύο και τη φασιστική κυβέρνηση να έχει πέσει. Η Ομοσπονδία πάντως θα ορίσει να διεξαχθούν αγώνες, αν και οι μετακινήσεις είναι δύσκολες έπειτα από τους βομβαρδισμούς. Για να αποφύγουν τις κλήσεις των ποδοσφαιριστών των ομάδων στο στρατό, θα δοθούν βεβαιώσεις πως δουλεύουν στις βιομηχανίες της χώρας που ήταν σημαντικές για αυτόν. Έτσι οι παίκτες της Τορίνο δηλώθηκαν ως εργάτες του εργοστασίου της FIAT, της οικογένειας Ανιέλι (Agnelli), μετέπειτα ιδιοκτήτες της Γιουβέντους, ενώ οι παίκτες της Γιουβέντους πηγαίνουν στην Άλμπα, για το εργοστάσιο του τότε προέδρου της ομάδας τους Πιέρο Ντούσιο (Piero Dusio), Cisitalia.
Στην ομάδα έρχονται από τη Φιορεντίνα ο τερματοφύλακας Λουίτζι Γκριφάντι (Luigi Griffanti) και ο Σίλβιο Πιόλα (Silvio Piola) από τη Λάτσιο. Το πρωτάθλημα αυτό διεξήχθη στη βόρια Ιταλία, χωρισμένο σε ομίλους ανά περιοχή, με την Τορίνο (στην περιοχή Πιενμόντ-Λιγουρία) να είναι πολύ δυνατή και να πετυχαίνει μεγάλες σε έκταση νίκες ενάντια στις αντιπάλους της και να φτάνει στην τελική φάση στο Μιλάνο με τις Σπέτσια και Βενέτσια. Τελικά τον ανεπίσημο εκείνο πρωτάθλημα θα καταλήξει στη Σπέτσια, η οποία αγωνίστηκε όχι με τους κανονικούς της παίκτες, αλλά με μια ομάδα πυροσβεστών. Το 2002 η FIGC αναγνώρισε το πρωτάθλημα ως «διακοσμητικό» για την ομάδα της Σπέτσια.
Την περίοδο 1944/45 δεν θα διεξαχθεί πρωτάθλημα. Το 1945, το τέλος του πολέμου στην Ιταλία τη βρίσκει χωρισμένη στα δύο, αφού οι μάχες στη «Γοτθική Γραμμή» είχαν καταστρέψει τις μεταφορές. Η ομοσπονδία θα αποφασίσει το πρωτάθλημα της περιόδου 1945/46 στο μεν βορρά να γίνει με ομάδες που το 1943 συμμετείχαν στη Σέριε Α, στο δε νότο να συμμετέχουν εκτός από ομάδες της Σέριε Α και ομάδες από τη Σέριε Β. Η Τορίνο θα κατακτήσει αυτό το ιδιόμορφο πρωτάθλημα, με την βοήθεια και των νέων της παικτών Βαλέριο Μπατσιγκαλούπο (Valerio Bacigalupo) από τη Τζένοα, Άλντο Μπάλλαριν (Aldo Ballarin) από τη Τριεστίνα, Βιργίλιο Μαρόζο (Virgilio Maroso) από την Αλεσσάντρια, Μάριο Ριγκαμόντι (Mario Rigamonti) από τη Μπρέσια και Εουσέμπιο Καστελιάνο (Eusebio Castigliano) από τη Σπέτσια. Προπονητής της ήταν ο πρώην παίκτης της Λουίτζι Φερρέρο (Luigi Ferrero). Στην έδρα της θα καταφέρει να μην χάσει ούτε παιχνίδι, ενώ στους τελικούς της διοργάνωσης θα καταφέρει τη μεγαλύτερη εκτός έδρας νίκη στην ιστορία του Ιταλικού ποδοσφαίρου, νικώντας τη Ρόμα με 7-0 , στην τελική φάση (28 Απριλιού 1946).
Το 1946 θα επιστρέψει στην ομάδα ο Μέντι (Romeo Menti), ενώ θα ενισχυθεί και με τους Ντανίλο Μαρτέλι (Danilo Martelli), Φρανσέσκο Ροσσέτα (Francesco Rosetta), Ντάντε Πιάνι (Dante Piani) και Γκουίντο Τιέγκχι (Guido Tieghi). Το πρωτάθλημα της περιόδου 1946/47, που θα γίνει πια ξανά σε έναν όμιλο (των 20 ομάδων), θα κατακτήσει ξανά η Τορίνο. Θα παραμείνει για άλλη μια χρονιά αήττητη στην έδρα της, ενώ ανάμεσα στα παιχνίδια της εκείνη τη σαιζόν, ξεχωρίζουν οι νίκες της επί της Φιορεντίνα με 7-2 και επί των Τζένοα και Βιτσέντζα με 6-0. Την χρονιά εκείνη έχασε μόνο 3 φορές εκτός έδρας.
Την περίοδο 1947/48 στην Τορίνο προπονητής θα αναλάβει ο Μάριο Σπερόνε. Η ομάδα θα κατακτήσει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά το πρωτάθλημα, χωρίς να χάσει αγώνα στην έδρα της, σε 20 αγώνες από τους οποίους νίκησε τους 19. Από τις νίκες της ξεχωρίζει το 10-0 ενάντια στην Αλεσσάντρια. Τερμάτισε το πρωτάθλημα με 65 βαθμούς, ρεκόρ περισσότερων βαθμών για τα πρωταθλήματα στην Ιταλία πριν την εισαγωγή του συστήματος των 3 βαθμών για τη νίκη, ενώ σε 40 αγώνες σημείωσε 29 νίκες. Τελείωσε το πρωτάθλημα σημειώνοντας το αριθμό-ρεκόρ των 125 γκολ σε μία σεζόν (μέσος όρος 3,125 ανά αγώνα), ενώ δέχτηκε μόνο 33. Την ίδια περίοδο η εθνική ομάδα της Ιταλίας, στην οποία προπονητής ήταν ο Βιτόριο Πότσο θα βασίζεται στην Τορίνο. Σε αγώνα στις 11 Μαΐου του 1947, όπου η Ιταλία επιβλήθηκε με 3-2 της Ουγγαρίας, η αρχική ενδεκάδα της αποτελούνταν από δέκα παίκτες της Τορίνο και τον πορτιέρο της Γιουβέντους Λουσίντιο Σεντιμέντι (Lucidio Sentimenti), καθώς ο Πότσο αποφάσισε να μην ξεκινήσει ο βασικός Βαλέριο Μπατσιγκαλούπο.
Την περίοδο 1948-49 προπονητής της ομάδας αναλαμβάνει ο Άγγλος Λέσλι Λίβεσλεϊ, ενώ τεχνικός διευθυντής ορίστηκε ο Ερνστ Έρμπστάιν. Ανάμεσα στους παίκτες που ήρθαν στην ομάδα ήταν ο Τζούλιο Σούμπερτ (Giulio Schubert), ο Πιέρο Οπέρτο (Piero Operto) και ο Ρούμπενς Φαντίνι (Rubens Fadini). Τερμάτισε για μία ακόμα φορά στην πρώτη θέση, με 60 βαθμούς. Τέσσερις αγωνιστικές πριν από το τέλος εκείνου του πρωταθλήματος συνέβη η τραγωδία στη Σουπέργκα.
Η τραγωδία
Τον Μάιο του 1949 η Τορίνο μετέβη στην
Πορτογαλία για ένα φιλικό παιχνίδι με τη Μπενφίκα. Ο Ζοζέ Φερέιρα (Francisco
Chico Ferreira), που είχε αγωνιστεί παλαιοτέρα στο Καμπιονάτο με την Τζένοα και
ήταν προσωπικός φίλος του Ματσόλα, αποφάσισε να κλείσει την καριέρα του.
Αποφάσισε πως θα ήθελε να παίξει για τελευταία φορά ενάντια στην ομάδα της
Τορίνο και παρακάλεσε τον Ματσόλα να μεσολαβήσει για το παιχνίδι. Η Τορίνο
ζήτησε και πέτυχε από την Ιταλική Ομοσπονδία την μετάθεση του αγώνα με την
Ίντερ για τις 30 Απριλίου. Στις 3 Μαΐου βρέθηκαν στη Λισαβόνα για το παιχνίδι
με τη Μπενφίκα, το οποίο τελείωσε με σκορ 4-3 υπέρ των Πορτογάλων.
Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν από τη Λισαβόνα για να επιστρέψουν στην Ιταλία, ενώ ενδιάμεσα πραγματοποίησαν μια στάση στη Βαρκελώνη. Στην Πορτογαλία παρέμειναν ο πρόεδρος Φερούτσιο Νόβο και ο τραυματίας Σάουρο Τομά (Sauro Tomà). Οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές και η ορατότητα περιορισμένη. Το αεροσκάφος τους ήταν ένα Fiat G.212CP της Avio Linee Italiane. Κατά τη διάρκεια της πτήσης και ενώ το αεροπλάνο βρισκόταν σχεδόν πάνω από το Τορίνο πετώντας μέσα σε μία καταιγίδα, αναγκάστηκε να κατέβει σε χαμηλό ύψος λόγο περιορισμένης ορατότητας. Τότε, στις 17:05, προσέκρουσε στους πλαϊνούς τοίχους της βασιλικής της Σουπέργκα που βρίσκεται στην κορυφή ενός διπλανού λόφου. Από την σύγκρουση σκοτώθηκαν 31 άτομα: οι 18 παίκτες της ομάδας, 2 τεχνικοί, 3 άνθρωποι της διοίκησης, 1 μεταφραστής, το 4μελές πλήρωμα του αεροσκάφους και 3 δημοσιογράφοι που κάλυπταν τον αγώνα. Οι αρχές απέδωσαν το δυστύχημα στο συνδυασμό της κακής ορατότητας, το προβληματικό σήμα με το οποίο επικοινωνούσαν με το αεροδρόμιο του Τορίνο και σε ένα λάθος χειρισμό του πιλότου.
Η κηδεία των θυμάτων έγινε δύο μέρες αργότερα συμμετείχαν περίπου μισό εκατομμύριο άτομα. Λίγες μέρες αργότερα η Ρίβερ Πλέιτ του Αλφρέδο Ντι Στέφανο αποφάσισε να δώσει ένα φιλικό αγώνα προς τιμήν των 18 ποδοσφαιριστών. Την Τορίνο αντιπροσώπευσε μια μικτή ομάδα με Ιταλούς παίκτες, ενώ ο αγώνας έληξε 2-2. Στους 4 αγώνες που απόμεναν για την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος, και ενώ δεν είχε εξασφαλίσει μαθηματικά τον τίτλο, αγωνίστηκε με την ομάδα των εφήβων της. Οι αντίπαλες ομάδες της χρησιμοποίησαν και αυτές τις αντίστοιχες ομάδες τους και έτσι οι έφηβοι της Τορίνο, κάνοντας 4 νίκες έδωσαν το πρωτάθλημα στην ομάδα τους. Στο σημείο που έγινε το δυστύχημα τοποθετήθηκε αργότερα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων.
Μετά την τραγωδία της Σουπέργκα, ο
ομάδα δεν κατάφερε να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση. Μετά από
μία δεκαετία στη Σέριε Α, στην οποία δεν πέτυχε κάτι ιδιαίτερο, η Τορίνο
υποβιβάστηκε το 1959 στη Σέριε Β. Τότε προπονητής ανέλαβε ο Ούγγρος Ίμρε Σένκεϊ
(Imre Senkei) που με τη βοήθεια των Ντένις Λο (Denis Law) και Τζο Μπέικερ (Joe Baker) κατάφερε να φέρει ξανά την ομάδα
στην πρώτη κατηγορία την επόμενη χρονιά.
Η ομάδα μέχρι τα τέλη του 80 είχε καλά αποτελέσματα στη Σέριε Α, ανάμεσά τους και ένας ακόμα τίτλος την περίοδο 1975/76. Επίσης κατέκτησε δύο φορές το κύπελλο Ιταλίας το 1968 και το 1971. Πρωταγωνιστές στο πρωτάθλημα του 1976 ήταν ο Παολίνο Πουλίτσι (Paolino Pulici) και ο Φραντσέσκο Γκρατσιάνι (Francesco Graziani). Την επόμενη χρονιά έπαιξε στο κύπελλο πρωταθλητριών, όπου αποκλείστηκε από την Γκλάντμπαχ, στον δεύτερο γύρο της διοργάνωσης. Το 1970 άλλαξε το όνομά της σε Torino Calcio.
Το 1984 τερματίζει 2η πίσω από τη Βερόνα, ενώ το 1987 υποβιβάζεται ξανά στη Σέριε Β. Επιστρέφει ξανά στη Σέριε Α άμεσα και το 1991 κατακτά το Κύπελλο Mitropa Cup, ενώ την περίοδο 1991/92 κάνει τη σημαντικότερη διάκριση της σε διεθνές επίπεδο όταν θα φτάσει στον τελικό του Κυπέλλου UEFA, όπου το έχασε από τον Άγιαξ σε διπλούς αγώνες (2-2, 0-0). Την επόμενη χρονιά θα κατακτήσει άλλο ένα Κύπελλο Ιταλίας. Την περίοδο του 1990 άφησε το γήπεδο «Κομουνάλε», στο οποίο είχε μετακομίσει από το «Φιλαδέλφια» τα προηγούμενα χρόνια, και μετακόμισε και αυτή στο «Ντελε Άλπι», μαζί με τη Γιουβέντους.
Στις επόμενες χρονιές η Τορίνο υποβιβάστηκε ξανά στη Σέριε Β. Την περίοδο 2004/05 τερμάτισε 3η στη Σέριε Β, κερδίζοντας την άνοδο στην πρώτη κατηγορία. Η ομάδα όμως αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και μαζί με την Μεσίνα που είχε και αυτή παρόμοια προβλήματα δεν μπορούσε να πάρει άδεια από την FIGC για να συμμετέχει στο επόμενο πρωτάθλημα. Η Μεσίνα κατάφερε τελικά να πάρει άδεια, αλλά όχι και η Τορίνο. Τότε, για να γλιτώσει την χρεοκοπία, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τον νόμο «Lodo Petrucci». Η ομάδα γλίτωσε από τη χρεοκοπία αλλά αναγκάστηκε να παίξει ξανά στη δεύτερη κατηγορία. Τότε άλλαξε και το όνομά της καταλήγοντας στο σημερινό Torino Football Club (Torino FC). Την ομάδα απέκτησε ο Ουρμπάνο Καΐρο (Urbano Cairo), ενώ τελικά κατάφερε να ανέβει κατηγορία στο τέλος της σεζόν. Το 2006 μετακόμισε στο Ολυμπιακό στάδιο του Τορίνο.
Χρώματα και Σύμβολα
Το χρώμα των εμφανίσεων της ομάδας
είναι το βαθύ κόκκινο (γκρενά). Για την επιλογή του έχουν διατυπωθεί διάφορες
θεωρίες. Σύμφωνα με μια από αυτές, το χρώμα αυτό επιλέχθηκε από τον Αλφρέντο
Ντικ που ήταν οπαδός της ομοιόχρωμης Σερβέτ. Για κάποιους άλλους προέκυψε
ύστερα από το πλύσιμο των φανελών που χρησιμοποιούσαν αρχικά (στα χρώματα της
Τορινέσε) μαζί με τα μαύρα σορτς και τις κάλτσες. Κατά την πιο γοητευτική
εκδοχή όμως, προήλθε από το χρώμα του αίματος του πεσόντος αγγελιοφόρου που
μετέφερε την είδηση της απελευθέρωσης της Ιταλίας από τους Γάλλους το 1706, το
οποίο είχε υιοθετήσει ο πρόεδρος και ποδοσφαιριστής της Ιντερνατσιονάλε Τορίνο,
Δούκας των Αμπρούτζι.
Προς τιμήν της Μεγάλης Τορίνο, για πολλά χρόνια η δεύτερη εμφάνιση της Ρίβερ Πλέιτ (όχι συνεχόμενα) ήταν η γκρενά. Το 1914 η Τορίνο επισκέφθηκε για την Λατινική Αμερική για αγώνες στη Βραζιλία και την Αργεντινή. Ανάμεσα σε αυτούς αγωνίστηκε και με την ομάδα της Κορίνθιανς, για την οποία ήταν οι πρώτοι διεθνής αγώνες. Το 1948 η Τορίνο επισκέφθηκε ξανά την Βραζιλία όπου αγωνίστηκε ξανά με την Κορίνθιανς. Μετά την τραγωδία της Σουπέργκα, η Κορίνθιανς έδωσε ένα φιλικό αγώνα με την Πορτουγκέζε προς τιμήν των θυμάτων, στον οποίο εμφανίστηκε με γκρενά φανέλες.
Το σήμα της ομάδας είναι ο όρθιος στα
δύο πόδια ταύρος, που εικονίζεται και στο επίσημο έμβλημα του Τορίνο.
Οπαδοί και αντιπαλότητες
Οι οπαδοί της Τορίνο ήταν οι πρώτοι
που απέκτησαν επίσημο σύνδεσμο φιλάθλων στην Ιταλία. Αυτό έγινε το 1950 όταν
ίδρυσαν την «Gruppo Sostenitori Granata», ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν και άλλοι
σύνδεσμοι της ομάδας. Ο παραδοσιακός αντίπαλος της Τορίνο είναι η Γιουβέντους
και το ντέρμπι μεταξύ τους ονομάζεται «Derby della Mole». Η διαμάχη στην πόλη
έλαβε εξαρχής ταξικά χαρακτηριστικά με τους Μπιανκονέρι να
εκπροσωπούν κατά κύριο λόγο τους συντηρητικούς και την αστική τάξη, ενώ η
Τορίνο συγκέντρωνε τη συμπάθεια του προλεταριάτου. Στις δεκαετίες του 1960 και
του 1970 η Γιουβέντους, ούσα η ομάδα της FΙΑΤ, της εταιρείας στην οποία
εργαζόταν ένα μεγάλο τμήμα μεταναστών από τη νότια Ιταλία, δημιούργησε μια νέα
δεξαμενή οπαδών. Από την άλλη πλευρά η Γκρανάτα ταυτίστηκε με το αυθεντικό
πνεύμα του Τορίνο και τις Πιεμοντέζικες παραδόσεις, διατηρώντας παράλληλα
τη λαϊκή υποστήριξή της.
Έδρα
Η πρώτη έδρα της ομάδας ήταν το
«Velodromo Umberto I». Το ποδηλατοδρόμιο χρησιμοποιήθηκε από το πρώτο παιχνίδι
με τη Γιουβέντους το 1907 μέχρι τον Ιανουάριο του 1909. Στη συνέχεια
χρησιμοποίησαν διάφορες έδρες: το «Lato Ferrovia», το «Lato Crocetta» και το
«Stradale Stupinigi». Την περίοδο 1925/26 αγωνίστηκαν στο «Motovelodromo di
Corso Casale», εν αναμονή της μετακόμισής τους στο στάδιο «Φιλαδέλφια»
(Filadelfia). Τον Οκτώβριο του 1926 μετακόμισαν τελικά στο «Φιλαδέλφια», με το
πρώτο παιχνίδι να είναι ενάντια στη Φορτιτούντο Ρόμα. Εκεί αγωνίστηκαν μέχρι το
1958. Τότε αγωνίστηκαν για στο «Στάδιο Βιτόριο Πότσο», που ήταν πιο γνωστό ως
«Comunale». Το 1990 μετακόμισαν στο Στάδιο Ντέλε Άλπι, ενώ το «Comunale»
αποφασίστηκε να μετατραπεί σε Ολυμπιακό Στάδιο του Τορίνο, για τους χειμερινούς
Ολυμπιακούς αγώνες του 2006, και μετονομάστηκε σε «Ολίμπικο» . Μετά τους αγώνες,
η Τορίνο επέστρεψε στο «Ολίμπικο».
Τίτλοι
Ιταλία
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 7 (1927/28, 1942/43, 1945/46, 1946/47, 1947/48, 1948/49, 1975/76) και επιλαχόντες 7 (1907, 1914/1915, 1928/29, 1938/1939, 1941/42, 1976/77, 1984/85)
- Πρωτάθλημα Serie Β Ιταλίας: 3 (1959/60, 1989/90, 2000/01) και επιλαχόντες: 2011/12
- Κύπελλα Ιταλίας: 5 [1936: (Τορίνο - Αλεσάντρια 5-1) - 1943: (Τορίνο – Βενέτσια 4-0) - 1968: Τορίνο 9β. - ΑΚ Μίλαν 7β. (βαθμολογία) - 1971: (Τορίνο Μίλαν 0-0 (5-3 πέν.)) - 1993: (Τορίνο - Ρόμα: 3-0, 2-5) και φιναλίστ: 8 (1937/38, 1962/63, 1963/64, 1969/70, 1979/80, 1980/81, 1981/82, 1987/88)
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: φιναλίστ 1993
- Memorial Pier Cesare Baretti: 1990
- Mitropa Cup: 1990/91
- Κύπελλο UEFA: φιναλίστ 1991/92
- Η ομάδα των νέων της έχει κατακτήσει αρκετές φορές το πρωτάθλημα και το κύπελλο που διοργανώνεται για την αντίστοιχη κατηγορία κάθε χρόνο, ενώ κατέχει και στις δύο αυτές διοργανώσεις το ρεκόρ περισσότερων τίτλων.