Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Λευτέρης Κιουτσουκαντωνιάδης: Ο Ελληνικός Μύθος του τουρκικού ποδοσφαίρου

Ο Τούρκος, ελληνικής καταγωγής, μεσοεπιθετικός Λευτέρης Αντωνιάδης/Λεφτέρ Κιουτσουκαντωνιάδης (Lefter Küçükandonyadis στα τούρκικα), γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1925 στη νήσο Πρίγκηπο της Προποντίδας. Υπήρξε ο απόλυτος θρύλος του τουρκικού ποδοσφαίρου και το σύμβολο της Φενερμπαχτσέ. Ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες παγκοσμίως τη δεκαετία του 1950. Αγωνίστηκε 46 φορές με την Εθνική ομάδα της Τουρκίας από το 1948 ως το 1963, στους 9 αγώνες ως αρχηγός της. Επίσης, είχε 4 συμμετοχές με την Ολυμπιακή ομάδα στους Αγώνες του Λονδίνου, το 1948. Συμμετείχε στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954. Μέχρι σήμερα είναι ο 2ος σκόρερ του τουρκικού εθνικού συγκροτήματος με 20 γκολ πίσω από τον Χακάν Σουκούρ (Hakan Şükür). Συνολικά, σκόραρε 423 γκολ σε 615 παιχνίδια για τη Φενερμπαχτσέ. Μετά το τέλος της καριέρας του στην Τουρκία το 1964, έπαιξε μια σεζόν στην Ελλάδα με την ΑΕΚ, συμμετέχοντας σε 5 παιχνίδια το 1965, σκοράροντας δύο γκολ πριν από έναν τραυματισμό στον αγώνα εναντίον του Ηρακλή, που σήμανε και την αναγκαστική αποχώρησή του.


Ο Λευτέρης Αντωνιάδης (Lefter Küçükandonyadis στα τουρκικά) γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1925 στη νήσο Πρίγκηπο της Προποντίδας (Μπουγιουκαντά στα τουρκικά). Ο πατέρας του ήταν ψαράς ελληνικής καταγωγής και ονομαζόταν Χριστοφής Αντωνιάδης. Η μητέρα του λεγόταν Αργυρώ και είχε άλλα δέκα αδέρφια. Ποδοσφαιριστής υπήρξε και ο αδελφός του Παναγής Αντωνιάδης στην ομάδα του Πέρα Κλουμπ. Στον Λευτέρη, επειδή ήταν μικρόσωμος, κόλλησαν το παρατσούκλι "Κιουτσούκ"=μικρός και το τούρκικο επώνυμό του καταγράφηκε ως Κιουτσουκαντωνιάδης. 


Ο Λευτέρης έδειξε από μικρός τις ποδοσφαιρικές ικανότητές του και σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε την καριέρα του στη συνοικιακή ομάδα της Κωνσταντινούπολης Ταξίμ, που αγωνιζόταν στο τοπικό πρωτάθλημα. Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1943-1947) πήρε μετεγγραφή για τη Φενερμπαχτσέ, με την οποία γνώρισε δόξες και τιμές. Με τα «κίτρινα καναρίνια» της Κωνσταντινούπολης αγωνίστηκε συνολικά δεκαπέντε χρόνια (1947-1951 και 1953-1964). 


Ο Λεφτέρ, όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, είχε το παρατσούκλι «O Καθηγητής» (Ordinaryüs στα τουρκικά), διότι πάντα είχε τον τρόπο να ξεκλειδώνει τις αντίπαλες άμυνες και να σκοράρει. Λέγεται ότι δεν είχε χάσει ποτέ πέναλτι. Ήταν μόλις 1,67 μ. και αγωνιζόταν στη θέση του αριστερού μέσου. Οι συμπαίκτες του τον φώναζαν «κιουτσούκ» (μικρός στα τουρκικά), παρατσούκλι που αποτέλεσε συνθετικό του επιθέτου του (Küçükandonyadis). Το όνομά του είναι θρύλος μεταξύ των οπαδών της Φενερμπαχτσέ, οι οποίοι ακόμα τραγουδούν το σύνθημα: «Ver Leftere Yazsin Deftere», που σημαίνει «Δώσε στον Λευτέρη, να γράψει στο τεφτέρι».


Η φήμη του ξεπέρασε τα τουρκικά σύνορα και το 1951 πήρε μετεγγραφή για την ιταλική Φιορεντίνα, στην οποία αγωνίστηκε τη σεζόν 1951-1952, συμμετέχοντας σε 30 αγώνες, πετυχαίνοντας 4 γκολ. Έτσι έγινε ο πρώτος Τούρκος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στο εξωτερικό. Την επόμενη χρονιά αγωνίστηκε στη γαλλική Νις (1952-1953 -12 παιχνίδια και 2 γκολ), προτού επιστρέψει στην Τουρκία και τη Φενερμπαχτσέ, με την οποία αγωνίστηκε σχεδόν ως το τέλος της καριέρας του. Μέχρι σήμερα είναι ο δεύτερος σε συμμετοχές ποδοσφαιριστής της ομάδας. Με τη Φενέρ κατέκτησε δυο πρωταθλήματα Κωνσταντινούπολης κι από το 1959 που ιδρύθηκε η εθνική κατηγορία (Turkish League) τρεις εθνικούς τίτλους (1959, 1961, 1964).


Αν και αγωνίστηκε μόνο σε έξι πρωταθλήματα Τουρκίας, παραμένει ως τώρα ο τρίτος σε συμμετοχές (151) και γκολ (74) παίκτης της ομάδας, σε αγώνες πρωταθλήματος. Συνολικά με τη Φενέρ, από το 1947 ως το 1964 αγωνίστηκε σε 615 ματς σκοράροντας 423 γκολ, όντας ο δεύτερος σκόρερ της ομάδας, πίσω από τον Ζεκί Ριζά Σπορέλ (470). Μάλιστα το 1953/54 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος.Το 1964, σε ηλικία 39 ετών, μεταγράφηκε στην ΑΕΚ, στην οποία αγωνίστηκε μόνο σε πέντε παιγνίδια. Σ’ ένα αγώνα με τον Ηρακλή τραυματίστηκε σοβαρά και η ποδοσφαιρική του καριέρα έλαβε τέλος.


Στην Εθνική Τουρκίας αγωνίστηκε 46 φορές (1948-1963), επιτυγχάνοντας 22 γκολ. Είναι ο δεύτερος σκόρερ της ομάδας πίσω από τον Χακάν Σουκούρ (51) και μαζί με τον Τουντσάι Σανλί. Ήταν ο μόνος διεθνής που τολμούσε να φορέσει σταυρό στο στήθος, ενώ κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Τουρκίας τον έβγαζε με περηφάνια έξω από τη φανέλα αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που προκαλούσε μία τέτοια κίνηση. Στο ντεμπούτο του, στις 23 Απριλίου του 1948 τέθηκε αντιμέτωπος της Εθνικής Ελλάδας σε φιλικό παιγνίδι που διεξήχθη στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και στο οποίο η εθνική Τουρκίας αναδείχθηκε νικήτρια με 3-1, με τον Λεφτέρ να σημειώνει το δεύτερο γκολ της ομάδας του.


Συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1948, παίζοντας και στους δύο αγώνες που έδωσε η Τουρκία: με Γιουγκοσλαβία (1-3) και με Κίνα (4-0) και πέτυχε ένα γκολ. Αγωνίστηκε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, σκοράροντας δύο γκολ, το ένα εναντίον της Δυτικής Γερμανίας (το 400ο γκολ στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου) και το άλλο κατά της Νότιας Κορέας, ενώ επιλέχτηκε και στη Μικτή Κόσμου.Το τελευταίο διεθνές παιχνίδι του, το έπαιξε στις 9 Οκτωβρίου του 1963 εναντίον της Ρουμανίας.


Το 1956 αγωνίστηκε με την Εθνική Τουρκίας στο νικηφόρο 3-1 επί της  θρυλικής ουγγρικής ομάδας του Φέρεντς Πούσκας. Μάλιστα, είχε σκοράρει δύο γκολ. Μετά το ματς οι Ούγγροι παραδέχτηκαν την ανωτερότητα των αντιπάλων τους, λέγοντας πως αν η Τουρκία είχε παίξει έτσι και το 1954 στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, θα είχε σίγουρα τερματίσει στην τετράδα. Κατά την διάρκεια των “Σεπτεμβριανών”, στο οργανωμένο  πογκρόμ της νύκτας της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955, όπου προκλήθηκαν βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών Ελλήνων, το ποδόσφαιρο έσωσε τη ζωή του Λεφτέρ. Το εξαγριωμένο πλήθος είχε φτάσει έξω από την οικεία του Κιουτσουκαντωνιάδη απειλώντας την ακεραιότητα του.


 Φανατικοί οπαδοί της Φενερμπαχτσέ κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα υπερασπίζοντας το απόλυτο είδωλο τους. Ήταν μία μαύρη σελίδα για “θρυλικό” γκολτζή που διατήρησε χαμηλούς τόνους σε όλη την διάρκεια του βίου του. Τότε πολλοί θεώρησαν ως δεδομένο πως ο Κιουτσουκαντωνιάδης θα επέστρεφε στην Ελλάδα, όμως παρά την ένταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Kωνσταντινούπολη επέλεξε να παραμείνει στην εστία του. Δημιούργησε οικογένεια με τη σύζυγό του Σταυριανή Μπεκιάρη (του Ιωάννη και της Μαρίας) και απέκτησε τρία παιδιά.


Για τους Τούρκους αποτελεί το πραγματικό σύμβολο ήθους ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Είναι χαρακτηριστικό, πως όποιο κατάστημα και αν επισκέπτονταν δεν τον άφηναν να πληρώνει, ενώ άπαντες υποκλίνονταν μπροστά του. Υπήρξε ο πρώτος ποδοσφαιριστής της Τουρκίας που τιμήθηκε με το "Χρυσό Μετάλλιο" της τουρκικής ομοσπονδίας. Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, εργάστηκε ως προπονητής. Η καριέρα του στους πάγκους ήταν σύντομη και διήρκεσε επτά χρόνια. Ξεκίνησε από την Αθήνα και την ομάδα του Αιγάλεω και τερματίστηκε το 1972 στη Σαμψούντα με τη Σαμσούνσπορ. Ενδιάμεσα δούλεψε στη Σουπερσπόρτ Γιουνάιτεντ του Γιοχάνεσμπουργκ και τις τουρκικές Ορντουσπόρ, Μπολουσπόρ και Μερσίν Ιντμαν Γιουρντού.


Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τον είχε αποκαλέσει “Μπουγιούκ Αντωνιάδη” δηλαδή “Μεγάλο Αντωνιάδη” με τον σπουδαίο πρώην ποδοσφαιριστή να αισθάνεται άβολα όντας ταπεινός σε όλη  τη ζωή του. Ο Χακάν Σουκούρ, ένας από τους σπουδαιότερους γκολτζήδες όλων των εποχών στην Τουρκία, τον επισκεπτόταν  συχνά προκειμένου να τον συμβουλευθεί.


Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο νησί του, τη Πρίγκηπο (Büyükada), το μεγαλύτερο των Πριγκιποννήσων, όπου ένας δρόμος φέρει πλέον το όνομά του. Δρόμος με το όνομά του υπάρχει και στην Πόλη. Το άγαλμα του χτίστηκε δίπλα στο Σουκρού Σαράτζογλου, το γήπεδο της Φενερμπαχτσέ, το 2009.


Ο  Λευτέρης Αντωνιάδης πέθανε στις 13 Ιανουαρίου του 2012, σε ηλικία 86 ετών, σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης, όπου νοσηλευόταν με προβλήματα υγείας τις τελευταίες ημέρες. Στην κηδεία του παρέστησαν δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι πολίτες, προεξάρχοντος του πρωθυπουργού Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Τάφηκε στο ελληνικό ορθόδοξο νεκροταφείο στην γενέτειρά του. Ακόμη και οι συντηρητικοί Τούρκοι μουσουλμάνοι έσπευσαν ν’ ανάψουν ένα κεράκι στη μνήμη του “κυρ-Λευτέρη” στην ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου αποδίδοντας του τιμές ήρωα.


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
  • 1941–1943:  Taksim Spor Kulübü, 90 (75)
  • 1947–1951: Fenerbahçe Spor Kulübü, 135 (100)
  • 1951/52: Associazione Calcio Firenze Fiorentina, 30 (4)
  • 1952/53: Olympique Gymnaste Club Nice Côte d'Azur, 12 (2)
  • 1953–1964: Fenerbahçe Spor Kulübü, 480 (323)
  • 1964: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως, 5 (2)

Σύνολο καριέρας: 752 (506)
Διεθνής
  • 1948–1963: Τουρκία, 50 (22)

Προπονητική καριέρα
  • 1965: Αθλητικός Όμιλος Αιγάλεω
  • 1965/66: SuperSport United Football Club
  • 1966/67: Samsunspor Kulübü
  • 1967/68: Orduspor
  • 1968/69: Mersin İdmanyurdu Spor Kulübü
  • 1969/70: Boluspor
  • 1970: Samsunspor Kulübü
  • 1972: Samsunspor Kulübü

Τίτλοι
Με την Fenerbahçe
  • Πρωτάθλημα Τουρκίας: 3 (1959, 1961, 1964)
  • Atatürk Cup: 1964
  • Πρωτάθλημα Κωνσταντινούπολης: 3 (1948, 1957, 1959)
  • National League: 1950

Προσωπικές Διακρίσεις -Τιμές
  • Πρώτος σκόρερ: 1953-1954.
  • Μέλος της Μικτής Κόσμου: 1954.
  • Χρυσό μετάλλιο τιμής της τουρκικής ομοσπονδίας.
  • Ο δρόμος μπροστά από την πατρική οικία στην Πρίγκηπο φέρει το όνομά του.
  • Το προπονητικό κέντρο της Φενερμπαχτσέ φέρει το όνομά του (Fenerbahçe Dereağzı Lefter Küçükandonyadis Tesisleri).
  • Στις 3 Μαΐου του 2009 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του αγάλματός του σε πλατεία της συνοικίας Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα) της Κωνσταντινούπολης.
ΠΗΓΗ: sansimera.gr