Ο Αργεντίνος μεσοεπιθετικός, σε ρόλο επιτελικού μέσου, Ρικάρντο Μποτσίνι (Ricardo Enrique Bochini), γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1954, στο Ζάρατε, μια πόλη στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες. Με το παρατσούκλι «El Bocha», αγωνίστηκε για τα σχεδόν είκοσι χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, από το 1971 έως το 1991, στην Ιντεπεντιέντε για να γίνει μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες στην ιστορία του συλλόγου. Συνολικά, εμφανίστηκε σε 740 ματς, εκ των οποίων τα 653 για το πρωτάθλημα και σημείωσε 105 γκολ! Κέρδισε μαζί της 5 φορές το Κόπα Λιμπερταδόρες (τις 4 συνεχόμενες!), 2 φορές το Διηπειρωτικό Κύπελλο, 3 φορές το Κόπα Ιντεραμερικάνα και 4 φορές το πρωτάθλημα της Αργεντινής. Η διεθνής του καριέρα είχε μόλις 28 συμμετοχές και κανένα γκολ από το 1973 έως το 1986. Είχε την ατυχία να έχει τον ίδιο ρόλο με τον… μεγαλύτερο θαυμαστή του, τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona), γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές ήταν αναπληρωματικός του στην εθνική ομάδα. Ο «Πίμπε ντ’ Όρο» είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο, ότι ο Ρικάρντο Μποτσίνι ήταν το ποδοσφαιρικό του είδωλο απ’ όταν ήταν παιδί! Υπήρξαν μάλιστα και συμπαίκτες στην καλύτερη στιγμή της Αργεντινής, στο νικηφόρο Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό, όταν αγωνίστηκε στον ημιτελικό με το Βέλγιο.
Ο «Μπότσα» με ύψος μόλις 1.68 δεν ήταν και ο καλύτερος αμυντικός, ούτε όμως ήταν κάποιος δεινός σκόρερ. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η μαγική του δυνατότητα να αποφεύγει αντιπάλους και να πασάρει με ακρίβεια. Ήταν ακριβώς το στυλ του παίκτη πάνω στο οποίο χτίστηκε το ποδόσφαιρο της Αργεντινής και σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Εντουάρντο Αρτσέτι (Eduardo P. Archetti) είχε να κάνει με το γεγονός της μεταλαμπάδευσης του ποδοσφαίρου από τους Άγγλους. Οι Άγγλοι της Αργεντινής, με περισσότερη εμπειρία, καλύτερη διατροφή και πιο γερά κορμιά, μάθαιναν το ποδόσφαιρο στους Αργεντίνους. Οι τελευταίοι για να τους αντιμετωπίσουν αναγκάστηκαν να παίζουν ένα πιο αυθόρμητο, άγριο ποδόσφαιρο, με πονηριά και μαθημένοι να το παίζουν σε κλειστούς χώρους. Ο Μποτσίνι ήταν ακριβώς αυτό! Εμφανισιακά έμοιαζε λίγο με τον Γούντι Άλεν να παίζει ποδόσφαιρο, αλλά όπως είχε πει ο Χόρχε Βαλντάνο:
«Είναι σαν ένας διαρρήκτης που ψάχνει τον συνδυασμό για το χρηματοκιβώτιο, τον βλέπεις να ψάχνει με τα δάχτυλά του και ξαφνικά… κλικ! Μια κίνησή του άνοιγε οποιαδήποτε άμυνα.»
Άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο για τον τοπικό σύλλογο, τη Μπελγράνο του Ζάρατε στη γενέτειρά του. Σε ηλικία 15 ετών, πήγε στο Μπουένος Άιρες με τον πατέρα του για να προσπαθήσει να ενταχθεί στη Σαν Λορέντσο, της οποίας ήταν οπαδός από μικρό παιδί και αργότερα κάποιος σκάουτ τον είχε πάει στην Μπόκα, αλλά ο τότε προπονητής της ο Ντιέγκο Γκαρσία (Diego Garcia) είπε: «Ναι είναι καλός, αλλά του λείπει κάτι». Έτσι, ο Ρικάρντο κατέληξε στην Ιντεπεντιέντε, το 1971. Έκανε το επαγγελματικό ντεμπούτο του στην αργεντίνικη Πριμέρα Ντιβιζιόν, στις 25 Ιουνίου του 1972, στα 18 του χρόνια, στην έδρα της Ρίβερ Πλέιτ, όταν ο προπονητής της Ιντεπεντιέντε, ο Πέδρο Ντελάτσα (Pedro Dellacha) τον έστειλε στο γήπεδο στο 74ο λεπτό του αγώνα που τελικά η Ιντεπεντιέντε έχασε με 0-1. Αμέσως έγινε ο αγαπημένος των οπαδών.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Ιντεπεντιέντε είχε ήδη κατακτήσει το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1972, κάτι το οποίο τους επέτρεψε να παίξει στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλου την ίδια χρονιά, αλλά δεν αγωνίστηκε στην ήττα 0-3 από τον Άγιαξ στο Άμστερνταμ ύστερα από την ισοπαλία 1-1 στο Μπουένος Άιρες. Κέρδισε περισσότερα λεπτά συμμετοχής από την επόμενη σεζόν και ήταν ένα σημαντικό μέλος της ομάδας, μαζί με τον Ντανιέλ Μπερτόνι (Daniel Bertoni). Η ομάδα κατέκτησε το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1973, αλλά και το Διηπειρωτικό Κύπελλο της ίδιας χρονιάς, με τον Μποτσίνι να σκοράρει το μοναδικό γκολ στον τελικό εναντίον της Γιουβέντους, στο Ολίμπικο της Ρώμης. Ο σύλλογος κατάφερε να υπερασπιστεί τον τίτλο του Κόπα Λιμπερταδόρες το 1974. Η Σάο Πάουλο είχε κερδίσει τον πρώτο αγώνα στο Πακαεμπού και η Ιντεπεντιέντε τον δεύτερο στο γήπεδο της, με τον Μποτσίνι να σκοράρει το πρώτο γκολ. Ο τελικός πήγε σε τρίτο αγώνα στο Εστάδιο Νασιονάλ του Σαντιάγκο της Χιλής, όπου ο Ρικάρντο Παβόνι (Ricardo Pavoni) σκόραρε το μοναδικό γκολ.
Η Ιντεπεντιέντε ήταν να παίξει στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου το 1974 και το 1975 εναντίον της Μπάγερν Μονάχου, αλλά ο Βαυαρικός σύλλογος αρνήθηκε και τις δύο φορές. Η Ατλέτικο Μαδρίτης, φιναλίστ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1973/74, έπαιξε στη θέση της το 1974 και κέρδισε τον τίτλο. Ο τελικός του Διηπειρωτικού Κυπέλλου δεν πραγματοποιήθηκε το 1975. Το 1975 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και παράλληλα να παίζει ποδόσφαιρο, χωρίς όμως να έχει την απόδοση που επιθυμούσε. Παρ' όλα αυτά, κέρδισε ξανά το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1975 με την Ιντεπεντιέντε, με αυτόν να είναι ο τρίτος σερί τίτλος για τον ίδιο και τέταρτος σερί για τον σύλλογο, όντας η μόνη ομάδα που έχει πετύχει κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα. Ήταν επίσης μέλος της ομάδας που κέρδισε το Κόπα Ιντεραμερικάνα το 1974 και το 1975, εναντίον της Μουνισιπάλ από την Γουατεμάλα και της μεξικάνικης Ατλέτικο Εσπανιόλ αντίστοιχα.
Μετά την δεύτερη θέση στο Μετροπολιτάνο του 1977, κατέκτησε το πρώτο του εθνικό πρωτάθλημα με την Ιντεπεντιέντε την ίδια χρονιά, σκοράροντας το τελευταίο γκολ στον τελικό εναντίον της Ταγιέρες της Κόρδοβα που τους έδωσε τον τίτλο. Επανέλαβε την επιτυχία σε εθνικό επίπεδο το 1978, κερδίζοντας τον τελικό εναντίον της Ρίβερ Πλέιτ. Μετά από τέσσερα χρόνια χωρίς τίτλο, η Ιντεπεντιέντε υπέγραψε τον Χόρχε Μπουρουτσάγα (Jorge Burruchaga) και τον Χοσέ Περκουδάνι (José Percudani), ο οποίος σχημάτισε ένα διάσημο δίδυμο με τον Μποτσίνι, βοηθώντας την ομάδα να κερδίσει το πρωτάθλημα Μετροπολιτάνο του 1983, το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1984 και το Διηπειρωτικό Κύπελλο αυτής της χρονιάς, εναντίον της Λίβερπουλ. Στο τέλος της καριέρας του κέρδισε την αργεντίνικη Πριμέρα Ντιβιζιόν του 1988/89 που ήταν και ο τελευταίος τίτλος του. Στις 5 Μαΐου του 1991, έπαιξε το τελευταίο του επαγγελματικό αγώνα εναντίον της Εστουντιάντες ντε Λα Πλάτα. Για 20 σεζόν στους «Κόκκινους», συνολικά, εμφανίστηκε σε 740 ματς, εκ των οποίων τα 653 για το πρωτάθλημα και σημείωσε 105 γκολ. Είναι ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στην αργεντίνικη Πριμέρα Ντιβιζιόν, μετά τον τερματοφύλακα Χούγκο Γκάτι (Hugo Gatti), ο οποίος έπαιξε σε 775 αγώνες πρωταθλήματος. Κατέκτησε 4 πρωταθλήματα Αργεντινής, 4 Κόπα Λιμπερταδόρες και 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα.
Κάθε φορά που η μπάλα πήγαινε στα πόδια του, οι αντίπαλοι ένιωθαν ότι στο τέλος της φάσης θα μπει γκολ, ένας ποιητής στο γήπεδο με μπαλιές διαβήτη, ένας κοντός τύπος που έμοιαζε να δαμάζει το θηρίο που λέγεται μπάλα. Ο Μποτσίνι ήταν γνωστός για την παύση, την περίφημη «La Pausa» του αργεντίνικου ποδοσφαίρου όταν το 10αρι που έχει την μπάλα στα πόδια του καθυστερεί ελάχιστα, ίσα-ίσα για να πάει στην ιδανική θέση ο αποδέκτης και τότε ο enganche να μοιράσει με ακρίβεια. Μια κίνηση που όμως μας υπενθυμίζει κι ο Τζόναθαν Γουίλσον (Jonathan Wilson) στο άρθρο του την βλέπουμε πλέον από τον Χουάν Ρομάν Ρικέλμε (Juan Román Riquelme). Ο ίδιος ο Μποτσίνι τη χώρισε σε δυο κατηγορίες.
Με την μπάλα να πηγαίνει αργά και τον παίκτη απλά να περιμένει, όπως είχε κάνει σε ένα ματς με την Γκρέμιο και έδωσε ασίστ στον Χόρχε Μπουρουσάγκα (Jorge Burruchaga) και με το 10αρι να κουβαλάει την μπάλα γιατί πολύ απλά αν μείνει ακίνητος θα χάσει την ευκαιρία να πασάρει. Όπως σε ένα ματς με την Ολίμπια της Παραγουάης για το Λιμπερταδόρες, όταν και… περίμενε τρέχοντας με την μπάλα την κατάλληλη στιγμή να πασάρει στον Αλεχάντρο Μπαρμπερόν (Alejandro Barberon):
Μετά την δεύτερη θέση στο Μετροπολιτάνο του 1977, κατέκτησε το πρώτο του εθνικό πρωτάθλημα με την Ιντεπεντιέντε την ίδια χρονιά, σκοράροντας το τελευταίο γκολ στον τελικό εναντίον της Ταγιέρες της Κόρδοβα που τους έδωσε τον τίτλο. Επανέλαβε την επιτυχία σε εθνικό επίπεδο το 1978, κερδίζοντας τον τελικό εναντίον της Ρίβερ Πλέιτ. Μετά από τέσσερα χρόνια χωρίς τίτλο, η Ιντεπεντιέντε υπέγραψε τον Χόρχε Μπουρουτσάγα (Jorge Burruchaga) και τον Χοσέ Περκουδάνι (José Percudani), ο οποίος σχημάτισε ένα διάσημο δίδυμο με τον Μποτσίνι, βοηθώντας την ομάδα να κερδίσει το πρωτάθλημα Μετροπολιτάνο του 1983, το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1984 και το Διηπειρωτικό Κύπελλο αυτής της χρονιάς, εναντίον της Λίβερπουλ. Στο τέλος της καριέρας του κέρδισε την αργεντίνικη Πριμέρα Ντιβιζιόν του 1988/89 που ήταν και ο τελευταίος τίτλος του. Στις 5 Μαΐου του 1991, έπαιξε το τελευταίο του επαγγελματικό αγώνα εναντίον της Εστουντιάντες ντε Λα Πλάτα. Για 20 σεζόν στους «Κόκκινους», συνολικά, εμφανίστηκε σε 740 ματς, εκ των οποίων τα 653 για το πρωτάθλημα και σημείωσε 105 γκολ. Είναι ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στην αργεντίνικη Πριμέρα Ντιβιζιόν, μετά τον τερματοφύλακα Χούγκο Γκάτι (Hugo Gatti), ο οποίος έπαιξε σε 775 αγώνες πρωταθλήματος. Κατέκτησε 4 πρωταθλήματα Αργεντινής, 4 Κόπα Λιμπερταδόρες και 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα.
Κάθε φορά που η μπάλα πήγαινε στα πόδια του, οι αντίπαλοι ένιωθαν ότι στο τέλος της φάσης θα μπει γκολ, ένας ποιητής στο γήπεδο με μπαλιές διαβήτη, ένας κοντός τύπος που έμοιαζε να δαμάζει το θηρίο που λέγεται μπάλα. Ο Μποτσίνι ήταν γνωστός για την παύση, την περίφημη «La Pausa» του αργεντίνικου ποδοσφαίρου όταν το 10αρι που έχει την μπάλα στα πόδια του καθυστερεί ελάχιστα, ίσα-ίσα για να πάει στην ιδανική θέση ο αποδέκτης και τότε ο enganche να μοιράσει με ακρίβεια. Μια κίνηση που όμως μας υπενθυμίζει κι ο Τζόναθαν Γουίλσον (Jonathan Wilson) στο άρθρο του την βλέπουμε πλέον από τον Χουάν Ρομάν Ρικέλμε (Juan Román Riquelme). Ο ίδιος ο Μποτσίνι τη χώρισε σε δυο κατηγορίες.
Με την μπάλα να πηγαίνει αργά και τον παίκτη απλά να περιμένει, όπως είχε κάνει σε ένα ματς με την Γκρέμιο και έδωσε ασίστ στον Χόρχε Μπουρουσάγκα (Jorge Burruchaga) και με το 10αρι να κουβαλάει την μπάλα γιατί πολύ απλά αν μείνει ακίνητος θα χάσει την ευκαιρία να πασάρει. Όπως σε ένα ματς με την Ολίμπια της Παραγουάης για το Λιμπερταδόρες, όταν και… περίμενε τρέχοντας με την μπάλα την κατάλληλη στιγμή να πασάρει στον Αλεχάντρο Μπαρμπερόν (Alejandro Barberon):
Σαν άνθρωπος ο Μποτσίνι ήταν κάποιος που δεν φοβόταν να τα βάλει με κανέναν. Ποτέ δεν μιλούσε καλά για τους διοικούντες γιατί απλά δεν ένιωθε κανέναν θαυμασμό γι’ αυτούς. Τα έβαζε πάντα με τους μάνατζερ για τους οποίους είχε απέχθεια και πάντα έκανε κριτική στους αμυντικογενείς προπονητές. Αν κάτι του άφησε άσχημη γεύση στη ζωή του, ήταν η σχέση του με την εθνική ομάδα. Μετά τις συμμετοχές του στην Ομάδα-Φάντασμα, έπαιξε κι άλλα παιχνίδια αλλά έμεινε εκτός ομάδας από τον Σεζάρ Μενότι (César Luis Menotti), έναν επιθετικογενή προπονητή, τόσο το 1978, όταν και οι δημοσιογράφοι πίεζαν για να επιλεχθεί ο Νορμπέρτο Αλόνσο (Norberto Alonso), όσο και το 1982 παρ’ ότι ήταν σε τρομερή κατάσταση. Η έκπληξη έγινε το 1986, όταν και τον πήρε στο Μεξικό ο Κάρλος Μπιλάρδο (Carlos Bilardo) ένας προπονητής που ήθελε απλά να κερδίζει με οποιονδήποτε τρόπο, ένας προπονητής που τα είχε ακούσει από τον Μποτσίνι.
Είχε παίξει σημαντικό ρόλο και η επιμονή του Ντιέγκο Μαραντόνα, που θαύμαζε πάντα τον Μποτσίνι, αφού ήταν και το παιδικό του είδωλο. Ο Μποτσίνι έπαιξε μόλις σε ένα ματς, όταν και μπήκε αλλαγή με το Βέλγιο στον ημιτελικό στο 86′, αντικαθιστώντας τον Χόρχε Μπουρουτσάγα. Ο Ντιέγκο, μεγάλος πρωταγωνιστής σε εκείνο το παιχνίδι, πήγε και του είπε «Πάμε Μάεστρο» και λίγο αργότερα προσπάθησε να του μοιράσει ένα γκολ, αλλά η μπαλιά του για τον Μποτσίνι κόπηκε. Ο ίδιος ο Μποτσίνι σε μια από τις σπάνιες του συνεντεύξεις λίγους μήνες μετά δήλωσε ότι δεν νιώθει παγκόσμιος πρωταθλητής, ούτε ιδιαίτερα ευτυχισμένος γιατί είχε συνηθίσει να είναι πρωταγωνιστής. Δεν φοβήθηκε να πει ότι δεν ενθουσιάστηκε και τόσο από το παιχνίδι της Αργεντινής, παρά μόνο σε μερικά ματς και ότι προτιμάει το παιχνίδι που χτίζεται από πίσω, όπως π.χ. της τότε μεγάλης Γαλλίας. Συνολικά με την «αλμπιτσελέστε» έπαιξε σε 28 παιχνίδια χωρίς να πετύχει κάποιο τέρμα.
Στην 6η δεκαετία της ζωής του πλέον, ο Μποτσίνι
παραμένει ένα ίνδαλμα για τους οπαδούς της Ιντεπεντιέντε, αλλά και ένας
τεράστιος παίκτης για όσους τους αρέσουν οι εγκεφαλικοί ποδοσφαιριστές, αυτοί
που παίζουν με το μυαλό. Άλλωστε, τα λόγια του
Ντιέγκο μετά από εκείνο το ματς με το Βέλγιο τα λένε όλα:
«Όταν είδα ότι μπαίνει ο Μποτσίνι μου φάνηκε ότι ακούμπησα με τα χέρια μου τον ουρανό. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κάνω μια pared μαζί του. Εκείνη την στιγμή ένιωσα ότι κάνω το ένα-δύο με τον Θεό».
Υπήρχαν φορές που έκανε εκπληκτικά πράγματα με την μπάλα γεγονός που ανάγκαζε ακόμη και τους αντίπαλους να χαζεύουν βλέποντάς τον. Κύριο προσόν του, οι κάθετες μπαλιές που έβρισκαν τον κεντρικό επιθετικό. Έπαιξε μεταξύ κέντρου και επίθεσης, ενίοτε και δεξιός ακραίος επιθετικός. Οι αντίπαλοι προπονητές ξέροντας την μαγική του ντρίπλα ποτέ δεν άφηναν έναν παίκτη μπροστά του. Φρόντιζαν, όσο περισσότερο γινόταν, να υπάρχει και δεύτερος. Ο Μποτσίνι, αν και μεσοεπιθετικός, έβρισκε τον τρόπο να σκοράρει, καθώς πολλές φορές έκανε κατά μέτωπο επίθεση και δύσκολα, αν ήταν ένας ο αντίπαλος αμυντικός, μπορούσε να τον ανακόψει. Ειδικοί αναλυτές θεωρούν ότι αν είχε έρθει σε κάποια ομάδα της Ευρώπης, η κλάση του θα τον είχε πάει ακόμη πιο ψηλά.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- Belgrano de Zárate
- 1971/72: Club Atlético Independiente
Επαγγελματική καριέρα
- 1972–1991: Club Atlético Independiente, 653 (105)
Διεθνής
- 1973–1986: Αργεντινή, 28 (0)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Independiente- Πρωτάθλημα Αργεντινής: 4 (Nacional 1977, Nacional 1978, Metropolitano 1983, 1988/89)
- Copa Libertadores: 5 (1972, 1973, 1974, 1975, 1984)
- Copa Interamericana: 2 (1973, 1974, 1976)
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1973, 1984)
Διεθνείς
Με την Αργεντινή
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 1986
Προσωπικές Διακρίσεις
- Ποδοσφαιριστής του Έτους στην Αργεντινή: 1983
- Ποδοσφαιριστής του Έτους στην Νότια Αμερική: 3η θέση το 1983
- Μέλος Καλύτερης Ενδεκάδας Νοτίου Αμερικής: 1989