Το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1971 διεξήχθη στις 15 και 28 Δεκεμβρίου αυτής της χρονιάς στα Στάδια Καραϊσκάκη και Σεντενάριο αντίστοιχα, ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τη Νασιονάλ του Μοντεβιδέο. Ο τελικός επρόκειτο να διεξαχθεί ανάμεσα στον πρωταθλητή Ευρώπης Άγιαξ και στην πρωταθλήτρια Νοτίου Αμερικής Νασιονάλ. Ο Άγιαξ αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διοργάνωση υποστηρίζοντας πως οι αθλητές της Νασιονάλ αγωνιζόταν αντιαθλητικά. Παράλληλα, είχε ήδη προκριθεί στον προημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το οποίο στη συνέχεια κατάκτησε για δεύτερη συνεχόμενη φορά και δεν διακινδύνεψε να έχει απώλειες από τραυματισμούς αθλητών του. Η FIFA κάλεσε τον Παναθηναϊκό να εκπροσωπήσει τη συμμετοχή του πρωταθλητή Ευρώπης καθώς ήταν ο φιναλίστ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971.
Η Νασιονάλ εκείνη την εποχή διέθετε μια από τις καλύτερες ομάδες της ιστορίας της. Κορυφαίος αθλητής της ήταν ο Αργεντίνος επιθετικός Λουίς Αρτίμε (Luis Artime) ο οποίος είχε αναδειχθεί πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Αργεντινής. Τερματοφύλακάς της ήταν ο διεθνής Βραζιλιάνος Μάνγκα (Haílton Corrêa de Arruda, “Manga”) ενώ οι περισσότεροι αθλητές της αγωνίζονταν στην εθνική ομάδα της Ουρουγουάης. Στον τελικό του Κυπέλλου Λιμπερταδόρες η Νασιονάλ είχε επικρατήσει επί της Εστουντιάντες η οποία είχε κατακτήσει το τρόπαιο και τις τρεις προηγούμενες χρονιές.
Η Νασιονάλ εκείνη την εποχή διέθετε μια από τις καλύτερες ομάδες της ιστορίας της. Κορυφαίος αθλητής της ήταν ο Αργεντίνος επιθετικός Λουίς Αρτίμε (Luis Artime) ο οποίος είχε αναδειχθεί πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Αργεντινής. Τερματοφύλακάς της ήταν ο διεθνής Βραζιλιάνος Μάνγκα (Haílton Corrêa de Arruda, “Manga”) ενώ οι περισσότεροι αθλητές της αγωνίζονταν στην εθνική ομάδα της Ουρουγουάης. Στον τελικό του Κυπέλλου Λιμπερταδόρες η Νασιονάλ είχε επικρατήσει επί της Εστουντιάντες η οποία είχε κατακτήσει το τρόπαιο και τις τρεις προηγούμενες χρονιές.
Εκείνα τα χρόνια ο συγκεκριμένος θεσμός προέβλεπε η πρωταθλήτρια Ευρώπης και η πρωταθλήτρια Λατινικής Αμερικής να δίνουν δύο αγώνες και ο νικητής κατακτούσε το βαρύτιμο τρόπαιο. Έτσι εκείνη την χρονιά θα έπρεπε να τεθούν αντιμέτωποι ο Άγιαξ και η Νασιονάλ από την Ουρουγουάη. Δεκέμβριος του 1971, λοιπόν. Η FIFA ανέμενε τη συναίνεση του Άγιαξ για τη διεξαγωγή των δύο αγώνων με την πρωταθλήτρια Νότιας Αμερικής Νασιονάλ του Μοντεβιδέο, ώστε να αναδειχθεί η κορυφαία ομάδα στον κόσμο, που θα κατακτούσε το Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Μόνο που τα πράγματα πήραν μία παράξενη τροπή. Η ομάδα – μοντέλο που διέθετε τον Γιόχαν Κρόιφ, το Γιόχαν Νέεσκενς, τον Πιτ Κάιζερ, τον Ρούντι Κρολ και τόσους άλλους σπουδαίους άσσους επικαλούμενοι το σκληρό παιχνίδι των Ουρουγουανών, αρνήθηκαν να αγωνιστούν στα δύο παιχνίδια. Η παγκόσμια συνομοσπονδία δεν μπορούσε να επιβάλει κυρώσεις στον πρωταθλητή Ευρώπης, αλλά θεωρούσε παράλληλα καταστροφή, τόσο για οικονομικούς όσο και για επικοινωνιακούς λόγους, τη ματαίωση των αγώνων του Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Πρότεινε στο δευτεραθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκό να εκπροσωπήσει την Ευρώπη στους δύο τελικούς. Φυσικά, οι «πράσινοι» άρπαξαν την ευκαιρία και απάντησαν θετικά.
Το πρώτο παιχνίδι ορίστηκε στις 15 Δεκεμβρίου. Το γήπεδο
της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ήταν μικρό και για οικονομικούς λόγους ο Παναθηναϊκός
δήλωσε ως έδρα το μοντέρνο για την εποχή του «Γ. Καραϊσκάκης». Είχαν παρέλθει
μόλις δύο χρόνια από τότε που το ανακαινισμένο φαληρικό στάδιο φιλοξένησε το
Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου (Σεπτέμβριος 1969).
Περισσότεροι από 35.000 φίλαθλοι, στην πλειοψηφία τους υποστηρικτές του Παναθηναϊκού έδωσαν το «παρών». Η ενδεκάδα του «τριφυλλιού» είχε 3 αλλαγές σε σχέση με εκείνη του τελικού κόντρα στον Άγιαξ. Έλειπαν οι Αριστείδης Καμάρας, Χάρης Γραμμός και Γιώργος Βλάχος (σ.σ. μπήκε αλλαγή) κι αντ’ αυτών ο τεχνικός Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás) είχε επιλέξει τους Κώστα Αθανασόπουλο, Δημήτρη Δημητρίου και ΣάκηΚουβά.
Οι πράσινοι ξεκίνησαν καλύτερα τον αγώνα από τους
φιλοξενούμενους και θα μπορούσαν να είχαν ανοίξει νωρίς το σκορ. Η ευκαιρία του
Αντώνη Αντωνιάδη στο 6ο λεπτό, όμως, δεν έγινε γκολ και το ίδιο συνέβη στο 42'
πάλι από τον ίδιο παίκτη. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Τύπος της εποχής
αναφέρεται σε δύο ευκαιρίες που ο Αντωνιάδης δεν έχανε ποτέ.
Η Νασιονάλ ήταν γεμάτη μπαλαδόρους, όπως ο Λουίς
Κουμπίγια (Luis Cubilla), ο Βίκτορ Εσπάραγκο (Víctor Espárrago), ο Αργεντίνος
Λουίς Αρτίμε (Luis Artime), αλλά και παίκτες που αρέσκονταν στο «βρώμικο»
παιχνίδι, όπως οι σέντερ μπακ Χούλιο Μοντέρο Καστίγιο (Julio Montero Castillo -πατέρας
του μετέπειτα σπουδαίου κεντρικού αμυντικού της Γιουβέντους Πάολο Μοντέρο) και
Λουίς Ουμπίνια (Luis Ubiña). Ο τελευταίος έστειλε νωρίς στα αποδυτήρια,
τραυματία, το Σάκη Κουβά (21’).
Αν οι «πράσινοι» είχαν τις ίδιες ευκαιρίες στον τελικό
Πρωταθλητριών με τον Άγιαξ η ιστορία ίσως ήταν διαφορετική. Οι παίκτες της
Νασιονάλ χρησιμοποίησαν τον κλασικό τρόπο για να σταματήσουν την επιθετικότητα
των παικτών του Πούσκας, χτυπούσαν στο… ψαχνό. Ο Βραζιλιάνος διαιτητής Φαβίλι
Νέτο (Favili Neto) τους ανέχθηκε. Όχι πως δεν γίνονταν φάουλ από πλευράς
Παναθηναϊκού, αλλά ήταν πιο «ήπια» για τα πόδια των αντιπάλων.
Παρά την υπεροχή του ο Παναθηναϊκός πήγε ισόπαλος χωρίς σκορ με τη Νασιονάλ στα αποδυτήρια. Πριν συμπληρωθεί το πρώτο 5λεπτο του 2ου ημιχρόνου (48’) ο Τότης Φυλακούρης σκόραρε με γυριστή κεφαλιά έπειτα από σέντρα του Μίμη Δομάζου, στην εστία που βρισκόταν μπροστά από τη θύρα 14.
Η χαρά κράτησε μόλις τέσσερα λεπτά. Στο 52’ οι Λουίς Κουμπίλια,
Ίλντο Μανέιρο (Ildo Maneiro) και Βίκτορ Εσπάραγκο συνδυάστηκαν άψογα και έκρυψαν
την μπάλα έξω από την περιοχή του Οικονομόπουλου. Τελικός αποδέκτης της ήταν ο
Λουίς Αρτίμε ο οποίος μπήκε μέσα στην περιοχή και με αριστερή βολίδα δεν λάθεψε
και παρά την απόπειρα για έξοδο, νίκησε τον Έλληνα τερματοφύλακα, φέρνοντας το
ματς στα ίσα. Ένα γκολ κόντρα στην ροή του αγώνα. Ο Αργεντίνος σκόραρε μπροστά
στην παλιά θύρα 7.
Το 1-1 μούδιασε τους φιλάθλους του «τριφυλλιού», αλλά έστω κι έτσι, ο Παναθηναϊκός είχε 40 ακόμα λεπτά για να πάρει τη νίκη που θα τον έφερνε σε θέση ισχύος για τη ρεβάνς στο Μοντεβιδέο. Μόνο που αγώνας παίχτηκε, ουσιαστικά, μέχρι το 60ο λεπτό, όταν όλοι «πάγωσαν» από το φόβο τους.
Σε εκείνο το σημείο ο Χούλιο Μοράλες (Julio Morales) με
δολοφονικό χτύπημα διέλυσε την κνήμη του Γιάννη Τομαρά. Από την πρώτη στιγμή
που ο Έλληνας αμυντικός βρέθηκε στο έδαφος ήταν φανερό ότι κάτι σοβαρό είχε
συμβεί. Η διάγνωση ήταν διπλό κάταγμα κνήμης. Ένας τραυματισμός που, εν
ολίγοις, τελείωσε και την καριέρα του παίκτη του Παναθηναϊκού.
Ο Αντώνης Αντωνιάδης κι ο Κώστας Ελευθεράκης κάλυψαν το πρόσωπό τους από στεναχώρια, αδυνατώντας να αντικρίσουν το κατεστραμμένο (ποδοσφαιρικά) πόδι του συμπαίκτη τους. Κι ο κόσμος στις εξέδρες δεν πίστευε αυτό που έβλεπε, όταν ο Τομαράς, σφαδάζοντας από τον πόνο, μεταφερόταν εκτός αγωνιστικού χώρου με φορείο.
Ο Μοράλες αποβλήθηκε αμέσως από το διαιτητή, αλλά τη ζημιά του την έκανε, ανεπανόρθωτη μάλιστα. Ο 24χρονος Τομαράς δεν επανήλθε ουσιαστικά ποτέ από το αντιαθλητικό χτύπημα του Ουρουγουανού επιθετικού, αν και συνέχισε να ιδρώνει τη φανέλα του στα γήπεδα ως το 1980.
Φυσικά, από το 60’ και μετά τα νεύρα τεντώθηκαν. Δεν παίχθηκε ποδόσφαιρο. Οι παίκτες επιδόθηκαν σε προσωπικές μονομαχίες, δεν μπόρεσαν ποτέ να ξαναμπούν σε αγωνιστικό ρυθμό. Το σοκ ήταν τέτοιο που φαινόταν σε κάθε τους κίνηση, η οποία κατέληγε σε σκληρά φάουλ. Το τελικό 1-1 άφησε ικανοποιημένους τους φιλοξενούμενους και έκανε την αποστολή του Φέρεντς Πούσκας και των παικτών του για τον επαναληπτικό πολύ δύσκολη.
Η ρεβάνς δόθηκε στις 28 Δεκεμβρίου, στο «Σεντενάριο» του
Μοντεβιδέο παρουσία 60.000 θεατών. Οι «πράσινοι» το πάλεψαν, όμως οι
Ουρουγουανοί ήταν ανώτεροι, πήραν τη νίκη με 2-1 και κατέκτησαν το Διηπειρωτικό
Κύπελλο. Σκόραραν οι ίδιοι παίκτες, όπως και στο πρώτο ματς, ο Λουίς Αρτίμε για
τη Νασιονάλ (34’, 75’) κι ο Τότης Φυλακούρης για τον Παναθηναϊκό (90’).
Πηγές: sportit.gr - sport24.gr