Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Αλτσίντες Γκίτζια

Ο Ουρουγουανός δεξιός ακραίος επιθετικός Αλτσίντες Γκίτζια (Alcides Edgardo Ghiggia Pereyra), γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο στις 22 Δεκεμβρίου 1926 από γονείς ιταλικής καταγωγής. Έχει γραφτεί στη Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία για το αποφασιστικό γκολ που πέτυχε στον «τελικό» του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950, βουβαίνοντας 200.000 ανθρώπους και οδηγώντας πιο «ποδοσφαιρικό» έθνος αυτού του πλανήτη στην απόγνωση, ονομάζοντας αυτή την ήττα σαν μια «εθνική τραγωδία»! Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έπαιξε για τις εθνικές ομάδες της Ουρουγουάης και της Ιταλίας. Σε συλλογικό επίπεδο έπαιξε επίσης για τη Πενιαρόλ και τη Ντανούμπιο στην Ουρουγουάη, καθώς επίσης για τη Ρόμα και τη Μίλαν στην Ιταλία.


Ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1945 στη Σουντ Αμέρικα και από το 1948 έως το 1953 αγωνίστηκε στην Πενιαρόλ (169 εμφανίσεις, 26 γκολ), με την οποία έφτιαξε το όνομά του ως δεξιός εξτρέμ. Το 1950 κλήθηκε στην εθνική ομάδα της Ουρουγουάης, ενόψει του Μουντιάλ της Βραζιλίας. Στις 16 Ιουλίου 1950 ήταν αυτός που οδήγησε την Ουρουγουάη στην κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου, επιτυγχάνοντας το νικητήριο γκολ μέσα στο «Μαρακανά» στον τελικό του Μουντιάλ κόντρα στη Βραζιλία (2-1). Τι κι αν ο 23χρονος Γκίτζια φόρεσε τη φανέλα της Σελέστε μόλις 4 μήνες πριν από το Μουντιάλ του 1950; Αυτό δεν θα του στερούσε καθόλου τη δυνατότητα να φέρει σε πέρας έναν από τους κορυφαίους άθλους της μουντιαλικής ιστορίας, που θα έμενε γνωστός ως «Maracanazo».


Ο Γκίτζια, το «Φάντασμα», όπως τον ονόμασαν οι Βραζιλιάνοι οπαδοί για να χαρακτηρίσουν τις μουντιαλικές ημέρες του 1950, ήταν μέλος της μεγάλης και ταλαντούχας Σελέστε των Ομπντούλιο Βαρέλα (Odbulio Varela), Ρόκε Μάσπολι (Roque Maspoli) και Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino), αν και το πιο λαμπρό αστέρι της Σελέστε ήταν πράγματι ο «El Fantasma». Κάτι που παραδέχονταν εξάλλου όλοι στην ομάδα: όταν η εφημερίδα «El Observadoronce» ρώτησε τον Σκιαφίνο ποιος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τον θρίαμβο κατά της Βραζιλίας, εκείνος απάντησε χωρίς δισταγμό: «Ο Γκίτζια»! Κι αυτό γιατί ο «El Fantasma» έπαιξε και στους 4 αγώνες που έδωσε η Ουρουγουάη σε εκείνο το Μουντιάλ, σκοράροντας μάλιστα σε καθέναν από αυτούς!


Στον τελικό λοιπόν, ο Αλτσίντες Γκίτζια μπήκε στα αποδυτήρια του ημιχρόνου απογοητευμένος με τις ψηλές μπαλιές που έπαιζε η ομάδα του. «Πες στον Julio Perez να μου δίνει την μπάλα στα πόδια», είπε ο Γκίτζια στον Χουάν Λόπεζ (Juan Lopez), με τον ομοσπονδιακό προπονητή να συμφωνεί απρόθυμα. Και ήταν μια τέτοια πάσα ακριβείας που θα έφερνε τον Σκιαφίνο σε θέση βολής για την ισοφάριση, ενώ με την μπάλα κάτω θα ερχόταν και το δεύτερο γκολ, αυτό του Γκίτζια που πάγωσε το αίμα στους 200.000 σχεδόν Βραζιλιάνους του Μαρακανά! Και βέβαια πίσω στην Ουρουγουάη, χιλιάδες νεογέννητα που θα έρχονταν στον κόσμο τους επόμενους μήνες θα έπαιρναν το όνομα του εθνικού ήρωα! Αλτσίντες!


Ο θρύλος μάλιστα θέλει ότι μετά το δεύτερο γκολ κατά της Βραζιλίας, ο προπονητής Λόπεζ ζήτησε από το δαιμόνιο εξτρέμ του να παίξει άμυνα πια και να ξεχάσει την επίθεση, μόνο και μόνο για να δει βέβαια τις οδηγίες του να παρακούονται: «Αυτός ο τρελός ήθελε και τρίτο γκολ!». Κι έτσι ο πιτσιρικάς Γκίτζια που μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για την κατάκτηση της πρώτης παγκόσμιας κούπας από τη "τσελέστε", έκανε ότι πέρασε από το χέρι του για να επαναληφθεί ο άθλος, που αυτή τη φορά θα ονομαζόταν «Χτύπημα στο Μαρακανά» ή απλά «Maracanazo»…


Όταν νικούσε το Βραζιλιάνο τερματοφύλακα Μοασίρ Μπαρμπόσα (Moasir Barbosa) και έγραφε στο 79′ το 2-1, χαρίζοντας στη χώρα του το δεύτερο της Μουντιάλ, ο κόσμος γνώριζε τι σημαίνει «απόλυτη σιωπή» σε κάποιο γήπεδο. Είχαν πωληθεί 173.850 εισιτήρια για το παιχνίδι στο Μαρακανά, ενώ υπολογίζεται πως στο γήπεδο είχαν βρεθεί – χωρίς το μαγικό χαρτάκι – ακόμα 30.000 Βραζιλιάνοι. Όλοι τους πάγωσαν στο 79′! Μερικοί δεν άντεξαν τη «ντροπή» και τερμάτισαν τη ζωή τους λίγα λεπτά μετά το τελικό σφύριγμα. Μια απ’ τις μεγαλύτερες «τραγωδίες» και μια απ’ τις μεγαλύτερες αδικίες στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Η Βραζιλία έφτασε στον τελευταίο αγώνα έχοντας 21 γκολ υπέρ και 4 κατά μετρώντας τέσσερις νίκες και μία ισοπαλία, διαλύοντας ομάδες όπως η Γιουγκοσλαβία, το Μεξικό και η Ισπανία. Το γκολ του Γκίτζια απ’ την άλλη κατάφερε να διαλύσει ένα ολόκληρο έθνος και να στερήσει απ’ αυτό το πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο πρώτος σιωπηλός κομμός στην ιστορία της «Τραγωδίας».


Ο Γκίτζια θεωρούσε αυτό το γκολ ως το σπουδαιότερο της καριέρας του. Μάλιστα όπως είχε δηλώσει «Τρεις άνθρωποι έχουν καταφέρει να σιγήσουν το Μαρακανά. Ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας και εγώ». Εδώ ήρθε και έδεσε χρόνια αργότερα η φράση του μυθικού προπονητή της Λίβερπουλ Μπιλ Σάνκλι (Billy Shankly) πως «Το ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είναι κάτι απείρως πιο σοβαρό». Και αυτή είναι η αλήθεια. Τα πρωτόγονα και άγρια συναισθήματα που σου βγάζει ένα γκολ της ομάδας σου (θρησκείας για πολλούς) έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη σιωπή που δημιουργεί κάποιο εις βάρος γκολ. Όταν αυτό έρχεται κιόλας προς το άδειασμα της κλεψύδρας τόσο μεγαλώνει η ένταση και η διάρκεια της σιωπής. Αυτή είναι μια φυσική – και άκρως λογική – αντίδραση σε τέτοιες περιπτώσεις.


Για να το καταλάβετε καλύτερα. Ο δημοσιογράφος Ρομπέρτο Μουλαέρτ (Roberto Mullaert) σύγκρινε το τέρμα του Γκίτζια (και το παραπάνω βίντεο) με το φιλμ του Άμπρααμ Ζαπρούντερ (Abraham Zapruder), στο οποίο έχει αποτυπωθεί καρέ-καρέ, δίχως ήχο, η δολοφονία του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (John Fitzgerald Kennedy). Μάλιστα ο Μουλαέρτ είπε πως αν δεις μαζί τα δύο βίντεο η στιγμή του γκολ έρχεται μαζί με τη στιγμή του πυροβολισμού, αφήνοντας ακόμα και την ίδια σκόνη στα δύο φινάλε. Δυο στιγμές. Δυο ανάσες. Ένας πραγματικός, ένας μεταφορικός πυροβολισμός και το ίδιο αποτέλεσμα. Το δράμα και η σιωπή.


Ο Γκίτζια το  1953 πήρε μετεγγραφή για τη Ρόμα, στην οποία αγωνίστηκε έως το 1961 (201 εμφανίσεις, 19 γκολ), ενώ έπαιξε και τέσσερα ματς με τη Μίλαν την περίοδο 1961/62. Έχοντας λάβει την ιταλική υπηκοότητα αγωνίστηκε πέντε φορές με την εθνική Ιταλίας τη διετία 1957-1959 (1 γκολ). Έκλεισε την καριέρα του 1967 αγωνιζόμενος για πέντε χρόνια με την Ντανούμπιο του Μοντεβιδέο (128 εμφανίσεις, 12 γκολ).


Συνολικά, στην εθνική Ουρουγουάης αγωνίστηκε 12 φορές και πέτυχε τέσσερα γκολ. Το 1980, ανέλαβε ως προπονητής για λίγα παιγνίδια τις τύχες της Πενιαρόλ.

Ο Αλτσίντες Γκίτζια πέθανε στις 16 Ιουλίου 2015 στο Μοντεβιδέο, σε ηλικία 88 ετών, ανήμερα της 65ης επετείου του μεγάλου κατορθώματός του!

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1945–1948: Institución Atlética Sud América,                      
  • 1948–1953: Club Atlético Peñarol, 169 (26)
  • 1953–1961: Associazione Sportiva Roma, 201 (19)
  • 1961/62: Associazione Calcio Milan, 4 (0)
  • 1962–1967: Danubio Fútbol Club, 128 (12)

Σύνολο καριέρας: 502 (57)
Διεθνής
  • 1950–1952: Ουρουγουάη, 12 (4)
  • 1957–1959: Ιταλία, 5 (1)

Προπονητική καριέρα
  • 1980: Club Atlético Peñarol


Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Peñarol
  • Πρωτάθλημα Ουρουγουάης: 2 (1949, 1951)
Με την Roma

  • Fairs Cup: 1960/61

Με την Milan
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1961/62
Διεθνείς
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 1950
Προσωπικές Διακρίσεις
  • Μέλος καλύτερης Ενδεκάδας της Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1950
  • Χρυσό Παπούτσι: 2006 (ως ένας θρύλος του ποδοσφαίρου)
ΠΗΓΕΣ: sombrero.gr - sansimera.gr - newsbeast.gr