Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Μπέλα Γκούτμαν: Η κατάρα

Ο Ούγγρος κεντρικός μέσος και αργότερα προπονητής, Μπέλα Γκούτμαν (Béla Guttmann), γεννήθηκε στην Βουδαπέστη, τότε της Αυστο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, στις 13 Μαρτίου του 1900, (σύμφωνα με τον RSSSF). Άλλες πηγές, αναφέρουν ως ημερομηνία γέννησης την 27η Ιανουαρίου του 1899. Έπαιξε για την MTK Χουγκάρια και άλλους συλλόγους στην Ουγγαρία, τη Χάκοα Βιέννης, αλλά και πολλούς συλλόγους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκτοπίστηκε από τους Ναζί σε στρατόπεδο Συγκέντρωσης όπου βασανίστηκε επιζώντας του Ολοκαυτώματος. Είναι περισσότερο γνωστός ως προπονητής, έχοντας οδηγήσει, μερικές εκ των κορυφαίων ομάδων του πλανήτη, μεταξύ άλλων, τη Μίλαν, τη Σάο Πάουλο, τη Πόρτο, τη Μπενφίκα και την Πενιαρόλ, ενώ είχε και ένα σύντομο πέρασμα από τον Παναθηναϊκό το 1967. Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήρθε με την Μπενφίκα, όταν την οδήγησε σε δύο διαδοχικές κατακτήσεις του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1961 και το 1962. 


Έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως καινοτόμος προπονητής και σπουδαίος τακτικιστής, αναλυτής του ποδοσφαίρου. Μαζί με τον Μάρτον Μπούκοβι (Márton Bukovi) και τον Γκούσταβ Σέμπες (Gusztáv Sebes), αποτέλεσαν την τριανδρία των ριζοσπαστών Ούγγρων προπονητών, που πρωτοστάτησαν στη καθιέρωση του συστήματος 4-2-4 και πιστώνεται την ανάδειξη του Εουσέμπιο (Eusébio da Silva Ferreira), παράλληλα με τη συνεισφορά του στο μοντέρνο βραζιλιάνικο στιλ παιχνιδιού. Ωστόσο, σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του, δεν έμεινε ποτέ μακριά από αντιπαραθέσεις. Προσωπικότητα ιδιαίτερη, πολυταξιδεμένος, τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής, ένας σπουδαίος γυρολόγος του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, σπάνια έμεινε σε έναν σύλλογο περισσότερο από δύο σεζόν, με την τρίτη να είναι η μοιραία, όπως λεγόταν. Απολύθηκε από τη Μίλαν ενώ ήταν στην κορυφή της Serie A και παράτησε την Μπενφίκα, όταν του αρνήθηκαν αύξηση μισθού και υποτίθεται ότι άφησε στον σύλλογο μια (διάσημη) κατάρα!

Ως ποδοσφαιριστής

Οι γονείς του ήταν δάσκαλοι χορού, τέχνη που άρχισε να σπουδάζει και ο ίδιος, εξελισσόμενος έως δάσκαλος κλασικού χορού. Τον κέρδισε όμως το ποδόσφαιρο έχοντας ξεκινήσει από το σχολείο να παίζει στη θέση του κεντρικού μέσου, ο ένας από το τρίο του κέντρου στο πιο διάσημο σύστημα της εποχής, το 2-3-5, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις. Αγωνίστηκε στης Τόρεκβες, όπου τον εντόπισαν οι σκάουτερς της ΜΤΚ Βουδαπέστης, η οποία το 1920 τον ενέταξε στις τάξεις της. Η ΜΤΚ ήταν η ομάδα που αντιπροσώπευε τη μεσοαστική εβραϊκή τάξη της Βουδαπέστης, μια πόλη με ιδιαιτέρως ακμάζουσα εβραϊκή κοινότητα. Την πρώτη του σεζόν εκεί (1919/20), δεν ήταν βασικός αλλά από την επόμενη (1920/21) ανέλαβε το ρόλο του οργανωτή του παιχνιδιού της ΜΤΚ. 

Επηρεασμένος από τον Σκωτσέζο Τζίμι Χόγκαν (Jimmy Hogan), που θεωρείται ο πατέρας του κεντροευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και με μεγάλη επιρροή και στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, έπαιζε με την μπάλα κάτω, με μικρές πάσες και συνεχή κίνηση. Τη χρονιά εκείνη η ΜΤΚ κέρδισε το έκτο από τα δέκα συνεχόμενα πρωτάθλημα Ουγγαρίας. Την επόμενη σεζόν, ο Γκούτμαν έχασε τη θέση του στη βασική ενδεκάδα, κάτι που λόγω του οξύθυμου και αντιδραστικού του χαρακτήρα, τον οδήγησε να αποχωρήσει από την ΜΤΚ! Με τη κατάσταση στην Ουγγαρία να είναι πολιτικά έκρυθμη, αφού είχε επικρατήσει το φασιστικό καθεστώς του Ναυάρχου Μίκλος Χόρτυ (Miklós Horthy), φοβούμενος κυρώσεις κατά των Εβραίων, πήγε στη Βιέννη όπως πάρα πολλοί άλλοι ομοεθνείς του.


Στη Βιέννη έφτασε στα τέλη του 1921 και εντάχθηκε στον μεγαλύτερο εβραϊκό σύλλογο της πόλης, τη Χάκοα Βιέννης, ιδρύοντας παράλληλα μια σχολή χορού συμπληρώνοντας το εισόδημά του. Μετά από μια 4ετία, το 1925, η Χάκοα με μεγάλο αστέρι της τον Γκούτμαν κατέκτησε το πρώτο επαγγελματικό αυστριακό πρωτάθλημα. Μεταξύ 1921 και 1924, ο Γκούτμαν έπαιξε 6 φορές για την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας, κάνοντας ντεμπούτο στις 5 Ιουνίου του 1921, στη νίκη με 3-0 εναντίον της Γερμανίας. Αργότερα, τον ίδιο μήνα έπαιξε εναντίον μια ομάδας Επιλέκτων της Νότιας Γερμανίας. Οι υπόλοιπες 4 εμφανίσεις του, έγιναν όλες τον Μάιο του 1924, στα παιχνίδια εναντίον της Ελβετίας, του Σάαρλαντ, της Πολωνίας και της Αιγύπτου, με τους 2 τελευταίους να είναι στο πλάισιο των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι. Μάλιστα υπάρχουν καταγεγραμμένα επεισόδια κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, αφού ο Γκούτμαν αντιτάχθηκε στο γεγονός ότι υπήρχαν περισσότεροι παράγοντες από παίκτες στην αποστολή της εθνικής ομάδας! Από την οργή του δεν ξέφυγε ούτε το ξενοδοχείο που κατέλυσε η αποστολή που το χαρακτήρισε «… καταλληλότερο για κοινωνικοποίηση» (εννοούσε οίκος ανοχής) παρά για προετοιμασία ομάδας! Για να δείξει την αποδοκιμασία του κρέμασε νεκρούς αρουραίους στις πόρτες των ταξιδιωτικών υπαλλήλων!


Ακολούθησαν περιοδείες για οικονομικούς κυρίως σκοπούς, αρχής γενομένης από τις Ανατολικές Πολιτείες των Η.Π.Α. Η περιοδεία είχε μεγάλη οικονομική επιτυχία και διαφήμισε την ομάδα, αφού αγωνιστικά σε 13 παιχνίδια ηττήθηκε σε δύο, ενώ τους αποδόθηκε το παρατσούκλι «Αήττητοι Εβραίοι». Ωστόσο, ήταν η αιτία της παρακμής της, γιατί οκτώ από τους παίκτες της Χάκοα δελεάστηκαν από τις προσφορές των πλουσιότερων αμερικανικών ομάδων και έμειναν στην Αμερική. Αυτό συνέβη και με τον Γκούτμαν που εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για καλύτερες συνθήκες ζωής από τη Ευρώπη του Μεσοπολέμου και με τον Φασισμό και Αντισιωνισμό να ξανακάνουν την εμφάνισή τους, υπέγραψε κατ’ αρχή συμβόλαιο στους Μπρούκλιν Ουόντερερς και στη συνέχεια στους Τζάιαντς της Νέας Υόρκης, στην οποία εντάχθηκαν οι μισοί ποδοσφαιριστές της Χάκοα. Με τη νέα του ομάδα έπαιξε 83 παιχνίδια και σκόραρε δύο γκολ, κατακτώντας το 1929 το Κύπελλο των Η.Π.Α, ενώ παράλληλα με το ποδόσφαιρο, τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική, υπήρξε ιδιοκτήτης κλαμπ όπου γινόταν παράνομη πώληση αλκοόλ, μια ιδιαίτερα επικερδής δραστηριότητα εκείνα τα χρόνια. 

Οι Τζάιαντς μετά από μια συγχώνευση με τη Μπρούκλιν Χάκοα, έγιναν το Χάκοα Ολ-Σταρς το 1930 και την άνοιξη του 1931 τελείωσε την καριέρα του ως παίκτης, σε ηλικία 32 ετών, έχοντας παίξει 176 παιχνίδια στην Αμερική. Στις 29 Οκτωβρίου του 1929, τη Μαύρη Τρίτη του παγκόσμιου οικονομικού κραχ στις Η.Π.Α, καταστράφηκε οικονομικά. «Έκανα δυο τρύπες στα μάτια του Αβραάμ Λίνκολν στο τελευταίο χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων που είχα, νόμιζα ότι δεν θα τα κατάφερνα να τα βγάλω πέρα», ανέφερε κάποτε. Έμεινε στην Αμερική μέχρι το 1932, όταν διαλύθηκε το υπερχρεωμένο και αδιάφορο αμερικανικό πρωτάθλημα και επέστρεψε στη Βιέννη και τη Χάκοα για το ξεκίνημα μιας μεγάλης προπονητικής καριέρας σαράντα χρόνων.


Ως προπονητής

Οδήγησε προπονητικά είκοσι ομάδες σε δέκα χώρες, από το 1933 έως το 1973, κατακτώντας δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών και δέκα εθνικά πρωταθλήματα, υπηρετώντας επίσης ως εθνικός εκλέκτορας των εθνικών ομάδων της Ουγγαρίας, της Αυστρίας, της Ολλανδίας, της Ιταλίας, της Βραζιλίας, της Ουρουγουάης και της Πορτογαλίας! Ως προπονητής, ήταν θιασώτης του 4–2–4 με τις ομάδες του να παίξουν ατρόμητο επιθετικό ποδόσφαιρο. Επιπλέον, απαιτούσε από τους παίκτες του να ακολουθούν προγράμματα διατροφής, αυστηρής φυσικής κατάστασης και σκληρής προπόνησης. Τα χρόνια πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου προπόνησε ομάδες στην Αυστρία, την Ολλανδία και την Ουγγαρία. Στη Βιέννη έμεινε δύο αγωνιστικές περιόδους προπονώντας τη Χάκοα και συνέχισε στην Ολλανδία και την Ένσχεντε (ο πρόγονος της σημερινής Τβέντε) παροτρυνόμενος από τον Ούγκο Μάισλ (Hugo Meisl), μορφή του αυστριακού ποδοσφαίρου, διαιτητή, παράγοντα και προπονητή της Βούντερτιμ. 


Στην Ολλανδία πήγε για ένα τρίμηνο, αλλά με τη λήξη του η διοίκηση της ομάδας, προφανώς ευχαριστημένη από τα αποτελέσματα και την εικόνα της ομάδας, του πρότεινε ανανέωση. Ο Γκούτμαν τότε, εκπλήσσοντας τους πάντες, έθεσε έναν όρο στο συμβόλαιο, καταβολής ενός τεράστιου ποσού ως πριμ κατάκτησης του πρωταθλήματος. Δεδομένου ότι η ομάδα εκείνα τα χρόνια πάλευε για την αποφυγή του υποβιβασμού, ο όρος έγινε αποδεκτός, με την ομάδα στη συνέχεια να πραγματοποιεί εκπληκτική σεζόν, χάνοντας το πρωτάθλημα στις λεπτομέρειες. Αργότερα, ο πρόεδρος της παραδέχθηκε ότι όσο το πρωτάθλημα βάδιζε προς το τέλος και η ομάδα πετούσε από νίκη σε νίκη, παρακαλούσε να χάσει γιατί το πριμ στον Γκούτμαν θα σήμαινε τη χρεοκοπία της! Υπήρχε η σιγουριά ότι ο Γκούτμαν θα το είχε διεκδικήσει το πριμ, αφού ήταν σκληρός διαπραγματευτής χωρίς να ανέχεται παρεμβάσεις στη δουλειά του! «Ο προπονητής είναι ένας θηριοδαμαστής στο κλουβί με τα άγρια ζώα, πρέπει να δείχνει άφοβος για να τα δαμάσει, όταν με τον καιρό τον πλησιάσουν, παραγνωριστούν και χάσει εκείνη τη λάμψη στα μάτια, πρέπει να φεύγει», είπε κάποτε. Μετά από δύο χρόνια στην Ολλανδία, επέστρεψε στη Βιέννη και τη Χάκοα.


Το 1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία (το λεγόμενο Άνσλους), εγκαταλείπει τη Βιέννη και επιστρέφει στην πατρίδα του, Ουγγαρία. Είχε τότε την πρώτη του σοβαρή επιτυχία με την Ουίπεστ, τη σεζόν 1938/39, κερδίζοντας το Ουγγρικό Πρωτάθλημα και το Κύπελλο Μιτρόπα, πρόδρομο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Λίγο αργότερα όμως το καθεστώς Χόρτυ που ήταν σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας εισήγαγε αντι-εβραϊκούς νόμους και οι Εβραίοι περνούσαν δύσκολες ώρες κι εκεί. Το τι συνέβη στον πόλεμο δεν είναι ξεκάθαρο. Οι Ναζί κατέλαβαν την Ουγγαρία τον Μάρτιο του 1944 και έστειλαν τους περισσότερους Εβραίους της σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο μεγαλύτερος αδελφός του γνωρίζουμε ότι πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ ο ίδιος, αρχικά κρύφτηκε σε μια σοφίτα με τη βοήθεια του μη Εβραίου γαμπρού του. Αργότερα συνελήφθη και στάλθηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας των Ναζί κοντά στη Βουδαπέστη, όπου βασανίστηκε. 

Δραπέτευσε τον Δεκέμβριο του 1944, λίγο πριν αποσταλεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, μαζί με τον Ερνστ Έρμπστάιν (Ernest Erbstein), έναν άλλο διάσημο εβραϊκής καταγωγής Ούγγρο προπονητή. Ο 78χρονος πατέρας του, η μεγαλύτερη αδελφή του και μέλη της οικογένειάς του πέθαναν στο Άουσβιτς. Κατάφερε να περάσει στην ουδέτερη Ελβετία (όπου γνώρισε τη γυναίκα του), αξιοποιώντας τις γνωριμίες του από τα χρόνια της Χάκοα. Όταν κάποτε ρωτήθηκε πώς επιβίωσε στον πόλεμο, είπε «Με βοήθησε ο Θεός». Πάντοτε αρνείτο να μιλήσει για τις εμπειρίες του εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Το 1964 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του στην οποία αφιερώνει σε αυτά τα τόσα σημαντικά χρόνια μόνο μια μικρή παράγραφο αναφέροντας «Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν γραφτεί αναρίθμητα βιβλία για τα φριχτά εκείνα χρόνια που οι άνθρωποι πολεμούσαν για να αποφύγουν το θάνατο. Θα ήταν περιττό να προβληματίσουμε τους αναγνώστες μας με τέτοιες λεπτομέρειες».


Μετά τον πόλεμο ανέλαβε για λίγο τη Βάσας της Βουδαπέστης κι ένα χρόνο αργότερα μετακομίζει στη Ρουμανία αναλαμβάνοντας την Τσιοκανούλ. Εκεί, επέμενε να πληρώνεται με τρόφιμα αντί χρημάτων, αντιμετωπίζοντας έτσι το κύμα πληθωρισμού που σάρωνε την Ευρώπη, λόγω κυρίως της ανεπάρκειας τροφίμων, ανεπάρκεια οφειλόμενη στην καταστροφή των υποδομών και της παραγωγής των κρατών λόγω του πολέμου και των καρτέλ που οικειοποιούνταν και πουλούσαν τα λιγοστά τρόφιμα σε τιμές ληστρικές. Στη Ρουμανία η περιπέτεια δεν κρατάει πολύ. Όταν ένας παράγοντας της ομάδας αποπειράθηκε να παρέμβει στη σύνθεση της ενδεκάδας, ο Γκούτμαν τού είπε «Εντάξει, διοικείς την ομάδα, οπότε φαίνεται πως έχεις όλα τα προσόντα για προπονητής» και έφυγε αμέσως. Υπάρχουν βέβαια μαρτυρίες που λένε ότι έφυγε γιατί ήταν απογοητευμένος με τη διαφθορά στο ρουμάνικο ποδόσφαιρο. 

Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στον πάγκο της Ουίπεστ, με την οποία κατακτά το πρωτάθλημα Ουγγαρίας, για να φύγει αναλαμβάνοντας την Κίσπεστ (πρόκειται για τη μετέπειτα Χόνβεντ), αντικαταστάτης του προπονητή Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás) του Πρεσβύτερου, πατέρα του Νεότερου, του Θρύλου του Ουγγρικού και Παγκόσμιου ποδοσφαίρου, νεαρού και ανερχόμενου τότε στην ομάδα.


Η σύγκρουση με τον «Καλπάζοντα Συνταγματάρχη» (παρατσούκλι του Φέρεντς Πούσκας) δεν άργησε να έρθει φτάνοντας στην κορύφωσή της σε ένα ματς με τη Γκιορ. Ο Γκούτμαν, λάτρης της τακτικής, προσπαθούσε σε όλο το πρώτο ημίχρονο να τιθασεύσει τον επιθετικό οίστρο του δεξιού ακραίου οπισθοφύλακα Μίχαλι Πάτι (Mihály Pati), ο οποίος εξέθετε την ομάδα σε κινδύνους που προέρχονταν από το κενό που δημιουργούνταν. Εκνευρισμένος, στην ανάπαυλα πέρα από τις φωνές που τού έβαλε, τον απέσυρε από το παιχνίδι στο δεύτερο ημίχρονο! Τότε, αλλαγές δεν επιτρέπονταν με συνέπεια να ξεκινήσει με δέκα παίχτες το δεύτερο μισό του αγώνα. Ο Πούσκας αγνοώντας τον, είπε στον Πάτι να μπει να παίξει, με τη πέτρα του σκανδάλου να αμφιταλαντεύεται, τελικά όμως υπάκουσε στον Πούσκας, παρακούοντας τον προπονητή του. Βλέποντάς τον ο Γκούτμαν να μπαίνει για το δεύτερο ημίχρονο, έφυγε από τον πάγκο και πήγε και κάθισε στις κερκίδες, αρνούμενος να προπονήσει την ομάδα, παραιτούμενος επί τόπου, διαβάζοντας ένα περιοδικό για ιπποδρομίες μπροστά στους απορημένους θεατές. Το παιχνίδι τελείωσε με ήττα της Κίσπεστ με 4-0.

Με το τέλος της συνεργασίας με την Κίσπεστ αρχίζει η μεγάλη προπονητική περιπλάνησή του. Όπως πολλοί άλλοι Ούγγροι ποδοσφαιριστές και προπονητές, πέρασε από την Ιταλία, ξεκινώντας από την Πάντοβα και την Τριεστίνα. Ανέλαβε τη Μίλαν το 1953, μια ομάδα που περιελάμβανε τους Γκούναρ Νόρνταλ (Gunnar Nordahl), Νιλς Λίντχολμ (Nils Liedholm) και Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino). Την ανέβασε τρίτη στη βαθμολογία την πρώτη χρονιά, όμως ύστερα από μια σειρά διαφωνιών με το διοικητικό συμβούλιο, απολύθηκε μετά την 19η αγωνιστική της επόμενης σεζόν, με την ομάδα στην πρώτη θέση. Στη συνέντευξη τύπους είπε ότι «Απολύθηκα αν και δεν είμαι ούτε εγκληματίας ούτε ομοφυλόφιλος. Αντίο σας». Από τότε και μετά επέμενε σε μια ρήτρα στα συμβόλαιά του ότι «… δεν θα μπορούσε να απολυθεί όσο είχε την ομάδα στην κορυφή της βαθμολογίας»! Παρέμεινε στην Ιταλία αναλαμβάνοντας τη Βιτσέντσα, από την οποία έφυγε όμως ύστερα από νέες διαφωνίες μετά από 28 παιχνίδια. 


Ο Γκούτμαν είχε πάει για πρώτη φορά στη Νότια Αμερική σε περιοδεία ως παίκτης με τη Χάκοα Ολ-Σταρς το καλοκαίρι του 1930. Επέστρεψε ως προπονητής, για πολύ λίγο στην Αργεντινή στη Κίλμες το 1953 και ακολούθησε ο ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο. Η εξέγερση του ουγγρικού λαού το 1956 στη Βουδαπέστη εναντίον του καθεστώτος, τού έδωσε την ευκαιρία να βρεθεί στο τιμόνι της Χόνβεντ των Μεγάλων Άσων. Έχοντας αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Πούσκας, ηγήθηκε μια περιοδείας στη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία, ύστερα από μια πρόσκληση που αποδέχτηκε η Χόνβεντ το 1957, προσπαθώντας να κρατήσει τους παίκτες της μακριά από τα γεγονότα. παίζοντας μια σειρά από 5 παιχνίδια εναντίον των Φλαμένγκο, Μποταφόγκο και μια μικτής των 2 ομάδων.


Στη Σάο Πάολο: δαμάζοντας τη «ζεϊτίνιο»

Εκμεταλλευόμενος τη φήμη του στη Λατινική Αμερική, παράτησε τη Χόνβεντ και ανέλαβε το 1957 τη Σάο Πάολο με την οποία κέρδισε το πρωτάθλημα Παουλίστα το 1957! Όταν έφτασε στη Βραζιλία ο Γκούτμαν, το σύστημα WM λόγω της δομής του -που ευνοούσε τα σκληρά μαρκαρίσματα- δεν άρεσε στους ντόπιους και είχε ήδη εξελιχθεί σε 4-2-4, σύστημα που ταίριαζε στις βραζιλιάνικες απαιτήσεις περί ανάδειξης του πηγαίου ταλέντου και του αυτοσχεδιασμού. H «ζεϊτίνιο», είναι μια θεωρία του ανθρωπολόγου Ρομπέρτο ντα Μάτα (Roberto DaMatta) σύμφωνα με την οποία οι Βραζιλιάνοι μιγάδες, προσπαθώντας να αποφύγουν την καταπίεση, επινοούσαν τρόπους επιβίωσης βασιζόμενοι περισσότερο στους εαυτούς τους παρά σε συλλογικότητες ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες, κάτι που ουσιαστικά ενίσχυε τη φαντασία και τον αυτοσχεδιασμό. Σύμφωνα με τη θεωρία λοιπόν, αυτή η φαντασία και ο αυτοσχεδιασμός είχε διαποτίσει τη συλλογική μνήμη και έχει γίνει ένστικτο, έμφυτο γνώρισμα! 


Οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές, έχοντας απαράμιλλη φαντασία και διαθέτοντας εξαιρετική τεχνική κατάρτιση, υστερούσαν στη αίσθηση του σκοπού στο παιχνίδι τους και την προσήλωση στο στόχο, λόγω των αδυναμιών τους, ύστερα από χρόνια καταπίεσης και -κυρίως- επιδίωξης του ωραίου έναντι της ουσίας. Η φαντασία των Βραζιλιάνων ανέτρεψε πολλά δεδομένα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, αφού μέχρι τότε, όλες σχεδόν οι ομάδες, κουβαλούσαν τη μπάλα κοντά στην αντίπαλη περιοχή, επιδιώκοντας να σκοράρουν κινούμενοι συλλογικά στο γήπεδο. Ο Βραζιλιάνος όμως, θα ξεκινούσε από την άμυνα και εφορμώντας μπροστά θα εξαπέλυε ένα κεραυνό από 30 μέτρα αιφνιδιάζοντας τους πάντες με τη θρασύτητά του, μαζί και τους συμπαίκτες του! Η επιρροή του Γκούτμαν στη Σάο Πάολο είχε να κάνει πιο πολύ με το στιλ παιχνιδιού και λιγότερο με αυτό καθ’ αυτό το σύστημα 4-2-4. Στην ουσία έδωσε σκοπό και ουσία στο φαντεζί 4-2-4 των Βραζιλιάνων, βοηθώντας τους να κατακτήσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958! Συνέχισε καθοδηγώντας τη Πενιαρόλ στην Ουρουγουάη.

Πίσω στην Ευρώπη

Το 1958, επέστρεψε στην Ευρώπη στην Πορτογαλία, για να ξεκινήσει η πιο επιτυχημένη περίοδο της καριέρας του. Ανέλαβε την Πόρτο, βοηθώντας τη ν’ ανατρέψει μια διαφορά 5 βαθμών που είχε η Μπενφίκα και να κερδίσει τον πρώτο του από τους τρεις τίτλους του στη Πορτογαλία. Την επόμενη σεζόν, ανέλαβε τη Μπενφίκα, διώχνοντας αμέσως 20 παίκτες της πρώτης ομάδας (!), προωθώντας μια πληθώρα νέων υπερ-ταλαντούχων παικτών κατακτώντας το πρωτάθλημα το 1960 και το 1961. Με μπροστάρηδες τους Εουσέμπιο, Αντόνιο Σιμόες (António Simões) και Μάριο Κολούνα (Mário Coluna), την οδήγησε επίσης σε δύο διαδοχικές κατακτήσεις του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1961 νικώντας τη Μπαρτσελόνα με 3-2 διατηρώντας τον τίτλο και το 1962, νικώντας τη Ρεάλ Μαδρίτης με 5–3, καθιστώντας τους Αετούς κορυφαία ομάδα στην Ευρώπη. Καβάλα στο άλογο, ζήτησε αύξηση, αλλά η διοίκηση της Μπενφίκα αρνήθηκε, λέγοντας ότι θα έπρεπε να τιμήσει την συμφωνία που είχαν κάνει. Τότε εξερράγη και παραιτήθηκε. Πριν φύγει όμως ξεστόμισε το εκπληκτικό:
«Δεν θα πάρετε ξανά ευρωπαϊκή κούπα ούτε σε 100 χρόνια!» 
Από τότε λοιπόν, οι Λουζιτανοί έχουν δώσει το παρών (μέχρι το 2020) σε 8 (οκτώ) ακόμα τελικούς Κυπέλλων Ευρώπης! Και τους έχουν χάσει όλους!

  • το 1963 στο “Γουέμπλεϊ”, προηγήθηκαν με τον Εουσέμπιο, αλλά η Μίλαν κατέκτησε το τρόπαιο, 1-2,
  • το 1965 στο “Σαν Σίρο” του Μιλάνου ηττήθηκαν από την Ίντερ του Ερέρα, 0-1,
  • το 1968 στο “Γουέμπλεϊ”, έχασαν από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Ματ Μπάσμπι, 1-4 στην παράταση.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα,

  • το 1983, με τη Μπενφίκα στο ενδιάμεσο να μην είναι τόσο καλή, κατάφερε να κάνει μια αξιόλογη πορεία και να φτάσει στον διπλό τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Τότε όμως ήταν η Άντερλεχτ που κατέκτησε το τρόπαιο, νικώντας 1-0 στις Βρυξέλες και αποσπώντας ισοπαλία 1-1 στη Λισαβόνα.
Πέντε χρόνια μετά,

  • το 1988, μετά από 20 χρόνια, έφτασε ξανά σε τελικό Πρωταθλητριών. Στο “Νεκαρστάντιον” της Στουτγάρδης, σ’ έναν από τους χειρότερους τελικούς της ιστορίας, μετά από ένα στείρο 0-0 στον κανονικό αγώνα και στην παράταση, το παιχνίδι πήγε στα πέναλτι, όπου οι “Αετοί” το έχασαν με 6-5 από τους Ολλανδούς της Αϊντχόφεν.
Δυο χρόνια μετά,

  • το 1990 στο “Πράτερ” της Βιέννης, έφτασε στον 5ο τελικό Πρωταθλητριών στην μετά-Γκούτμαν εποχή! Απέναντι στην Μίλαν των Ολλανδών, ήταν ο Φρανκ Ράικαρντ με γκολ στο 68′ που έδωσε το τρόπαιο στην Μίλαν.
  • το 2013 στο “Άμστερνταμ Αρίνα”, ακόμα ένας χαμένος τελικός, αυτή τη φορά για το Γιουρόπα Λιγκ με την Τσέλσι, 1-2
  • το 2014, στο “Γιουβέντους Στάντιουμ” του Τορίνο, πάλι σε τελικό του Γιουρόπα Λιγκ, στην 110η επέτειο της ιστορίας της, ήταν η Σεβίλλη που άφησε και πάλι την Μπενφίκα χωρίς τρόπαιο, ευστοχώντας με 4-2 στα πέναλτι, ύστερα από τον άγονο κανονικό αγώνα και την παράταση.

Αργότερα είχε και ένα σύντομο πέρασμα από τον Παναθηναϊκό το 1967, αλλά δε κατάφερε να προσαρμοστεί στις ερασιτεχνικές συνθήκες του τότε ελληνικού ποδοσφαίρου. Έκλεισε την προπονητική του καριέρα στην Πόρτο, το 1973. 

Ο Μπέλα Γκούτμαν, πέθανε στις 28 Αυγούστου του 1981, στα 81 του χρόνια, στην Βιέννη. Όταν το 1990 η Μπενφίκα αντιμετώπισε τη Μίλαν στον τελικό, αποφασισμένη να κάνει τα πάντα, έφτασε στο σημείο να βάλει τον Εουσέμπιο να «μεσολαβήσει»! Ο Εουσέμπιο στάθηκε πάνω από τον τάφο του μέντορά του, ψιθύρισε κάποια λόγια και αποχώρησε βέβαιος ότι επιτέλους έφτασε η ώρα. Το αποτέλεσμα …συνεχίζεται! Το 2014, στον εορτασμό των 110ων γενεθλίων της Μπενφίκα, ένα άγαλμα του με τα 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών, δημιουργία του Ούγγρου γλύπτη Λάζλο Σζατμάρι Γιούχος (László Szatmári Juhos) τοποθετήθηκε έξω από την Θύρα 18 του «Ντα Λουζ» της Λισαβόνας. Τα λόγια του ίδιου του Γκούτμαν στο άγαλμά του «μόνο κάποιος μέσα στην Μπενφίκα μπορεί να καταλάβει πόσο ιδιαίτερος σύλλογος είναι, κανένας σύλλογος στον κόσμο δεν έχει την μαγεία της Μπενφίκα» μοιάζουν σχεδόν ειρωνικά κι ακόμα έχουμε δρόμο μέχρι το 2062!…


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1917–1919: Törekvés Sportegyesület

Επαγγελματική καριέρα

  • 1919–1921: Magyar Testgyakorlók Köre (MTK) Budapest Futball Club                      
  • 1922–1926: Sport Club Hakoah Wien, 96 (8)
  • 1926: Brooklyn Wanderers                         
  • 1926–1929: New York Giants, 83 (2)
  • 1929/30: Sport Club Hakoah New York, 21 (0)
  • 1930: New York Soccer Club, 22 (0)
  • 1931/32: Hakoah All-Stars, 50 (0)
  • 1932/33: Sport Club Hakoah Wien, 4 (0)

Διεθνής

  • 1921–1924: Ουγγαρία, 4 (1)

Προπονητική καριέρα

  • 1933–1935: Sport Club Hakoah Wien
  • 1935–1937: Sportclub Enschede
  • 1937/38: Sport Club Hakoah Wien
  • 1938/39: Újpest Football Club
  • 1945: Vasas Sport Club
  • 1946: Ciocanul Bucharest (Maccabi Bucureşti → Ciocanul → Dinamo A)
  • 1947: Újpest Football Club
  • 1947/48: Kispesti Atlétikai Club
  • 1949/50: Associazione Calcio Padova
  • 1950/51: Unione Triestina Società Sportiva Dilettantistica
  • 1953: Quilmes Atlético Club
  • 1953: Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Ελλήνων Λευκωσίας (ΑΠΟΕΛ)
  • 1953–1955: Associazione Calcio Milan
  • 1955/56: Vicenza Calcio
  • 1956/57: Budapesti Honvéd Sportegyesület
  • 1957/58: São Paulo Futebol Clube
  • 1958/59: Futebol Clube do Porto
  • 1959–1962: Sport Lisboa e Benfica
  • 1962 Club Atlético Peñarol
  • 1964: Αυστρία
  • 1965/66: Sport Lisboa e Benfica
  • 1966/67: Association du Servette Football Club
  • 1967: Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος
  • 1973: Fußballklub Austria Wien
  • 1973: Futebol Clube do Porto

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με την MTK Hungária FC

  • Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 2 (1919/20, 1920/21)

Με την SC Hakoah Wien

  • Πρωτάθλημα Αυστρίας: 1924/25

Με την New York Hakoah

  • National Challenge Cup: 1929

Ως προπονητής

Με την Újpest FCjpesti TE

  • Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 2 (1938/39, 1946/47)
  • Mitropa Cup: 1939

Με την São Paulo

  • Πολιτειακό Πρωτάθλημα Σάο Πάουλο: 1957

Με την Porto

  • Πρωτάθλημα Πορτογαλίας: 1958/59

Με την Benfica

  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1960/61, 1961/62)
  • Πρωτάθλημα Πορτογαλίας: (1959/60, 1960/61)
  • Κύπελλο Πορτογαλίας: 1961/62

Με την Peñarol


  • Πρωτάθλημα Ουρουγουάης: 1953