Ο Ιταλός βιομήχανος και κύριος μέτοχος
της FIAT και μέσω αυτής πίσω και από τη Γιουβέντους, Τζιάνι Ανιέλι (Giovanni
"Gianni" Agnelli), γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1921, στο Τορίνο. Επίσης
γνωστός ως «L'Avvocato» (Ο Δικηγόρος), ως επικεφαλής της FIAT, ελέγχει το 4,4% του
ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προιόν) της Ιταλίας, το 3,1% του βιομηχανικού εργατικού
δυναμικού της, καθώς και το 16,5% των βιομηχανικών επενδύσεων στην έρευνα. Ήταν
ο πλουσιότερος άνθρωπος στη σύγχρονη ιταλική ιστορία. Ως δημόσιο πρόσωπο, ήταν
επίσης γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο για την άψογη, ελαφρώς εκκεντρική αίσθηση
της μόδας, επηρεάζοντας την ανδρική μόδα τόσο σε ιταλικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Του έχει απονεμηθεί ο Μεγαλόσταυρος του Ιππότη του Τάγματος της Αξίας της
Ιταλικής Δημοκρατίας, το 1967 και ο τίτλος του Ιππότης της Εργασίας (Cavaliere
del Lavoro) το 1977. Μετά τον θάνατό του, το 2003, ο έλεγχος των επιχειρήσεων,
σταδιακά πέρασε στην εγγονό του και κληρονόμο του, Τζον Ελκάν (John Elkann).
Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, οι φαν του εξακολουθούν να συζητούν στο Διαδίκτυο αν και κατά πόσον το ρολόι μπορεί να φοριέται πάνω από τη μανσέτα του πουκαμίσου και η γραβάτα πάνω από το μάλλινο γιλέκο...
Ο μύθος του Τζοβάνι Ανιέλι, γνωστού ως Τζάνι, αλλά γνωστότερου ως «l' Avocato» (Δικηγόρου), παρότι ποτέ δεν άσκησε τη δικηγορία, δύσκολα θα ξεθωριάσει, όχι μόνο στην πατρίδα του την Ιταλία, ή την πόλη του το Τορίνο, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Τζοβάνι Ανιέλι υπήρξε ο επιχειρηματίας που ενέπνευσε όλους τους επίδοξους επιχειρηματίες της χώρας του, αλλά και τους άνδρες γενικότερα. Όχι γιατί έσπειρε κι έδρεψε επιχειρηματικούς άθλους -πολλοί υποστηρίζουν μάλιστα το αντίθετο-, αλλά βασικά γιατί συγκέντρωνε καθετί που μπορεί να ξετρελάνει μια γυναίκα και να προξενήσει τη ζήλια σύσσωμου του ανδρικού πληθυσμού: εκλεκτή οικογένεια, που με κάποια επιτήδεια συμπεθεριά, έφθασε σε υψηλές βαθμίδες της διεθνούς αριστοκρατίας, με μπόλικους «Ντε» και «Φον» ανάμεσα στα μέλη της, χρήματα, πολιτική ισχύ κι ας μην εμπιστευόταν καθόλου τους πολιτικούς, άψογο παρουσιαστικό playboy και εξαιρετικό savoir faire, και εκείνη τη σκληρή καρδιά, ικανή να κάνει θραύση ανάμεσα στις γυναίκες οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης κι εθνικότητας. Τον αδικούμε; Καθόλου, μια που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι «ο έρωτας είναι κάτι που αφορά τους υπηρέτες».
«Ο κόσμος», δήλωνε ακόμα, «χωρίζεται σε αυτούς που μιλούν για γυναίκες και σε αυτούς που μιλούν με τις γυναίκες. Εγώ, προτιμώ να μιλώ με τις γυναίκες». Γεννημένος στο Τορίνο, από τον Εδουάρδο, γιο του μυθικού Τζοβάνι, που είχε τη φαεινή ιδέα της πρώτης ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας, και από την Αμερικανή Βιρτζίνια Μπέρμπον ντελ Μόντε. Ήταν δεύτερος από τα επτά παιδιά της οικογένειας και πρώτος από τα αγόρια.
Το ταλέντο για αρχηγία είναι κάτι που τον χαρακτηρίζει ήδη από την παιδική του ηλικία. «Το θεωρούσαμε φυσιολογικό να ζητούμε πάντα τη γνώμη του», θα δηλώσει χρόνια αργότερα η αδελφή του, Susanna. Αγαπημένο εγγόνι του παππού Γερουσιαστή που αφήνει την επιχείρηση στα χέρια του καθηγητή Vittorio Valetta όσο ο Τζάνι πρωταγωνιστεί στις νυχτερινές κραιπάλες της Κυανής Ακτής, ξέρει από νωρίς τι θέλει και πώς να το αποκτήσει.
«Ή εσείς ή εγώ», θα του πει κάποια επίμαχη στιγμή ο Valetta, έτοιμος να παραιτηθεί από τον ρόλο του προς όφελος του καινούριου αφεντικού -κι εδώ είναι που ο νεαρός Τζάνι θα απαντήσει «Εσείς, κύριε καθηγητά μου» και θα πετάξει μακριά από τις οικογενειακές υποχρεώσεις για κάποια ακόμα χρόνια. Ώσπου να επιστρέψει δριμύτερος και χορτασμένος στον ρόλο που του επιφύλαξε η τύχη και η οικογένεια, ήδη σαραντάρης και πολυταξιδεμένος.
Στη μεγάλη έκθεση που η πατρίδα του τού αφιερώνει πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, μπορεί κανείς να θαυμάσει όλο το charm του «Δικηγόρου» που γέμιζε τον φακό και τρυπούσε την οθόνη της τηλεόρασης για να κρατήσει σχεδόν υπνωτισμένο τον θεατή. Κανείς άλλος επιφανής άνδρας της Ιταλίας δεν έχει βγει τόσο απίστευτα γοητευτικός -σαν άπιαστο όνειρο- όσο ο Τορινέζος βασιλιάς της βιομηχανίας του αυτοκινήτου. Απούσα από τα εγκαίνια της έκθεσης η πολυαγαπημένη κόρη του Μαργαρίτα, ενσπείρει ήδη την υποψία γι’ αυτό που ο κόσμος ξέρει καλά αλλά τείνει να αγνοεί. Ότι δηλαδή ακόμα και η ζωή των μεγιστάνων μπορεί να κρύβει δράματα και πίκρες ίδιες με αυτές των κοινών θνητών.
H Ζωή του Ανιέλι δεν υπήρξε πάντα ρόδινη. Αν είναι κάτι που πρέπει να του αναγνωρίσουμε αναμφισβήτητα είναι η ικανότητά του να προσπερνά κάθε είδους δυσκολίες και να τραβάει ακάθεκτα προς τον στόχο του: Να κρατήσει τις οικογενειακές επιχειρήσεις και να τις σώσει από κάθε κοινωνική ή πολιτική ανακατάταξη, προς όφελος φυσικά της ίδιας της οικογένειας και των πολυάριθμων μελών της.
Ορφανός από πατέρα στην τρυφερή ηλικία των 14 ετών, θα μεγαλώσει κάτω από την ισχυρή φυσιογνωμία του παππού του, που τον προόριζε από νωρίς για διάδοχό του. Μερικά χρόνια αργότερα θα χάσει και τη μητέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Όμως στην οικογενειακή αυτοκινητοβιομηχανία θα φτάσει σε ηλικία 46 ετών. Έπειτα από την παρένθεση του πολέμου που θα τον βρει να μάχεται στο ρωσικό μέτωπο, θα χαρεί τη ζωή του όσο κανείς άλλος, σπουδάζοντας, ταξιδεύοντας, φλερτάροντας τις όμορφες και πλούσιες γυναίκες και οδηγώντας γρήγορα αυτοκίνητα, ακολουθώντας την παραίνεση του παππού που τον συμβούλευσε να του δώσει να καταλάβει προτού πέσει με τα μούτρα στον σκληρό κόσμο των επιχειρήσεων.
Το 1952 κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του όταν, τρέχοντας από το Τορίνο στο Μόντε Κάρλο, θα συγκρουσθεί με ένα άλλο αυτοκίνητο. Η τότε κοπέλα του και μετέπειτα νύφη του Ουίνστον Τσόρτσιλ θα του παρασταθεί με υποδειγματικό τρόπο και θα τον βοηθήσει να αναρρώσει Θα μείνουν φίλοι σε όλη τη ζωή τους. Το δυστύχημα όμως θα του αφήσει μια μόνιμη αναπηρία στο δεξί πόδι.
Ο αγαπημένος τόπος διαμονής του νεαρού κληρονόμου, εκείνα τα τρελά χρόνια της νιότης, είναι φυσικά η Κυανή Ακτή. Διαθέτει ήδη γιοτ και προσωπικό αεροπλάνο και έναν κύκλο φίλων που περιλαμβάνει τον πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό, τον Αλί Χαν, τον Έρολ Φλιν και τον Πορφίριο Ρουμπιρόζα.
Το 1953 κι ενώ ακόμα χωλαίνει από το δυστύχημα, αποφασίζει να βάλει κάποιο όριο στην ξέφρενη ζωή του και παντρεύεται με τη Μαρέλα Καράτσολο ντι Καστανιέτο, μια νεαρή αριστοκράτισσα με υπέροχο μακρύ λαιμό, πράγμα που ξετρελαίνει τον ήδη διάσημο Αμερικανό φωτογράφο Ρίτσαρντ Αβεντον για τον οποίο ποζάρει. Αποτέλεσμα του θαυμασμού του Αβεντον για τη Μαρέλα, την οποίαν εύλογα αποκαλεί «κύκνο», μια υπέροχη φωτογραφία της που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα πιο ξακουστά μανεκέν της γενιάς της. Από τον γάμο του πρώην αχαλίνωτου Τζοβάνι και της αριστοκρατικής Μαρέλα γεννιούνται δύο παιδιά, η Μαργαρίτα κι ο Εντουάρντο.
Το 1963 άλλη μια οικογενειακή τραγωδία, η αυτοκτονία του αδερφού του, Τζόρτζιο. Κανείς δεν μιλά γι’ αυτόν, κανείς δεν πρέπει να μάθει λεπτομέρειες για τη ζωή του υπερευαίσθητου, κατά πως φαίνεται, εκείνου άνδρα.
Μέσα στη Fiat, η ζωή του Τζοβάνι -που στο μεταξύ προεδρεύει και της Γιουβέντους- δεν είναι απλή. Δεν αγαπά την ανανέωση, δεν ευνοεί τα καινούργια προγράμματα, την πρωτοπορία. Προτιμά την πολιτική της συντήρησης, της συνέχειας και της κατοχύρωσης των κεκτημένων.
Θεωρείται δύσπιστος, εγωκεντρικός, ενώ φημολογείται ότι βαριέται πολύ γρήγορα τους συνομιλητές του. Στη σκιά του Τζάνι παραμένει εσαεί ο αδελφός Ουμπέρτο, γαμπρός στην οικογένεια Πιάτζιο -που επινόησε τη θαυματουργή Βέσπα-, χαμηλού προφίλ αλλά κατά πολλούς ικανότατος επιχειρηματίας που προτιμά την πολιτική καριέρα στους χριστιανοδημοκρατικούς κόλπους. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 ο Τζάνι τον ορίζει διάδοχό του. Όμως, άλλη μια φοβερή κρίση στη Fiat που απαιτεί την επέμβαση των τραπεζών επιβάλλει, μέσω του παντοδύναμου διοικητή της Mediobanca, Ενρίκο Κούτσια, στον «Δικηγόρο» να αλλάξει τα σχέδιά του όσον αφορά το άτομο της οικογένειας που θα τον διαδεχτεί. Ο Ουμπέρτο, εν ολίγοις, πρέπει να μείνει από έξω.
Η μοίρα σαφώς δεν ευνοεί τον Ουμπέρτο, ο οποίος θα χάσει τον πολυαγαπημένο του γιο Τζοβανίνο, που θα πεθάνει από καρκίνο σε ηλικία σαράντα ετών. Ο Τζοβανίνο είναι κι ο αγαπημένος ανιψιός του Τζάνι, αυτός που προορίζεται τελικά ως ιδανικός διάδοχος της αυτοκρατορίας, ο πιο προικισμένος, κατά τον θείο Τζάνι, να αναλάβει τα ηνία της επιχείρησης. Το πένθος πλήττει την οικογένεια Ανιέλι με σκληρό τρόπο.
Ο «Δικηγόρος» διοικεί και μοιράζει τα αγαθά των οικογενειακών επιχειρήσεων ανάμεσα στα πολυάριθμα μέλη της οικογένειας χωρίς όμως να μπορεί να τους αφιερώνει παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας από τον πολύτιμο χρόνο του.
Σίγουρα πάντως τον συγκινεί η τέχνη σε σημείο να έχει μια από τις πιο σημαντικές συλλογές έργων τέχνης που σήμερα στεγάζεται στην Πινακοθήκη Μαρέλα και Τζοβάνι Ανιέλι στο Λινγκότο του Τορίνο.
Στο μεταξύ, κάθε εμφάνιση του «Δικηγόρου», που θα στεφθεί και γερουσιαστής της ιταλικής Βουλής, αποτελεί γεγονός κοινού ενδιαφέροντος που καλύπτεται από τον Τύπο.
Είτε χαϊδεύει ένα από τα σκυλιά του ράτσας χάσκι στο σπίτι του στο Σεν Μόριτς, είτε εμφανίζεται στο γήπεδο σε κάποιον αγώνα της Γιουβέντους, είτε στο τιμόνι του γιοτ του, ο κόσμος αντιγράφει το στυλ του, τα ρούχα του, τον τρόπο ομιλίας του.
Το 2000 ένα καινούργιο, αβάσταχτο πένθος πλήττει και πάλι τον Δικηγόρο. Ο μονάκριβος γιος του, Εντουάρντο, ένα πλάσμα ιδιαίτερα ευαίσθητο κι ανήσυχο, βρίσκεται νεκρός κάτω από γέφυρα έξω από το Τορίνο. Αιτία του θανάτου η αυτοκτονία.
Τώρα το ενδιαφέρον του παππού συγκεντρώνεται στον νεαρό εγγονό Τζον Ελκάν, γιο της Μαργαρίτα και του συγγραφέα Αλέν Ελκάν. Αυτός προορίζεται να διαδεχθεί τον «Δικηγόρο», ο οποίος σβήνει στις 24 Ιανουαρίου 2003, αρκετά καταβεβλημένος από την προχωρημένη ηλικία και τα αναπάντεχα οικογενειακά δράματα.
Ωστόσο, το... αουτσάιντερ Λάπο, αδελφός του Τζον, φαίνεται να έχει κληρονομήσει από τον παππού την άσβεστη δίψα για ζωή, ίσως με κάποια υπερβολή. Φυσιογνωμικά είναι το εγγόνι που του μοιάζει περισσότερο. Στο μεταξύ, η κόρη Μαργαρίτα κινεί δικαστική διαδικασία με σκοπό την αναθεώρηση της κληρονομιάς και ειδικά του μέρους που της αποδόθηκε.
Η Μαργαρίτα, 52 ετών αλλά με οκτώ παιδιά και δύο γάμους στο ενεργητικό της, ζει στην Ελβετία με τον σύζυγό της Σερζ ντε Παλάν. Ζωγραφίζει αγιογραφίες, έχοντας μάλιστα σπουδάσει στο Ινστιτούτο Ορθόδοξης Θεολογίας Σεν Σερζ του Παρισιού, ασχολείται με αγαθοεργίες και ταράζει τα φαινομενικά ήρεμα ύδατα των 170 μελών της οικογένειας με τις δηλώσεις της. «Εύχομαι να σπάσει επιτέλους αυτός ο τοίχος της σιωπής και να ριχτεί φως στην υπόθεση της περίπλοκης κληρονομιάς του πατέρα μου, που έφυγε χωρίς να αφήσει διαθήκη. Η κληρονομιά αφορά εμένα και τη μητέρα μου, αλλά πολλές ερωτήσεις έχουν μείνει χωρίς απάντηση. Εδώ και πέντε χρόνια προσπαθώ να κάνω τους διαχειριστές να μου δώσουν έναν λεπτομερή λογαριασμό...».
Ο λεπτομερής λογαριασμός δεν φαίνεται όμως να έρχεται και στο μεταξύ η κατάσταση των σχέσεων της Μαργαρίτα με τη μητέρα της όσο και με τα ίδια τα παιδιά της, Τζον και Λάπο, δεν είναι ιδανική. Αναμένοντας τη συνέχεια της ιστορίας της οικογένειας Ανιέλι, μας μένουν οι φωτογραφίες που έρχονται να μας θυμίσουν ότι διαχρονικές φυσιογνωμίες του μεγέθους του «Δικηγόρου» γεννιούνται σπάνια.
«Ο Μύθος Ανιέλι», συνεχίζει η Μαργαρίτα «είναι ένα φαινόμενο που ακολουθεί την πορεία του, έχει τη δική του λογική, κι αν έκανε τους άλλους να ονειρεύονται, αυτό συνέβαινε χάρη στο ταλέντο του πατέρα μου που το ενσάρκωνε. Το θέμα αυτό ήταν κάτι που δεν αφορούσε ούτε εμένα ούτε τον αδελφό μου. Κατά κάποιον τρόπο, για εμάς ήταν κάτι πολύπλοκο, θα έλεγα μάλιστα και κάτι που μας προκαλούσε ασφυξία. Γι’ αυτό, ενστικτωδώς, προσπάθησα να προστατεύσω τον εαυτό μου. Αυτό μου επέτρεψε να ξεφύγω και να χτίσω αλλού, μια δική μου προσωπικότητα. Ο σκοπός της ζωής μου δεν ήταν να ταυτιστώ με τον πατέρα ή να μοιραστώ μαζί του το ίδιο χάρισμα».
Πάτερ Φαμίλιας
Έμβλημα του καπιταλισμού α λα ιταλικά, ένας ισχυρός όσο και χαρισματικός άνδρας, αγαπητός αλλά και μισητός, άφησε το στίγμα του σε όλους τους τομείς της μοντέρνας Ιταλίας. Αγάπησε την τέχνη, τα αυτοκίνητα, το ποδόσφαιρο, τα σκυλιά του, τις γυναίκες και τα κότερα. Μα πάνω από όλα δούλεψε για το καλό της φαμίλιας του, έναν... στόλο 170 ατόμων που χάρη στο ταλέντο του «Δικηγόρου» δεν θα χρειαστεί ποτέ να ανησυχήσουν σοβαρά για το μέλλον τους. Όμως, σκιές και σύννεφα θολώνουν τον αίθριο ουρανό του πλούτου και της αίγλης καθώς κάποιοι, η μοναχοκόρη του για παράδειγμα, δεν μοιάζει να είναι απόλυτα πεπεισμένη για τη μοιρασιά. Και ζητά διευκρινίσεις.