Ο Αργεντίνος –και πολιτογραφημένος Γάλλος- κεντρικός αμυντικός και αργότερα προπονητής Ελένιο Ερέρα (Helenio Herrera Gavilán), γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1910, στο Μπουένος Άιρες. Είναι περισσότερο γνωστός για την τεράστια επιτυχία του με την Ίντερ του Μιλάνου, γνωστή ως «Grande Inter» (Η Μεγάλη Ίντερ) στη δεκαετία του 1960. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, κατέκτησε τέσσερις τίτλους πρωταθλητή στην ισπανική La Liga, με την Ατλέτικο Μαδρίτης και της Μπαρτσελόνα και τρεις τίτλους πρωταθλητή της ιταλικής Serie A με την Ίντερ. Επίσης, καθοδήγησε την Ίντερ στην ευρωπαϊκή της δόξα, κατακτώντας δύο διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών, μεταξύ πολλών άλλων τίτλων. Θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Προπονητές Όλων των Εποχών. Τον Ιανουάριο του 2017, ονομάστηκε ως ένας από τις 10 Μεγαλύτερες Προπονητές από την ίδρυση της UEFA, το 1954.
Ήταν αναμφισβήτητα ο πρώτος προπονητής που του πιστώθηκαν -ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ- οι επιδόσεις των συλλόγων για τους οποίους εργάστηκε, για να γίνει ένας σούπερ σταρ στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι προπονητές είχαν έναν πιο περιθωριοποιημένο ρόλο σε μια ομάδα. Μέχρι την δεκαετία του 1960, όλες οι ομάδες, σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν γνωστές μέσα από προβεβλημένους και μεμονωμένους παίκτες τους, τους Σούπερ Σταρ κάθε μιας από αυτές, όπως π.χ. η Ρεάλ του Ντι Στέφανο (Alfredo Di Stefano), ή η Μπενφίκα του Εουσέμπιο (Eusebio) κ.λ., ενώ η Ίντερ κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, εξακολουθεί να αναφέρεται ως «Η Ίντερ του Ερέρα».
Ήταν αναμφισβήτητα ο πρώτος προπονητής που του πιστώθηκαν -ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ- οι επιδόσεις των συλλόγων για τους οποίους εργάστηκε, για να γίνει ένας σούπερ σταρ στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι προπονητές είχαν έναν πιο περιθωριοποιημένο ρόλο σε μια ομάδα. Μέχρι την δεκαετία του 1960, όλες οι ομάδες, σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν γνωστές μέσα από προβεβλημένους και μεμονωμένους παίκτες τους, τους Σούπερ Σταρ κάθε μιας από αυτές, όπως π.χ. η Ρεάλ του Ντι Στέφανο (Alfredo Di Stefano), ή η Μπενφίκα του Εουσέμπιο (Eusebio) κ.λ., ενώ η Ίντερ κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, εξακολουθεί να αναφέρεται ως «Η Ίντερ του Ερέρα».
Γεννημένος από Ισπανούς μετανάστες, αφού ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και εξορίστηκε στην Αργεντινή, ως αναρχικός. Το 1920, μετακόμισε στην
Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο, που ήταν γαλλική αποικία. Εκεί, απέκτησε την γαλλική
του υπηκοότητα. Αξίζει να σημειωθεί πως η ημερομηνία γέννησής του ακόμη δεν
έχει επιβεβαιωθεί, καθώς εικάζεται πως ο Ερέρα άλλαξε την χρονολογία από 1910
σε 1916!
Ο μικρός Ερέρα ασχολήθηκε από νωρίς με το ποδόσφαιρο,
παίζοντας σε μικρές ομάδες, όπως η Ρασίνγκ Καζαμπλάνκα, η Πιτό, η Σταντ Φρανσέ
και αγωνιζόταν στη θέση του αμυντικού, αλλά πέρασε μάλλον απαρατήρητος. Είχε από νεαρή ηλικία μία θεωρία για το
άθλημα, την οποία εξέφραζε και ως παίκτης. Σε ένα παιχνίδι που η ομάδα του ήταν
μπροστά στο σκορ, ο ίδιος σκέφτηκε να παραμείνει λίγο πιο πίσω από όλους τους
συμπαίκτες του, με αποτέλεσμα να «καθαρίζει» κάθε φάση που δημιουργούσε ο
αντίπαλος. Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε καθοριστική για την έκβαση του
συγκεκριμένου αγώνα και καταλυτική για τη μετέπειτα πορεία του, τόσο σαν
ποδοσφαιριστής, όσο και από τη θέση του προπονητή. Στα 34 του χρόνια, το 1945, ο
ιδιαίτερα ατάλαντος αμυντικός, αποφάσισε να ασχοληθεί με την προπονητική, περνώντας
στην άκρη του πάγκου και να δοκιμάσει ως
τεχνικός.
Στη Βαρκελώνη, ο Ερέρα έμεινε για δύο χρόνια και ήρθε σε σύγκρουση με αρκετούς παίκτες οι οποίοι δεν άντεχαν τις μεθόδους τους. Ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε την τακτική της απόσυρσης της ομάδας σε ξενοδοχείο πριν από τους αγώνες, καθιέρωσε την καλοκαιρινή προετοιμασία, έστελνε ανθρώπους της ομάδας για εφόδους στα σπίτια των παικτών, πραγματοποιούσε διπλές προπονήσεις, απαγόρευσε το ξενύχτι και το αλκοόλ. Διατηρούσε μάλιστα ξεχωριστό φάκελο για κάθε παίκτη, με κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Παίκτες όπως ο Λάσλο Κούμπαλα (László Kubala) που ήταν... γερό ποτήρι, αδυνατούσαν να προσαρμοστούν, με αποτέλεσμα ο Ερέρα να μη μακροημερεύσει στη Βαρκελώνη. Αναγκάστηκε να αποχωρήσει το 1960, παρά τα δύο πρωταθλήματα που κατέκτησε!
Ίντερ: Η «Γη της Επαγγελίας»!
Η καριέρα του εκτοξεύτηκε όταν τον πήρε, το 1960, o
Άντζελο Μοράτι (Angelo Moratti) στην Ίντερ, για να φτιάξει την ομάδα του
Μιλάνου. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως οι ιταλικές ομάδες λειτουργούν καλύτερα
όταν στηρίζονται στην άμυνα. Έτσι άλλαξε το σύστημα σε 5-3-2, το οποίο του
εξασφάλιζε συμπαγή άμυνα αλλά και αντεπιθέσεις - φωτιά. Μπόρεσε να εφαρμόσει
αυτό που είχε στο μυαλό του. Μεγαλούργησε με το περίφημο «κατενάτσιο», εμπνευστής
του οποίου υπήρξε τουλάχιστον μια εικοσαετία νωρίτερα, ο μεγάλος Αυστριακός
τεχνικός Κάρλ Ράπαν (Karl Rappan). "Αυτός βρήκε το κατενάτσιο, αλλά εγώ
το... μπετόν. Δική μου εφαρμογή είναι αυτό το παιχνίδι" έλεγε ο Ερέρα,
όταν του θύμιζαν τον Ράπαν. Αποκαλούσε "μπετόν" το παιχνίδι που
εφάρμοζε και είναι κλασική η ατάκα του: "Taca la bala". Αυτή την
ατάκα του, χρησιμοποίησε και η σύζυγός του, Φιόρα Γκαντόλφι (Fiora Gandolfi),
ως τίτλο στο βιβλίο που εξέδωσε μετά το θάνατό του και ουσιαστικά σήμαινε:
"Κόλλα πάνω στην μπάλα", αφού ζητούσε από τους παίκτες του να είναι
ένα με την μπάλα και να μην... χαλάνε το παιχνίδι με περίτεχνες ενέργειες που
φέρνουν μεν τον κόσμο στα γήπεδα, αλλά συνήθως χάνουν τα ματς (!), όπως τους
έλεγε.
Στα ιταλικά η μπάλα λέγεται palla, αλλά επειδή στην Ίντερ είχε πολλούς παίκτες από την περιοχή του Βένετο, όπου η μπάλα λέγεται bala, χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο. Είχε τους κατάλληλους παίκτες, ο συνδετικός κρίκος, όμως και μπαλαντέρ του Ερέρα στη «Μεγάλη Ίντερ», ήταν ο βιρτουόζος Iσπανός μέσος Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez), τον οποίο έφερε από τη Βαρκελώνη, χρησιμοποιώντας ένα τέχνασμα. Ο Σουάρεθ ήταν δύσπιστος για τη δυναμική της Ιντερ, με τον Ερέρα να τον προσκαλεί να δει ένα παιχνίδι της ομάδας. Ο Ισπανός μέσος δεν πίστευε στα μάτια του αφού στο παιχνίδι που παρακολούθησε η Ιντερ έκανε τραγική εμφάνιση.
"Μου είπε να έρθω να δω την ομάδα, για να καταλάβω
πόσο μεγάλη είναι. Τους είδα σε ένα παιχνίδι με την Κατάνια, αλλά δεν
βλέπονταν. Όταν τον ρώτησα γιατί είναι τόσο κακή η ομάδα, μου απάντησε: «Αυτοί
που βλέπεις είναι τα... δεύτερα». Με έπεισε τελικά να έρθω και όταν πήραμε το
πρώτο πρωταθλητριών, είχα καταλάβει πως αυτοί που είχα δει ήταν οι παίκτες της
πρώτης ομάδας, που απλά δεν είχαν παίξει καλά σε εκείνο το παιχνίδι. Με είχε
κοροϊδέψει, αλλά δικαιώθηκε" εξομολογήθηκε ο Λουίς Σουάρεθ στην "Gazzetta
Dello Sport". Όταν ο Σουάρεθ κατάλαβε πως παραπλανήθηκε ήταν αργά, αφού
ήταν ήδη παίκτης της Ιντερ.
Το σύστημα της επιτυχίας
Έδωσε στους υπόλοιπους εντολή για προσωπικό μαρκάρισμα στους αντίπαλους επιθετικούς και άφησε ελεύθερους στην επίθεση τρεις παίκτες. Ο σχηματισμός του ήταν σαν 5-3-2 και οι παίκτες του ήταν οι κατάλληλοι. Στην Ίντερ χρησιμοποιούσε τον Αρμάντο Πίκι (Armando Picchi) γι' αυτό το ρόλο, που βοηθούσε τον Ταρσίτσιο Μπούρνιτς (Tarcisio Burgnich) και τον Αριστίντε Γκουαρνέρι (Aristide Guarneri). Ο Πίκι ήταν ο ιδανικός «σουίπερ» και ο Τζιασίντο Φακέτι (Giacinto Facchetti) μετατράπηκε σε φουλ μπακ. Ο Ερέρα δεν χρησιμοποιούσε στην πεντάδα της άμυνας ακραίους μπακ, αλλά φουλ-μπακ, τα οποία είχαν τον ρόλο να βοηθούν τον λίμπερο αλλά και να ανεβαίνουν γρήγορα στη επίθεση. Στις δηλώσεις του, ωστόσο, πάντα αρνιόταν πως έπαιζε αμυντικά!
Ο στόχος του δαιμόνιου προπονητή ήταν να υποχρεώσει τον
αντίπαλο να «ανοιχτεί», αφού δυσκολευόταν να βρει κενούς χώρους. Όταν συνέβαινε
αυτό, έμπαινε σε εφαρμογή το σύστημα των γρήγορων αντεπιθέσεων. Κάθε φορά που η
μπάλα χανόταν, η Ιντερ ήταν σε θέση αντεπίθεσης! Οι παίκτες κινούνταν παράλληλα
σαν σύρτης πόρτας για την κάλυψη των κενών χώρων! Παίκτης - κλειδί εκεί ήταν ο
Σουάρεθ, ο επιτελικός μέσος που διέθετε την απαραίτητη τεχνική για να βγάζει
μακρινές μπαλιές ακριβείας προς τους δύο επιθετικούς, Μάριο Κόρσο (Mario Corso)
και Ζαΐρ (Jair da Costa). Τα "τρία πουλιά", όπως ονομάστηκαν οι τρεις
αυτοί παίκτες, εκμεταλλεύονταν άριστα τον κενό χώρο, φτάνοντας εύκολα στο γκολ.
Με το κατενάτσιο στην Ιντερ, ο Ερέρα κατέκτησε τρία πρωταθλήματα Ιταλίας (1963, 1965, 1966), δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών (1964, 1965) και άλλα δύο Διηπειρωτικά, κόντρα στην Ιντεπεντιέντε τις ίδιες χρονιές, αλλά επικρίθηκε όσο κανείς άλλος. Το θέαμα πολλές φορές ήταν αποκρουστικό, οι νίκες συχνά ήταν με 1-0 και οι περίτεχνες ενέργειες των παικτών που περίμενε ο κόσμος, απουσίαζαν από την ομάδα του Μιλάνου. Η μπετόν - μέθοδος του «Taca la bala», ήταν αποτελεσματική και το τελευταίο που ενδιέφερε τον Ερέρα ήταν τα σχόλια του Τύπου και των ηττημένων αντιπάλων. Οι επικριτές του επέμεναν ότι καταστρέφει το θέαμα και κατά συνέπεια το ποδόσφαιρο, με την αμυντική τακτική. Ο Ερέρα απαντούσε: "Έχετε ξαναδεί νίκες με τόσο μεγάλα σκορ στην Ίντερ; Μάλλον όχι". Έχοντας άλλωστε παίκτες όπως ο Σάντρο Ματσόλα (Sandro Mazzola), ο Σουάρεθ, ο Φακέτι, ο Μπούρνιτς, ο Κόρσο, ο Ζαΐρ, είχε τη δυνατότητα να προσφέρει και θέαμα. Αντίθετα, το "κατενάτσιο", που αποτέλεσε από τότε την ιταλική συνταγή (ιδιαίτερα των αδύναμων ομάδων), όταν δεν είχες καλούς παίκτες, επρόκειτο αναμφίβολα για κακοποίηση του ποδοσφαίρου.
O "Habla Habla", όπως ήταν το παρατσούκλι του
επειδή μιλούσε πολύ (Habla σημαίνει Μίλα στα ισπανικά), είχε αφήσει εποχή με
τις ατάκες που έλεγε στους παίκτες, αλλά και γενικότερα. Στα αποδυτήρια,
συνήθιζε να τους λέει: "Πρώτα θα προπονήσω το μυαλό σας και μετά το σώμα
σας. Άλλωστε το δεύτερο μπορείτε να το κάνετε και εσείς". Τους προέτρεπε
να διαβάζουν βιβλία και να μορφώνονται, καθώς θεωρούσε πως ένα «γυμνασμένο»
μυαλό θα έπαιρνε καλύτερα μια απόφαση ακόμη και μέσα στο γήπεδο. Επίσης, έδινε
ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της διαχείρισης του Τύπου. Μάλιστα, όταν κάποια
στιγμή, πριν από έναν αγώνα, ένας παίκτης του δήλωσε ότι «ήρθαμε να παίξουμε
στη Ρώμη», ο Ερέρα τον απέκλεισε από την ομάδα γιατί αυτό που έπρεπε να πει
ήταν ότι «ήρθαμε να κερδίσουμε στη Ρώμη».
Κάποια χρονιά είχε "φάει" τον Μοράτι να απομακρύνει τον Κόρσο, αλλά ο πρόεδρος της Ίντερ είχε αδυναμία στον παίκτη και τελικά τον κράτησε. Όταν οριστικοποιήθηκε η παραμονή του, ο Ερέρα έπιασε τον παίκτη και του είπε: "Σε ήθελα και έμεινες με δική μου εισήγηση". Σε κάποια παιχνίδια που η Ίντερ νικούσε πολύ άνετα, ο Ερέρα συνήθιζε να λέει στους δημοσιογράφους: "Σήμερα νικήσαμε χωρίς καν να κατέβουμε από το λεωφορείο", ενώ επέμενε να επισημαίνει στους παίκτες του: "Να αποφεύγετε τη μονοτονία, στην ομιλία σας, στην προπόνηση και στο φαγητό σας". Επίσης ένα κλασικό ρητό του ήταν το: "Η σιωπή είναι δύναμη", ενώ δεν ξεχνούσε να επισημαίνει ότι: "Το στιλ πρέπει πάντα να μπαίνει σε όρια". Όσο για τα λάθη, έλεγε στους παίκτες του: "Είναι το χειρότερο πράγμα να κάνει ένα λάθος από μια ιδέα ενός άλλου".
Οι τακτικές του Ερέρα άρχιζαν να φθίνουν από τη δεκαετία
του 1970, κυρίως μετά την εμφάνιση του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου από τους
Ολλανδούς. Το κατενάτσιο μπορεί να μη χάθηκε, αλλά όπως υποστήριζε ο Ερέρα
«κακοποιήθηκε» στη συνέχεια από προπονητές που νόμιζαν ότι βάζοντας πολλούς
παίκτες στην άμυνα, θα έπαιρναν θετικό αποτέλεσμα.
Ο πιο ακριβοπληρωμένος στον κόσμο…
Ήταν ο πρώτος προπονητής στην ιστορία που πέρασε από 2
εθνικές ομάδες, παράλληλα με την Ίντερ στην οκταετία (1960-1968) που ήταν στον
πάγκο της. Είχε αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Ισπανίας (1959-1962), αλλά και
της Ιταλίας (1966-1967). Μετά την Ίντερ, πήγε στη Ρόμα, η οποία προσέφερε στον
Ερέρα το ποσό των 150 χιλιάδων λιρών ετησίως, κάτι το οποίο έκανε τον Αργεντίνο
τον πιο ακριβοπληρωμένο τεχνικό του κόσμο. Με τους «τζιαλορόσι» κατέκτησε ένα
Κύπελλο Ιταλίας ωστόσο το 1970 απολύθηκε λόγω ενός τραγικού συμβάντος. Σ’ ένα
παιχνίδι με την Κάλιαρι, ο επιθετικός της Ρόμα, Τζουλιάνο Τάκολα (Giuliano
Taccola), δεν αισθανόταν καλά και ζήτησε να μην παίξει ενώ είχε και υψηλό
πυρετό. Ο Ερέρα επέμενε να τον χρησιμοποιήσει και ο Τάκολα άφησε την τελευταία
του πνοή στα αποδυτήρια, με τον πρόεδρο της Ρόμα, Άλφιο Μαρκίνι (Alvaro “Alfio” Marchini), να αποφασίζει άμεσα
την απόλυση του Ερέρα.
Το 1973 επιστρέφει στην Ίντερ, ωστόσο η καρδιά του τον προδίδει και έτσι, μετά το έμφραγμα που παθαίνει, αποσύρεται στην Βενετία. Όμως, το μεράκι του και η αγάπη του για το ποδόσφαιρο, δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να ησυχάσει. Το 1978, αναλαμβάνει την Ρίμινι και ένα χρόνο αργότερα επιστρέφει στην Βαρκελώνη, όπου το 1981 αποσύρεται οριστικά από τους πάγκους, κατακτώντας το Κύπελλο Ισπανίας.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
- Roches Noires
- 1931/32: RC Casablanca
- 1932/33: CASG Paris
- 1933–1935: Stade Français Football
- 1935–1937: Olympique Football Club de Charleville-Mézières
- 1937–1939: Excelsior Athlétic Club de Roubaix
- 1940–1942: Red Star Olympique Football Club
- 1942/43: Stade Français Football
- 1943/44: EF Paris-Capitale
- 1944/45: Puteaux SM
Προπονητική καριέρα
- 1944/45: Puteaux SM
- 1945–1948: Stade Français Football
- 1948/49: Real Valladolid Club de Fútbol
- 1949–1952: Club Atlético de Madrid
- 1952: Club Deportivo Málaga
- 1953: Real Club Deportivo de La Coruña
- 1953–1957: Sevilla Fútbol Club
- 1957/58: Clube de Futebol Os Belenenses
- 1958–1960: Futbol Club Barcelona
- 1960–1968: Football Club Internazionale Milano
- 1968–1970: Associazione Sportiva Roma
- 1973/74: Football Club Internazionale Milano
- 1978/79: Associazione Calcio Rimini 1912
- 1979–1981: Futbol Club Barcelona
Τίτλοι
Με την Atlético de Madrid
Με την Barcelona
- Πρωτάθλημα Ισπανίας: 2 (1958/59, 1959/60)
- Κύπελλο Ισπανίας: 2 (1958/59, 1980/81)
- Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων: 2 (1955/58, 1958/60)
Με την Inter
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 3 (1962/63, 1964/65, 1965/66)
- Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1963/64, 1964/65)
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1964, 1965)
Με την Roma
- Κύπελλο Ιταλίας: 1968/69
Προσωπικές Διακρίσεις
- Μέλος του Hall of Fame του ιταλικού Ποδοσφαίρου: 2015