Ο (Δυτικο)-Γερμανός κεντρικός επιθετικός Χορστ Χρούμπες (Horst Hrubesch), γεννήθηκε στις 17 Απριλίου του 1951 στο Χαμ της βόρειας Βεστφαλίας, στην κοιλάδα του Ρουρ. Με το παρατσούκλι (Das Kopfball-Ungeheuer» (Το Τέρας της Κεφαλιάς), έμεινε στη Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία για τις δεξιότητες του ως σέντερ φορ, δικαιώνοντας απόλυτα τον χαρακτηρισμό. Ξεκίνησε σχετικά αργά την ποδοσφαιρική του καριέρα, αφού αγωνιζόταν σε μικρούς ερασιτεχνικούς συλλόγους μέχρι την ηλικία των 24 ετών, όταν και υπέγραψε στη Ροτ-Βάις του Έσεν. Εκεί τον είδαν από το Αμβούργο και τον απέκτησαν το 1978. Στους «δεινόσαυρους» εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο παραγωγικά σεντερ φορ στην ιστορία της γερμανικής Μπουντεσλίγκα, με 96 γκολ σε μόλις 159 αγώνες και σύντομα κλήθηκε και στην Δυτικογερμανική εθνική ομάδα. Σχηματίζεται μια επίθετική συνεργασία με τον συμπαίκτη του, τόσο σε συλλογικό, όσο και σε εθνικό επίπεδο, τον Μάνφρεντ Καλτζ (Manfred Kaltz), αξιοποιώντας στο έπακρο τις περίφημες σέντρες του. Πρωταθλητής Γερμανίας τρεις φορές, κατέκτησε επίσης το Κύπελλο Πρωταθλητριών με το Αμβούργο το 1983, όντας ο αρχηγός στο 1-0 εναντίον της Γιουβέντους στον τελικό της Αθήνας. Έκανε μόλις 21 διεθνείς συμμετοχές με 6 γκολ, κατακτώντας το Euro του 1980
Παρότι γεννημένος στη Κοιλάδα του Ρουρ, δεν έμελλε να κάνει καριέρα σε καμιά απ τις δύο μεγάλες δυνάμεις της περιοχής, τη Σάλκε και τη Μπορούσια Ντόρτμουντ, αν και οι τελευταίες του "παραστάσεις", ήταν με την κίτρινη φανέλα. Μέχρι να φτάσει εκεί όμως,
είχε ζήσει μέρες δόξας με το Αμβούργο και τη "νασιονάλμανσαφτ". Η αρχή της διαδρομής ξεκίνησε απ’ τις μικρές ερασιτεχνικές
ομάδες της περιοχής του Χαμ, τη Πέλκουμ, τη Γκερμάνια Χαμμ, τη Χάμμερ SvVg, και
SC Βεστίνεν, ώσπου το 1975, στα 24 του χρόνια, μεταγράφηκε στη Ρόιτ Βάις του Έσεν,
με την οποία οργίασε! Σχεδόν σε κάθε παιχνίδι, σημείωνε απαραιτήτως ένα γκολ,
κάτι που το μαρτυρούν τα 80 τέρματα του σε 93 συμμετοχές. Μετά από 3 χρόνια
παρουσίας κι αφού βγήκε 1ος σκόρερ της Β’ γερμανικής κατηγορίας, το 1977/78, ήρθε η μεγάλη πρόταση!
Το 1977, το Αμβούργο προκάλεσε σοκ στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο αγοράζοντας από τη Λίβερπουλ τον Κέβιν Κίγκαν (Kevin Keegan). Η σεζόν 1977/78 ξεκίνησε με μεγάλες προσδοκίες, αλλά το Αμβούργο τερμάτισε 10ο στη βαθμολογία, με τον Κίγκαν να ασφυκτιά από τα στενά μαρκαρίσματα και την έλλειψη βοήθειας στην επίθεση. Την ομάδα ανέλαβε ο Γιουγκοσλάβος προπονητής Μπράνκο Ζέμπετς (Branislav "Branko" Zebec) και αμέσως ενημέρωσε τη Διοίκηση ότι θα έκανε μετεγγραφή κεντρικού επιθετικού. Με ένα μεγάλο μπάτζετ στα χέρια, όλοι ανέμεναν την απόκτηση ενός μεγάλου ονόματος. Ο Ζέμπετς κατέπληξε τους πάντες. Έδωσε πενταροδεκάρες και επέλεξε τον 27χρονο Χορστ Χρούμπες που αγωνιζόταν στη 2η κατηγορία με τη Ροτ Βάις Έσεν. Ένα φορ-ντουλάπα, που μόλις 4 χρόνια πριν, αγωνιζόταν στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα.
Δυνατός, ογκώδης και με ύψος κοντά στο 1,90 ήταν ο φόβος και ο τρόμος των αμυντικών. Το κεφάλι του ήταν κάτι παραπάνω από κίνδυνος, γι΄ αυτό άλλωστε πήρε και το παρατσούκλι ««Das Kopfball-Ungeheuer»(Το Τέρας της Κεφαλιάς)!. Μάλιστα, τα 81 από τα 136 γκολ του στην πρώτη κατηγορία, προήλθαν απ το "χρυσό" κεφάλι του, αριθμός πραγματικά εντυπωσιακός! Εκείνη την εποχή, ο Ζέμπετς έχτιζε μια μεγάλη ομάδα στο Αμβούργο, με τον Χρούμπες να προστίθεται δίπλα στους υπάρχοντες, τον τερματοφύλακα Ρούντι Κάργκους (Rudolf „Rudi“ Kargus), τον δεξιό ακραίο αμυντικό Μάνφρεντ Κάλτζ (Manfred Kaltz), τον κεντρικό μέσο και οργανωτή της ομάδας Φέλιξ Μάγκατ (Wolfgang-Felix Magath), και τον Κέβιν Κίγκαν. Παροιμιώδης ωστόσο, έμεινε η συνεργασία του με τον δεξιό μπακ-χαφ και αρχηγό "Μάνι" Καλτζ, του οποίου οι σέντρες "ξυράφια" κατέληγαν κατά ριπάς στα δίχτυα των αντιπάλων από κεφαλιές του Χρούμπες.
Ο Τύπος έκραξε τον Ζέμπετς, αλλά η επιλογή του αποδείχτηκε λαχείο. Στη 1η χρονιά ο Χρούμπες δεν σκόραρε συχνά, αλλά με τη παρουσία του στη περιοχή, ο Κίγκαν αναγεννήθηκε και βγήκε πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, με το Αμβούργο να κατακτά τον πρώτο του τίτλο. Μετά, ανέλαβε πλήρως δράση ο γίγαντας. Που άρχισε να σκοράρει κατά βούληση. επίτευγμα που κατάφερε ξανά το 1982 και το 1983, υπό τις οδηγίες πλέον του Αυστριακού Έρνστ Χάπελ (Ernst Franz Hermann Happel), ενώ έφτασε στη 2η θέση τις σεζόν 1979/80 και 1980/81. Μαζί του, είχαν προστεθεί ο τερματοφύλακας Ούλι Στάιν (Ulrich “Uli“ Stein), ο ταλαντούχος αμυντικός Χόλγκερ Ιερόνυμους (Holger Hieronymus), ο ποιοτικός μέσος Βόλφγκανγκ Ρολφ (Wolfgang Rolff), ενώ ευτύχησε να έχει ως συμπαίκτη και τον "Κάιζερ" Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Anton Beckenbauer) από το 1980 έως το 1982. Επανέλαβε και το κατόρθωμα του πρώτου σκόρερ, αυτήν τη φορά στην κορυφαία κατηγορία τη σεζόν 1981/82. Η ευρωπαϊκή καταξίωση όμως δεν ήρθε αμέσως.
Τη σεζόν 1979/80, με δύο δικά του γκολ το Αμβούργο συντρίβει με 5-1 τη Ρεάλ και περνά στο τελικό του πρωταθλητριών, όπου στον τελικό της Μαδρίτης, η Νότιγχαμ Φόρεστ του αείμνηστου Μπράιαν Κλαφ (Brian Howard Clough) σοκάρει την Ευρώπη, κατακτώντας το δεύτερο σερί Κύπελλο Πρωταθλητριών με θύμα της αυτή τη φορά το Αμβούργο. Ένας τελικός, κατά τον οποίο ο Πίτερ Σίλτον (Peter Leslie Shilton) κατέβασε πραγματικά ρολά, αποκρούοντας ό, τι πήγαινε στην εστία του, με το μοναδικό τέρμα του Σκωτσέζου Τζον Ρόμπερτσον (John Neilson Robertson) να κρίνει τον τελικό. Ο χαμένος τελικός του Κυπέλλου UEFA το 1982 από τη Γκέτεμποργκ του Σβεν Γκόραν Έρικσον (Sven-Göran Eriksson) πείσμωσε το σύνολο του Χάπελ, με αποτέλεσμα ένα χρόνο αργότερα, στο νεόκτιστο ΟΑΚΑ στην Αθήνα, ο Χρούμπες ως αρχηγός να σηκώσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών, σ΄ έναν τελικό όπου το πλασέ του Μάγκατ αρκούσε να ηττηθεί η Γιουβέντους των πρωταθλητών κόσμου. Με τον σύλλογο, έγραψε ιστορία πετυχαίνοντας 96 γκολ σε 159 συμμετοχές.
Μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, έφυγε για το Βέλγιο και συγκεκριμένα τη Σταντάρ Λιέγης. Έμεινε δύο χρόνια, πρόσφερε, σκόραρε και μετά από 43 εμφανίσεις και 17 γκολ επέστρεψε στη Γερμανία για να κλείσει την καριέρα του. Η Μπορούσια Ντόρτμουντ τον ενέταξε στο δυναμικό της, στα 35 χρόνια του, με φανερά πλέον τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Μόλις 2 τέρματα σε 17 συμμετοχές ήταν το κύκνειο άσμα του ποδοσφαιρικά.
Στην καριέρα του, ευτύχησε να ζήσει και μεγάλες παραστάσεις με την εθνική ομάδα της τότε Δυτικής Γερμανίας, αρχής γενομένης από το EURO του 1980 στα ιταλικά γήπεδα. Με τον Κλάους Φίσερ (Klaus Fischer -μέγα γκολτζή, τότε της Σάλκε) να σπάει το πόδι του πριν τη διοργάνωση, ο Γιουπ Ντέρβαλ (Josef „Jupp“ Derwall) καλεί τον Χρούμπες στην αποστολή. Το αξιοπερίεργο είναι πως σε κανένα παιχνίδι του EURO δεν μπόρεσε να σκοράρει πλην του τελικού, όπου σημείωσε και τα δύο γκολ της ομάδας του ενάντια στο Βέλγιο του Ζαν-Μαρί Πφαφ (Jean-Marie Pfaff), του Έρικ Γκέρετς (Eric Maria Gerets) και του Γιαν Κέλεμανς (Jan Anna Gumaar Ceulemans), με το δεύτερο μάλιστα να προέρχεται με κεφαλιά "οβίδα" έπειτα από κόρνερ του Καρλ-Χάιντζ Ρουμενίγκε (Karl-Heinz "Kalle" Rummenigge). Ήταν βασικό στέλεχος και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, όταν οι Ιταλοί του Έντσο Μπέαρζοτ (Enzo Bearzot)έκαναν το θαύμα και νίκησαν με 3-1 τα "πάντσερ" στον τελικό. Συνολικά φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο σε 21 μόλις εμφανίσεις που συνοδεύτηκαν από 6 γκολ, για 2 μόνο χρόνια (1980-1982).
Για μία πενταετία θεωρείτο ο καλύτερος φορ της Ευρώπης στις κεφαλιές. Ο όγκος του και η δύναμη του προκάλεσαν διάφορα σχόλια. Στον ημιτελικό του Μουντάλ του 1982 σημείωσε το νικητήριο πέναλτι απέναντι στη Γαλλία. Τη στιγμή που έστηνε τη μπάλα στη βούλα, ο τηλεσχολιαστής του BBC, μετέδωσε. «Το κρισιμότερο πέναλτι της διοργάνωσης, θα εκτελέσει ο Χρούμπες ή αν προτιμάτε το… τέρας». Ο κεντρικός αμυντικός του Βελγίου στο τελικό του 1980, Λουκ Μίλεκαμπς (Luc Millecamps), που ήταν και αυτός ντερέκι, 1.85, δήλωσε πως « … το να μαρκάρεις τον Χρούμπες είναι σαν να προσπαθείς να σταματήσεις μία μπουλντόζα με τα χέρια!».
Σήμερα, συνεχίζει να προσφέρει στο ποδόσφαιρο, από το
πόστο του προπονητή. Από το 2000 είναι
προπονητής των μικρών εθνικών ομάδων (U-18, νέων) της χώρας του. Προηγουμένως,
είχε διατελέσει προπονητής στις Ροτ-Βάις Έσσεν, Βόλφσμπουργκ, Τιρόλ Ίνσμπρουκ, Χάνσα
Ρόστοκ, Ντυναμό Δρέσδης, Αούστρια Βιέννης, Σαμσουνσπόρ στη Τουρκία. Παράλληλα, μετά το
2000, είχε την ευθύνη της εθνικής Νέων Γερμανίας , την οποία έστεψε
πρωταθλήτρια Ευρώπης το 2008 και την εθνική U-18 Της Γερμανίας, την οποία οδήγησε
στην κατάκτηση του αντίστοιχου Euro του 2009. Επίσης, διετέλεσε βοηθός τεχνικού της εθνικής
Ανδρών της χώρας του.
PALMARES
Εφηβική καριέρα
- 1958–1970: Fußballclub Pelkum
Επαγγελματική καριέρα
- 1971: Turn- und Sportverein Germania 04 Hamm
- 1971/72: Hammer Spielvereinigung 03/04
- 1972–1975: Hammer SportClub Westtünnen
- 1975–1978: Rot-Weiss Essen, 93 (80)
- 1978–1983: Hamburger Sport-Verein, 159 (96)
- 1983–1985: Royal Standard Club de Liège, 43 (17)
- 1985/86: Ballspielverein Borussia 09 Dortmund, 17 (2)
Διεθνής
- 1980–1982: Δυτική Γερμανία, 21 (6)
Προπονητική καριέρα
- 1986/87: Rot-Weiss Essen
- 1988/89: Verein für Leibesübungen Wolfsburg Fußball
- 1991/92: Fußballclub Swarovski Tirol
- 1993: Fußballclub Hansa Rostock
- 1994/95: Sportgemeinschaft Dynamo Dresden
- 1995/96: Fußballklub Austria Wien
- 1997: Samsunspor Kulübü Derneği
- 2000: Γερμανία (βοηθός)
- 2000– : Γερμανία (ομάδες Εφήβων, Νέων)
Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Με το
Αμβούργο
- Πρωτάθλημα Γερμανίας: 3 (1978/79, 1981/82, 1982/83) και επιλαχών: 2 (1979/80, 1980/81)
- Κύπελλο UEFA: φιναλίστ 1981/82
- Κύπελλο Πρωταθλητριών: 1982/83 και φιναλίστ 1979/80
Διεθνείς
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1980
- Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ 1982
Προσωπικές Διακρίσεις
- Πρώτος Σκόρερ Γερμανικού Πρωταθλήματος: 1981–82
Ως προπονητής
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εφήβων: 2008
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων: 2009
ΠΗΓΕΣ: sportreview.gr
- sigmalive.com