Ο Άγγλος κεντρικός αμυντικός Μπόμπι Μουρ (Robert Frederick Chelsea "Bobby" Moore), γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1941 στο Μπάρκινγκ, ένα βορειανατολικό προάστιο του Λονδίνου. Συνδέθηκε άρρηκτα με τη γενέτειρά του, καθώς σε όλη τη του καριέρα θ’ αγωνιζόταν σε ομάδες του Λονδίνου. Ο αρχηγός της Γουέστ Χαμ για περισσότερο από δέκα χρόνια, ήταν ο αρχηγός της εθνικής ομάδας της Αγγλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Αμυντικούς Όλων των Εποχών, ενώ ονομάστηκε από τον Πελέ ως ο Καλύτερος Αμυντικός που είχε παίξει ποτέ εναντίον του. Ο Μπόμπι Μουρ είναι μέλος της Παγκόσμιας Ομάδας του 20ου Αιώνα. Κέρδισε συνολικά 108 διεθνείς συμμετοχές για την εθνική, επίδοση η οποία κατά τη στιγμή της απόσυρσής του από το διεθνές ποδόσφαιρο, το 1973, ήταν ένα εθνικό ρεκόρ. Αργότερα ξεπεράστηκε από τις 125 συμμετοχές του τερματοφύλακα Πίτερ Σίλτον (Peter Shilton), παραμένοντας ο ρέκορντμαν για παίκτη εντός παιδιάς, εκτός δηλαδή του τερματοφύλακα, μέχρι τον Μάρτιο του 2009, όταν ο Ντέιβιντ Μπέκαμ (David Beckham) έκανε την 109η. Ήταν ο πρώτος που εγκαταστάθηκε στο αγγλικό ποδοσφαιρικό Hall of Fame, όταν αυτό εγκαινιάστηκε το 2002, σε αναγνώριση των επιδόσεών του στο αγγλικό παιχνίδι ως ποδοσφαιριστής. Την ίδια χρονιά ονομάστηκε στη λίστα του BBC με τους 100 Μεγαλύτερους Βρετανούς της Ιστορίας.
Η πρώτη επαφή του με το ποδόσφαιρο, ήταν με την ομάδα του
Δημοτικού Σχολείου του Μπάρκινγκ, η οποία κέρδισε δύο συνεχόμενες φορές το
Κύπελλο Κρισπ Σιλντ, την δεύτερη φορά με τον Μπόμπι αρχηγό. Τελειώνοντας την
πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο Μουρ ήλπιζε ότι θα γινόταν δεκτός στο Τεχνικό Σχολείο
του Ανατολικού Έσσεξ, όπου ήδη βρίσκονταν και οι περισσότεροι φίλοι του. Προς
μεγάλη του απογοήτευση, βρέθηκε στο Σχολείο «Τομ Χουντ» στο Λούτον, όπου έπρεπε
να σηκωνόταν στις 7:00 το πρωί και να επιστρέφει γύρω στις 05:00 το απόγευμα. Η
καθημερινότητα του αυτή, τον οδήγησε σε εξάντληση, αναγκάζοντας τους γονείς του
να επισκεφθούν το γιατρό, ο οποίος ήταν κατηγορηματικός. Το παιδί έπρεπε να
μεταφερθεί σε σχολείο, πλησιέστερο στο τόπο κατοικίας του, γράφοντας και το
σχετικό σημείωμα για την Διεύθυνση του σχολείου. Με το χαρτί του γιατρού στο χέρι
λοιπόν, ο νεαρός Μουρ χτυπάει την πόρτα του Διευθυντή, για να του ανακοινώσει
τα καθέκαστα. Όμως πριν προλάβει ν’ αρθρώσει έστω και μια κουβέντα, άκουσε
έκπληκτος τον Διευθυντή να του ανακοινώνει ότι είχε επιλεγεί στην ομάδα κάτω
των 13, όλης της περιφέρειας του Λούτον. Ο Μπόμπι, δεν έβγαλε ποτέ από τη τσέπη
εκείνο το σημείωμα.
Τα χρόνια περνούσαν και ο νεαρός Μπόμπι, προβιβαζόταν κάθε χρονιά στις ομάδες των 14, και 15 χρόνων της περιφέρειας, ωστόσο η εξέλιξη του δεν ήταν αυτή που περίμενε. Θεωρείτο «χοντρούλης» και όχι τόσο δυναμικός στο παιχνίδι του. Οι υπόλοιποι συμπαίκτες του αλλά και οι αντίπαλοι του, είχαν ήδη βρει στέγη σε επαγγελματικές ομάδες και ο Μουρ σκεπτόταν να τα παρατήσει για να εργαστεί σαν συντάκτης. Τότε βρέθηκε στο δρόμο του ο Τομ Ράσσελ, ένας δάσκαλος ο οποίος είχε ισχυρές διασυνδέσεις με την Γουέστ Χαμ. Στο ραντεβού που ακολούθησε η ερώτηση που έκανε ο δάσκαλος στον Μπόμπι, ήταν μια και μοναδική: «Θέλεις να έρθεις να προπονηθείς με την εφηβική ομάδα της Γουέστ Χαμ»; Ο Ράσσελ είδε και έπαθε να συνεφέρει τον νεαρό Μουρ, από το σοκ της συγκίνησης.
Ο μετέπειτα προπονητής της Γουέστ Χάμ, Τεντ Φρέντον έστειλε τον Τζακ Τέρνερ να δει από κοντά τον Μουρ, σ’ ένα παιχνίδι κυπέλλου της Ηστ Χαμ με την Λούτον. Το παιχνίδι έληξε 3-3, και ο Μπόμπι δεν έπεισε τον Τέρνερ με την απόδοση του. Η αναφορά του στον Φρέντον ήταν ότι ο Μουρ μπορεί να ήταν δουλευταράς, αλλά όχι κάτι σπουδαίο. Στον επαναληπτικό, ο Τέρνερ από καθαρή διαίσθηση ξαναπήγε να δει τον Μουρ και αυτή τη φορά δεν το μετάνιωσε. Ο Μπόμπι σκόραρε το νικητήριο γκολ και έδειξε σαφώς βελτιωμένος σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι, αφήνοντας τον Τέρνερ απόλυτα ικανοποιημένο. Προπονητής του εφηβικού τμήματος της Γούεστ Χαμ, ήταν ο Μάλκομ Άλισον (Malcolm Allison) ο οποίος εκείνη την εποχή αγωνιζόταν σαν σέντερ-μπακ με τα «Σφυριά». Η εντύπωση του για τον νεαρό Μουρ, ήταν ότι ναι μεν είχε πολλά να μάθει, αλλά ήταν πολύ πρόθυμος στο ν’ ακούει και ότι δούλευε πολύ σκληρά για να βελτιωθεί. Στην ηλικία των 16 ο μικρός Μπόμπι αφού έπεισε τους γονείς του, υπέγραψε το πρώτο στου συμβόλαιο με την Γούεστ Χαμ, με μηνιαίο μισθό 28 λίρες.
Ο Μάλκομ Άλισον πήρε τον Μουρ, υπό τον προστασία του. Του έδειξε όλα όσα έπρεπε να μάθει, ούτως ώστε να μπορέσει να διακριθεί και ο Μπόμπι ήταν άνθρωπος που διψούσε για μάθηση. Ζάλιζε καθημερινά τον Άλισον, με τις ερωτήσεις του πάνω στη τεχνική και την στρατηγική του παιχνιδιού και κάπου εκεί ήταν που ο πνευματικός του πατέρας, αποκάλυψε στον Μουρ το μυστικό που θα χάραζε ανεξίτηλα τον τρόπο που θ’ αγωνιζόταν. «Να έχεις πάντοτε στο μυαλό σου μια εικόνα για το που βρίσκεται ο κάθε παίκτης. Με αυτό τον τρόπο, όταν θα γίνεσαι κάτοχος της μπάλας, δεν θα χρειάζεται να σκεφθείς τι θα την κάνεις». Το 1958, ο Άλισον αρρώστησε βαριά από φυματίωση, χάνοντας πολλά παιχνίδια. Ο Τέντ Φρέντον αποφάσισε, ότι είχε έρθει η ώρα ο νεαρός Μπόμπι, να φανεί αντάξιος των προσδοκιών του. Του έδωσε την φανέλα του βασικού στο ντέρμπι με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, και δεν το μετάνιωσε. Το ντεμπούτο του Μουρ, ήταν ονειρικό. Οδήγησε τα «Σφυριά» στη νίκη με 3-2. Ήταν 8 Σεπτεμβρίου του 1958, όταν ξεκίνησε μια σπουδαία αθλητική ιστορία. Ο Άλισον δεν επανήλθε στην πρώτη εντεκάδα κι η γαλαζοπορφυρή φανέλα με το νούμερο 6 θα περάσει στο μαθητή του και με το πέρασμα του χρόνου θα ταυτιστεί με αυτόν.
Ο «Μούρο» παρόλα αυτά δεν καθιερώθηκε αμέσως, αλλά έδειξε σημαντικά προσόντα και κυρίως τεράστια ωριμότητα. Την εποχή εκείνη, καλός αμυντικός θεωρούνταν ένας ψηλός και βαρύς τύπος που έπεφτε με δύναμη πάνω στην μπάλα και έπαιζε σκληρά. Με τον Μπόμπι Μουρ η «οπτική» για τη θέση του κεντρικού αμυντικού άλλαξε τελείως. Ο τύπος ούτε ιδιαίτερα γρήγορος ήταν, ούτε ιδιαίτερα αλτικός και από δύναμη, όχι πολύ πάνω από το μέσο όρο. Το παιχνίδι του ήταν εγκεφαλικό. Μπορούσε να διαβάζει την εξέλιξη της φάσης και να παρεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή. Ποτέ δεν χτύπησε αντίπαλο και ούτε έκανε κατάχρηση του τάκλιν. Χαρακτηριστικά ψύχραιμος, διακρινόταν για την ικανότητά του να διαβάζει το παιχνίδι και να προβλέπει τις κινήσεις των αντιπάλων. Έτσι, εξαιρούταν του στερεότυπου του ψηλού, σκληρού έως αδίστακτου και δυνατού στον αέρα κεντρικού αμυντικού. Στη θέση του εισήγαγε την ιδέα του ατάραχου, πειθαρχημένου και σκεπτόμενου αμυντικού, ο οποίος είναι τόσο στόπερ όσο και πλέι μέικερ!
Σύμφωνα με τα λόγια του παρτενέρ του στο κέντρο της
άμυνας για τη Γουέστ Χαμ, Κεν Μπράουν,
« ...ατού του ήταν ο έλεγχος και η σταθμισμένη μπαλιά. Μπορούσε να σου πασάρει τη μπάλα είτε σε πρώτο χρόνο είτε με ένα άγγιγμα, ανεξάρτητα από την απόσταση, χωρίς να κοιτάξει. Δε χρειαζόσουν να παλέψεις για να τη φτάσεις. Έπεφτε στα πόδια σου! ... Φυσικό μου ένστικτο ήταν να τον καλύψω σε περίπτωση που χάσει την μπάλα. Αλλά δεν θυμάμαι να τη χάνει ούτε μια φορά! Τόσο αξιόπιστος ήταν!»
Ο Πελέ, είχε να λέει πως ποτέ δεν αντιμετώπισε πιο «καθαρό» αμυντικό. Συνήθως έκοβε τη μπάλα όρθιος, έχοντας στο μυαλό του τι θα κάνει τη μπάλα μετά. Αυτό ήταν ακόμη ένα μοντέρνο χαρακτηριστικό του. Οργάνωνε από πίσω την επίθεση της ομάδας του με πολύ καλή τεχνική και με ικανότητα στη γρήγορη και μακρινή μεταβίβαση. Ένας μάστορας του τρανζίσιον στα ΄60s. Ο Μπεκενμπάουερ, που θεωρείται ο μεγαλύτερος λίμπερο όλων των εποχών, έχει ομολογήσει πως ο Μουρ αποτέλεσε το ένα και μοναδικό πρότυπό του στο ποδόσφαιρο και αυτό, από το στόμα ενός «Κάιζερ», λέει πολλά.
Ανοικτός ο δρόμος της καταξίωσης.
Κλείνοντας τα 19, είχε ήδη αναγνωριστεί και είχε πάρει τη
φανέλα του βασικού σπίτι του. Στην ταπεινή Γουέστ Χαμ έπαιξε 16 χρόνια ή, για
να το πούμε αλλιώς, 642 παιχνίδια σε Αγγλία και Ευρώπη. Είναι ο τρίτος σε
εμφανίσεις παίκτης στην ιστορία του συλλόγου και φυσικά έχει συνδεθεί με την
πιο ένδοξη περίοδό του. Μαζί πήραν Κύπελλο το 1964 και Κύπελλο Κυπελλούχων τον
αμέσως επόμενο χρόνο. Για τον Μουρ αυτές ήταν οι σημαντικότερες διακρίσεις σε
συλλογικό επίπεδο. Αλλά στην παγκόσμια σκηνή είναι περισσότερο γνωστός για τα
κατορθώματά του με την Εθνική.
Οι Άγγλοι είναι οι «εφευρέτες» του αθλήματος και η ποδοσφαιρική τους ομοσπονδία είναι η παλαιότερη του κόσμου. Εξάλλου, είναι γνωστοί για τον πατροπαράδοτο σνομπισμό τους, που ειδικά σε σχέση με το ποδόσφαιρο χτυπάει «κόκκινο». Προπολεμικά, δεν αναγνώριζαν καμία άλλη εθνική ομοσπονδία και, φυσικά, ούτε και τη FIFA. Μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να αποκτούν επαφή με το παγκόσμιο παιχνίδι - και πάλι απολύτως αφ' υψηλού. Η πρώτη τους εμφάνιση σε Μουντιάλ, στη Βραζιλία το 1950, δεν συνδέθηκε με τους θριάμβους που περίμεναν, ενώ λίγο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1953, ήρθε και η ταπείνωση από την «ιπτάμενη» Ουγγαρία των Πούσκας – Κόκτσις - Χιντεγκούτι για να ξεσκεπάσει το μύθο της δήθεν αγγλικής υπεροχής.
Ένας τόσο ξεχωριστός, τόσο αρχοντικός αμυντικός, γρήγορα
βρήκε τη θέση του στην εθνική ομάδα, παρά το γεγονός ότι αγωνιζόταν στην
παρακατιανή Γουέστ Χαμ. Ο τότε εκλέκτορας, Γουόλτερ Γουίντερμπότομ (Walter
Winterbottom), τελευταία στιγμή συμπεριέλαβε στην αποστολή τον 21χρονο
οπισθοφύλακα, λίγο πριν ξεκινήσει η προετοιμασία για το παγκόσμιο του 1962 στη
Χιλή. Ο Μπόμπι έκανε ντεμπούτο σε φιλική νίκη 4-0 επί του Περού στη Λίμα και
ήταν τόσο πειστικός που παρέμεινε βασικός σε ολόκληρο το τουρνουά. Το 1963, σε ηλικία
22 ετών, πήρε το περιβραχιόνιο του αρχηγού το οποίο κράτησε μόνιμα από το 1964
μέχρι την τελευταία συμμετοχή του στην εθνική ομάδα, το 1973, όταν θα
συμπληρώσει τις 108 διεθνείς εμφανίσεις - ρεκόρ για την εποχή του, που αργότερα
θα το ξεπεράσει ο Πίτερ Σίλτον και λίγο αργότερα ο Ντέιβιντ Μπέκαμ. Μόλις 22
ετών, αλλά η αγωνιστική του ωριμότητα και η ψυχραιμία του είναι ασύγκριτες. Την
ίδια χρονιά υποβλήθηκε με επιτυχία σε εγχείρηση για καρκίνο των γεννητικών του
οργάνων. Επίσης, κέρδισε τον τίτλο του Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς. H ευρωπαϊκή
καταξίωση με την Γουέστ Χαμ ήρθε το 1965, όταν με αντίπαλο την Μόναχο 1860 στο
Γουέμπλεϊ κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 ήταν η μεγάλη ευκαιρία των λιονταριών να εξιλεωθούν για τις απογοητεύσεις των προηγουμένων 25 ετών, με τον Μουρ να είναι ήδη μια από τις πιο αναγνωρισμένες μορφές του αγγλικού φουτμπόλ. Σε τόσο λίγα χρόνια έχει προλάβει να πάρει ένα Κύπελλο Αγγλίας, ένα Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, έχει γίνει φιναλίστ στο Λιγκ Καπ και έχει ψηφιστεί παίκτης της χρονιάς, δύο φορές. Πάνω απ’ όλα, φοράει το περιβραχιόνιο της εθνικής εδώ και τρία χρόνια. Μόνιμη παρουσία στο κέντρο της άμυνας των λιονταριών, έχει βρει τον ιδανικό συμπληρωματικό παρτενέρ στο πρόσωπο του «κακού» εκ των αδελφών Τσάρλτον, του μοναδικού Τζάκι (Jack Charlton). Οι δυο τους θα συνθέσουν το καλύτερο αμυντικό δίδυμο που γνώρισε ποτέ η Αγγλία. Ο Τσάρλτον είναι ένας σκληρός, κυνικός αμυντικός που τρώει σίδερα και δεν διστάζει να κάνει τα πάντα για να καταστρέψει το παιχνίδι του αντιπάλου. Αυτό που λέμε «σκυλί του πολέμου». Ο Μουρ, είναι το ακριβώς αντίθετο. Πάντα νηφάλιος, με ολύμπια ψυχραιμία, διαβάζει το παιχνίδι και μοιράζει την μπάλα. Δηλαδή, ο τέλειος συνδυασμός.
Με αυτούς τους δύο στο κέντρο της άμυνας και με μόνιμη έδρα το επιβλητικό Γουέμπλεϊ, οι Άγγλοι δεν θα δυσκολευτούν πολύ να φτάσουν στον τελικό, έχοντας δεχτεί μόνο ένα γκολ σε πέντε αγώνες. Στον προημιτελικό νίκησαν τη σκληροτράχηλη Αργεντινή, ενώ στα ημιτελικά ξεπέρασαν την Πορτογαλία του μεγάλου επιθετικού Εουσέμπιο (ήταν πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης). Ο κόουτς Αλφ Ράμσεϊ έχει χτίσει αυτήν την ομάδα γύρω από τον «Μούρο», υιοθετώντας το επαναστατικό, για την εποχή, 4-4-2, ένα σύστημα που ενισχύει το κέντρο αφήνοντας την ομάδα χωρίς κλασικά εξτρέμ. Να σημειώσουμε πως, μέχρι τότε, η θέση του εξτρέμ (ακραίου επιθετικού) θεωρούνταν η πιο σημαντική στο ποδόσφαιρο. Ο τύπος της εποχής ονόμασε την Αγγλία του Ράμσεϊ «Wonder without wings» (θαύμα χωρίς πτέρυγες). Στην επιθετική λειτουργία, κουμάντο έκανε ο έτερος αδελφός Τσάρλτον, ο γλυκύτατος Μπόμπι (Bobby Charlton), ο θρύλος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ο τελικός, με αντίπαλο την ψυχωμένη Γερμανία, πάντα στο Γουέμπλεϊ και υπό το βλέμμα της νεαρής βασίλισσας Ελισάβετ, είναι ίσως ο πιο πολυσυζητημένος της ιστορίας. Οι Άγγλοι ήταν καλύτεροι, αλλά στις καθυστερήσεις ισοφαρίστηκαν 2-2 και το ματς πήγε στη παράταση. Το γκολ με το οποίο έγινε το 3-2 έμεινε στην ιστορία, καθώς φαίνεται πως η μπάλα δεν πέρασε ποτέ τη γραμμή. Ο Τζεφ Χερστ (Geoff Hurst) βρέθηκε με τη μπάλα στη μικρή περιοχή, σούταρε δυνατά και ψηλά και η μπάλα χτύπησε στο δοκάρι και καρφώθηκε κάθετα προς τα κάτω. Ο Χαρστ πανηγύρισε, οι Γερμανοί διαμαρτυρήθηκαν, ο διαιτητής σάστισε, αλλά ο επόπτης είπε γκολ και ουσιαστικά το ματς κρίθηκε εκεί.
Λίγο πριν το φινάλε οι Άγγλοι πέτυχαν και τέταρτο γκολ σε
μια φάση που αποκαλύπτει το αγωνιστικό στυλ του Μπόμπι Μουρ. Ο αρχηγός έκλεψε
τη μπάλα στο ύψος της περιοχής του και με το ρολόι να δείχνει 119΄. Ο κυνικός
Τζάκι Τσάρλτον του φώναξε να κλοτσήσει τη μπάλα στην εξέδρα, για να κερδίσουν
χρόνο. Ο Μουρ τον έγραψε κανονικά, κοντρόλαρε τη μπάλα, σήκωσε το κεφάλι και
εντόπισε τον Τζεφ Χαρστ 40 μέτρα μπροστά. Με σίγουρη μπαλιά τον έβγαλε μόνο του
με τον τερματοφύλακα και έτσι διαμορφώθηκε το τελικό 4-2. Ο δε Χερστ πέτυχε
χατ-τρικ, κάτι που δεν έχει επαναληφθεί σε τελικό μουντιάλ.
Από τη στιγμή της απονομής, στο βασιλικό θεωρείο του Γουέμπλεϊ, οι σημειολόγοι έχουν απομονώσει άλλη μια σκηνή. Ο αρχηγός των λιονταριών είναι πρώτος στη σειρά και πλησιάζει τη βασίλισσα που θα του δώσει το βαρύτιμο «Ζιλ Ριμέ». Κι όμως στο βλέμμα του υπάρχει μια συστολή, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι πανηγυρίζουν. Αναλογίζεται πως πρόκειται να σφίξει το χέρι της βασίλισσας, αυτός ένας λαϊκός τύπος και συνειδητοποιεί πως είναι μέσα στη λάσπη και στον ιδρώτα. Τελευταία δευτερόλεπτα προλαβαίνει να σκουπίσει τα χέρια του, όπως-όπως, πάνω στη στολή του, για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του.
Από τότε, μόλις στα 25 χρόνια του, ο Μπόμπι Μουρ είναι
ένας περιφερόμενος μύθος, ήταν πλέον εθνικό σύμβολο. Τιμήθηκε με το βραβείο της
Αθλητικής Προσωπικότητας της Χρονιάς του BBC το 1966, όντας ο πρώτος
ποδοσφαιριστής στον οποίο απονεμήθηκε αυτός ο τίτλος και το 1967 του
απονεμήθηκε ο τίτλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η θέση του στο
πάνθεο των ηρώων του έθνους είναι εξασφαλισμένη, όμως αυτός δεν επαναπαύεται.
Υπάρχουν δύο πράγματα που του λείπουν και όλα οφείλονται στο γεγονός πως παίζει
σε μικρή ομάδα. Παρά τη διασημότητα του και την αναμφισβήτητη τεράστια αξία
του, δεν θα καταφέρει ποτέ να κάνει τη Γουέστ Χαμ μεγάλη. Δεν θα καταφέρουν
ποτέ να κερδίσουν ένα πρωτάθλημα, αν και στα καλύτερά τους, είναι συνώνυμοι του
θεαματικού ποδοσφαίρου. Ο ίδιος ο αρχηγός απέδιδε την αποτυχία της ομάδας στον
προπονητή Ρον Γκρίνγουντ (Ron Greenwood), η σχέση του με τον οποίο πέρασε από
πολλές διακυμάνσεις.
Το άλλο πράγμα που τον ενοχλούσε ήταν οι μικρές του απολαβές. Ήταν ο πιο γνωστός ποδοσφαιριστής του νησιού και αμειβόταν με ψίχουλα, λίγο πάνω από το μέσο όρο της εποχής. Υπήρχαν άλλοι, πολύ κατώτεροί του σε προσφορά και αξία, που κέρδιζαν τα διπλά και τα τριπλά χρήματα. Αυτός είναι ένας λόγος που ο Μουρ συνέχισε να παίζει μέχρι μεγάλη ηλικία και που εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε την εικόνα του με σπόνσορες, διαφημίσεις κλπ. Οι μικρές του απολαβές τον ανάγκασαν να μετακομίσει στις ΗΠΑ. Αγωνίστηκε στους Σαν Αντόνιο Θάντερ και Σιάτλ Σάουντερς και έκλεισε την καριέρα του σε ηλικία 37 ετών στην Δανέζικη Χέρνινγκ Φέρμαντ. Αγωνίσθηκε και με τη φανέλα του Ολυμπιακού σ' ένα φιλικό κατά της Κορίνθιανς, το 1972. Μέχρι και σε ταινία έπαιξε, στην κλασική «Απόδραση των 11» δίπλα στον Μάικλ Κέιν, τον Σταλόνε και το βασιλιά Πελέ.
Η δόξα του με την εθνική δεν είχε τελειώσει. Στο
παγκόσμιο του 1970, στο Μέξικο, οι Άγγλοι πήγαν ως ένα από τα φαβορί, αλλά
αποκλείστηκαν στην παράταση του προημιτελικού αγώνα από τους Γερμανούς των Γκερντ
Μίλερ (Gerd Müller) και Φραντζ Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer), που πήραν την
εκδίκησή τους. Στους ομίλους συνάντησαν τη βραζιλιάνικη ντριμ τιμ και σε έναν
αγώνα διαφήμιση του αθλήματος, έχασαν με 1-0. Εκείνος ο αγώνας έχει προσφέρει
στην ιστορία μερικές από τις πιο αξέχαστες φάσεις.
Είναι τότε που ο Γκόρντον Μπανκς (Gordon Banks) «έβγαλε» την καρφωτή κεφαλιά του Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”) από τη δεξιά του γωνία, με μια ενέργεια που θεωρείται η απόκρουση του αιώνα. Στο ίδιο παιχνίδι, ο Μουρ μαρκάρει, κάποια στιγμή, τον Ζαιρζίνιο (Jair Ventura Filho, “Jairzinho”) με τέτοια ακρίβεια που οι θεωρητικοί του ποδοσφαίρου μίλησαν για το τέλειο τάκλιν. Στο τέλος του αγώνα ο αρχηγός άλλαξε φανέλες με τον Πελέ, σε ένα αξέχαστο ενσταντανέ. Όσο και να κοιτάξεις την φωτογραφία, αν δεν γνωρίζεις το αποτέλεσμα, δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος με βάση τον εναγκαλισμό, τα χαμόγελα και τα μάτια τους. Πολλά χρόνια μετά, ο Πελέ είπε πως η φανέλα του Μπόμπι Μουρ είναι από τα πιο σπουδαία του ενθύμια.
Είναι το γήπεδο στο οποίο έζησε τις πιο μεγάλες στιγμές
της ζωής του και αναμφίβολα, τις πιο μεγάλες στιγμές του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Σήμερα, στο νέο Γουέμπλεϊ, υπάρχει ένα υπέροχο μπρούτζινο άγαλμα του μεγάλου
αρχηγού, να στοπάρει τη μπάλα με το αρχοντικό του στυλ και το κεφάλι πάντα
ψηλά, σαν να ψάχνει τον ελεύθερο επιθετικό. Διότι ο Μουρ, σύμφωνα με όλους όσοι
τον έζησαν από κοντά, ήταν πάντα κάτι παραπάνω από ποδοσφαιριστής. Ήταν ο
απόλυτος σπόρτσμαν, ευγενής όταν νικούσε, αξιοπρεπής στις ήττες, σεβαστός από
φίλους κι αντιπάλους.
Στην Αγγλία πολλοί πιστεύουν ότι οι αρχές δεν θέλησαν να τιμήσουν τον Μπόμπι Μουρ με τον τίτλο του σερ επειδή βάραινε ακόμα εκείνη η παλιά -όσο και αναπόδεικτη- κατηγορία ότι έκλεψε το μπρασελέ στην Κολομβία, από ένα κοσμηματοπωλείο σε ξενοδοχείο της Μπογκοτά, όπου η Αγγλία έμεινε κατά την διάρκεια ενός τουρνουά προετοιμασίας. Μία νεαρή πωλήτρια ισχυρίστηκε ότι ο Μουρ αφαίρεσε το βραχιόλι από κατάστημα του ξενοδοχείου χωρίς να πληρώσει για αυτό. Ενώ δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Μουρ ήταν πράγματι στο κατάστημα, όπου είχε εισέλθει με τον Μπόμπι Τσάρλτον προκειμένου να ψάξουν για ένα δώρο για τη σύζυγο του Τσάρλτον, δεν υπήρξε καμία απόδειξη η οποία να στηρίζει τις κατηγορίες. Ο Μουρ συνελήφθη και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος. Έτσι μπόρεσε να ταξιδέψει με την υπόλοιπη ομάδα της Αγγλίας για να συμμετάσχει στο φιλικό αγώνα ενάντια στον Ισημερινό, όπου κέρδισε την 80η συμμετοχή του στην Εθνική. Κατά την επιστροφή όμως στο Μέξικο, το αεροπλάνο σταμάτησε και πάλι στην Κολομβία όπου ο Μουρ συνελήφθη και τέθηκε για τέσσερις ημέρες σε κατ 'οίκον περιορισμό. Η έλλειψη αποδείξεων σε συνδυασμό με διπλωματική πίεση έθεσε τέλος στην υπόθεση και ο Μουρ απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες για να επιστρέψει στη συνέχεια στη Γκουανταλαχάρα όπου βρισκόταν ήδη η υπόλοιπη ομάδα.
Μέχρι πρότινος, ήταν γενικά αποδεκτό ότι το γεγονός ήταν
προμελετημένο προκειμένου είτε να εξασφαλιστούν χρήματα από το αγγλικό
στρατόπεδο είτε να αποκλειστεί ο Μουρ από την Εθνική Αγγλίας. Δημοσιεύσεις
αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου δείχνουν πως και κλοπή
υπήρξε και ο ένοχος ήταν μάλλον κάποιος άλλος Άγγλος ποδοσφαιριστής. Ο Μουρ,
πιστός στις παραδόσεις του Ανατολικού Λονδίνου και στο καθήκον του σαν αρχηγός
της ομάδας, αρνήθηκε να τον ονομάσει. Υπάρχουν και ντοκουμέντα, από την
Αστυνομία της Μπογκοτά που είδαν τα φως της δημοσιότητας το 2001 και
αποδεικνύουν ότι ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας ήξερε ότι το μπρασελέ το
έκλεψε για να το διοχετεύσει μετά στον υπόκοσμο της Κολομβίας μια άγνωστη
γυναίκα, η οποία ουδέποτε συνελήφθη, ενώ το μπρασελέ ουδέποτε βρέθηκε.
Τον Αύγουστο του 2008, η Γουέστ Χαμ απέσυρε τη φανέλα με
τον αριθμό 6 για να τιμήσει τα 15 χρόνια από το θάνατό του Μουρ. Το όνομα του
σήμερα είναι στο «Χολ των Φέιμ» δίπλα σε μύθους όπως οι Στάνλεϊ Μάθιους (Stanley
Matthews) και Τομ Φίνεϊ (Tom Finney), ενώ έχει συνδεθεί με τον αντικαρκινικό
αγώνα μέσα από το «Boody Moore Fund», μια οργάνωση φιλανθρωπικού χαρακτήρα που
ιδρύθηκε από τη χήρα, δεύτερη σύζυγο του, Στεφάνι, με σκοπό την υψηλού επιπέδου
σύγχρονη έρευνα κατά του καρκίνου του εντέρου - την αιτία από την οποία έφυγε
από τη ζωή σε ηλικία μόλις 51 ετών, στις 24 Φεβρουαρίου του 1993.
Ένας από αυτούς που στήριξαν το ίδρυμα Μουρ ήταν ο αντίπαλος στα γήπεδα αλλά μεγάλος φίλος έξω από αυτά, ο Γερμανός παλιός άσος και ηγετική φυσιογνωμία του ποδοσφαίρου στη χώρα του, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, του οποίου η έντονη αντιπαλότητα με τον Μουρ μέσα στο γήπεδο εξελίχθηκε σε μια στενή φιλία. Ο «Κάιζερ», σύμφωνα με τη Στεφάνι Μουρ, έκανε επανειλημμένα προσωπικές δωρεές, αποτελώντας το πιο ουσιαστικό παράδειγμα της εκτίμησης που χαίρει ακόμα και σήμερα ο πρόωρα χαμένος Μπόμπι.
Ο κορυφαίος κωμικός Τζίμι Τάρμπακ, φίλος του Μουρ, είπε
στον επικήδειο που εκφώνησε στο Γουέστμινστερ Αμπεϊ:
«Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, συνέβη είναι πως ο θεός έχει οργανώσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στον Παράδεισο και διέταξε τον Άγιο Πέτρο να του φέρει τον καλύτερο αρχηγό. Καλύτερος από τον Μουρ δεν υπάρχει και δεν υπήρξε»!
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- 1956–1958: West Ham United Football Club
Επαγγελματική καριέρα
- 1958–1974: West Ham United Football Club, 544 (24)
- 1974–1977: Fulham Football Club, 124 (1)
- 1976: (δανεικός) → San Antonio Thunder, 24 (1)
- 1978: Seattle Sounders, 7 (0)
- 1978: Herning Fremad (είναι η σημερινή Football Club Midtjylland), 9 (0)
- Σύνολο καριέρας: 708 (26)
Διεθνής
- 1962–1973: Αγγλία, 108 (2)
Προπονητική καριέρα
- 1980: Oxford City Football Club
- 1981/82: Eastern AA
- 1984–1986: Southend UnitedFootball Club
Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Με την West Ham United
- Κύπελλο Αγγλίας: 1963/64
- Κύπελλο Κυπελούχων: 1964/65
- International Soccer League: 1963/64
Διεθνείς
- Με την Αγγλία
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 1966
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 3η θέση το 1968
- Χρυσή Μπάλα: επιλαχών το 1970
- Παίκτης της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Δημοσιογράφων Αγγλίας: 1964
- Παίκτης της Χρονιάς για την West Ham: 4 (1961, 1963, 1968, 1970)
- Μέλος της Ιδανικής Ενδεκάδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1966
- Προσωπικότητα της Χρονιάς από το BBC: 1966
- Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας: 1967
- Μέλος της Ιδανικής Ενδεκάδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1968
- Μέλος του Hall of Fame του Αγγλικού Ποδοσφαίρου: 2002
- Χρυσός Παίκ5της για την Αγγλία, επ’ ευκαιρία του εορτασμού του Ιωβιλαίου (50 Χρόνια) της UEFA: 2003
- Μέλος Ιδανικής Ενδεκάδας Παγκοσμίου Κυπέλλου Όλων των Εποχών από την FIFA: 1994
- Μέλος Ιδανικής Ενδεκάδας για τον 20ο Αιώνα: 1998
- Η West Ham απέσυρε τη Φανέλα με το № 6 το 2008
ΠΗΓΗ: e-soccer.gr - sport24.gr