Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Τρέβορ Φράνσις: Ο Πρώτος που κόστισε Ένα Εκατομμύριο Στερλίνες

Ο Άγγλος επιθετικός Τρέβορ Φράνσις (Trevor John Francis), γεννήθηκε στο Πλίμουθ, στις νότιες αγγλικές ακτές, στις 19 Απριλίου του 1954. Καθ' όλη τη ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία, έπαιξε για αρκετές ομάδες στην Αγγλία (Μπέρμιγχαμ, Μάντσεστερ Σίτι, Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, Σέφιλντ Γουένσντεϊ), ενώ έγινε ο Πρώτος Άγγλος ποδοσφαιριστής που κόστισε £ 1 εκατομμύριο στερλίνες, μετά τη μεταγραφή του στη Νότιγχαμ Φόρεστ το 1979, με την οποία αργότερα κατέκτησε δύο συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών Ομάδων Ευρώπης, το 1979 και το 1980. Είχε επίσης και αγωνιστικές θητείες στις Ηνωμένες Πολιτείες για την Ντιτρόιτ Εξπρές, στην Ιταλία, για την Σαμπντόρια και την Αταλάντα και στη Σκωτία για τους Ρέιντζερς της Γλασκώβης. Σε διεθνές επίπεδο, έπαιξε για την Αγγλία 52 διεθνείς αγώνες, μεταξύ 1976 και 1986, σκοράροντας 12 γκολ και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Μεταξύ 1988 και 2003 διετέλεσε προπονητής, κυρίως με την Σέφιλντ Γουένσντεϊ και στη συνέχεια με τη Μπέρμιγχαμ. Αυτή τη στιγμή εργάζεται ως ποδοσφαιρική αυθεντία με το τηλεοπτικό δίκτυο BT Sport.


Ξεκίνησε την καριέρα του το 1971 στη Μπέρμιγχαμ, σε ηλικία μόλις 16 ετών και πριν γιορτάσει τα 17α γενέθλια του, είχε πετύχει 4 γκολ, στο νικηφόρο 4-0 επί της Μπόλτον στο «Σεντ Άντριους Πάρκ» τον Φλεβάρη του 1971 για το πρωτάθλημα της 2ης κατηγορίας, ενώ η πρώτη σεζόν με τους «μπλε» τέλειωσε με απολογισμό 15 τέρματα σε 22 ματς. Στις 30 Οκτωβρίου του 1976, κόντρα στην QPR για το πρωτάθλημα της 1ης κατηγορίας πέτυχε ένα από τα πλέον όμορφα γκολ στην ιστορία της ομάδας της μεγαλούπολης των Μίντλαντς. «χορεύοντας» 4 αντιπάλους και ενώ …πισωγύριζε στη διαδρομή του με τη μπάλα στα πόδια έστειλε ξαφνικά, αρκετά μέτρα έξω από την περιοχή των Λονδρέζων, μία «οβίδα» στα δίκτυα του ανήμπορου να αντιδράσει Φιλ Πάρκς (Phil Parkes).


Ένα χρόνο αργότερα ο αλησμόνητος Ντον Ρέβι (Don Revie) του έδωσε, με μεγάλη καθυστέρηση αν αναλογιστεί κανείς τη ποιότητα του συγκεκριμένου επιθετικού, τη δυνατότητα στο ματς κόντρα στην Ολλανδία, να φορέσει για πρώτη φορά τη φανέλα της εθνικής Αγγλίας. Ο διεθνής Άγγλος επιθετικός, ήταν ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της Μπέρμιγχαμ, μαζί με τον θρυλικό Τζό Μπάντφορντ (Joe Bradford), που κατέχει από τη δεκαετία του 1920 το ρεκόρ τερμάτων της με 267 σε 445 παιχνίδια και αποτελούσε εκείνη την εποχή ένα από τα υπέρλαμπρα αστέρια του κορυφαίου πρωταθλήματος του πλανήτη. Ήταν ήδη οκτώ χρόνια στους «μπλε» και σ’ αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε σε 280 αναμετρήσεις τους και πέτυχε 119 γκολ, πανηγυρίζοντας την άνοδο στην Α’ κατηγορία, το 1972.



Αφού το 1978 μεταπήδησε ως δανεικός από τη Μπέρμιγχαμ στους Ντιτρόιτ Εξπρές στο νεοσύστατο πρωτάθλημα της Βόρειας Αμερικής (North American Soccer League) όπου πέτυχε 22 γκολ σε 19 ματς και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη 11αδα πλάι στον θρυλικό Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer) και τον Ιταλό Τζόρτζιο Κινάλια (Giorgio Chinaglia) επέστρεψε στη… βάση του. Ήδη η αξία του ήταν απόλυτα αναγνωρισμένη στα πάτρια εδάφη και ο αλησμόνητος Μπράιαν Κλαφ (Brian Clough), θέλοντας να ενισχύσει την επίθεση της ομάδας του, την οποία συνέθεταν οι εξαιρετικοί Γκάρι Μπερτλς (Garry Birtles) και Τόνι Γούντγκοκ (Tony Woodcock) στον άξονα και ο σπουδαίος Τζον Ρόμπερτσον (John Robertson) στο αριστερό άκρο, δεν δίστασε να πείσει την διοίκηση του σωματείου του να καταβάλλει ένα άνευ προηγουμένου και προκλητικά μεγάλο για τους συμπατριώτες τους ποσό για να τον εντάξει στο δυναμικό της ομάδας του, στην προσπάθεια της να διατηρήσει τα σκήπτρα στο αγγλικό πρωτάθλημα και να διακριθεί στην Ευρώπη.


Το ποσό εκείνο ήταν 1.000.000 στερλίνες! Κανείς ποδοσφαιριστής αγγλικού σωματείου δεν είχε κοστίσει τόσο πολύ μέχρι τότε. Μάλιστα οι πιο ακριβές προηγούμενες μεταγραφές στο Νησί ήταν το μισό εκατομμύριο στερλίνες που έδωσε το καλοκαίρι του 1977 το Αμβούργο για να αποκτήσει τον Κέβιν Κίγκαν (Kevin Keegan) ενώ το ίδιο ποσό βγήκε και τον Ιανουάριο  του 1979 από το ταμείο της Μπρόμγουϊτς για να κάνει δικό της τον Ντέιβιντ Μιλς (David Mills) από τη Μίντλεσμπρο. Βέβαια, επίσημα το κόστος της μετακίνησης ήταν 975 χιλιάδες στερλίνες και κατά κάποιους …  999.999 λίρες, επειδή ο ιδιόρρυθμος Άγγλος τεχνικός δεν ήθελε το 7ψηφιο ποσό να …επηρεάσει το νέο απόκτημα της ομάδας του. Όμως συνολικά μαζί με τους φόρους, τις αμοιβές στην Football League και εκείνες που πήγαν στην τσέπη του ποδοσφαιριστή, το κόστος ανέβηκε στο 1,18 εκατομμύρια.


Στις 8 Φλεβάρη του 1979, λοιπόν, ο Τρέβορ Φράνσις, υπέγραφε το νέο του συμβόλαιο και γινόταν ο «Πρώτος Παίκτης που Κόστισε Ένα Εκατομμύριο Λίρες»! Ο Κλαφ έκλεψε την παράσταση και στην παρουσίαση της πανάκριβης εκείνης μεταγραφής καθώς εμφανίστηκε στη συνέντευξη Τύπου με την θρυλική κόκκινη φόρμα του και κρατώντας μία ρακέτα ανυπόμονος να τελειώσει το σχετικό τελετουργικό και να πάει να παίξει το λατρεμένο του σκουός.


Λίγες εβδομάδες αργότερα, με ειδικούς και μη να αμφισβητούν τη… λογική του τεράστιου κόστους της μεταγραφής της, η Φόρεστ, δίχως το νέο της απόκτημα που δεν είχε δικαίωμα να αγωνιστεί , εξασφάλισε για 2η σερί χρονιά το τρόπαιο του Λιγκ Καπ και παράλληλα πάντα με απόντα για …τεχνικούς λόγους τον Φράνσις προκρίθηκε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης. Εκεί με τον διεθνή Άγγλο επιθετικό παρόντα πήρε ισοπαλία 3-3 εκτός έδρας με την Κολωνία την οποία νίκησε 1-0 στο «Σίτι Γκράουντ» με γκολ του Ίαν Μπόιερ (Ian Bowyer) που μαζί με τους Μπιρτλς και Ρόμπερτσον ήταν οι σκόρερ στο πρώτο ματς) το εισιτήριο για τον τελικό της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης της Ευρώπης σε σωματειακό επίπεδο.


Για να έρθει η 30η Μαΐου του 1979, κάτι παραπάνω δηλαδή από 3,5 μήνες μετά την πολύκροτη μεταγραφή του, για να δικαιώσει περίτρανα την …τρέλα ένός από τους τρεις κορυφαίους Άγγλους τεχνικούς όλων των εποχών, μαζί με τον θρυλικό Χέρμπερ Τσάπμαν (Herbert Chapman)  των Χάντερφιλντ και Άρσεναλ στις δεκαετίες του 1920 και 1930 και τον επίσης αείμνηστο Μπομπ Πέισλι (Bob Paisley) της Λίβερπουλ. Λίγο πριν από το φινάλε του πρώτου μέρους του τελικού κόντρα στη Μάλμοε στο «Ολυμπιακό στάδιο» του Μονάχου, η μπάλα έφθασε στο μαγικό αριστερό πόδι του Τζον Ρόμπερτσον που όπως το συνήθιζε απέφυγε με ωραία ενέργεια δύο αντιπάλους λίγα εκατοστά μακριά από τη γραμμή του πλαγίου άουτ και έβγαλε μία δύσκολη σέντρα στο πίσω δοκάρι της εστίας των πρωταθλητών Σουηδίας.


Ο Φράνσις είχε ήδη παράλληλα ξεκινήσει το δικό του σπριντ και με εντυπωσιακό ξεπέταγμα, που ήταν άλλωστε από τα μεγάλα του αγωνιστικά προσόντα,  πρόλαβε να βρεθεί στο κατάλληλο σημείο και με εξαιρετική κεφαλιά ψαράκι να στείλει τη μπάλα στα δίκτυα των Σκανδιναβών. Η Φόρεστ υπεράσπισε με επιτυχία εκείνο το γκολ το οποίο φιλοξενήθηκε επί σειρά ετών στο σήμα της περίφημης εκπομπής «Match of the Day» του ΒBC. Επίσης μία γιγάντια αφίσα του Φράνσις απογειωμένου να κάνει την αλησμόνητη εκείνη κεφαλιά παραμένει μέχρι σήμερα στην κεντρική είσοδο και την αίθουσα υποδοχής του «Σίτι Γκράουντ». Και ο μεγάλος Μπράιαν Κλαφ, λίγο μετά τον πρώτο ευρωπαϊκό θρίαμβό του με τη Φόρεστ απάντησε αποστομωτικά στους επικριτές του: «Είναι πολλά λεφτά φώναζαν κάποιοι πριν από λίγο καιρό. Εγώ έχω την εντύπωση πως έκανα την κλοπή του αιώνα!».


Το ματς εκείνο ήταν το τελευταίο της σεζόν αλλά ο Φράνσις δεν σταμάτησε να αγωνίζεται καθώς το ίδιο καλοκαίρι επέστρεψε στο Ντιτρόιτ για να φορέσει τη φανέλα της αμερικανικής ομάδας. Και ήταν ξανά ανάμεσα στους κορυφαίους του πρωταθλήματος NASL πλάι αυτή τη φορά πάλι στον Κινάλια αλλά και τον μοναδικό Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruiff),  αν και έδωσε το «παρών» μόλις στη μισό της διαδρομής της. Συνολικός απολογισμός του στο σύντομο του πέρασμα από τις ΗΠΑ ήταν 36 γκολ σε 33 ματς και 18 ασίστ που τον έφεραν μία θέση πιο ψηλά από τον «βασιλιά» της μπάλας Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, «Pelé) ο οποίος επίσης είχε αγωνιστεί εκεί. Και μάλιστα με 23 ματς λιγότερα από ότι ο Βραζιλιάνος μαέστρος.


Η αλήθεια είναι πάντως ότι με την φανέλα της Φόρεστ δεν έδειξε απόλυτα τα μεγάλα του ποδοσφαιρικά προσόντα και μία ερμηνεία για αυτό είναι η απόφαση του Κλαφ να τον χρησιμοποιεί συχνά στην δεξιά πλευρά της επίθεσης της ομάδας και όχι στην καρδιά της όπως άρεσε στον Φράνσις. Ήταν στην ομάδα της που ηττήθηκε στον τελικό του Λιγκ Καπ από την Γουλβς αλλά απουσίασε λόγω τραυματισμού στο αχίλλειο τένοντα από εκείνο του Πρωταθλητριών ένα χρόνο μετά το κατόρθωμα του στη βαυαρική πρωτεύουσα, όταν η Νότιγχαμ διατήρησε τα ευρωπαϊκά κεκτημένα της, με νίκη πάλι 1-0, αυτή τη φορά κόντρα στο Αμβούργο, στο «Μπερναμπέου» της Μαδρίτης.


Πέτυχε συνολικά 14 γκολ την σεζόν 1979/80 και άλλα 6 σε μόλις 18 ματς την αμέσως επόμενη, καθώς ταλαιπωρήθηκε από νέο σοβαρό τραυματισμό, που τον κράτησε εκτός αγώνων για πάνω από έξι μήνες. Και αφού έδωσε το «παρών» σε λιγότερα από 20 ματς με τη φανέλα της Νότιγχαμ (συνολικά 28 γκολ σε 70 συναντήσεις πρωταθλήματος), παραχωρήθηκε το 1981 στη Μάντσεστερ Σίτι έναντι 1,2 εκατομμυρίων στερλινών. Μάλιστα και εκείνη η μεταγραφή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και τούτο γιατί ο πρόεδρος των «πολιτών» Πίτερ Σουέιλς (Peter Swales) ενημέρωσε τον τεχνικό της ομάδας Τζον Μποντ (John Bond) ότι το σωματείο δεν θα μπορούσε να αντέξει το ποσό της και ο τελευταίος απέστειλε τελεσίγραφο ότι αν δεν γίνει η αγορά θα υποβάλλει την παραίτηση του. Τελικά πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του Μποντ και αποκτήθηκε ο παίκτης που στο ντεμπούτο του με τη Σίτι πέτυχε δύο γκολ κόντρα στη Στόουκ. Ο συνολικός απολογισμός στους «μπλε» ήταν μόλις 26 ματς στο πρωτάθλημα αλλά και 12 γκολ.

Στη συνέχεια, μετακόμισε στην Ιταλία, για λογαριασμό της Σαμπντόρια. Ανήκε στη «Σαμπ» για μία τετραετία, «πιάνοντας» καλή απόδοση, με 17 γκολ σε 68 παιχνίδια, κερδίζοντας το Κύπελλο Ιταλίας το 1985. Ακολούθως, βρέθηκε για μία σεζόν στην επίσης ιταλική Αταλάντα (21 ματς/ένα γκολ) κι ύστερα εντάχθηκε στους Ρέιντζερς της Γλασκώβης, τη φανέλα των οποίων φόρεσε για μία χρονιά βοηθώντας τους να κάνουν δικό τους το σκωτσέζικο Λιγκ Καπ. Βρέθηκε για λίγους μήνες στην Αυστραλία, αγωνιζόμενος στη Γούλονγκονγκ Σίτυ και έπειτα γύρισε στη Βρετανία. Αγωνίστηκε  διαδοχικά στις Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς (1988/90, 32 ματς/12 γκολ) και Σέφιλντ Γουένσντεϊ (1990-1994, 76 συμμετοχές/5 γκολ), με την οποία κατέκτησε το Λιγκ Καπ του 1991, προτού αποσυρθεί από την ενεργό δράση ως ποδοσφαιριστής τους, το 1994 σε ηλικία 40 ετών!


Και οι φίλοι των «κουκουβαγιών» συνήθιζαν να τραγουδούν για τον βετεράνο πλέον άσο που είχε μεν χάσει μεγάλο μέρος από την ταχύτητα του αλλά συχνά εμφάνιζε την …αφοπλιστική του εκρηκτικότητα και διατηρούσε σχεδόν ακέραια την απολαυστική του τεχνική κατάρτιση «έχουμε τον πονηρό Τρέβορ που θα παίζει για πάντα!».


Χρίσθηκε 52 φορές διεθνής με τη φανέλα της εθνικής Αγγλίας και σημείωσε 12 τέρματα.  Ήταν από τα αστέρια και τους σκόρερ της στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1982.

Εργάστηκε με επιτυχία ως προπονητής στην Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, την Σέφιλντ Γουένσντεϊ,  την οποία οδήγησε στους τελικούς του Κυπέλλου και του Λιγκ Καπ Αγγλίας το 1993, χάνοντας σε αμφότερες τις περιπτώσεις το τρόπαιο, την Μπέρμιγχαμ, την οποία έφερε ως τον τελικό του Λιγκ Καπ του 2001, ηττώμενος στα πέναλτι από την Λίβερπουλ, και στην Κρύσταλ Πάλας.


Σήμερα, εργάζεται ως τηλεσχολιαστής αγώνων ποδοσφαίρου για λογαριασμό διάφορων ραδιοτηλεοπτικών μέσων.


Σ’ ότι έχει να κάνει με το ρεκόρ της μεταγραφής του ποδοσφαιριστή, για τον οποίο ο Φάμπιο Καπέλο υποστήριξε ότι ήταν ο καλύτερος Άγγλος ο οποίος αγωνίστηκε στο Καμπιονάτο, χρειάστηκε να περάσουν μόλις επτά μήνες για να καταρριφθεί. Τον Σεπτέμβριο του 1979 η Μάντσεστερ Σίτι πλήρωσε 1,45 εκατομμύριο στερλίνες για τον Άγγλο διεθνή μέσο της Γούλβς Στίβ Ντέιλι (Steve Dailey) που διατήρησε το ρεκόρ μόλις λίγες ημέρες καθώς τον ίδιο μήνα η Γουλβς επένδυσε όλο το ποσό και 19 χιλιάδες στερλίνες περισσότερο για να αποκτήσει το λίαν γνωστό Σκωτσέζο επιθετικό Άντι Γκρέι (Andy Gray).

Ο Γκρέι ήταν η ακριβότερη μεταγραφή έως τον Οκτώβριο του 1981, όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πλήρωσε 1,5 εκατομμύριο στερλίνες για τον Μπράιαν Ρόμπσον (Brian Robson). Στη συνέχεια το ρεκόρ βγήκε από τα όρια του Νησιού, με συλλόγους από την Ιταλία αρχικά και στη συνέχεια από την Ισπανία να το καταρρίπτουν, κύρια ως καταβάλλοντες και κατά 2ο λόγο ως εισπράκτορες. Και μόνον στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αμφότερα τα εμπλεκόμενα σωματεία ήταν από την Αγγλία τόσο ως αγοραστές όσο και ως πωλητές!



PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα 


  • 1971–1979: Birmingham City Football Club, 280 (119)
  • 1978–1979: (δανεικός) → Detroit Express, 33 (36)
  • 1979–1981: Nottingham Forest Footbal Club,70 (28)
  • 1981/82: Manchester City Football Club, 26 (12)
  • 1982–1986: Unione Calcio Sampdoria, 68 (17)
  • 1986/87: Atalanta Bergamasca Calcio, 21 (1)
  • 1987/88: Rangers Football Club, 18 (0)
  • 1988: Wollongong City Football Club, 3 (2)
  • 1988–1990: Queens Park Rangers Football Club, 32 (12)
  • 1990–1994: Sheffield Wednesday Football Club, 76 (5)

Σύνολο καριέρας: 627 (232)

Διεθνής


  • 1976–1986: Αγγλία, 52 (12)

Προπονητική καριέρα


  • 1988/89: Queens Park Rangers Football Club
  • 1991–1995: Sheffield Wednesday Football Club
  • 1996–2001: Birmingham City Football Club
  • 2001–2003: Crystal Palace Football Club

Τίτλοι


Ως ποδοσφαιριστής 


Συλλογικοί

Με την Birmingham City

  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Αγγλίας: επιλαχών 1971/72 (άνοδος στην Α’)

Με τους Detroit Express

  • American Conference - Central Division: 1978

Με την Nottingham Forest

  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: 2 (1978/79, 1979/80)
  • Ευρωπαϊκό Super Cup: 1979

Με την Sampdoria

  • Κύπελλο Ιταλίας: 1984/85

Με τους Rangers

  • Λιγκ Καπ Σκωτίας: 1986/87

Με την Sheffield Wednesday

  • Λιγκ Καπ Αγγλίας: 1990/91

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Μέλος Ιδανικής Ενδεκάδας της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 3 (1976/77, 1977/78, 1981/82)

Ως προπονητής


Με την Sheffield Wednesday

  • Κύπελλο Αγγλίας: φιναλίστ 1992/93
  • Λιγκ Καπ Αγγλίας: φιναλίστ 1992/93

Με την Birmingham City

  • Λιγκ Καπ Αγγλίας: φιναλίστ 2000/01

ΠΗΓΕΣ: england365.gr - balleto.gr