Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Ωδή στο ποδόσφαιρο

Οι περισσότεροι άνθρωποι που θα δουν να έρχεται κατά πάνω τους μια μπάλα, δεν θα προσπαθήσουν να την πιάσουν με τα χέρια, αλλά να την κοντρολάρουν με το πόδι. Ο Μαραντόνα είχε δηλώσει κάποτε πως ακόμα κι αν φορούσε ένα πανάκριβο λευκό κοστούμι, αν έβλεπε μια λασπωμένη μπάλα να έρχεται προς το μέρος του -ψηλά, απ’ τον αέρα- θα την κοντρόλαρε με το στήθος, χωρίς να ενδιαφερθεί για λεκέδες και περίεργα βλέμματα. Προσωπικά τον πιστεύω. Ο συγγραφέας του εξαιρετικού High Fidelity, Νικ Χόρνμπι, έχει δηλώσει επίσης: 

“Ερωτεύτηκα το ποδόσφαιρο όπως αργότερα ερωτευόμουν τις γυναίκες. Ξαφνικά, ανεξήγητα, αβασάνιστα. Χωρίς να σκεφτώ τον πόνο ή την αναστάτωση που θα έφερνε”.

Τον πιστεύω και αυτόν, μιας και ακριβώς έτσι ερωτεύτηκα και εγώ το ποδόσφαιρο, πριν πολλά χρόνια.


 
Κανένας -και ποτέ- δεν πρόκειται να εξηγήσει επακριβώς τι είναι αυτό που κάνει το ποδόσφαιρο τόσο δημοφιλές. Ακόμα και στις μέρες μας, στην σύγχρονη εποχή των εκατομμυρίων και του χαμένου ρομαντισμού, δεν γίνεται να μην το αγαπήσεις. Τα συναισθήματα που αυτό γεννά -και προσφέρει- δεν γίνεται να μετρηθούν από καμία σύγχρονη “μηχανή” και φυσικά η λέξη γκολ και τα συναισθήματα που αυτή γεμίζει τον απλό φίλαθλο, δεν ξέρω με πόσα πράγματα μπορούν να συγκριθούν. Αν μπορούν να συγκριθούν. Προσωπικά αυτό που με κάνει να ξεχνάω το ποδόσφαιρο είναι μόνο ένα παιδικό χαμόγελο και ένα παιδικό δάκρυ. Τα παιδιά άλλωστε είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει σε αυτόν εδώ τον πλανήτη και δεν αξίζουν κανένα πόνο. Το παρόν, το μέλλον και η ζωή, είναι τα ίδια τα παιδιά. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να υπάρξει καμία ισορροπία σε αυτήν εδώ την κοινωνία. Κανένα όνειρο. Ακόμα και η λέξη αγάπη θα έχανε κάθε έννοια της δίχως αυτά. 

Στην εξαιρετική ταινία “Τιμπουκτού” του Αμπντεραμάν Σισακό, σε μια σπάνιας ομορφιάς ανθρώπινη κι αληθινή σκηνή, αποτυπώνεται τι ακριβώς είναι το ποδόσφαιρο για κάθε παιδί. Πως το βιώνει και τι αισθήματα βγάζει αυτό το τόσο σπουδαίο παιχνίδι σε κάθε πιτσιρίκι. Ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος και οικονομικής επιφάνειας. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει μπάλα. Τα καλύτερα γκολ της ζωής του, άλλωστε, το κάθε παιδί τα έχει σκοράρει έχοντας κλειστά τα μάτια. Στα όνειρά του. Σε τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ και Μουντιάλ, κι από πολλές φορές μάλιστα. Συνήθως μετά από μια  πάσα ακριβείας του καλύτερού του φίλου. Ακόμα και σε μια δύσκολη στιγμή άλλωστε ο καθένας μπορεί να κλείσει τα μάτια και να σκεφτεί τον άνθρωπο που είναι ερωτευμένος, μια όμορφη στιγμή με ένα καλό φίλο και φυσικά την αγαπημένη του ομάδα ή -ακόμα καλύτερα- τον ίδιο να σκοράρει, με τα χρώματά της, ένα σπουδαίο τέρμα, και να νιώσει καλύτερα. Έστω και για μερικά λεπτά. 

Σε ένα απ’ τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου, υπάρχει μια σκηνή που -ίσως- καταφέρνει να μας πει  τι είναι το ποδόσφαιρο για ένα παιδί. Σε ένα βιβλίο όμως που δεν έχει να κάνει καθόλου με ποδόσφαιρο αλλά με την σκοτεινότερη περίοδο της σύγχρονης ανθρωπότητας. Αναφέρομαι στο βιβλίο του Ίμρε Κέρτες “Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο”, ένα βιβλίο που έχει να κάνει με τις θηριωδίες του Άουσβιτς μέσα απ’ τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Ο Κέρτες, κάπου λίγο πριν τη μέση του βιβλίου, γράφει 

“…Κάτω απ’ τα πόδια μας πάλι ένας φαρδύς, εκτυφλωτικά λευκός δρόμος, μπροστά μας ολόκληρη εκείνη η κάπως κουραστικά μεγάλη έκταση, ο αέρας που από τη ζέστη έτρεμε και έβραζε παντού. Είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως και ήταν πολύ μακριά, όπως αποδείχτηκε όμως μετά, τα λουτρά απείχαν από το σταθμό συνολικά γύρω στα δέκα λεπτά με τα πόδια. Όσα μπόρεσα σ’ αυτή τη σύντομη διαδρομή να δω γενικά μου άρεσαν. Χάρηκα ιδιαίτερα για ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, σ’ ένα λιβάδι που απλωνόταν ακριβώς στα δεξιά του δρόμου. Πράσινο γρασίδι, τα απαραίτητα για το παιχνίδι άσπρα τέρματα, άσπρες γραμμές – όλα ήταν εκεί, δελεαστικά, καινούργια, σε άριστη κατάσταση και απόλυτη τάξη. Εμείς, τ’ αγόρια, είπαμε αμέσως: ορίστε, μετά τη δουλειά θα παίζουμε εδώ ποδόσφαιρο…” 

Απλές και αγνές σκέψεις ενός παιδιού που πριν λίγη ώρα είχε φτάσει στοιβαγμένο μαζί με άλλους εκατοντάδες στο κολαστήριο του Μπίρκεναου και όσο κι αν είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά με όλο αυτό, δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του το παιχνίδι και το αγαπημένο του ποδόσφαιρο. 

Περίπου την ίδια περίοδο ο σπουδαίος Σοβιετικός συνθέτης και μέγας λάτρης του ποδοσφαίρου, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, καθώς τα ναζιστικά στρατεύματα πλησίαζαν στο Λένινγκραντ, θα γράψει στον καλό του φίλο Ισαάκ Γκλίκμαν που βρισκόταν στην Τασκένδη. 

“Καλέ μου φίλε δεν κοιμάμαι, θρηνώ και δάκρυα τρέχουν πυκνά και πικρά από τα μάτια μου. Εκεί που βρίσκεσαι γίνονται τουλάχιστον τίποτα ματς;”

Δέκα χρόνια νωρίτερα (στις αρχές του 1930) ο σπουδαίος συνθέτης είχε υπογράψει το έργο “Χρυσή Εποχή”. Το πρώτο δηλαδή από τα τρία διάσημα μπαλέτα του. Ένα έργο που βασίστηκε στο λιμπρέτο “Ντιναμιάδα” και μιλάει για τις περιπέτειες μιας Σοβιετικής ποδοσφαιρικής ομάδας που βρισκόταν για αγώνες επίδειξης σε μια διεφθαρμένη καπιταλιστική χώρα με το όνομα Φασιστοχώρα. Ένα απ’ τα πιο γνωστά αποφθέγματα άλλωστε του σπουδαίου συνθέτη ήταν εκείνο το 

“Το ποδόσφαιρο είναι το μπαλέτο των μαζών”

και κατ’ εμέ δεν είχε καθόλου, μα καθόλου, άδικο. Ο τρόπος που προσέγγιζε άλλωστε ο Σοστακόβιτς το όμορφο άθλημα που λέγεται ποδόσφαιρο ήταν ακριβώς όπως του μικρού παιδιού που βγαίνει να παίξει στον δρόμο με τους φίλους του. Πολλές φορές ακόμα και με φανταστική -ή αυτοσχέδια- μπάλα. Ανάμεσα σε συντρίμμια. Πολλές φορές υπό τον φόβο και την αβεβαιότητα -όχι του αύριο- αλλά εκείνης της στιγμής.  Πάντα όμως με αγνή, αληθινή αγάπη και ατελείωτα όνειρα. Όπως και ο μικρούλης Ντούρκα στο αριστούργημα του Κέρτες.


Πολλοί έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν το ποδόσφαιρο με λόγια. Έχουμε πει ότι το ποδόσφαιρο είναι Τέχνη! Είναι ήχος που σε κάνει να ανατριχιάζεις! Είναι ζωγραφική, που οι γραμμές του δίνουν ζωντάνια στο γρασίδι! Δεν παύει να είναι όμως και άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα χορός, που οι φιγούρες του σε κάνουν να θέλεις να πεταχτείς όρθιος και να συμμετάσχεις! Στη Λατινική Αμερική το ποδόσφαιρο ενίοτε γίνεται και ποίηση! Το ποίημα που θα διαβάσετε αποτελεί ύμνο για το ποδόσφαιρο και προέρχεται (πού αλλού;) από την Αργεντινή. Δεν είναι σίγουρο ποιος είναι ο συγγραφέας. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο αρκετοί το αναφέρουν ως πόνημα του  Ενρίκε Ερνέστο "Κίκε" Γουλφ (Enrique Ernesto "Quique" Wolff), παλιού διεθνή αμυντικού της Ράσινγκ της Αβεγιανέδα, της Ρίβερ Πλέιτ και της Ρεάλ Μαδρίτης και μετέπειτα δημοσιογράφου, αλλά οι περισσότεροι λένε ότι το έχει γράψει ο πολύ καλός δημοσιογράφος Βάλτερ Σααβέδρα και απλά το απαγγέλει ο Κίκε!

Τα λόγια του αγγίζουν όλους όσους έχουν παίξει και έχουν δει ποδόσφαιρο! Το εντυπωσιακό είναι ότι βλέποντας το video, μου ερχόντουσαν συνεχώς εικόνες από αγώνες που έχω παρακολουθήσει και κείμενα που έχω διαβάσει στο παρελθόν! Στιγμές που αποδεικνύουν ότι ζώντας με το ποδόσφαιρο, μαθαίνεις να ζεις και εκεί έξω!

Όσο υπερβολικό και αν ακούγεται αυτό!


Πώς να ξέρεις τι είναι αγάπη,
αν δεν ήσουν ποτέ οπαδός μιας ομάδας;

Πώς να ξέρεις τι είναι πόνος,
αν ποτέ δεν σου έσπασε ένας αμυντικός την κνήμη και την περόνη
και δεν ήσουν σε ένα τείχος όταν η μπάλα σε βρήκε ακριβώς εκεί;

Πώς να ξέρεις τι είναι ευχαρίστηση,
αν δεν έκανες το γύρο του θριάμβου εκτός έδρας;
Πώς να ξέρεις τι είναι η στοργή,
αν δεν την θώπευσες με φάλτσο, για να την βάλεις με το εξωτερικό
και να την αφήσεις λαχανιασμένη στα δίχτυα;

Άκουσέ με !
Πώς να ξέρεις τι είναι αλληλεγγύη,
aν δεν έχεις βγει μπροστά για έναν συμπαίκτη σου που τον χτύπησαν από πίσω;

Πώς να ξέρεις τι είναι ποίηση,
αν δεν έχεις κάνει μια γκαμπέτα;
Πώς να ξέρεις τι είναι εξευτελισμός,
αν δεν σου έχουν περάσει την μπάλα κάτω από τα πόδια;

Πώς να ξέρεις τι είναι φιλία,
αν δεν έχεις κάνει μια παρέδ;
Πώς να ξέρεις τι είναι πανικός,
αν ποτέ δεν σε εξέπληξαν με μία αντεπίθεση;

Πώς να ξέρεις τι είναι να πεθαίνεις λίγο,
αν ποτέ δεν πήγες να μαζέψεις την μπάλα από την εστία σου;

Πες μου γέρο,
πώς να ξέρεις τι είναι μοναξιά,
αν δεν έχεις βρεθεί κάτω από τα τρία δοκάρια, στα 12 βήματα από κάποιον που θέλει να σουτάρει και να τελειώσει τις ελπίδες σου;

Πώς να ξέρεις τι είναι λάσπη,
αν δεν έκανες ποτέ ένα τάκλιν στα πόδια του αντιπάλου για να βγάλεις την μπάλα πλάγιο;

Πώς να ξέρεις τι είναι εγωισμός,
αν ποτέ δεν έκανες ακόμα μία, ενώ το 9αρι περίμενε μόνο του την μπάλα;

Πώς να ξέρεις τι είναι τέχνη,
αν ποτέ, ποτέ δεν έχεις κάνει μια ραμπόνα;
Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική,
αν δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ μπροστά στο πέταλο;

Πώς να ξέρεις τι είναι η αδικία,
αν δεν σου έχει βγάλει μια κόκκινη ένας διαιτητής που παίζει έδρα;
Πες μου, πώς να ξέρεις τι είναι η αϋπνία
αν ποτέ δεν έχεις υποβιβαστεί;

Πώς, πώς να ξέρεις τι είναι μίσος,
αν ποτέ δεν έχεις βάλει ένα αυτογκόλ;
Πώς να ξέρεις τι είναι να κλαις,
αν ποτέ, αν ποτέ δεν έχεις χάσει έναν τελικό Μουντιάλ με ένα αμφισβητούμενο πέναλτι;

Πώς να ξέρεις αγαπημένε φίλε,
πώς να ξέρεις πώς είναι η ζωή,
αν δεν έχεις παίξει ποτέ ποδόσφαιρο;

 Οι πηγές από κείμενα του el sombrero №1 και el sombrero 2