Για
τους γεννημένους το πολύ μέχρι και την τελευταία δεκαετία του 20ου
αιώνα, υπάρχουν κάποιοι κανόνες που περιγράφουν το ποδόσφαιρο της αλάνας.
Μιας και τα πράγματα έχουν πλέον αλλάξει, και τα βιώματα ειδικά των παλαιότερων εξ
ημών είναι διαφορετικά από κάποιων άλλων, θεωρώ ότι αν κάποιος είναι πάνω από
25 ετών και μεγάλωσε σε κάποιο μέρος, που συνήθως υπήρχαν τέτοιοι χώροι πριν
τσιμεντοποιηθούν, θα συμφωνήσει τουλάχιστον με τις περισσότερες από τις δέκα
μεγάλες αλήθειες που περιγράφονται παρακάτω.
1. Το πιο σημαντικό άτομο ήταν ο "μπαλοκράτορας"
Ποδόσφαιρο
χωρίς μπάλα δεν γίνεται και η μπάλα όταν ήμασταν μικροί ήταν από τα μεγαλύτερα
γκάτζετ (μια που τότε δεν είχαμε κινητά και εκτός από το γκειμ-μπόι και τον
Άμστραντ δεν υπήρχε τόση τεχνολογία). Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μπορεί να
είχαμε καινούρια παπούτσια, αλλά λίγοι είχαν μπάλες. Και έπρεπε να τους έχουμε
από κοντά. Κατά διαβολική σύμπτωση μπάλα είχε πολύ συχνά κάποιος αχώνευτος!
Έτσι λοιπόν το ποδόσφαιρο μας μάθαινε από μικρούς την κοινωνική υποκρισία και
τα ψεύτικα χαμόγελα προς άτομα που δεν χωνεύαμε. Και αν δεν ήταν αχώνευτος,
σίγουρα ήταν από τους πιο άσχετους ποδοσφαιρικά και όταν έπιανε αέρα δεν
μπορούσες να τον βρίσεις όσο ήθελες, καθώς πιθανότατα δεν θα ξαναέπαιζες.
Πάντως, ίσως ο ιδιοκτήτης της μπάλας να ήταν το δεύτερο πιο σημαντικό άτομο,
αφού το πρώτο ήταν η μάνα του! Γιατί αυτή θα ερχόταν να τον μαζέψει για να
πάει να φάει ή δεν θα τον άφηνε να βγει από το σπίτι επειδή έπρεπε να διαβάσει
ή επειδή φοβόταν μήπως αρρωστήσει ο κανακάρης της.
2. Τι γινόταν όταν δεν είχαμε μπάλα
Πολλές
φορές ήθελες να παίξεις και δεν είχες μπάλα. Εκεί φαινόταν η δημιουργικότητα
και η φαντασία σου. Αγαπημένα ήταν τα κουτιά γάλα συσκευασίας τετραπάκ ή όπως
αλλιώς λέγεται, εκείνα τα τετράγωνα που είχαν αρκετό όγκο για να μπορείς να τα
κλωτσήσεις και τόσο παράξενο σχήμα που ούτε
ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο δεν μπορούσε να βάλει τα κατάλληλα φάλτσα.
Επίσης πολύ της μόδας ήταν τα μπουκαλάκια νερού, τα κουτάκια από αναψυκτικά, τα
μικρά κουτάκια από χυμούς που ήταν πιο μανιτζέβελα, αλλά χαλούσαν και
ευκολότερα. Γιατί πάντα βρισκόταν κάποιος αρκετά άμπαλος που θα πατούσε το
κουτί και από τρισδιάστο αντικείμενο θα γινόταν κάτι προς το επίπεδο, σαν το
πακ του χόκεϊ επί πάγου! Ταυτόχρονα με την μετατροπή της μπάλας σε πακ, το
παιχνίδι από ποδόσφαιρο γινόταν κλωτσοπατινάδα, αλλά δεν είχε τόση σημασία. Το
γκολ πανηγυριζόταν και πάλι σαν να ήταν τελικός ΤσαμπιονσΛί.
3. Δεν έχουμε εστίες, ας φτιάξουμε
Γήπεδα
μπάσκετ υπήρχαν, όχι πολλά αλλά υπήρχαν. Γήπεδα ποδοσφαίρου όχι. Έτσι λοιπόν οι
εστίες ήταν αυτοσχέδιες. Το σύνηθες ήταν τον ρόλο των δοκαριών να τον παίζουν
τα μπουφάν, οι μπλούζες και γενικά τα εφόδια του καθενός. Αν ήσουν πιο τυχερός
τότε υπήρχε κάποιο δέντρο ή κάτι αντίστοιχο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως
δοκάρι. Παίξαμε σε «γήπεδο» που τα δοκάρια ήταν προτομές ηρώων! Βέβαια η μια
“εστία” ήταν πιο μικρή σε μήκος από την άλλη (γιατί είχαν βάλει τα αγάλματα πιο
κοντά), αλλά αυτό το λύναμε εύκολα αλλάζοντας εστία σε κάθε ημίχρονο. Το
πρόβλημα ήταν πιο σοβαρό όταν διάφοροι περαστικοί μας έκραζαν γιατί δεν
σεβόμασταν αυτούς που θυσιάστηκαν για εμάς. Και αν το πρόβλημα των κάθετων
δοκαριών λυνόταν εύκολα, η μεγάλη πληγή ήταν τα οριζόντια. Ο άγραφος νόμος του
ποδοσφαίρου της αλάνας έλεγε ότι το οριζόντιο δοκάρι πάντα τοποθετείται
νοητά στο μέγιστο ύψος που έφτανε ο εκάστοτε τερματοφύλακας. Μεγάλη διαφορά
από το κανονικό ποδόσφαιρο που ο ψηλός τερματοφύλακας είναι πλεονέκτημα. Όπως
είναι φυσικό, με την απουσία ριπλέι και εποπτών, υπήρχαν πολύ συχνά διαφωνίες
για το αν κάποια σουτ ήταν γκολ ή “πολύ ψηλά”.
4. Πού παίζει ο καθένας
Όλοι
ήθελαν να βάζουν γκολ, όλοι ήθελαν να σκοράρουν, αλλά δεν γινόταν. Ο κανόνας
έλεγε ότι οι πιο άμπαλοι μπαίνουν στην άμυνα και ο πιο χοντρός στο τέρμα.
Συνήθως ο πιο χοντρός ήταν κι ο τελευταίος που επιλεγόταν, ένα κοινωνικό στίγμα
που δύσκολα ξεχνιέται. Αν δεν υπήρχε χοντρός ή κάποιος που ήθελε να κάτσει
τέρμα, υπήρχε ο δημοκρατικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο τερματοφύλακας άλλαζε
κάθε δύο γκολ. Φήμες λένε ότι κάποιοι άφηναν τα γκολ επίτηδες ώστε να
επιστρέψουν μια ώρα αρχύτερα στο κανονικό παιχνίδι. Ειδική μνεία πρέπει να
γίνει στο μπακότερμα είτε λόγω αριθμητικής ανισορροπίας των ομάδων, είτε επειδή
δεν άντεχε να μην παίζει λίγο κι αυτός.
5. Χάσαμε την μπάλα
Το
ποδόσφαιρο δεν είναι τένις ή πινγκ-πονγκ και η μπάλα είναι μεγάλη. Παρ’ όλα
αυτά, δεν ήταν λίγες οι φορές που η μπάλα έφευγε. Είτε σε
κάποιο μπαλκόνι, είτε σε κάποια στέγη, είτε σε κάποιον δρόμο, είτε
οπουδήποτε τέλος πάντως μπορούσε να πάει μια μπάλα από ένα κακό δυνατό σουτ. Η
χειρότερη μοίρα όμως της μπάλας ήταν να πάει κάτω από ένα αυτοκίνητο. Η
προσπάθεια επανάκτησής της ένας πραγματικός γολγοθάς, με πιτσιρίκια να απλώνουν
τα πόδια τους και να κάνουν κάτι σαν τάκλιν για να την φτάσουν. Το επίπεδο
δυσκολίας ανέβαινε κι άλλο, όταν ο δρόμος ήταν γεμάτος νερά, φαινόμενο όχι
σπάνιο σε ελληνικό δρόμο, κι ο ήρωας έπρεπε να γίνει μούσκεμα για να
συνεχιστεί το παιχνίδι. Ειδικά μάλιστα όταν συνήθως υπήρχε και η διαφωνία
αν υπεύθυνος ήταν αυτός που είχε στείλει την μπάλα εκεί ή η ομάδα που είχε την
κατοχή.
6. Απουσία διαιτητή, ανάγκη συμφωνίας στους κανόνες
Τις συντριπτικά
περισσότερες φορές δεν υπήρχε κάποιος να αποφασίζει, δίκην διαιτητού! Τότε οι
γενικές… ντιρεκτίβες λέγανε ότι για να δοθεί πέναλτι θα έπρεπε να το ζητήσει
αυτός που έχει πέσει κάτω και «φαινόταν» ότι πονούσε! Φυσικά ακόμα
και να έβγαινε άκρη για το αν ένα φάουλ ήταν πράγματι φάουλ (συνήθως ήταν, αν
το θύμα επέμενε πολύ και έπαιρνε την μπάλα στα χέρια του για το εκτελέσει…), μια
καινούρια συζήτηση ξεκινούσε για τις αποστάσεις. Χωρίς ίντερνετ να
γκουγκλάρει κάποιος, υπήρχαν διάφορες απόψεις για το πόσα μέτρα ή βήματα ήταν η
σωστή απόσταση του τείχους και του πέναλτι και ειδικά όταν μιλούσαμε για
“βήματα” ποιος θα τα μετρούσε, καθώς αν πήγαινε κανένας ψηλός η απόσταση
μεγάλωνε σημαντικά! Φυσικά, ΔΕΝ υπήρχε οφσάιντ, ένας κανόνας ιδιαίτερα
πολύπλοκος για να τηρείται. Γενικά πάντως οι διαφωνίες σπάνια έφερναν το τέλος
του παιχνιδιού, καθώς η κάψα για μπάλα ήταν μεγαλύτερη. Φυσικά, οι «αδικημένοι»
φρόντιζαν να χτυπάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα στους αντιπάλους «εκείνη» τη
φάση που τελικά πέρασε το δικό τους, πλάθοντας σιγά σιγά τις επόμενες γενιές
Ελλήνων φιλάθλων.
7. Πώς αρχίζει και πότε τελειώνει ένας αγώνας;
Στο
ποδόσφαιρο της αλάνας δημιουργήθηκε και το ιδιότυπο ποδοσφαιρικό τζάμπολ «σκάει
τρεις», όταν δεν υπήρχε συμφωνία για το ποιος θα κάνει τη σέντρα. Αν υπήρχε
συμφωνία, ο κανόνας έλεγε ότι η πρώτη πάσα ήταν ελεύθερη με αποτέλεσμα να
γίνονται και οι πρώτες οργανωμένες κομπίνες, ενώ μερικοί επίτηδες έκαναν την
πρώτη πάσα απίστευτα αργά για να σπάσουν τα νεύρα των αντιπάλων. Η παντελής
έλλειψη κανόνων είχε ως αποτέλεσμα να μην ξέρουμε πότε τελείωνε ένα ματς.
Κάποιες φορές παίζαμε μέχρι κάποια συγκεκριμένη ώρα, όπου και εκεί γινόταν
χαμός γιατί όσοι είχαν ρολόγια παρουσίαζαν μεγάλες αποκλίσεις και 1-2 λεπτά
ακόμα ήταν ένας αιώνας στην αλάνα, ενώ κάποιες φορές παίζαμε μέχρι συγκεκριμένο
αριθμό γκολ. Αν για κάποιους λόγους το παιχνίδι έπρεπε να διακοπεί πριν την ώρα
του (αποχώρηση «μπαλοκράτορα», νύχτα κ.λ.) και το σκορ ήταν ισόπαλο ή στη
διαφορά ενός γκολ, υπήρχαν δυο σπουδαίοι κανόνες. Αυτός της «τελευταίας
φάσης» με την αγωνία στο κατακόρυφο, αφού όλος ο ιδρώτας κρινόταν
από μία και τελευταία κλωτσιά και αυτός του «όποιος το βάζει κερδίζει».
Μερικά από τα σπουδαιότερα γκολ στης ιστορία του ποδοσφαίρου της αλάνας μπήκαν
υπό αυτές τις συνθήκες! Που συνοδεύονταν από πανηγυρισμούς-κόπιες γνωστών αστέρων!
8. H αργκό του ποδοσφαίρου αλάνας
Η
γλώσσα ήταν ένα συνονθύλευμα λέξεων καθαρεύουσας, λαϊκής δημοτικής και ξένων
όρων που είχαν μπασταρδοποιηθεί. Στην περίπτωση που είχαμε χέρι ξεκινούσε μια
συζήτηση με μαγικές λέξεις για τις ηλικίες όπως εσκεμμένο, ακούσιο και άλλα
τέτοια που προστίθενταν στο λεξιλόγιο δίπλα σε λήμματα όπως το “τζατζάρισμα” ,
“παγκότερμα”, “αράουτ” , “δεν στρέχει” , “το
γερμανικό” , “σφάλτσο” , “φάουλτ” κτλ, ενώ είχαν δημιουργηθεί και νέες
θέσεις στον αγωνιστικό χώρο όπως το περιβόητο “περίπτερο” που όλοι μισούσαν,
αλλά σε κάποια στιγμή της ζωής τους έπαιξαν. Εκεί πρωτοακούστηκαν και φράσεις
όπως «όχι μπουμ» για να απαγορευτούν τα δυνατά σουτ που έθεταν σε κίνδυνο την
σωματική ακεραιότητα του ατυχούς τερματοφύλακα.
9. Εγώ είμαι ο Πελέ, εμείς είμαστε η Γερμανία
Το
ποδόσφαιρο των παιδικών μας χρόνων μπορεί να ήταν μια στιγμή ευφορίας και
ελευθερίας, αλλά πάντα μέσα μας θέλαμε να μοιάσουμε με μεγαλύτερους. Εκεί
είχαμε τις διαφωνίες για το ποιος είναι ο καθένας και τι ομάδα είναι ο καθένας.
Και μιας και δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε ελληνικές ομάδες γιατί οι κόντρες
ήταν μεγάλες, συνήθως γίνονταν επιλογές ξένων εθνικών ομάδων. Κάποιοι ήταν ο Πελέ/Κρόιφ/Πλατινί/Μαραντόνα
και η ομάδα ήταν η Βραζιλία/Γερμανία/Αγγλία/Ιταλία και πάει λέγοντας. Συνήθως
οι ομάδες επιλέγονταν με το πόσο ισχυρές ήταν εκείνες τις εποχές, δεν ήταν
τυχαία η δημοφιλία της Ολλανδίας ή ακόμα και της Γιουγκοσλαβίας. Φανέλες ομάδων
τότε δεν ήταν τόσο της μόδας και ήταν και δυσεύρετες, οπότε σπάνια υπήρχε
διαχωρισμός χρωματικός.