Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Ρίνους Μίχελς: O Άνθρωπος που Άλλαξε το Ποδόσφαιρο

Ο Ολλανδός κεντρικός επιθετικός και αργότερα προπονητής Ρίνους Μίχελς (Marinus "Rinus" Jacobus Hendricus Michels), γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1928 στο Άμστερνταμ. Έπαιξε ολόκληρη την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία για τον Άγιαξ του Άμστερνταμ, τον οποίο αργότερα υπηρέτησε σαν προπονητής και ήταν μέλος της εθνικής ομάδας της Ολλανδίας τόσο σαν παίκτης όσο και σαν  προπονητής. Έμεινε στη Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία για τα επιτεύγματά του ως προπονητής, έχοντας κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών με τον Άγιαξ και το ισπανικό πρωτάθλημα με τη Μπαρτσελόνα, ενώ είχε και 4 θητείες ως προπονητής της ολλανδικής εθνικής ομάδας, της οποίας ηγήθηκε, φτάνοντας στον τελικό στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 και κατακτώντας το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988. Πιστώνεται με την ριζοσπαστικότερη εξέλιξη του αγωνιστικού στυλ ποδοσφαίρου και το σύνολο των τακτικών που αυτό περιέχει, που έμεινε γνωστό ως «Total Football» (Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο) στη δεκαετία του 1970 και ονομάστηκε Προπονητής του Αιώνα από τη FIFA το 1999. Τον Ιανουάριο του 2017, ονομάστηκε ένας από τους 10 Μεγαλύτερους προπονητές από την ίδρυση της UEFA, το 1954.


Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ και μεγάλωσε λίγα στενά μακριά από το Ολυμπιακό Στάδιο της πόλης. Σε ηλικία μόλις 30 ετών, ένας τραυματισμός στη μέση τον αναγκάζει να βάλει τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας, ως επιθετικός του Αγιαξ, πέτυχε 122 γκολ σε 264 εμφανίσεις.  Το 1965 αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία του συλλόγου και αφού την πρώτη του χρονιά καταφέρνει να τον σώσει από υποβιβασμό, από την επόμενη σεζόν χτίζει τις βάσεις για την ποδοσφαιρική επανάσταση που θα ακολουθούσε.


Στον «Αίαντα», ο Μίχελς βρίσκει ένα απόλυτα πρόσφορο έδαφος για να φέρει τις μεγάλες αλλαγές. Αφενός, μια προικισμένη φουρνιά ποδοσφαιριστών, καθοδηγούμενη από την πιο πληθωρική ίσως προσωπικότητα που πάτησε ποτέ ποδοσφαιρικό γρασίδι, τον Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruyff). Αφετέρου, μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα έτοιμη πάντοτε να κυοφορήσει επαναστατικές ιδέες σε μια εποχή που ο κόσμος άλλαζε. Το Άμστερνταμ, από μια συντηρητική πόλη μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, είχε μετατραπεί σε «πρωτεύουσα της νεανικής εξέγερσης», όπως την είχε χαρακτηρίσει την δεκαετία του 1960 ο Τσαρλς Ράντκλιφ, ένας από τους γνωστότερους Αγγλους αναρχικούς ακτιβιστές. Εκεί, ο Μίχελς βρίσκει το περιβάλλον που αναζητούσε.


Έτσι ξεκινά και μια διαδρομή μεγάλων επιτυχιών για τον Ολλανδό, ο οποίος κατακτά με τον Άγιαξ 4 πρωταθλήματα, 3 κύπελλα και ένα κύπελλο πρωταθλητριών μέσα σε έξι χρόνια. Συνεχίζει με ένα πρωτάθλημα και ένα κύπελλο στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, ενώ το 1974 οδηγεί την Εθνική Ολλανδίας στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπου ηττάται από την οικοδέσποινα Δυτική Γερμανία με 2-1, παρότι προηγείται πριν οι Γερμανοί προλάβουν να ακουμπήσουν τη μπάλα.


Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο

Ωστόσο, το παλμαρέ και οι τίτλοι του Μίχελς δεν συνθέτουν και την ουσία της διαδρομής του. Αντιθέτως, η αγωνιστική φιλοσοφία και οι καινοτομίες που παρουσίασε, ήταν τα στοιχεία που έμελλε να αλλάξουν το άθλημα για πάντα. «Το παιχνίδι ήταν θέμα του χώρου αλλά και του τρόπου με τον οποίον ελέγχεις αυτό το χώρο. Μεγάλωσε τον χώρο όταν έχεις τη μπάλα και είναι εύκολο να διατηρήσεις την κατοχή. Περιόρισε τον όταν δεν έχεις την κατοχή και είναι πολύ πιο δύσκολο για τον αντίπαλο να την διατηρήσει», γράφει ο Τζόναθαν Γουίλσον στο βιβλίο «Inverting the pyramid» («Αντιστρέφοντας την πυραμίδα»), την πληρέστερη ίσως ιστορική καταγραφή της εξέλιξης της τακτικής του ποδοσφαίρου, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα.


Αυτό που προσπαθεί να εξηγήσει σε λίγες γραμμές, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την βασική αρχή του «ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου» («Τotal Football»), ενός όρου που υιοθετήθηκε μεν για να περιγράψει τις εμφανίσεις της Ολλανδίας στο Μουντιάλ του 1974, ωστόσο στην πραγματικότητα αποτελεί ένα είδος «δόγματος» της ποδοσφαιρικής επανάστασης την οποία σηματοδότησε o ίδιος ο Μίχελς. «Συζητούσαμε συνέχεια για τους κενούς χώρους. Πώς να τους δημιουργούμε, να τους οργανώνουμε και να τους εκμεταλλευόμαστε. Κάτι σαν αρχιτεκτονική του ποδοσφαίρου», σημειώνει σε συνέντευξή του ο Μπάρι Χουλσόφ (Barry Hulshoff), αμυντικός της «χρυσής» γενιάς του Άγιαξ, δείχνοντας την σημασία που έδινε ο Ολλανδός τεχνικός στην διαχείριση των χώρων του γηπέδου, κάτι επαναστατικό για την εποχή.


Κι αν εύλογα προκύπτει η απορία πώς μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα, η οποία μέχρι τότε δεν είχε απολύτως τίποτα να επιδείξει σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, ξαφνικά αλλάζει τον «χάρτη» του αθλήματος, μια αρκετά πειστική θεωρία αναπτύσσεται στο βιβλίο «The Brilliant Orange» («Οι φανταστικοί πορτοκαλί»), το οποίο εξιστορεί  την τεράστια ολλανδική επιρροή στην εξέλιξη του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Ο συγγραφέας του, Ντέιβιντ Γουίνερ, προσπαθώντας να εξηγήσει το γιατί οι Ολλανδοί ήταν ουσιαστικά οι πρώτοι που κατανόησαν την σημασία της διαχείρισης του χώρου, υποστηρίζει ότι λόγω της φύσης της χώρας τους (από τις πλέον πυκνοκατοικημένες του πλανήτη), αναγκάζονται να αναπτύξουν αυτή την αρετή και στην καθημερινή τους ζωή, κάτι που τους καθιστά ιδιαίτερα ευπροσάρμοστους σε τέτοιες συνθήκες.


Ο Άγιαξ που δημιούργησε ο Μίχελς άλλαξε όλα τα στερεότυπα σχετικά με το τι ήταν αυτό το άθλημα που παιζόταν με 11 παίκτες εναντίον 11. Και αυτή η επανάσταση πολύ φυσιολογικά ξεκίνησε από την (σχεδόν) νευρωτική ανάγκη των Ολλανδών να δημιουργούν χώρο! Σε μία χώρα που λογικά θα ήταν κάτω από το νερό χωρίς τα φράγματα, ήρθε αυτό το κίνημα την δεκαετία του 1960 με ανατροπές σε όλους τους τομείς. Η ολοκληρωτική αρχιτεκτονική και το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο είχαν στενή σχέση. Δημιουργήθηκαν ολόκληρες πόλεις από το πουθενά, και σε μίνιμουμ χώρο, ένα αεροδρόμιο, το Schipholl που αποτελεί ακόμη και σήμερα ίσως την πιο τέλεια εκδοχή στον τομέα του και απλώθηκε σε ένα τόπο που κάποτε ήταν θάλασσα!


Ταυτόχρονα, η μαθηματική προσέγγιση στο ποδόσφαιρο έφερε το ολοκληρωτικό στην πλήρη εφαρμογή του. Όταν ο Ρίνους Μίχελς συνέλαβε την λογική πως οι διαστάσεις του γηπέδου είναι πάντα 105 επί 68 αλλά μπορούν να αλλάξουν κατά την διάρκεια του ματς, πολλοί τον είπαν τρελό! Ο ίδιος, καλεσμένος του Συνδέσμου Ελλήνων προπονητών πριν σχεδόν 18 χρόνια, το εξήγησε ένα βράδυ, στην εμβληματική «Μυρτιά» της Μάρκου Μουσούρου στο Μετς. «Πίστευα πάντα πως όταν αμύνεσαι πρέπει να μεταβάλλει στο γήπεδο σε 70 επί 30, πρεσάροντας όλους τους χώρους. Και όταν επιτίθεσαι να κερδίζεις κάθε γωνία, με αποτέλεσμα να «μεγαλώνεις» τις διαστάσεις σε 130 επί 90»!


Αυτό ακούγεται κάπως φυσιολογικό σήμερα , αλλά πριν από σαράντα χρόνια έμοιαζε με τον ισχυρισμό πως η γη γυρίζει! Μέχρι τότε και επί δεκαετίες , οι ακραίοι αμυντικοί ήταν ένας δεξιά και ένας αριστερά και έμεναν πίσω. Ο σεντερ φορ ένας βαρύς και ψηλός, οι εξτρέμ έπαιζαν πάνω στη γραμμή περιμένοντας την μπάλα… Ο τερματοφύλακας απλά έπιανε την μπάλα και έδινε βολέ και το δεκάρι έκανε τσαλιμάκια και έβγαζε μακρινές πάσες! Ο Μίχελς με τον Αγιαξ μετέτρεψε την ποδοσφαιρική ανάπτυξη μίας ομάδας σε έργο τέχνης. Το κλειδί του ήταν πως βρήκε στο πρόσωπο του Γιουγκοσλάβου Βέλιμπορ Βάσοβιτς (Velibor Vasović) έναν παίκτη ικανό να φτιάξει παιχνίδι από την άμυνα. Αυτός ήταν ο αρχηγός και ταυτόχρονα ο προπονητής μέσα στο γήπεδο. Τον είχε ανακαλύψει με την φανέλα της Παρτιζάν Βελιγραδίου και θα ήταν εκείνος που το 1971 θα σήκωνε πρώτος το τρόπαιο στο Γουέμπλει με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Έβγαινε μαζί με τους ακραίους μπακ Βιμ Σουρμπίρ (Wim Suurbier) και Ρούντι Κρολ  (Ruud Krol) με εξαιρετική ταχύτητα μπροστά. Όταν σταμάτησε, τότε παρτενέρ του εξαιρετικού κεντρικού αμυντικού Μπάρι Χουλσόφ έγινε ο Γερμανός Χορστ Μπλάκενμπουργκ (Horst Blankenburg), τον οποίο είχε ανακαλύψει ο Μίχελς από το… πουθενά! Τερματοφύλακας ήταν ένας βαρύς και δυσκίνητος, ο Χάιντζ Στούι (Heinz Stuy) που όμως είχε τρομερό μυαλό. Η μπάλα όταν γύριζε πίσω, έφευγε για πάσα με τα πόδια.


Έτσι ο Μίχελς κέρδισε έναν παίκτη παραπάνω. Αυτό που οι άλλοι έκαναν από το 1993, ο Αγιαξ το δοκίμασε από το 1969. Η πρώτη φουρνιά στα χαφ είχε τον τον Πιτ Κάιζερ  (Piet Keizer) και τον Σάακ Σβαρτ (Sjaak Swart), τον ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία της ομάδας, τον αείμνηστο Γκέρι Μιούρεν (Gerrie Mühren) καθώς και τον πρώτο μοντέρνο αμυντικό χαφ, αυτόν τον χαμάλη υπερ-πολυτελείας,  τον Γιόχαν Νέεσκενς (Johan Neeskens). Στην επίθεση αφού υπήρχε ο Γιόχαν Κρόιφ όλα τα άλλα περίττευαν. Το 1972 προστέθηκε και ο Τζόνι Ρεπ (Johnny Rep), όταν πια ο Μίχελς θα είχε φύγει για την Μπαρτσελόνα  και η ομάδα στα χέρια του -επίσης ξεχωριστού- Στέφαν Κόβατς (Ștefan Kovács) θα απογειωνόταν!


Ο Μίχελς ωστόσο έκανε άλλη μία μεγάλη αλλαγή στην ομάδα πριν φύγει χαρίζοντας της έναν παίκτη πολυεργαλείο που χρόνια θα βοηθούσε και την εθνική ομάδα σε διαφορετικούς ρόλους. Ήταν ένα πραγματικό υπερόπλο, η παρουσία του Αρι Χάαν (Arie Haan) στην ενδεκάδα, ο οποίος τα επόμενα χρόνια θα αγωνιζόταν σε επτά διαφορετικές θέσεις και για τις ομάδες του (Αγιαξ, Αντερλεχτ, Σταντάρ Λιέγης) και στους «οράνιε». Πολλοί λένε πως μία ομάδα με τέτοιες προσωπικότητες δεν χρειάζεται κάποιον στον πάγκο. Αυτό αν το έλεγες στον Μίχελς σε αγριοκοιτούσε! «Δεν υπάρχει ομάδα που να μην χρειάζεται καθοδήγηση» τόνισε εκείνο το βράδυ. «Ακόμη και αν δεν κάνεις κάτι, οφείλεις να δείχνεις πως έχεις ένα σχέδιο. Ο παίκτης θέλει να νοιώθει πως ο προπονητής του ξέρει, πως είναι έτοιμος να δώσει λύση» ήταν τα χαρακτηριστικά του λόγια.

Μια ανεκτίμητη κληρονομιά

Ο Μίχελς πέραν των συλλογικών του επιτυχιών κατάφερε να μετατρέψει την (επαναλαμβάνω, παντελώς ανυπόληπτη μέχρι το 1970) εθνική Ολλανδίας σε υπερδύναμη. Το 1974 με τον αείμνηστο Φράντσισεκ Φάντρονκ (František Fadrhonc) στο πλευρό του, έφτασαν μία ανάσα από την κατάκτηση του Μουντιάλ πριν λυγίσουν από τη γηπεδούχο Δυτική Γερμανία στο Μόναχο με 2-1. Παρά το γεγονός ότι πρώτοι κατανόησαν και εφάρμοσαν το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο», οι Ολλανδοί την δεκαετία του 1970 δεν κατάφεραν να κατακτήσουν την κορυφή του κόσμου, χάνοντας σε δύο σερί τελικούς Παγκοσμίων Κυπέλλων από τους εκάστοτε διοργανωτές. Το 2-1 από τους Γερμανούς το 1974, ακολούθησε η ήττα με 3-1 τέσσερα χρόνια αργότερα από την Αργεντινή στο Μπουένος Αϊρες, χωρίς τον Μίχελς αυτή τη φορά στον πάγκο, αλλά με την εφαρμογή του ποδοσφαίρου που εκείνος εισήγαγε.

Οι τίτλοι σε συλλογικό επίπεδο καθιέρωσαν πλέον την Ολλανδία σαν μια παραδοσιακή δύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ωστόσο διεθνώς, θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1988 για να γευτούν επιτέλους την χαρά της κυριαρχίας. Στην τρίτη από τις τέσσερις συνολικά θητείες του στον πάγκο των «οράνιε», στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1988, ο Μίχελς φτάνει επιτέλους στην κορυφή του Ολύμπου και μάλιστα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, γήπεδο στο οποίο 14 χρόνια πριν είχε ηττηθεί στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εκεί, πανηγυρίζει τον πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα τίτλο των Ολλανδών σε μεγάλη διοργάνωση, επικρατώντας με 2-0 της Σοβιετικής Ένωσης του Βαλερί Λομπανόφσκι (Valeriy Lobanovskyi), με το απίθανο γκολ του Μάρκο Φαν Μπάστεν (Marco van Basten) να παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα πλέον εντυπωσιακά όλων των εποχών.


Ο Μίχελς θα είναι για πάντα ο προφήτης του ποδοσφαίρου. Οι ιδέες του για πρέσινγκ ψηλά στο γήπεδο, το τεχνητό οφσάιντ, οι παίκτες που αγωνίζονται σε περισσότερες από μία θέσεις, η επιλογή δεξιοπόδαρων ακραίων αριστερά ή αριστεροπόδαρων κυνηγών στα δεξιά ή η χρησιμοποίηση του Κρόιφ ως ενός σέντερ φορ που δεν ήταν «εννιάρι» δεκαετίες πριν έρθει στην μόδα ο όρος αυτός, αποδεικνύουν πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν. Αυτός έπεισε τον πρόεδρο του Άγιαξ να αρχίζουν οι ακαδημίες να παίρνουν παιδιά από ηλικία 7 ετών, αυτός επέμενε πως η τακτική θα έπρεπε να γίνεται κτήμα των μικρών παιδιών παράλληλα με την τεχνική από πολύ νωρίς και τόνιζε πως η ανούσια κατοχή μπάλας δε σημαίνει από μόνη της κάτι αν δεν γίνεται σε τέτοια σημεία του γηπέδου που να «πονάει» τον αντίπαλο! Η πορεία του μπορεί να μην συνοδεύτηκε από πολλές διακρίσεις και τίτλους αλλά το γεγονός πως χωρίς τις ιδέες του το ίδιο ποδόσφαιρο δεν θα προχωρούσε με τους ρυθμούς που όλοι βιώνουμε, αποτελεί τη μεγαλύτερη παρακαταθήκη που μας άφησε!


Ένας προικισμένος και διορατικός τεχνικός, επαναστατικό πνεύμα, αλλά και λάτρης της πειθαρχίας, ο οποίος όχι μόνο άλλαξε τον τρόπο παιχνιδιού και καθιέρωσε όρους όπως το πρέσινγκ και το τεχνητό οφσάιντ, αλλά έφερε μεγάλες αλλαγές και στη φύση της προπόνησης: έδωσε προτεραιότητα στη δουλειά με τη μπάλα, βάζοντας τα θεμέλια της τεχνικής αρτιότητας, εκσυγχρόνισε τον τρόπο διαχείρισης μιας ομάδας και μέσω του Άγιαξ έδωσε άλλη έννοια στον ποδοσφαιρικό επαγγελματισμό. Κι αν κάποιος αναζητήσει την κληρονομιά του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου σε σύγχρονες εικόνες, δεν χρειάζεται να πάει πολύ μακριά. Η επιρροή του ίδιου, αλλά και άλλων ακόμη Ολλανδών τεχνικών στην Μπαρτσελόνα, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στον τρόπο που η ισπανική ομάδα εκμεταλλεύεται τους χώρους και πρεσάρει σήμερα, αποτελώντας ένα είδος τελειοποίησης αυτού που ξεκίνησε πριν μερικές δεκαετίες στο Αμστερνταμ.


Άλλωστε, η διάσημη πλέον «Μασία», η ακαδημία από την οποία ξεπετάχτηκαν όλοι οι σημερινοί αστέρες των Καταλανών, αποτελεί έμπνευση ενός Ολλανδού, του Γιόχαν Κρόιφ, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Συνθέτοντας έτσι μια νοητή «ποδοσφαιρική αλυσίδα» που ξετυλίγεται από τα μέσα των επαναστατικών 60's και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Το 1992 ο Μίχελς αποχώρησε οριστικά από την ενεργό δράση, κάνοντας για περίπου μια δεκαετία συχνές εμφανίσεις στο γήπεδο του αγαπημένου του Άγιαξ, ως θεατής. Το 1999 η Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία τον ανακηρύσσει κορυφαίο προπονητή του 20ου αιώνα.  

Στις 3 Μαρτίου του 2005, ο Ρίνους Μίχελς άφησε την τελευταία του πνοή στην βελγική πόλη Άαλστ, μετά την δεύτερη εγχείριση καρδιάς στην οποία υποβλήθηκε.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα


  • 1946–1958: Amsterdamsche Football Club Ajax, 264 (122)

Διεθνής


  • 1950–1954: Ολλανδία, 5 (0)

Προπονητική καριέρα

  • 1960–1964: Jeugd Organisatie Sportclub Watergraafsmee
  • 1964/65: Amsterdamsche Football Club Door Wilskracht Sterk
  • 1965–1971: Amsterdamsche Football Club Ajax
  • 1971–1975: Futbol Club Barcelona
  • 1974: Ολλανδία
  • 1975/76: Amsterdamsche Football Club Ajax
  • 1976–1978: Futbol Club Barcelona
  • 1979/80: Los Angeles Aztecs
  • 1980–1983: 1. Fußball-Club Köln 01/07
  • 1984/85: Ολλανδία
  • 1986–1988: Ολλανδία
  • 1988–1989: Bayer 04 Leverkusen Fußball
  • 1990–1992: Ολλανδία

Τίτλοι

Ως ποδοσφαιριστής

Με τον Ajax
  • Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 2 (1946/47, 1956/57

Ως προπονητής


Συλλογικοί

Με τον Ajax
  • Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 4 (1965/66, 1966/67, 1967/68, 1969/70)
  • Κύπελλο Ολλανδίας: 3 (1966/67, 1969/70, 1970/71)
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 1970–71 και φιναλίστ 1968/69
  • UEFA Intertoto Cup: 1968
Με την Barcelona
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 1973/74
  • Κύπελλο Ισπανίας: 1977/78
  • Κύπελλο Εκθέσεων (UEFA): 1971
Με την 1. FC Köln
  • Κύπελλο Γερμανίας: 1982/83

Διεθνείς


Με την Ολλανδία
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1988
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: φιναλίστ το 1974

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Ιππότης του Τάγματος Οράγγης-Νασάου του Ολλανδικού Στέμματος: 1974
  • Ιππότης –Αξιωματικός του Τάγματος Οράγγης-Νασάου του Ολλανδικού Στέμματος: 1988
  • Προπονητής της Χρονιάς από το περιοδικό «World Soccer»: 1988
  • Ολλανδός Προπονητής του Αιώνα: 1999
  • Προπονητής του Αιώνα από την FIFA: 1999
  • Ιππότης της Ολλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας: 2002
  • Ισόβιο Βραβείο της UEFA: 2002
  • Καλύτερος Προπονητής για τα 50 Χρόνια Επαγγελματικού Ποδοσφαίρου στην Ολλανδία: 2004