Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Πάολο Μαλντίνι: Ο Αρχηγός των Αρχηγών

Ο Ιταλός αριστερός ακραίος και κεντρικός αμυντικός, Πάολο Μαλντίνι (Paolo Cesare Maldini), γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου του 1968, στο Μιλάνο.  Πέρασε όλες, και τις 25 σεζόν της ποδοσφαιρικής του καριέρας στην ιταλική Serie A’, με τη Μίλαν, πριν αποσυρθεί στην ηλικία των 41 ετών, το 2009. Κέρδισε 26 τρόπαια με τους «ροσονέρι»: 5 φορές το UEFA Champions League, 7 τίτλους πρωταθλητή της ιταλικής Serie A, ένα Κύπελλο Ιταλίας, 5 Σούπερ Καπ Ιταλίας, 5 ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ, 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων της FIFA.


Έκανε το ντεμπούτο του για την Ιταλία το 1988, απολαμβάνοντας μια 14ετή διεθνή καριέρα, πριν αποσυρθεί από το διεθνές ποδόσφαιρο το 2002, έχοντας 126 διεθνείς συμμετοχές, ένα ρεκόρ που βελτίωσε μόνο ο Φάμπιο Καναβάρο (Fabio Cannavaro) το 2009 και ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν (Gianluigi Buffon) το 2013. Ο Πάολο Μαλντίνι υπήρξε ο αρχηγός της εθνικής Ιταλίας για 8 χρόνια και κατέχει το ρεκόρ εμφανίσεων ως αρχηγός της Ιταλίας, φορώντας το περιβραχιόνιο 74 φορές, μέχρι που και πάλι ξεπεράστηκε από τον Καναβάρο, το 2010. Με την Ιταλία, πήρε μέρος σε 3 Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα και σε 4 Παγκόσμια Κύπελλα. Αν και δεν κατέκτησε κανένα τουρνουά, έφτασε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994 και του Euro του 2000, καθώς επίσης και στους ημιτελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 και του Euro του 1988. Ονομάστηκε μέλος στις Ιδανικές 11άδες για κάθε ένα από αυτά τα τουρνουά που συμμετείχε, εκτός από το Euro του 1996.


Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Αμυντικούς Όλων των Εποχών. Έπαιξε σε επίπεδο Παγκόσμιας Κλάσης για το σύνολο της καριέρας του, που εκτάθηκε σε πάνω από 2 δεκαετίες και κέρδισε το τρόπαιο Καλύτερος Αμυντικός της Λέσχης των Συλλόγων της UEFA σε ηλικία 39 ετών, καθώς και του Καλύτερου Αμυντικού της Χρονιάς στην ιταλική Serie A, το 2004. Ήρθε 2ος, πίσω από τον Ζορζ Γουεά (George Weah) για το βραβείο του Καλύτερου Παίκτη Παγκοσμίως της FIFA το 1995. Τοποθετήθηκε επίσης στην 3η θέση, στον διαγωνισμό της Χρυσής Μπάλας σε 2 περιπτώσεις, το 1994 και το 2003. Το 1999, εξελέγη 21ος στον κατάλογο του περιοδικού ‘’World Soccer’’, με τους 100 Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές του 20ου Αιώνα. Το 2002, επιλέχτηκε ως αμυντικός για την Ονειρική 11άδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου Όλων των Εποχών και το 2004 ονομάστηκε στον κατάλογο FIFA 100, των 125 Εν Ζωή Μεγαλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου, που συνέταξε ο Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, ‘’Pelé’’), στο πλαίσιο των εορτασμών των 100 Ετών της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας.


Ήταν επίσης ο αρχηγός της Μίλαν για πολλά χρόνια και θεωρήθηκε ένας ηγέτης από τους συναδέλφους του ποδοσφαιριστές, γι’ αυτό και του χάρισαν το παρατσούκλι «Il Capitano». Ο Πάολο Μαλντίνι είναι ο κάτοχος του ρεκόρ με τις περισσότερες εμφανίσεις στην ιταλική Serie A, με 647, ενώ κατείχε επίσης το ρεκόρ για τις περισσότερες εμφανίσεις στις διασυλλογικές διοργανώσεις της UEFA, με 174, μέχρι που ξεπεράστηκε από Ίκερ Κασίγιας (Iker Casillas), ο οποίος έκανε την 175η ευρωπαϊκή του εμφάνιση σε συλλογικό επίπεδο το 2017. Είναι επίσης ο κάτοχος του ρεκόρ εμφανίσεων για τη Μίλαν, με 902 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις. Είναι ένας από τους μόλις 18 παίκτες να έχουν παίξει πάνω από 1.000 παιχνίδια στη καριέρα τους. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, τη σεζόν 2008/09, η Μίλαν απέσυρε οριστικώς τη φανέλα με το Νο 3 προς τιμήν του, ενώ τον Δεκέμβριο του 2012, εγκαταστάθηκε στο ιταλικό ποδοσφαιρικό Hall of Fame. Ο πατέρας του, Τσέζαρε Μαλντίνι (Cesare Maldini), αγωνίστηκε στο παρελθόν και υπήρξε ο αρχηγός της Μίλαν, ενώ είχε και μια επιτυχημένη θητεία ως προπονητής της ιταλικής εθνικής Νέων, έχοντας επίσης διατελέσει προπονητής τόσο της Μίλαν όσο και της εθνικής ομάδας της Ιταλίας, σ’ έναν αγώνα εναντίον της Γαλλίας το 1998. Από το 2015, ο Πάολο Μαλντίνι είναι ο συνιδιοκτήτης της Μαϊάμι FC στην Βορειοαμερικάνικη Ποδοσφαιρική Ένωση (NASL).


Αφιέρωσε 25 χρόνια από τη ζωή του, από τα 16 μέχρι τα 41 του, υπηρετώντας με απόλυτη πίστη και τυφλή αφοσίωση μόνο μία φανέλα, τη ροσονέρα, και σε αυτό το διάστημα έζησε στιγμές που δύσκολα μπορεί κάποιος άλλος συνάδελφός του να υποστηρίξει ότι τον ξεπέρασε. Ουσιαστικά πήρε την σκυτάλη από τον πατέρα του Τσέζαρε (Cesare Maldini) ο οποίος ήταν απόλυτα πετυχημένος στους "ροσονέρι" και όχι μόνο την κράτησε γερά και τη μετέφερε με ασφάλεια για 1/4 αιώνα αλλά έκανε το όνομα Μαλντίνι να θεωρείται συνώνυμο και να ακούγεται εξίσου εκκωφαντικό όπως αυτό του συλλόγου που ακούει στο όνομα Μίλαν.


Κατέκτησε συνολικά 26 τίτλους στο Μιλανέλο, μεταξύ των οποίων 5 Κύπελλα Πρωταθλητριών/Champions League και 7 πρωταθλήματα Ιταλίας, πήρε κάθε τρόπαιο που θα μπορούσε να διεκδικήσει, φόρεσε για χρόνια το περιβραχιόνιο του καπιτάνο της Μίλαν διαδεχόμενος τον θρυλικό Φράνκο Μπαρέζι (Franco Baresi), έγινε ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία της Serie A και στα ευρωπαϊκά Κύπελλα, κέρδισε αναρίθμητες ατομικές διακρίσεις ενώ αποτέλεσε το σημείο αναφοράς σε κάθε σπουδαία ομάδα των "ροσονέρι" επί εποχής Μπερλουσκόνι.

Ο μιλανέζικος σύλλογος έγραψε χρυσές σελίδες δόξας τη δεκαετία του 1980 με Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi), τη δεκαετία του 1990 με τον Καπέλο (Fabio Capello), τη δεκαετία του 2000 με τον Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti) και όλοι τους είχαν την τύχη να διαχειρίζονται ένα ρόστερ στο οποίο ανάβλυζε προσωπικότητα, φινέτσα και κλάση με μπροστάρη όλων τον σπουδαίο Πάολο.

Τον παίκτη που ουσιαστικά ωρίμασε πριν την ώρα του για να έχει να καυχιέται πως από τα 21 του χρόνια είχε σαρώσει όλους τους τίτλους με τη Μίλαν αλλά και είχε παίξει σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και Παγκοσμίου Κυπέλλου με την εθνική Ιταλίας αλλά και αυτόν που δάμασε τον χρόνο όντας καταλύτης στις επιτυχίες της ομάδας του στην τέταρτη δεκαετίας της ζωής του. Τον αθλητή που όταν οι άλλοι σταματούσαν εκείνος έμοιαζε να έχει ρουφήξει μέχρι το μεδούλι το ελιξήριο της δεύτερης ποδοσφαιρικής νιότης... Τον άνθρωπο που δεν μπόρεσε να φανταστεί ποτέ τον εαυτό να φοράει φανέλα άλλου συλλόγου κάτι που διαπίστωσε και ο Άλεξ Φέργκιουσον (Sir Alex Ferguson) όταν προσπάθησε να τον πάρει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ: "Ηταν ξεχωριστός παίκτης και τον λάτρευα. Πλησίασα μία φορά τον πατέρα του και με το βλέμμα που μου έριξε κατάλαβα ότι δεν θα τον αποκτούσα ποτέ", εξομολογήθηκε μέσα από την αυτοβιογραφία του.


Ο Πάολο Μαλντίνι είχε φρόντισε να δείξει πάντως από νωρίς πόσο ξεχωριστός ήταν καθώς ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας Μαλντίνι και χρειάστηκε στα πρώτα τρυφερά χρόνια της ζωής του να "επιβιώσει" έχοντας στο σπίτι τρεις μεγαλύτερες αδερφές! "Ήμουν το αγόρι, οτιδήποτε συνέβαινε στο σπίτι το φταίξιμο πήγαινε πάντα στον Πάολο. Τις έτρωγα μέχρι τα 14 μου χρόνια, δύο χρόνια πριν κάνω το ντεμπούτο μου στη Serie A. Η μητέρα μου λέει πως έγινα γρήγορος για να τους ξεφεύγω", θυμάται χαρακτηριστικά ο Πάολο Μαλντίνι ο οποίος με τη συμπλήρωση 10 χρόνων ζωής έπιασε από το χεράκι τον papa Τσέζαρε και εντάχτηκε στα τμήματα ακαδημιών της Μίλαν. Πέρα πάντως από το δέος που αισθανόταν για τον διάσημο πατέρα του, ο οποίος είχε σηκώσει ως αρχηγός της Μίλαν το 2ο  Κύπελλο Πρωταθλητριών του συλλόγου όταν ο κανακάρης του βρισκόταν ακόμα στην κούνια (δεν είχε καν συμπληρώσει 1 χρόνο ζωής), ο πιτσιρικάς είχε για είδωλο έναν ακόμα παίκτη αλλά... Γιουβεντίνο: τον Ρομπέρτο Μπέτεγκα (Roberto Bettega).


Συμπάθεια για τη Γιούβε λόγω Μπέτεγκα

"Μου άρεσε πολύ η εθνική Ιταλίας του 1978 και σε εκείνη την ομάδα η πλειονότητα ήταν παίκτες της Γιουβέντους. Για δύο χρόνια υποστήριζα τη Γιούβε", είναι μία από τις εξομολογήσεις που έχει κάνει αρκετά χρόνια αργότερα ο Πάολο Μαλντίνι, ο οποίος ως πιτσιρικάς ονειρευόταν τον εαυτό του να βγάζει σέντρες από τα δεξιά (αυτό ήταν το "καλό" του πόδι και όχι το αριστερό με τον οποίο τον έμαθε όλη η υφήλιος!) και τον Μπέτεγκα να πετάγεται στην περιοχή και να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα. Με αυτά λοιπόν τα ποδοσφαιρικά ερεθίσματα και σε συνδυασμό με τα ποδοσφαιρικά γονίδια που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Τσέζαρε, είχε την πρώτη του ημέρα στη Μίλαν τον Σεπτέμβριο του 1978."Έφτασα στο γήπεδο του Λινάτε μαζί με τον πατέρα μου και με ρώτησαν από ποια ομάδα έρχομαι. Καμία, απαντώ. Ποια θέση έχεις στο γήπεδο; Καμία, επανέλαβα. Κάπως έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου...", συμπληρώνει. Εάν όμως ήταν περίεργη η πρώτη του ημέρα στο προπονητικό κέντρο της Μίλαν, τι να πει κανείς για το ντεμπούτο του με τους ροσονέρι στη Serie A που το πραγματοποίησε σε ηλικία μόλις 16 ετών και 208 ημερών (ο νεότερος στην ιστορία του συλλόγου)... Με τα παιδιά της ηλικίας του πανηγύρισε στο φινάλε της σεζόν 1984/85 το Coppa Italia Primavera όμως, λίγους μήνες νωρίτερα ο Νιλς Λίντχολμ (Nils Liedholm), παλιά ποδοσφαιρική δόξα της Μίλαν και συμπαίκτης με τον πατέρα Τσέζαρε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, δεν δίστασε να ρίξει στα βαθιά τον... Παολίνο έχοντας ακράδαντη πίστη μέσα από την εικόνα του στις προπονήσεις ότι επρόκειτο για έναν παίκτη με λαμπρό μέλλον μπροστά του.


Το ντεμπούτο του έγινε στις 20 Ιανουαρίου του 1985, με τη Μίλαν να αντιμετωπίζει την Ουντινέζε του Ζίκο (Arthur Antunes Coimbra, “Zico”) στο "San Siro" σε μία ημέρα που το κρύο ήταν τσουχτερό στην πόλη του Μιλάνου και τον Σουηδό να κάνει νεύμα στον 16χρονο Μαλντίνι να αρχίσει το "ζέσταμα" για να μπει στη θέση του τραυματία Σέρτζιο Μπατιστίνι (Sergio Battistini). Ποιο ήταν το "ωραίο" και συνάμα παράδοξο της όλης ιστορίας; Εκείνες τις ημέρες ο Μαλντίνι έκανε προπονήσεις στο Μιλανέλο έχοντας δανειστεί τα παπούτσια ενός συμπαίκτη του καθώς τα δικά του για το κρύο τα είχε αφήσει σπίτι του. Ήταν όμως δύο νούμερα μικρότερα από αυτά που φορούσε και όταν έκατσε στο ματς με την Ουντινέζε στον πάγκο άρχισε να αισθάνεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά.


Ήταν όμως τέτοια η λαχτάρα του να μπει και να "κάνει μάγκα" τον προπονητή του, που εκείνος ο πόνος μετατράπηκε αυτόματα σε μία ασήμαντη ενόχληση. "Πού θέλεις να παίξεις, δεξιά ή αριστερά;”, “Αποφασίστε εσείς", ήταν η απάντηση του νεαρού Πάολο, με τον Σουηδό προπονητή να τον τοποθετεί στα δεξιά και να του λέει λίγα δευτερόλεπτα πριν πάρει το βάπτισμα του πυρός: "Μπες και διασκέδασέ το"! Αυτό ακριβώς έκανε ο Πάολο Μαλντίνι. Ο πόνος από τα άβολα παπούτσια είχε εξαφανιστεί, το ντεμπούτο του ήταν πια γεγονός (ήταν η μοναδική του παρουσία στην πρώτη ομάδα της Μίλαν εκείνη τη σεζόν) και το ονειρεμένο ταξίδι προς τη δόξα είχε μόλις ξεκινήσει... "Ήθελα να τελειώσω το σχολείο αλλά έχοντας κάνει ντεμπούτο στη Serie A στα 16 μου χρόνια ήταν πραγματικά μεγάλη υπόθεση! Υπήρχε προπόνηση τρεις φορές το πρωί και τρεις φορές το απόγευμα κάθε εβδομάδα και μερικές φορές επέστρεφες από τα κυριακάτικα εκτός έδρας παιχνίδια μαύρα μεσάνυχτα, ήταν πολύ δύσκολο να είμαι κανονικά στο σχολείο το πρωί της Δευτέρας. Δοκίμασα για μερικούς μήνες να πάω σε ιδιωτικό σχολείο αλλά τελικά τα παράτησα", εξομολογείται ο Μαλντίνι ο οποίος θυσίασε το φινάλε των μαθητικών του χρόνων στο βωμό μίας ποδοσφαιρικής καριέρας που ανοιγόταν μπροστά του.


Και δεν πήγαν σίγουρα χαμένες οι όποιες θυσίες του, καθώς από τα 17 κιόλας του χρόνια έγινε μέλος της βασικής ενδεκάδας της Μίλαν (27 συμμετοχές) παίρνοντας θέση στο δεξί άκρο της άμυνας και φορώντας τη φανέλα με το № 3. Με τον Λίντχολμ στον πάγκο ο Μαλντίνι πρόλαβε να φορέσει 78 φορές τη φανέλα της Μίλαν και να αποκτήσει τις πρώτες σοβαρές ποδοσφαιρικές του παραστάσεις για να έρθει το καλοκαίρι του 1987 η ώρα του Αρίγκο Σάκι και της... εκτόξευσης μέσα σε μία τριετία. Ο δεύτερος προπονητής του Μαλντίνι στη Μίλαν χρειάστηκε ωστόσο να έχει "γερό στομάχι" στο ξεκίνημα, όχι επειδή αντιμετώπισε πρόβλημα με τους παίκτες του αλλά με τον Τύπο που δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι το γεγονός ότι ο Μπερλουσκόνι είχε δώσει τα κλειδιά των αποδυτηρίων της Μίλαν σε έναν άνθρωπο που είχε κλωτσήσει μπάλα μόνο σε ερασιτεχνικό επίπεδο και που είχε εργαστεί για μερικά χρόνια ως... πωλητής παπουτσιών. "Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ ότι για να γίνεις τζόκεϊ θα πρέπει απαραίτητα να ήσουν άλογο πρώτα", ήταν μία ατάκα του (μπουχτισμένου από την ανελέητη κριτική) Σάκι τους πρώτους μήνες της θητείας του στους Μιλανέζους η οποία έγραψε ιστορία, όπως ιστορία έμελλε να γράψει και η ομάδα της Μίλαν με εκείνον στον τιμόνι.


Και τι δεν πανηγύρισε ο Πάολο Μαλντίνι και οι συμπαίκτες του υπό την καθοδήγηση του Σάκι. Πρωτάθλημα το 1988 που ήταν πρώτο μετά από εννέα χρόνια φαγούρας και Σούπερ Καπ λίγους μήνες αργότερα, δύο συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών το 1989 και το 1990 (η τελευταία ομάδα που πήρε back to back τίτλους στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση) που συνοδεύτηκαν από ισάριθμα Σούπερ Καπ Ευρώπης και Διηπειρωτικά τις ίδιες χρονιές. Εκείνη η Μίλαν που έμοιαζε με ομάδα-θαύμα έφτασε μάλιστα να είναι αήττητη για 36 συνεχόμενες αγωνιστικές στη Serie A, με την ειρωνεία να είναι πως το απίστευτο αυτό σερί έλαβε τέλος από ένα απίστευτο αυτογκόλ του... Μαλντίνι που κόστισε στην ομάδα του την ήττα από τη Λάτσιο τον Σεπτέμβριο του 1989.


Φυσικά, πέρα από τον αρχιτέκτονα Σάκι όλο το αγωνιστικό οικοδόμημα της ομάδας ξεχείλιζε η ποιότητα και το dna νικητή: η ολλανδική τριπλέτα Μάρκο Φαν Μπάστεν (Marco Van Basten) – Ρουντ Γκούλιτ (Ruud Gullit) – Φρανκ Ράικαρντ (Frank Rijkaard) ήταν στον κολοφώνα της δόξας της, στη μεσαία γραμμή οι Κάρλο Αντσελότι και Ρομπέρτο Ντοναντόνι (Roberto Donadoni) έκοβαν και έραβαν ενώ η άμυνα αποτελούσε το δυνατό χαρτί με την παρουσία σε αυτή των Πάολο Μαλντίνι, Φράνκο Μπαρέζι, Αλεσάντρο Κοστακούρτα (Alessandro Costacurta) και Μάουρο Τασότι (Mauro Tassotti).


 Εάν υπάρχει μάλιστα ένα αποτέλεσμα που έκανε αίσθηση σε όλη την Ευρώπη περισσότερο και από το επιβλητικό 4-0 επί της Στεάουα στον τελικό του 1989 αυτό ήταν η "πεντάρα" (η περίφημη "manita" των Ισπανών) στη Ρεάλ Μαδρίτης των Εμίλιο Μπουτραγκένιο (Emilio Butragueño Santos), Ούγκο Σάντσες (Hugo Sánchez Márquez), Αντόνιο Καμάτσο (José Antonio Camacho Alfaro) και Μπερντ Σούστερ (Bernhard "Bernd" Schuster), με τους Μιλανέζους να κλειδώνουν στο ντουλάπι τις τακτικές του κατενάτσιο και να παίζουν ποδόσφαιρο... άλλης εποχής.


Ποιο κατενάτσιο; Η Μίλαν χόρταινε μπάλα τον κόσμο

Σε αυτό δεν υπήρχε λίμπερο αλλά παίκτες που έπαιζαν άμυνα ζώνης και μπακ που μπορούσαν με την ίδια άνεση να κόβουν όταν βρίσκονταν στην άμυνα αλλά και να συμμετέχουν στην ανάπτυξη του παιχνιδιού όταν η ομάδα τους βρισκόταν στην επίθεση. Ναι, σωστά το καταλάβατε: σε αυτό τον τρόπο παιχνιδιού της Μίλαν ο Πάολο Μαλντίνι είχε ξεχωριστό ρόλο. Ήταν άλλωστε τέτοια η κλάση του που επέτρεψε στον Αρίγκο Σάκι να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα φουλ αθλητικά προσόντα του: ήταν έναν δεξιοπόδαρος που έμαθε να χρησιμοποιεί το ίδιο καλά και το αριστερό του πόδι (ο Λίντχολμ τον πρωτοδοκίμασε εκεί) ωστόσο δεν ήταν απλά ένα εξαιρετικό αριστερό μπακ αλλά ένα ολοκληρωμένο αριστερό φουλ-μπακ.


Ένας παίκτης που είχε την ευστροφία ενός κεντρικού αμυντικού και τα πόδια ενός κεντρικού χαφ, που έβλεπε γήπεδο σαν να ήταν έμπειρος λίμπερο, που είχε τη δρασκελιά ενός δρομέα αντοχής και τη δύναμη ενός 400άρη. Τα αποτελεσματικά τάκλιν του ήταν ένα ακόμα γεγονός που τον έκανε ξεχωριστό στο παιχνίδι τους, μαζί φυσικά με την ικανότητά του στο ψηλό παιχνίδι αλλά και στην συνεννόησή του με... κλειστά μάτια με τα έτερη μέλη της εκάστοτε αμυντικής τετράδας. Όλες αυτές οι αρετές (που βελτιώνονταν μέρα με τη μέρα) είχαν κάνει τον Πάολο Μαλντίνι να θεωρείται από τα πρώτα του κιόλας χρόνια στο Μιλάνελο ως ένας grande capitano, με την ολύμπια ψυχραιμία του και το αρχοντικό του στιλ να ολοκληρώνουν το ποδοσφαιρικό παζλ ενός αψεγάδιαστου παίκτη. Τρανή απόδειξη άλλωστε για την πρωτόφαντη ποδοσφαιρική του ωρίμανση ήταν η κλήση του στις Ελπίδες της Ιταλίας τη χρονιά της ενηλικίωσής του (ο πατέρας του Τσέζαρε τον επέλεξε και είναι από τις λίγες φορές στην ιστορία του αθλήματος που δεν ακούστηκε ούτε... ψίθυρος για οικογενειακή εύνοια και νεποτισμό) και το ντεμπούτο του στα 20 του χρόνια στην "μεγάλη" εθνική Ιταλίας (31 Μαρτίου 1988 κόντρα στη Γιουγκοσλαβία).


Ο Ατζέλιο Βιτσίνι (Azeglio Vicini) τον πήρε μάλιστα μαζί του στην αποστολή της εθνικής Ιταλίας στο EURO '88, βλέποντας στο πρόσωπό του τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Καμπρίνι (Antonio Cabrini) στο αριστερό άκρο της ιταλικής άμυνας, ενώ δύο χρόνια αργότερα ο Μαλντίνι έζησε μία ιστορική στιγμή: ήταν μέλος της "σκουάντρα ατζούρα" που πήρε μέρος στο Μουντιάλ του 1990 το οποίο φιλοξενήθηκε στην πατρίδα της και στο οποίο κατέκτησε την τιμητική 3η θέση.  Η αλλαγή δεκαετίας έφερε νέα δεδομένα στην τεχνική ηγεσία της Μίλαν (Καπέλο αντί Σάκι) και στην εθνική Ιταλίας (Σάκι αντί Βιτσίνι), με τον Μαλντίνι να παραμένει όμως πάντα στον αφρό. Οι τραυματισμοί ήταν λέξη που δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό του όπως και το ντεφορμάρισμα, με τον Ιταλό άσο να παραμένει βασικός, να διατηρεί υψηλά στάνταρντς απόδοσης και να βελτιώνεται συνεχώς.


Η περίοδος μάλιστα από το 1991 μέχρι το 1994 είναι χρυσή για τη Μίλαν και για την άμυνά της ειδικότερα, η οποία είναι από τις πλέον γρανιτένιες στην Ευρώπη με τους Μαλντίνι, Μπαρέζι, Κοστακούρτα, Τασότι ως βασική τετράδα και τον Σεμπαστιάνο Ρόσι (Sebastiano Rossi) κάτω από την εστία. Ο Φάμπιο Καπέλο είχε δημιουργήσει μία ομάδα λιγότερο θεαματική από τη μέση και μπροστά σε σύγκριση με εκείνην του Σάκι αλλά με μία άμυνα απροσπέλαστη για κάθε αντίπαλο και οι αριθμοί τον δικαίωσαν πλήρως. Οι "ροσονέρι" κατέκτησαν αήττητοι το σκουντέτο τη σεζόν 1991/92 και έκαναν μόνο 4 ήττες στις δύο επόμενες χρονιές που αναδείχτηκαν και πάλι πρωταθλητές, ενώ τη σεζόν που πανηγύρισαν το τρίτο συνεχόμενο πρωτάθλημα (1993/94) παρέδωσαν δωρεάν σεμινάρια για το πώς να "αφοπλίζει" κανείς τα ατού του αντιπάλου του. Δέχτηκαν μόνο 15 γκολ σε 34 αγωνιστικές και έγιναν η τρίτη καλύτερη άμυνα σε μία σεζόν στην ιστορία της Serie A, κατάφεραν να μην δεχτούν γκολ σε 22 ματς πρωταθλήματος ενώ ο Ρόσι κράτησε απαραβίαστη την εστία του για 929 συνεχόμενα λεπτά.


Το μεγαλύτερο όμως "θαύμα" όσον αφορά στην άμυνα της Μίλαν εκείνη την εποχή έλαβε χώρα στις 18 Μαΐου του 1994 στην Αθήνα, με τους Ιταλούς να προέρχονται από την ήττα έναν χρόνο νωρίτερα στον τελικό του Μονάχου από τη Μαρσέιγ, με το γκολ του Μπαζίλ Μπολί (Basile Boli) και να έχουν τον τίτλο του απόλυτου αουτσάιντερ κόντρα στην ομάδα-τρένο στην "Γηραιά ήπειρο" εκείνη τη σεζόν, τη Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruijff). Απέναντί τους είχαν την ομάδα του Ρομάριο (Romário de Souza Faria), του Χρίστο Στόιτσκοφ (Hristo Stoichkov), του Πεπ Γουαρδιόλα (Pep Guardiola), του Χοσέ Μάρι Μπακέρο (José Mari Bakero) και του Ρόναλντ Κούμαν (Ronald Koeman), η οποία σάρωνε τα τελευταία χρόνια στη La Liga (4 σερί πρωταθλήματα) και έπαιζε πολύ θεαματικό και ελκυστικό ποδόσφαιρο εξού και το προσωνύμιο Dream Team που της είχε αποδοθεί, ενώ εκείνοι κατέβαιναν με δύο σημαντικότατες ελλείψεις στην άμυνα: αυτές του Φράνκο Μπαρέζι (τραυματίας) και του Αλεσάντρο Κοστακούρτα (τιμωρημένος).


Τότε όμως "μίλησε" ο Φάμπιο Καπέλο: χρησιμοποίησε ως κεντρικό δίδυμο τον Πάολο Μαλντίνι και τον Φιλίπο Γκάλι (Filippo Galli) μετατοπίζοντάς τους ουσιαστικά από τα άκρα της άμυνας, με τους δύο τους να "εξαφανίζουν" τα επιθετικά ατού της Μπαρτσελόνα την ώρα που στο άλλο μισό του γηπέδου είχε στηθεί μιλανέζικο πάρτι. Ο Ντανιέλε Μασάρο (Daniele Massaro) έστειλε τους "κόκκινους διαβόλους" στο ημίχρονο με ένα καθαρό προβάδισμα δύο τερμάτων και στο δεύτερο μέρος ανέλαβαν να δώσουν τη χαριστική βολή στους... ζαλισμένους Καταλανούς οι Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς (Dejan Savićević) και Μαρσέλ Ντεσαγί (Marcel Desailly) με δύο πανέμορφα γκολ, με το τελικό 4-0 να υπογράφει το 5ο Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ιστορία της Μίλαν και 3ο στην προσωπική τροπαιοθήκη του Μαλντίνι που ήταν ήδη αρκετά μεγάλη.


Πέρα πάντως από το πρωτάθλημα και το Champions League με την ομάδα της καρδιάς του, το 1994 έφερε και άλλες δυνατές... συγκινήσεις στον Μαλντίνι. Σε συλλογικό επίπεδο έπαιξε στον τελικό του Μουντιάλ με την εθνική Ιταλίας (έχασε στη ρωσική ρουλέτα των πέναλτι από τη Βραζιλία) ενώ σε ατομικό είχε την ύψιστη τιμή να γίνει ο πρώτος αμυντικός που βραβεύτηκε από το περιοδικό World Soccer ως ο κορυφαίος παίκτης στον κόσμο για μία χρονιά.


Ένας αμυντικός ανέβηκε στη κορυφή...

"Με γεμίζει υπερηφάνεια αυτός ο τίτλος γιατί οι αμυντικοί γενικότερα λαμβάνουν λιγότερης προσοχής από τους οπαδούς και τους δημοσιογράφους σε σύγκριση με τους επιθετικούς. Δεν παίρνουμε εμείς συνήθως τη δόξα. Το βραβείο πάντως αυτό το άξιζε πραγματικά ο Φράνκο Μπαρέζι", δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μαλντίνι ο οποίος την ίδια χρονιά αναδείχτηκε τρίτος στην ψηφοφορία για τον νικητή της Χρυσής Μπάλας, πίσω από τους Στόιτσκοφ και Ρομπέρτο Μπάτζο (Roberto Baggio). Το 1996 βρήκε τον Μαλντίνι να πανηγυρίζει ένα ακόμα πρωτάθλημα με τη Μίλαν στην τελευταία σεζόν του "Δον Φάμπιο" στον πάγκο, με τους Ζορζ Γουεά (George Tawlon Manneh Oppong Ousman Weah) και Λεονάρντο (Leonardo Nascimento de Araújo) να έχουν προσθέσει ποιότητα στο ρόστερ των "ροσονέρι" προκειμένου η μετάβαση στην νέα εποχή -μετά το αντίο του Φαν Μπάστεν και την πώληση των Γκούλιτ-Ράικαρντ- να είναι όσο το δυνατόν πιο ομαλή) , με τις δύο επόμενες χρονιές να είναι όμως χρονιές... δοκιμασιών για τον άγρυπνο φρουρό των "ροσονέρι".


Οι δύο σερί σεζόν εκτός Ευρώπης, η αποχώρηση αρκετών πρωτοκλασάτων παικτών και το αντίο στην ενεργό δράση από τον καλό του φίλο και συνοδοιπόρο του στην άμυνα Φράνκο Μπαρέζι ήταν χτυπήματα που ήρθαν μαζεμένα για τους Μιλανέζους, με τον Πάολο Μαλντίνι να είναι πάντως έτοιμος να αποδεχτεί την πρόκληση και να φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Σε μία μάλιστα περίοδο που οι Μιλανέζοι έδειχναν εμφανώς αποδυναμωμένοι σε σύγκριση με το πρώτο μισό της δεκαετίας του '90, ο εμβληματικός της άσος την οδήγησε στην δεύτερή του χρονιά ως αρχηγός στην κατάκτηση του -ανέλπιστου για τους περισσότερους- τίτλου το 1999 με τον Αλμπέρτο Τζακερόνι (Alberto Zaccheroni) στον πάγκο και τους Αντρέι Σεβτσένκο (Andriy Mykolayovych Shevchenko) και Όλιβερ Μπίρχοφ (Oliver Bierhoff) να συνθέτουν δίδυμο-φωτιά στη γραμμή κρούσης. Το καλοκαίρι του 2000 ο καπιτάνο της Μίλαν έφτασε ξανά στη βρύση με τη "σκουάντρα ατζούρα" (έπαιξε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος) χωρίς όμως να πιει νερό, χάνοντας στον τελικό από τη Γαλλία με το "χρυσό γκολ" του Νταβίντ Τρεζεγκέ (David Sergio Trezeguet) στην παράταση, στο μοναδικό μάλιστα ματς εκείνου του τουρνουά που είχε παίξει τόσο καλά η Ιταλία, ωστόσο μετά από τόσες σημαντικές στιγμές με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα (μέσα σε αυτές και η παρουσία του στο Μουντιάλ της Γαλλίας το 1998 όπου είχε για προπονητή τον πατέρα του Τσέζαρε), ήρθε το 2002 η στιγμή της... αποκαθήλωσης.


Μετά από 126 παρουσίες και 7 γκολ με τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας ο Πάολο Μαλντίνι έβαλε τίτλους τέλους σε μία 14χρονη σχέση αγάπης με τα εθνικά χρώματα, με το τελευταίο ματς να ήταν ουσιαστικά εκείνο που τον ώθησε στο να αποχωρήσει. Αφενός γιατί είχε πατήσει τα 32 του χρόνια και είχε ήδη πάρει μέρος σε 4 Μουντιάλ και 3 EURO και αφετέρου γιατί αισθανόταν πως είχε μερίδιο στον αποκλεισμό της "σκουάντρα ατζούρα" από τα προημιτελικά του Μουντιάλ. Ναι, όσο και αν ακούγεται απίστευτο για έναν παίκτη που είχε για ψωμοτύρι να παίζει τελικούς και να σηκώνει τίτλους, δεν μπορούσε να "συγχωρήσει" στον εαυτό του πως άφησε τον κατά πολύ κοντύτερό του Νοτιοκορεάτη, Αν (Ahn Jung-hwan), να του πάρει εκείνη την κεφαλιά στο φινάλε της παράτασης και να πετάξει εκτός συνέχειας την Ιταλία στο αλήστου μνήμης ματς των δύο ομάδων. Ο Μαλντίνι βλέπετε, ήταν απαιτητικός πάνω από όλους με τον ίδιο του τον εαυτό, για αυτό άλλωστε έφτασε εκεί που έφτασε: στην κορυφή των κορυφών. Το 2002 ήταν πάντως μία κομβική χρονιά για τον ίδιο και εκεί χρειάστηκε η καταλυτική παρέμβαση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi). Ο 34χρονος πλέον Πάολο είχε αφήσει πίσω του την εθνική ομάδα για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στη Μίλαν, όμως προβληματιζόταν για το κατά πόσο θα μπορούσε να συνεχίζει να προσφέρει σε τόσο υψηλό επίπεδο και εκεί μίλησε η "καπατσοσύνη" του αφεντικού των Μιλανέζων που του έκανε ένα σούπερ δώρο αξίας.... 31.000.000 ευρώ. Αυτός ήταν ο Αλεσάντρο Νέστα (Alessandro Nesta) που στα 26 του χρόνια είχε ήδη τεράστιες ποδοσφαιρικές εμπειρίες από τις σούπερ σεζόν που είχε κάνει με τη μεγάλη Λάτσιο των προηγούμενων χρόνων και ερχόταν στο "San Siro" για να ορθώσει μαζί με τον Μαλντίνι έναν τεράστιο τοίχο στην άμυνα της Μίλαν.


Το... σατανικό σχέδιο που επεξεργαζόταν στο μυαλό του ο Μπερλουσκόνι μετά την περιπέτεια της Ιταλίας στο Μουντιάλ της Άπω Ανατολής είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά. Ο Πάολο βοήθησε τον Νέστα να αναπτύξει ακόμα περισσότερο το σπουδαίο ποδοσφαιρικό του ταλέντο και να γίνει ένας ολοκληρωμένος αμυντικός και ο Αλεσάντρο βοήθησε τον Πάολο να αναγεννηθεί. Ο Κάρλο Αντσελότι που είχε αναλάβει το τιμόνι της Μίλαν από το 2001 άρχισε να μετατοπίζει σιγά σιγά τον καπιτάνο στο κέντρο της άμυνας προκειμένου να του δίνει ανάσες και να μην τον εξουθενώνει στα άκρα και η σημαία της Μίλαν φρόντισε να ανταποκριθεί σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό. Κάπως έτσι ο Μαλντίνι φόρτωσε με ένα ακόμα "γαλόνι" το μανίκι του έναν χρόνο αργότερα, όταν Μίλαν και Γιουβέντους πιστοποίησαν το υψηλό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν η Serie A στις αρχές της χιλιετίας φτάνοντας μέχρι το τέλος του δρόμου στο Champions League για να συνθέσουν τον πρώτο "ιταλικό τελικό" στον θεσμό.


Και μπορεί εκείνο το ματς να μην χόρτασε μπάλα τους ποδοσφαιρόφιλους στην κανονική του διάρκεια και στην παράταση (ήταν άλλωστε ο πρώτος τελικός που δεν είχε γκολ σε 120 λεπτά από το 1955 που πρωτομπήκε στη ζωή μας το Champions League), όμως το φινάλε σκόρπισε ρίγη συγκίνησης στην οικογένεια της Μίλαν αλλά και σε αυτήν του Μαλντίνι ειδικότερα. Με το τελευταίο εύστοχο πέναλτι του Αντρέι Σεβτσένκο απέναντι στον Τζιανλουίτζι Μπουφόν (Gianluigi "Gigi" Buffon) η Μίλαν πανηγύριζε το βράδυ της 28ης Μαΐου στο "Old Trafford" το 6ο της Champions League και ο Πάολο Μαλντίνι περνούσε στην ποδοσφαιρική αθανασία.


Ο Τσέζαρε του είχε ήδη δείξει το δρόμο

Σήκωνε το τέταρτο Πρωταθλητριών στην καριέρα του με τη Μίλαν και το πρώτο του ως αρχηγός, 40 χρόνια ακριβώς από το πρώτο Πρωταθλητριών στην ιστορία του συλλόγου το οποίο είχε σηκώσει ως αρχηγός ο πατέρας του Τσέζαρε και πάλι επί αγγλικού εδάφους (Μίλαν-Μπενφίκα 2-1 στο "Γουέμπλεϊ" στις 22 Μαΐου 1963). Την ίδια χρονιά με τον θρίαμβο στο Μάντσεστερ, ο Μαλντίνι γεύτηκε για πρώτη φορά τη χαρά της κατάκτησης ενός Coppa Italia ενώ την αμέσως επόμενη (2003-04) κατέκτησε το έβδομο και τελευταίο του πρωτάθλημα με τους "ροσονέρι". Όλοι πάντως οι μεγάλοι παίκτες έχουν κάποιες πονεμένες ιστορίες και για τον ακούραστο στρατηγό της Μίλαν η πιο... σκοτεινή στιγμή του ως μέλος των Μιλανέζων ήρθε την 25η Μαΐου στην Κωνσταντινούπολη, σε μία βραδιά που ξεκίνησε ως όνειρο και τερμάτισε ως εφιάλτης.


Όνειρο γιατί η Μίλαν προηγήθηκε 3-0 της Λίβερπουλ στο ημίχρονο του τελικού του Champions League σε μία από τις πιο "γεμάτες" εμφανίσεις ομάδας σε ημίχρονο τελικού τέτοιας διοργάνωσης, με τον Μαλντίνι να έχει γίνει μάλιστα ο ταχύτερος σκόρερ στην ιστορία των τελικών (έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα του Γέρζι Ντούντεκ (Jerzy Dudek) πριν συμπληρωθεί το πρώτο λεπτό) αλλά και ταυτόχρονα ο γηραιότερος όντας 36 ετών και 333 ημερών! Εφιάλτης γιατί το όνειρο κράτησε μόνο... 45 λεπτά. Στο δεύτερο ημίχρονο ο Πάολο και οι υπόλοιποι παικταράδες της Μίλαν, με Κακά (Ricardo Izecson dos Santos Leite, “Kaká”), Αντρέα Πίρλο (Andrea Pirlo), Τζενάρο Γκατούζο (Gennaro Gattuso), Ερνάν Κρέσπο (Hernán Crespo), Κλάρενς Ζέεντορφ (Clarence Seedorf), Σεβτσένκο, Καφού (Marcos Evangelista de Morais, “Cafu”) και Γιαπ Σταμ (Jaap Stam) οι Μιλανέζοι θύμιζαν μεικτή κόσμου, έπεσαν θύματα της πιο τρελής ανατροπής στην ιστορία των ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών τελικών, με τη Λίβερπουλ να ισοφαρίζει σε 3-3 μέσα σε επτά λεπτά και στο τέλος να παίρνει το τρόπαιο στη ρωσική ρουλέτα των πέναλτι. Ο Μαλντίνι είχε ζήσει απερίγραπτους θριάμβους εντός και εκτός συνόρων, είχε δει και την άλλη πλευρά του φεγγαριού με Μίλαν (δύο χαμένους τελικούς Champions League το 1993 και το 1995) και εθνική Ιταλίας (φιναλίστ στο Μουντιάλ του 1994 και στο EURO 2000), όμως αυτό το πράγμα δεν του είχε ξανασυμβεί σε 37 χρόνια ζωής.


 Φρόντισε πάντως όχι απλά να μην καταρρεύσει αλλά να γεμίσει κίνητρα και δίψα για νέες επιτυχίες, οι οποίες ήρθαν η μία μετά την άλλη το 2007. Ο 39χρονος πλέον Μαλντίνι πήρε τη ρεβάνς που τόσο πολύ επιζητούσε από τη Λίβερπουλ κατακτώντας με τη Μίλαν το Champions League στην γούρικη για αυτόν Αθήνα, 2-1 με τα δύο γκολ του Φιλίπο Ιντσάγκι (Filippo Inzaghi  και κλείδωσε στο ντουλάπι του το 5ο Champions League, ένα λιγότερο δηλαδή από τον ρέκορντμαν Φρανσίσκο Χέντο  (Francisco Gento) που σταμάτησε στα έξι τρόπαια με τη Ρεάλ Μαδρίτης, ενώ οι δύο τελευταίες... άρσεις κουπών ως αρχηγός έγιναν με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ και του Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων. Στα δύο τελευταία χρόνια της καριέρας του ο Μαλντίνι ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς αλλά παρόλα αυτά έπαιξε σε 55 ματς σε όλες τις διοργανώσεις ενώ αφότου μπήκε στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του πήρε την μεγάλη απόφαση να κρεμάσει τα παπούτσια του μετά από μία μυθική διαδρομή 25 ετών. Η τελευταία του περφόρμανς σε επίσημο ματς της Μίλαν ήταν την τελευταία ημέρα του Μαΐου του 2009 κόντρα στη Φιορεντίνα, με το παιχνίδι αυτό (2-0 υπέρ για τους Λομπαρδούς στο "Αρτέμιο Φράνκι") να είναι το 647ο στη Serie A (ρεκόρ στη μεγάλη κατηγορία) και 902ο συνολικά. Η αγκαλιά που δέχτηκε από καθένα συμπαίκτη του ξεχωριστά τη στιγμή της αλλαγής του στις καθυστερήσεις, το ζεστό χειροκρότημα που γνώρισε από ένα ολόκληρο γήπεδο αλλά και η παρουσία στις εξέδρες της οικογένειάς του είναι στιγμές που θα τον σημαδεύουν και θα τον συντροφεύουν μέχρι τα βαθιά του γεράματα.


 Όπως και στην περίπτωση του Φράνκο Μπαρέζι που απέσυρε τη φανέλα με το № 6 μετά την αποχώρησή του, η διοίκηση των "ροσονέρι" έπραξε ακριβώς το ίδιο και για τον διάδοχό του στον θρόνο της οπισθοφυλακής της Μίλαν, Πάολο Μαλντίνι, αποσύροντας και τη φανέλα με το № 3. Μία εβδομάδα πριν το φινάλε κόντρα στη Φιορεντίνα, στις 24 Μαΐου του 2009, και στο πλαίσιο του αγώνα με τη Ρόμα (2-3), ένας από τους πιο χαρισματικούς αμυντικούς στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου έλεγε το δικό του "αντίο" μπροστά σε ένα κατάμεστο "San Siro", όπου όμως το εορταστικό κλίμα διαταράχτηκε από δύο πανό που υψώθηκαν εναντίον του από μικρή μερίδα οργανωμένων οπαδών της Μίλαν στην Curva Sud. "Ευχαριστούμε καπιτάνο: στο γήπεδο ήσουν ένας ασταμάτητος πρωταθλητής αλλά δεν σεβάστηκες όσους σε έκαναν να πλουτίσεις", έγραφε το ένα πανό ενώ το δεύτερο που έκανε την εμφάνισή του την ώρα που ο Μαλντίνι έκανε το γύρο του θριάμβου, έλεγε: "Για τα 25 χρόνια ένδοξης καριέρας σου άκου τα ευχαριστώ από εκείνους που αποκάλεσες επαίτες και μισθοφόρους". Το πανό μάλιστα εκείνο συνοδευόταν από μία φανέλα του Φράνκο Μπαρέζι (από τον οποίο κληρονόμησε το 1997 το περιβραχιόνιο του αρχηγού ο Μαλντίνι) με το № 6 ενώ την ίδια ώρα ακουγόταν ρυθμικά το σύνθημα: "Υπάρχει μόνο ένας καπιτάνο..."


Αιτία για όλα αυτά ήταν πως δεν του είχαν συγχωρήσει κάποιοι, ορισμένες "σκληρές" δηλώσεις που είχε κάνει εν βρασμώ ψυχής στο αεροδρόμιο της Μαλπένσα μετά τον χαμένο τελικό του Champions League του 2005 ("Δεν μιλάω με κόσμο όπως εσείς, είστε μόνο επαίτες και μισθοφόροι") αλλά και για μία συνέντευξη που είχε παραχωρήσει μερικά χρόνια αργότερα στην Gazzetta dello Sport όπου τα έλεγε... χύμα και τσουβαλάτα για τους οργανωμένους της ομάδας του! "Είμαι πολύ θυμωμένος όπως οι συμπαίκτες μου. Μετά από όλα όσα έχουμε δώσει, κάνει και πετύχει, αξίζαμε μία διαφορετική μεταχείριση. Με τη βοήθεια των οργανωμένων οπαδών μας δεν θα είχαμε χάσει εκείνο το ματς. Η αιτία; Υπάρχουν οικονομικά κίνητρα, παιχνίδια εξουσίας. Εάν όμως αυτά είναι τα κίνητρα για να πηγαίνεις στο γήπεδο δεν ξέρω τί να σκεφτώ. Δεν είναι πάντως μόνο οι οργανωμένοι που δεν μας υποστηρίζουν αφού και οι οπαδοί στις άλλες θύρες ήταν σιωπηλοί. Εγώ πιστεύω ότι όταν τραγουδάμε το "Έχουμε τη Μίλαν στην καρδιά" πρέπει και να το δείχνουμε. Τώρα πια παίζουμε εκτός έδρας ή σε ουδέτερο γήπεδο: ποτέ εντός έδρας. Δεν καταλαβαίνω τα σφυρίγματα σε Ντίντα και Τζιλαρντίνο, έχουν ξεπεράσει κάθε λογική. Στο San Siro ακούγονται ειρωνικά χειροκροτήματα για τον Ντίντα όταν μπλοκάρει μία εύκολη μπαλιά. Μα μιλάμε για τον τερματοφύλακα του τελικού του Μάντσεστερ, είναι ένας πρωταθλητής Ευρώπης όπως ο Τζιλαρντίνο. Το San Siro ήταν πάντα μαγικό: τώρα χάνουμε αυτή τη μαγεία", είχε δηλώσει μεταξύ άλλων τότε ο ροσονέρο καπιτάνο αψηφώντας το όποιο κόστος μπορούσε να έχει η τοποθέτηση αυτή αναφορικά με τη σχέση του με μερίδα του κόσμου.


Για εκείνο πάντως το περιστατικό άπαντες είχαν δικαιολογήσει τον Μαλντίνι, από τους συμπαίκτες του και τη διοίκηση μέχρι τη συντριπτική πλειονότητα των φίλων της Μίλαν, ενώ τη στάση των οργανωμένων εκείνο το απόγευμα αποδοκίμασε όλο το υπόλοιπο κομμάτι του γηπέδου που αποθέωσε τον Μαλντίνι καθώς αισθανόταν πως εκείνες τις στιγμές αποχαιρετούσε ένα κομμάτι από τη σάρκα, την καρδιά και την ψυχή της Μίλαν... "Εάν έπρεπε να φανταστώ τη ζωή μου θα την ήθελα ακριβώς έτσί", δήλωσε ο Ιταλός θρύλος για τα 25 χρόνια γάμου του με τη Μίλαν μέσα στα οποία πέρα από ένας ποδοσφαιριστής-πρότυπο για όλους τους άλλους έγινε επίσης και ένας καλός σύζυγος και πατέρας. Μέσω μίας εκ των τριών αδερφών του γνώρισε το 1987 το πανέμορφο πρώην μοντέλο από την Βενεζεουέλα, Αντριάνα Φόσα, με την οποία ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου το 1994 ενώ το ζευγάρι έχει δυο γιους, τον 18χρονο Κρίστιαν και τον 13χρονο Ντάνιελ.


Το τι κάνουν στη ζωή τους δεν χρειάζεται να παιδέψετε πολύ το μυαλό σας. Μαλντίνι και να μην φοράει τη φανέλα της Μίλαν γίνεται; Με τίποτα! Έτσι μετά τον Τσέζαρε και τον Πάολο οι φίλοι της ομάδας ευελπιστούν πως πολύ σύντομα θα δουν στην πρώτη ομάδα και τα δύο βλαστάρια του καπιτάνο που αμφότεροι αγωνίζονται εδώ και χρόνια στα τμήματα υποδομής των "ροσονέρι" και έχουν δείξει μέχρι στιγμής ενθαρρυντικά δείγματα γραφής για την ηλικία τους. Γιατί όπως μαρτυράει και το επώνυμό του (με τη βοήθεια αναγραμματισμού) Maldini=Di Milan (της Μίλαν)... Και για όσους τον έχουμε παρακολουθήσει να παίζει και να "διδάσκει" τη θέση είτε του σέντερ μπακ είτε του ακραίου μπακ οφείλουμε να πούμε: "Grazie grande Paolo" για όλες τις υπέροχες αναμνήσεις.


 Είπαν για αυτόν

  • Ο Μαλντίνι είναι ο καλύτερος και πιο δυνατός αμυντικός έχω αντιμετωπίσει. Είχε τα πάντα: ήταν ένας ολοκληρωμένος αμυντικός, που ήταν δυνατός, έξυπνος και εξαιρετικός στο προσωπικό μαρκάρισμα (Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς)
  • Πάντα αντιμετώπιζα δυσκολίες απέναντι στον Πάολο Μαλντίνι. Ήταν ο καλύτερος αμυντικός από όσους αντιμετώπισα στην καριέρα μου. Άξιζε σίγουρα να κερδίσει πολλές φορές το βραβείο της FIFA για το κορυφαίο παίκτη της χρονιάς (Ρονάλντο)
  • Ο Μαλντίνι είναι απλά ο πιο δυνατός αμυντικός στον κόσμο (Φάμπιο Καπέλο)
  • Ποιον Ιταλό παίκτη θαύμασα περισσότερο; Τον Πάολο Μαλντίνι (Σερ Άλεξ Φέργκιουσον)
  • «Όταν σκέφτομαι αυτή τη γενιά, ο Λιονέλ Μέσι είναι top-level παίκτης, ο Κακά ήταν εντυπωσιακός, ο Ζιντάν φοβερός αλλά ο αγαπημένος που ήταν ο Πάολο. Έχει εκπληκτική παρουσία, ανταγωνιστικό πνεύμα, είναι αθλητικός και ηγέτης σε όλες τις ομάδες της Μίλαν σε μία απίστευτα πετυχημένη εποχή. Οι κορυφαίοι έχουν πει τα καλύτερα και παρότι τα λόγια ξεχνιούνται, ο Μαλντίνι θα μνημονεύεται για πάντα…» (Αλεξ Φέργκιουσον)
  • Θα ήθελα να κάνω μία αφιέρωση για αυτή τη νίκη στο ιταλικό ποδόσφαιρο και κυρίως στον Πάολο Μαλντίνι, ένα παράδειγμα για όλους. Ξέρω ότι είχε προβλήματα την ημέρα του αντίο του, αλλά να ξέρει ότι έχει τον θαυμασμό όλης της Ευρώπης εδώ και 25 χρόνια (Πεπ Γουαρδιόλα μετά τη νίκη της Μπαρτσελόνα στον τελικό του Champions League το 2009)
  • Στο σημερινό ποδόσφαιρο δεν υπάρχει δέσιμο με τη φανέλα, οι παίκτες στα 22 τους χρόνια είναι εκατομμυριούχοι, στις πρώτες τους δυσκολίες σε έναν σύλλογο φεύγουν. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα εξαιρέσεις που γίνονται ήρωες. Στην Ιταλία ο Πάολο Μαλντίνι αποτελεί ένα εκπληκτικό παράδειγμα (Γιανίκ Νοά, Γάλλος πρώην πρωταθλητής στο τένις)
  • Θα τοποθετήσω στα δεξιά τον Μαλντίνι, τον γιο μου Πάολο, επειδή θέλω να επιλέξω για το αριστερό άκρο τον Τζατσίντο Φακέτι. Είναι πάντα ενοχλητικό για έναν πατέρα να μιλάει για τον γιο του όμως ο Πάολο είναι ένας διάσημος αμυντικός σε κάθε μήκος και πλάτος αυτής της γης και κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ούτε αυτός ούτε ο Φράνκο Μπαρέζι, ένας εξίσου σπουδαίος, κατάφεραν να γίνουν πρωταθλητές κόσμου. Για να επιστρέψουμε όμως στον Πάολο είναι ένας παίκτης με μεγάλη φυσική δύναμη, μεγάλη τεχνική, με δύο πόδια που θυμίζουν περισσότερο μέσο παρά αμυντικό, με εξαιρετικό σπριντ που δεν παρατάει καμία μπάλα. Ως άνθρωπος του ποδοσφαίρου και όχι ως πατέρας δεν καταφέρνω να του βρω ένα ελάττωμα (Τσέζαρε Μαλντίνι, επιλέγοντας την 11άδα με τους κορυφαίους Ιταλούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών)
  • «Το σημαντικότερο πράγμα ήταν που πήρα μέρος στην καριέρα του Πάολο Μαλντίνι. Σπουδαίος παίκτης, άνθρωπος, ήταν υπέροχο που ήμουν μαζί του για 6 μήνες» (Ντέιβιντ Μπέκαμ)
  • «Είσαι πραγματικά το Νο1 για μένα. Υπάρχουν σπουδαίοι παίκτες, παίκτες παγκόσμιας κλάσης και υπάρχουν αυτοί που είναι πέρα απ’ όλα αυτά. Ο Πάολο είναι το τέλειο παράδειγμα» (Αλεσάντρο Ντε Πιέρο)
  • «Ο Μαλντίνι είναι το σύμβολο της Μίλαν, φέρνει συνέχεια και εκπροσωπεί το παλιό και το μοντέρνο» (Τζιάνι Ριβέρα)
  • «Ο καλύτερος παίκτης που έχω παίξει ποτέ είναι ο Πάολο Μαλντίνι. Παίξαμε με την Αρσεναλ κόντρα στην Μίλαν στο ευρωπαϊκό super cup (1995) και δεν ακούμπησα ούτε μία φορά τη μπάλα. Ηταν απλά εκπληκτικό» (Πολ Μέρσον)
  • «Του δίνω τα σέβη μου, πρέπει όλοι να τον χειροκροτήσουν είναι η εικόνα του ποδοσφαίρου στην Ιταλία και ολόκληρο τον κόσμο. Δεν κατέκτησε ποτέ τη Χρυσή Μπάλα, εγώ θα του έδινα 100» (Φιλίπ Μεξές)


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1978–1985: Milan

Επαγγελματική καριέρα


  • 1985–2009: Milan, 647 (29)
Διεθνής
  • 1986–1988: Εθνική Νέων Ιταλίας, 12 (5)
  • 1988–2002: Ιταλία, 126 (7)


Οι Τίτλοι του (Όλοι με τη φανέλα της Milan)


  • 7 πρωταθλήματα Ιταλίας (1987-88, 1991-92, 1992-93, 1993-94, 1995-96, 1998-99, 2003-04)
  • 1 Κύπελλο Ιταλίας (2002-03)
  • 5 Σούπερ Καπ Ιταλίας (1988, 1992, 1993, 1994, 2004)
  • 5 Κύπελλα Πρωταθλητριών/Champions League (1988-89, 1989-90, 1993-94, 2002-03, 2006-07)
  • 5 Σούπερ Καπ Ευρώπης (1989, 1990, 1994, 2003, 2007)
  • 2 Διηπειρωτικά Κύπελλα (1989, 1990)
  • 1 Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων (2007)

Άλλες Διακρίσεις

  • Φιναλίστ με την εθνική Ιταλίας σε τελικό Μουντιάλ (1994)
  • Φιναλίστ με την εθνική Ιταλίας σε τελικό Euro (2000)
  • Είναι τρίτος σε συμμετοχές στην εθνική Ιταλίας (126), πίσω μόνο από τους Τζανλουίτζι Μπουφόν (146) και Φάμπιο Καναβάρο (136). Από τους εν ενεργεία τον απειλεί ο Αντρέα Πίρλο που είναι 4ος στη λίστα με 113 παρουσίες στη "σκουάντρα ατζούρα".
  • Έχει φορέσει 74 φορές το περιβραχιόνιο του αρχηγού στην εθνική ομάδα της χώρας του
  • Αναδείχτηκε κορυφαίος παίκτης της χρονιάς για τη FIFA το 1994 ενώ τον επόμενο χρόνο αναδείχτηκε δεύτερος στη σχετική ψηφοφορία
  • Κατέλαβε τη τρίτη θέση στη ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα το 1994 και το 2003, την 6η θέση το 2005, την 7η το 1993 και το 1995, την 10η το 2000
  • Ήταν μέλος της κορυφαίας ενδεκάδας που επέλεξε η UEFA για το Euro '88, το Euro '96 και το Euro 2000
  • Ήταν μέλος της All-Star Team που επέλεξε η FIFA το 1990 και το 1994
  • Πήρε τον τίτλο Man of the Match στον τελικό του Champions League του 2003
  • Ήταν αμυντικός της χρονιάς στη Serie A το 2004
  • Ήταν μέσα στην καλύτερη 11άδα που επέλεξε η UEFA το 2003 και το 2005
  • Αναδείχτηκε κορυφαίος αμυντικός στο Champions League το 2007
  • Είναι μέλος του ιταλικού Hall of Fame από το 2012
Τα Προσωπικά του Ρεκόρ

  • Είναι ο ρέκορντμαν συμμετοχών με τη φανέλα της Μίλαν σε όλες τις διοργανώσεις (902)
  • Είναι ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στη Serie A (647)
  • Είναι ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στα Κύπελλα Ευρώπης (175)
  • Είναι ο ρέκορντμαν συμμετοχών με τη φανέλα της Μίλαν στο Champions League (139)
  • Είναι ο ρέκορντμαν συμμετοχών σε τελικούς Champions League (έχει παίξει σε 8 όπως ο θρυλικός Χέντο της Ρεάλ Μαδρίτης)
  • Είναι ο νεότερος παίκτες που έχει φορέσει τη φανέλα της Μίλαν (σε ηλικία 16 ετών και 208 ημερών)
  • Είναι ο παίκτης με τη μεγαλύτερη θητεία στη Μίλαν: 24 χρόνια και 132 ημέρες
  • Έχει "γράψει" τα περισσότερα λεπτά  συμμετοχής σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου (2.216 λεπτά)
  • Είναι ο σκόρερ του γρηγορότερου γκολ σε τελικό Champions League (στα 50'' κόντρα στη Λίβερπουλ το 2005)
  • Είναι ο γηραιότερος που έχει σκοράρει σε τελικό Champions League (ήταν 36 ετών και 333 ημερών όταν σκόραρε με τη φανέλα της Μίλαν με αντίπαλο τη Λίβερπουλ)
  • Το 1999 ψηφίστηκε ο 21ο κορυφαίος παίκτης όλων των εποχών στη λίστα που δημοσίευσε το περιοδικό World Soccer με τους 100 σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές του 20ου αιώνα.

ΠΗΓΕΣ: sport24.gr - gazzetta.gr