Ο Γάλλος μεσοεπιθετικός, κυρίως σε ρόλο δημιουργικού μέσου-οργανωτή, Ζινεντίν Ζιντάν (Zinédine Yazid Zidane), γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1972 στην τσιμεντούπολη Λα Καστελάν, ένα υποβαθμισμένο προάστιο της Μασσαλίας. Με το παρατσούκλι «Zizou», έπαιξε ως μεσοεπιθετικός για την εθνική ομάδα της Γαλλίας και σε συλλογικό επίπεδο για τις Κάννες, τη Μπορντό, τη Γιουβέντους και τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ένας Παγκόσμιας Κλάσης πλέι μέικερ, που φημιζόταν για την κομψότητα, την τακτική ευφυΐα, τον έλεγχο της μπάλας και την απαράμιλλη τεχνική του κατάρτιση, ονομάστηκε ως ο Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών, στο πλαίσιο των εορτασμών για το Χρυσό Ιωβιλαίο της UEFA. Αναγνωρίζεται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Παίκτες Όλων των Εποχών.
Σε συλλογικό επίπεδο, κατέκτησε τον τίτλο στην ισπανική La Liga και το UEFA Champions League με τη Ρεάλ Μαδρίτης, 2 τίτλους της ιταλικής Serie A με τη Γιουβέντους, καθώς επίσης ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο και ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, με αμφότερους τους προαναφερθέντες συλλόγους. Η μεταγραφή του, το 2001 από την Γιουβέντους στη Ρεάλ Μαδρίτης, έθεσε ένα Παγκόσμιο Ρεκόρ, ισοδύναμο με € 75 εκατομμύρια ευρώ. Το γκολ που σημείωσε με βολέ από το αριστερό του πόδι, δίνοντας τη νίκη στον τελικό του UEFA Champions League του 2002, θεωρείται ένα από τα Μεγαλύτερα Γκολ στην ιστορία της Κορυφαίας Ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης. Σε διεθνές επίπεδο με τη εθνική ομάδα της Γαλλίας, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, σκοράροντας δύο φορές στον τελικό και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000, όπου ονομάστηκε ο Καλύτερος Παίκτης του Τουρνουά. Ο θρίαμβος του Παγκοσμίου Κυπέλλου, τον έκανε έναν εθνικό ήρωα στη Γαλλία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μέλους της Λεγεώνας της Τιμής το 1998.
Ονομάστηκε 3 φορές ως ο Καλύτερος Ποδοσφαιριστής στον Κόσμο από τη FIFA, το 1998, το 2000 και το 2003, ενώ κέρδισε τη Χρυσή Μπάλλα, ως Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής το 1998. Ήταν Παίκτης της Χρονιάς για την γαλλική Ligue 1 το 1996, για την ιταλική Serie A το 2001 και ο Καλύτερος Ξένος Παίκτης στην ισπανική La Liga το 2002. Το 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”) στον κατάλογο «FIFA 100», ως ένας από τους 125 Εν Ζωή Μεγαλύτερους Παίκτες στον Κόσμο, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 Χρόνια της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας. Κέρδισε το βραβείο της Χρυσής Μπάλας ως ο Καλύτερος Παίκτης του Τουρνουά στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, παρά τη περίφημη αποβολή του στον τελικό, εναντίον της Ιταλίας, χτυπώντας με κεφαλιά τον Μάρκο Ματεράτσι (Marco Materazzi) στο στήθος. Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, είχε ανακοινώσει ότι θα αποσυρόταν από την ενεργό δράση στο τέλος του τουρνουά.
Μετά την απόσυρσή του, έγινε βοηθός προπονητής στην Ρεάλ Μαδρίτης υπό τον Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti) για τη σεζόν 2013/14. Μετά από μια επιτυχημένη χρονιά, κατά την οποία ο σύλλογος κατέκτησε το UEFA Champions League και το ισπανικό Κύπελλο, έγινε ο προπονητής της δεύτερης ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης, της Καστίγια. Το 2010, ήταν πρεσβευτής στην επιτυχημένη προσπάθεια του Κατάρ, να οργανώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, τη πρώτη αραβική χώρα που θα φιλοξενήσει το τουρνουά. Σήμερα είναι ο προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης, αναλαμβάνοντας τον Ιανουάριο του 2016. Στην πρώτη του σεζόν κέρδισε τον τίτλο του UEFA Champions League.
Σε συλλογικό επίπεδο, κατέκτησε τον τίτλο στην ισπανική La Liga και το UEFA Champions League με τη Ρεάλ Μαδρίτης, 2 τίτλους της ιταλικής Serie A με τη Γιουβέντους, καθώς επίσης ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο και ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, με αμφότερους τους προαναφερθέντες συλλόγους. Η μεταγραφή του, το 2001 από την Γιουβέντους στη Ρεάλ Μαδρίτης, έθεσε ένα Παγκόσμιο Ρεκόρ, ισοδύναμο με € 75 εκατομμύρια ευρώ. Το γκολ που σημείωσε με βολέ από το αριστερό του πόδι, δίνοντας τη νίκη στον τελικό του UEFA Champions League του 2002, θεωρείται ένα από τα Μεγαλύτερα Γκολ στην ιστορία της Κορυφαίας Ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης. Σε διεθνές επίπεδο με τη εθνική ομάδα της Γαλλίας, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, σκοράροντας δύο φορές στον τελικό και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000, όπου ονομάστηκε ο Καλύτερος Παίκτης του Τουρνουά. Ο θρίαμβος του Παγκοσμίου Κυπέλλου, τον έκανε έναν εθνικό ήρωα στη Γαλλία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μέλους της Λεγεώνας της Τιμής το 1998.
Ονομάστηκε 3 φορές ως ο Καλύτερος Ποδοσφαιριστής στον Κόσμο από τη FIFA, το 1998, το 2000 και το 2003, ενώ κέρδισε τη Χρυσή Μπάλλα, ως Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής το 1998. Ήταν Παίκτης της Χρονιάς για την γαλλική Ligue 1 το 1996, για την ιταλική Serie A το 2001 και ο Καλύτερος Ξένος Παίκτης στην ισπανική La Liga το 2002. Το 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”) στον κατάλογο «FIFA 100», ως ένας από τους 125 Εν Ζωή Μεγαλύτερους Παίκτες στον Κόσμο, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 Χρόνια της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας. Κέρδισε το βραβείο της Χρυσής Μπάλας ως ο Καλύτερος Παίκτης του Τουρνουά στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, παρά τη περίφημη αποβολή του στον τελικό, εναντίον της Ιταλίας, χτυπώντας με κεφαλιά τον Μάρκο Ματεράτσι (Marco Materazzi) στο στήθος. Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, είχε ανακοινώσει ότι θα αποσυρόταν από την ενεργό δράση στο τέλος του τουρνουά.
Μετά την απόσυρσή του, έγινε βοηθός προπονητής στην Ρεάλ Μαδρίτης υπό τον Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti) για τη σεζόν 2013/14. Μετά από μια επιτυχημένη χρονιά, κατά την οποία ο σύλλογος κατέκτησε το UEFA Champions League και το ισπανικό Κύπελλο, έγινε ο προπονητής της δεύτερης ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης, της Καστίγια. Το 2010, ήταν πρεσβευτής στην επιτυχημένη προσπάθεια του Κατάρ, να οργανώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022, τη πρώτη αραβική χώρα που θα φιλοξενήσει το τουρνουά. Σήμερα είναι ο προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης, αναλαμβάνοντας τον Ιανουάριο του 2016. Στην πρώτη του σεζόν κέρδισε τον τίτλο του UEFA Champions League.
Τα παιδικά του χρόνια
Ήταν ο μικρότερος από τα 5 παιδιά ενός ζευγαριού Αλγερίνων
μεταναστών που αναζητούσαν στην Γαλλία μια καλύτερη ζωή. Οι γονείς του Smaïl
και Malika είχαν φτάσει στη Γαλλία από την Αλγερία το 1953, λίγο πριν ξεσπάσει
ο πόλεμος στην πατρίδα τους. Αρχικά είχαν εγκατασταθεί στο βορρά, οι συνθήκες
όμως ήταν δύσκολες και γρήγορα αναγκάστηκαν να μετοικήσουν και πάλι, αυτή τη
φορά στη Μασσαλία. Οι συνθήκες, στις οποίες μεγάλωσε και αυτός, αλλά και όλοι
οι υπόλοιποι δε χαρακτηρίζονται και ως… ιδανικές. Σε μία περιοχή που μαστίζεται
από την υψηλή εγκληματικότητα και πλήττεται από την ανεργία, η οικογένεια
Ζιντάν έπρεπε να είναι ευγνώμων, που λόγω της δουλειάς του πατέρα, ως
αποθηκάριου, κατάφερνε να τα βγάζει πέρα. Για τον ατίθασο μικρό Γιάζ, όπως τον φώναζαν, το
σχολείο είχε μηδαμινό ενδιαφέρον σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο το οποίο λάτρευε.
Έπαιζε με τις ώρες στην πλατεία Ταρτάν ανταγωνιζόμενος τα άλλα παιδιά. Από τα
10 του αγωνιζόταν σε διάφορες ποδοσφαιρικές ακαδημίες της περιοχής. Παράλληλα,
εξασκούνταν στο τζούντο και στην ποδηλασία.
Η είσοδος στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο
Και να που η μπάλα στην αλάνα, άρχισε να γίνεται τρόπος
ζωής, πάθος, που αργότερα έμελλε να γίνει μία σπουδαία καριέρα. Στην ηλικία των
10 ετών έβγαλε το πρώτο του δελτίο στο παιδικό τμήμα της τοπικής ομάδας US
Saint-Henri της περιοχής που μεγάλωσε, μετά από ενάμιση χρόνο, ωστόσο, θα
συνεχίσει στη SO Septèmes Valons, μετά από εισήγηση του προπονητή της ομάδας, Ρομπέρ
Σεντενέρο (Robert Centenero). Στα 14 του, συμμετέχει σε ένα τριήμερο καμπ που
διοργανώνεται από τη Γαλλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Εκεί τον ανακαλύπτει ο Ζαν
Βαρό (Jean Varraud), σκάουτερ, της ομάδας των Καννών, που τον κάλεσε να
δοκιμαστεί στην ομάδα του. Αυτή ήταν η στιγμή της κρίσης για τον Ζιντάν. Είτε
θα κατάφερνε να γίνει επαγγελματίας, είτε θα γυρνούσε πίσω να γίνει εργάτης. Τα
πράγματα δεν ήταν εύκολα. Ο οξύθυμος χαρακτήρας του ερχόταν σε σύγκρουση με
όλους, ιδιαίτερα με όσους του φέρονταν ρατσιστικά για την καταγωγή της
οικογένειας του. Ο άνθρωπος που του πρόσφερε την απαραίτητη γαλήνη, ήταν ένας
από τους παράγοντες της ομάδας, ο γενικός διευθυντής της ομάδας, ο Ζαν-Κλοντ
Ελινό (Jean-Claude Elineau), ο οποίος τον πήρε από το προπονητικό κέντρο και
τον φιλοξένησε σπίτι του. Έτσι κατάφερε να δείξει το ταλέντο του, να κερδίσει
μια θέση στην εφηβική ομάδα και το 1988 να υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό
συμβόλαιο. Και ενώ στην αρχή ήταν να μείνει για 6 εβδομάδες προετοιμασίας, παρέμεινε στις Κάνες για 4 ολόκληρα χρόνια!
Όπως θα εξομολογείτο ο Γάλλος άσος αργότερα, η περίοδος εκείνη ήταν από τις πιο
ήρεμες της ζωής του…
Το ξεκίνημα στις Κάννες
Στις 18 Μαΐου του 1989, ο Ζιντάν θα κάνει την πρώτη του
επαγγελματική εμφάνιση, σ’ ένα παιχνίδι κόντρα στη Ναντ για την Ligue 1.
Απέναντι στη Ναντ θα πετύχει και το πρώτο του γκολ στις 8 Φεβρουαρίου του 1991.
Θα ‘χει έναν ακόμη λόγο για να θυμάται εκείνο το παιχνίδι, μιας και μετά τη
λήξη του και ενώ ο ίδιος και οι συμπαίκτες του γιόρταζαν τη νίκη που είχαν
πετύχει με σκορ 2-1, ο πρόεδρος της ομάδας, Αλέν Πεντρετί (Alain Pedretti), του
χάρισε ένα αυτοκίνητο! Κάτι, που του είχε υποσχεθεί, για τη μέρα που ο 17χρονος
Ζιντάν θα πετύχαινε το πρώτο του τέρμα. Εκείνη την σεζόν έκανε το ξεπέταγμα του
αγωνιζόμενος 28 φορές στην καταπληκτική πορεία της ομάδας των Καννών, που
κέρδισε την 4η θέση και καλύτερη στην ιστορία της, από την πρώτη
φορά που συμμετείχαν στο γαλλικό πρωτάθλημα, εξασφαλίζοντας την παρθενική της
συμμετοχή στα ευρωπαϊκά κύπελλα. Την σεζόν 1991/92 κέρδισε για τα καλά το
ενδιαφέρον των Γάλλων ποδοσφαιρόφιλων αγωνιζόμενος 38 φορές. Οι Κάννες όμως,
υποβιβάσθηκαν και ο Ζιντάν άρχισε να αναζητά μια ομάδα με καλύτερο ρόστερ και
μεγαλύτερες φιλοδοξίες.
Η καθιέρωση στην Μπορντό
Το καλοκαίρι του 1992, έχει ήδη αρχίσει να αποκτά φήμη
στην Γαλλία. Ο ποδοσφαιρικός κόσμος μιλάει για έναν σπουδαίο νεαρό
ποδοσφαιριστή που μπορεί να φθάσει ψηλά. Για καλή του τύχη, το επόμενο του
βήμα, θα είναι σε μία ομάδα που τον βοήθησε να εξελιχθεί. Όχι μόνο γιατί είχε
συμπαίκτες όπως ο Κριστόφ Ντουγκαρί (Christophe Dugarry) ή ο Μπιξέντε Λιζαραζού
(Bixente Lizarazu), μετέπειτα συμπαίκτες του και στην παγκόσμια πρωταθλήτρια
Γαλλία, αλλά και γιατί η Μπορντό, έδωσε στον «Ζιζού» την δυνατότητα να ηγηθεί
μίας ομάδας. Να την πάρει στην πλάτη του, να νιώσει «ελεύθερος» στον αγωνιστικό
χώρο και να την οδηγήσει σε υψηλά μονοπάτια. Οι «Γιρονδίνοι» τον απέκτησαν για
3 εκατομμύρια φράγκα (500.000 ευρώ) το 1992 και δεν έχασαν. Μπορεί να μην πήραν
εγχώριους τίτλους επί των ημερών του, είδαν όμως το μεγάλο αστέρι του να
ανατέλλει. Μετά από δύο καλές σεζόν ο πήχης ήταν πολύ ψηλά για τον 20χρονο
Ζιζού, όπως τον πρωτοαποκάλεσε ο πρώτος του τεχνικός στην ομάδα, ο Ρολάν
Κουρμπίς (Rolland Courbis), αλλά εκείνος τον πέρασε εντυπωσιάζοντας το γαλλικό
και στην συνέχεια το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Μολονότι κάποια ξεσπάσματα του
οξύθυμου χαρακτήρα του συνέχισαν να υπάρχουν, δεν επηρέασαν τις ποδοσφαιρικές
του «παραστάσεις». Το καλοκαίρι του 1995, μία καλοκαιρινή «παρέα», όπως ήταν
τότε η Μπορντό, θα καταφέρει μέσω του υποτιμημένου κυπέλλου Ιντερτότο, να πάρει
το εισιτήριο για το κύπελλο UEFA. Μία μεγάλη εμφάνιση κόντρα στην
Μίλαν, την οποία οι Γάλλοι είχαν κερδίσει 3-0 στο σπίτι τους, θα κάνει τον
Ζιντάν ακόμη πιο γνωστό στην ποδοσφαιρική Ευρώπη και κυρίως βέβαια σε μία χώρα
όπως η Ιταλία, που επένδυε πολλά χρήματα τότε στην ποδοσφαιρική αγορά.
Ο Ζινεντίν Ζιντάν, είχε ήδη μπει στο μπλοκάκι αρκετών
μεγάλων κλαμπ και παρότι η Μπάγερν Μονάχου στερούσε την δυνατότητα από την
Μπορντό να πανηγυρίσει το 1996 ένα κύπελλο UEFA, καθώς την κερδίζει δύο φορές στους
διπλούς (τότε) τελικούς, ο «Ζιζού» έχει ήδη καταλάβει πως δε θα βρίσκεται για
αρκετό καιρό ακόμη στο Μπορντό. Η Μπλάκμπερν του Κένι Νταλγκλίς (Kenny Dalglish) είναι από τις
πρώτες που πλησιάζουν με σοβαρό σκοπό την Μπορντό για τον Ζιντάν. Ο τεχνικός
των «Ρόβερς» ήθελε πακέτο τους Ζιντάν και Ντουγκαρί όμως ο πρόεδρος Τζακ
Γουόκερ (Jack Walker) θα αποφανθεί, πως
από την στιγμή που υπάρχει ο Τιμ Σέργουντ (Tim Sherwood) στην ομάδα, ο Ζιντάν
είναι περιττός. Ουδέν σχόλιον … Στις τέσσερις σεζόν που έμεινε στην Μπορντό
αγωνίστηκε 176 φορές, σκοράροντας 39 γκολ. Απέδειξε ότι δεν ήταν απλά ένα
μεγάλο ταλέντο αλλά ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές της χώρας, γι’ αυτό μετά την πρώτη σεζόν κλήθηκε για πρώτη
φορά στην εθνική Γαλλίας. Οι επιδόσεις του την σεζόν 1995/96, στην οποία η
Μπορντό κατέκτησε το Ιντερτότο και έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου UEFA, του χάρισαν τους τίτλους του
καλύτερου Γάλλου ποδοσφαιριστή για το 1996 καθώς και του καλύτερου παίχτη της
Λιγκ 1.
Στη «Μεγάλη Κυρία»
Μάιος του 1996 και η Γιουβέντους στέφεται πρωταθλήτρια
Ευρώπης, «χτίζοντας» την δική της «επανάσταση» στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ο
Μαρτσέλο Λίπι (Marcello Lippi) τελειοποιεί την ζώνη και δημιουργεί μία ομάδα με
αστέρια αλλά και με ποδοσφαιριστές άγνωστους στο ευρύ κοινό μέχρι να φορέσουν
την φανέλα της «Μεγάλης Κυρίας». Ο Μορένο Τοριτσέλι (Moreno Torricelli), ο Άντζελο
Ντι Λίβιο (Angelo Di Livio), ο Φαμπρίτσιο Ραβανέλι (Fabrizio Ravanelli), αποτελούσαν
γρανάζια μίας καλοκουρδισμένης μηχανής που μόλις είχε κερδίσει στον τελικό τον
Άγιαξ και απαιτούσε κάτι ανάλογο και για τα επόμενα χρόνια. Ο Μαρτσέλο Λίπι
είχε αποφασίσει ήδη για τις κινήσεις που θα έκαναν ακόμη καλύτερη την «μηχανή»
του. Η Γιουβέντους συμφώνησε με τον Άγιαξ για την απόκτηση του Έντγκαρντ
Ντάβιντς (Edgar Davids), που «έδεσε» με τον Ντιντιέ Ντεσάμπ (Didier Claude
Deschamps) στην μεσαία γραμμή και ήθελε τον παίκτη που θα έκανε την διαφορά από
την μέση και μπροστά. Ο Ντιντιέ Ντεσάμπ είχε μία σύντομη κουβέντα με τον Λίπι
και απλώς επιβεβαίωσε τα όσα σκεφτόταν ο Ιταλός προπονητής. Η πρόταση στην
Μπορντό δεν άργησε να υλοποιηθεί και ήταν η καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη είχε
η γαλλική ομάδα, ένα σχετικά μικρό οικονομικό αντάλλαγμα ύψους 5 εκατομμυρίων
ευρώ. Ο Ζινεντίν Ζιντάν μάζευε συγκινημένος τα πράγματα του και πήγαινε στο
μουντό Τορίνο για να γνωρίσει την καταξίωση.
Ωστόσο, το ξεκίνημα δεν ήταν τόσο καλό για τον Ζιζού. Κακά
τα ψέματα. Άλλο γαλλικό και άλλο ιταλικό πρωτάθλημα. Πολύ δε περισσότερο, άλλο
Μπορντό και άλλο Γιουβέντους. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από την Γαλλία και
δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστεί ούτε στις συνθήκες ζωής, ούτε στο στυλ του
ιταλικού ποδοσφαίρου. Η πρόκληση έμοιαζε τεράστια, όμως ο «Ζιζού» ήταν έτοιμος
να ανταποκριθεί. Κάθε αρχή και δύσκολη όμως. Η Γιουβέντους του Λίπι δεν ήταν
έτοιμη να προσαρμοστεί στο παιχνίδι του Ζιντάν. Έπρεπε να συμβεί το αντίθετο
και δεν άργησε να συμβεί. Ο «Ζιζού» πολύ σύντομα «κόλλησε» με τα υπόλοιπα
αστέρια της Γιούβε και έγινε μέλος της καλοκουρδισμένης μηχανής. Σε αυτά πρέπει
να προσθέσουμε το άγχος που του προκαλούσε η συνεχής σύγκριση με τον
προηγούμενο Γάλλο θρύλο της «Μεγάλης Κυρίας», τον Μισέλ Πλατινί. Τελικά ο
Πλατινί ήταν ο άνθρωπος που έδωσε την απαραίτητη ώθηση στην καριέρα του Ζιντάν
στην Ιταλία, τονίζοντας πως θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί πίσω από τους
επιθετικούς και όχι στο κέντρο. Ο Μαρσέλο Λίπι, επηρεάστηκε από τα λόγια του παλιού
αστέρα της Γιούβε και δοκίμασε τον Ζιντάν στον συγκεκριμένο ρόλο.
Έμαθε να μαρκάρει
περισσότερο, έστω κι αν έτρεχαν γι’ αυτόν συνήθως ο Ντάβιντς με τον Ντεσάμπ,
κατάλαβε ότι ήταν ένα από τα πρώτα βιολιά μίας ομάδας, αλλά όχι απαραίτητα το
πρώτο και κυρίως όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε, έμαθε να κερδίζει. «Στις Κάννες
έμαθα τι θα πει ποδόσφαιρο, στην Μπορντό έμαθα να παίζω και στην Γιουβέντους
έμαθα να κερδίζω» θα πει μερικά χρόνια αργότερα, όντας πια μέλος της Ρεάλ
Μαδρίτης. Νίκη ή διασκέδαση. Για τον Ζιντάν το ποδόσφαιρο ήταν και διασκέδαση
και ίσως αυτό ήταν το μοναδικό σημείο τριβής στη συνεργασία του με την
Γιουβέντους. Στην πραγματικότητα, ο «Ζιζού» δεν απολάμβανε αυτό που έκανε, έστω
κι αν κέρδιζε και αποθεωνόταν. Με τη φανέλα της Γιουβέντους πήρε 2
πρωταθλήματα. Τα πρώτα στη μεγάλη του καριέρα. «Έχτισε» χαρακτήρα, αλλά δεν
κατόρθωσε να φθάσει στην κορυφή της Ευρώπης, μολονότι βρέθηκε σε δύο
διαδοχικούς τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ. Την πρώτη φορά η Ντόρτμουντ και έπειτα η
Ρεάλ Μαδρίτης, στερούσαν ένα ακόμη Τσάμπιονς Λιγκ για την Γιουβέντους και δεν
έδιναν την δυνατότητα στον Ζιντάν να πανηγυρίσει κάτι που έμοιαζε να αξίζει.
Στον ημιτελικό του 1997, ο μετέπειτα συμπαίκτης του
Έντβιν Φαν Ντερ Σάαρ (Edwin van der Sar), καταριέται την ώρα και την στιγμή που
τον βρίσκει μπροστά του. Ο Ολλανδός τερματοφύλακας συγκρούεται με αμυντικό του
Άγιαξ, έπειτα από εκπληκτική προσποίηση του Ζιντάν σε μία από τις μεγαλύτερες
βραδιές της καριέρας του. Εννοείται, πως ο Γάλλος έσπρωξε την μπάλα στα δίχτυα
στο εκκωφαντικό 4-1 του ημιτελικού. Στο Τορίνο, ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο (Alessandro
Del Piero) εξακολουθεί να είναι… fenomeno vero, όμως ο Ζιντάν ήταν ο παίκτης
που αγαπιόταν όσο λίγοι. Η φανέλα με το № 21 εξαφανιζόταν από την μπουτίκ της
Γιουβέντους και ο Ζιντάν άρχισε πλέον να μπαίνει στο κλαμπ των… συγκρίσεων.
Βλέπετε την φανέλα της «Κυρίας» είχε φορέσει και ο Μισέλ Πλατινί (Michel
Platini), οπότε δεν άργησαν οι συγκρίσεις με τον μετέπειτα πρόεδρο της UEFA. Ο ίδιος απλώς… αδιαφορούσε γι’ αυτά
και έκανε την δουλειά του.
Ο Μαρτσέλο Λίπι έχει να θυμάται πολλά από τον Ζινεντίν
Ζιντάν. Έκανε πάντοτε λόγο για έναν απόλυτο επαγγελματία, για έναν σπουδαίο
καλλιτέχνη της μπάλας και για έναν άνθρωπο από τον οποίο όλοι έβγαιναν
κερδισμένοι. Αυτό που δεν μπορούσε να πιστέψει όμως ο Λίπι ήταν το θέαμα που
αντίκριζε αρκετά απογεύματα στους δρόμους του Τορίνο. «Την πρώτη φορά που τον
είδα, κόντεψα να πάθω καρδιά» ομολόγησε ο «αλενατόρε». Γιατί όμως; Απλό. Ο
Ζινεντίν Ζιντάν όπως προαναφέραμε έβλεπε το ποδόσφαιρο πρώτα ως διασκέδαση και
έπειτα ως επάγγελμα. Στην Γιουβέντους των υψηλών απαιτήσεων, των τακτικών, του
συγκεκριμένου τρόπου παιχνιδιού και των μεγάλων στόχων, ο «Ζιζού» ένιωθε
ελαφρώς «πνιγμένος». Για τον λόγο αυτό, συνήθιζε μετά τις προπονήσεις, να
βρίσκεται με συμπατριώτες φίλους του και να παίζουν ποδόσφαιρο στις αλάνες του
Τορίνο! Σε τσιμέντο δηλαδή και σε χώρους που ασφαλώς δεν ενδείκνυνται για έναν
επαγγελματία ποδοσφαιριστή που έχει μία μεγάλη καριέρα και χρυσοπληρώνεται
μάλιστα από την ομάδα του. Ο Ζιντάν εξήγησε στον Λίπι ότι αυτά τα απογεύματα
ευχαριστιέται το ποδόσφαιρο όσο ποτέ άλλοτε, καθώς κάνει ότι ακριβώς θέλει
δίχως περιορισμούς. Ο Ιταλός προπονητής απλώς… κατανόησε τον Ζιντάν και δέχθηκε
αυτή την επιθυμία του. Μπορούσε άραγε να κάνει και διαφορετικά;
Η σεζόν 1997/98 είναι μία από τις κορυφαίες στην πορεία
του Γαλλοαλγερινού αστέρα. Με την ικανότητα του να οργανώνει μαεστρικά την
ανάπτυξη παιχνιδιού της «Γιούβε» και σκοράροντας 11 φορές, οδήγησε την ομάδα
άλλη μια φορά στην κορυφή του ιταλικού πρωταθλήματος και στον τελικό του
Τσάμπιονς Λιγκ. Εκεί όμως έφυγε πάλι με σκυμμένο το κεφάλι, αφού η Γιουβέντους
ηττήθηκε από την Ρεάλ. Λίγους μήνες αργότερα θα κατακτούσε με την Γαλλία το
Μουντιάλ και θα βρισκόταν οριστικά στον Όλυμπο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Σαν
επιβεβαίωση, το 1998 του απονεμήθηκαν οι τίτλοι της Χρυσής Μπάλας και του
καλύτερου ποδοσφαιριστή για την FIFA. Από την στιγμή εκείνη όλα πήραν τον
δρόμο τους. Η Γιουβέντους έπαιξε καταπληκτικό ποδόσφαιρο, κατέκτησε το
Διηπειρωτικό Κύπελλο, κερδίζοντας 1-0 την Ρίβερ Πλέιτ, το ιταλικό Σουπερ Καπ,
το ιταλικό πρωτάθλημα και έφτασε αήττητη στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, όπου
όμως έχασε 3-1 από την Ντόρτμουντ σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην
ιστορία των τελικών του θεσμού. Στο τέλος της σεζόν ο Ζιζού αναδείχθηκε
καλύτερος ξένος παίχτης της Σέριε Α.
Έχοντας, πλέον, αποκτήσει ανάστημα κορυφαίου
ποδοσφαιριστή συνέχιζε να αγωνίζεται στα ίδια υψηλά στάνταρ κερδίζοντας
προσωπικούς τίτλους και βραβεία. Η ομάδα όμως έδειχνε γερασμένη και δεν
κατάφερε να συνεχίσει το σερί επιτυχιών. Ιδιαίτερα η σεζόν 1998/99 ήταν
αποκαρδιωτική για τους «μπιανκονέρι» που τερμάτισαν στην 7η θέση της
Σέριε Α. Τις σεζόν 1999-2000 και 2000/01 η ομάδα έχασε το πρωτάθλημα την
τελευταία αγωνιστική και υπέστη αποκλεισμούς έκπληξη στην Ευρώπη. Ο ένας από
αυτούς σημαδεύτηκε από την, όπως έμελλε να αποδειχθεί, δεύτερη χειρότερη έκρηξη
θυμού του Ζιντάν, ο οποίος κουτούλησε τον Γιόχεν Κίντζ (Jochen Kientz),
ποδοσφαιριστή του Αμβούργου. Όταν η χρονιά τελείωσε, ο Ζιντάν ήταν ήδη 29 ετών.
Σε πέντε χρονιές με την ασπρόμαυρη φανέλα αγωνίστηκε 209 φορές πετυχαίνοντας 31
γκολ. Είχε έρθει, όμως, η ώρα για αλλαγή αφού έβλεπε πως η Γιουβέντους έπρεπε
να περάσει μια φάση αναδιοργάνωσης για να επιστρέψει στην κορυφή και αισθανόταν
ότι δεν μπορούσε να σπαταλήσει άλλο χρόνο στο κυνήγι του μοναδικού τίτλου που
ένιωθε να του λείπει, αυτόν του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο κύκλος έμοιαζε να κλείνει το 2001. Ο «Ζιζού» έδειχνε
νευρικός. Δεχόταν κόκκινες κάρτες και έμοιαζε να μην απολαμβάνει πια την
δουλειά του. Το είχαν καταλάβει οι περισσότεροι. Οι φήμες περί μεταγραφής του
έδιναν και έπαιρναν. Η Γιουβέντους δεν είναι από τις ομάδες που δεν πουλάνε.
Κάθε άλλο. Όμως πουλάνε ακριβά και με τους δικούς της όρους. Έτσι έκανε και με
τον Ζιντάν. Όταν η Ρεάλ Μαδρίτης έκανε την κίνηση, οι διαπραγματεύσεις κράτησαν
για αρκετές ημέρες και ήταν σκληρές. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ (Florentino Pérez
Rodríguez) αποφάσισε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη και οι Ιταλοί
γνωρίζοντας πως έχουν να κάνουν με τον καλύτερο παίκτη στον κόσμο εκείνη την
στιγμή, ήταν προφανές πως θα προσπαθούσαν να γεμίσουν τα ταμεία τους.
Ρεάλ Μαδρίτης, κορυφαίος μέχρι το τέλος
Έτσι κι έγινε. Καλοκαίρι του 2001 και η ακριβότερη
μεταγραφή που είχε δει ο πλανήτης μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν γεγονός. Ο
Ζινεντίν Ζιντάν πρόβαρε τη λευκή φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης μέσα σε παροξυσμό στο
«Σαντιάγκο Μπερναμπέου». Η Γιουβέντους είχε βάλει στα ταμεία της ένα ποσό 25 εκατομμυρίων
ευρώ, με τον Γάλλο σταρ να βάζει την υπογραφή του σε ένα τετραετές συμβόλαιο
που θα τον κάνει πλουσιότερο κατά 30 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Συν τις έξτρα
συμφωνίες για την πώληση της φανέλας του και αρκετά ακόμη μπόνους από χορηγούς
και άλλα έξτρα. Ο «Ζιζού» στην Ρεάλ Μαδρίτης έμοιαζε πιο απελευθερωμένος. Στο
«Μπερναμπέου» βρισκόταν ήδη ο Λουίς Φίγκο (Luís Filipe Madeira Caeiro Figo),
ενώ μαζί με τον Ζιντάν θα έφθανε τόσο ο Ρονάλντο (Ronaldo Luís Nazário de Lima),
όσο λίγο αργότερα και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ (David Robert Joseph Beckham). Οι «Γκαλάκτικος»
(διαστημικοί) όπως «βαφτίζονται» από το ισπανικό κοινό μπορεί ουδέποτε να μην
αποδείξουν στον αγωνιστικό χώρο πως ήταν πραγματικά… διαστημικοί, όμως ο Ζιντάν
τουλάχιστον, εξωτερικεύει την ποιότητα και την αξία του. Αξιοποιεί τους χώρους,
«χορεύει» συχνά με την μπάλα στα πόδια του και τροφοδοτεί τους επιθετικούς των
Μαδριλένων. Σ΄ αυτή την ομάδα παιχτών, που πραγματικά ξεχείλιζαν από ταλέντο,
στους οποίους όμως έλειπε ο συνδετικός κρίκος, που θα ένωνε και θα οργάνωνε τις
αγωνιστικές γραμμές, αυτόν τον ρόλο κλήθηκε να παίξει ο Ζιζού.
Τον Μάιο του 2002, κάνει τον Πέρεθ να ξεχάσει μονομιάς τα
χρήματα που έδωσε για την απόκτηση του. Στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, η Ρεάλ
Μαδρίτης αντιμετωπίζει την Μπάγερν Λεβερκούζεν. Το σκορ ήταν στο 1-1, όταν ο
Ρομπέρτο Κάρλος (Roberto Carlos da Silva Rocha), μετά από μία γνωστή του κούρσα
από αριστερά θα βγάλει σέντρα. Ο Ζιντάν από το ύψος περίπου της περιοχής θα δει
την μπάλα να κατεβαίνει και πριν αυτή «σκάσει» στο έδαφος θα γυρίσει το σώμα
του 90ο μοίρες για να σουτάρει με το αριστερό. Ένα τέλειο σουτ, μία
τέλεια εκτέλεση. Ένα γκολ που θα μείνει στην ιστορία, όχι μόνο γιατί το τελικό
2-1 έδωσε το Τσάμπιονς Λιγκ στην Ρεάλ Μαδρίτης αλλά και γιατί μιλάμε για ένα
από τα καλύτερα γκολ που έχουν σημειωθεί στην ιστορία των τελικών της
μεγαλύτερης διασυλλογικής διοργάνωσης. Ο «Ζιζού» είχε βάλει πια και αυτό το
τρόπαιο στην συλλογή του και ήταν ένας απόλυτα «γεμάτος» ποδοσφαιριστής. Θα
περίμενε κανείς ότι με αυτή την Ρεάλ Μαδρίτης και με αυτούς τους συμπαίκτες θα
κατακτούσε πολύ περισσότερα τρόπαια. Αυτή όμως είναι μία «πονεμένη» ιστορία για
τους «μερένχες».
Η επόμενη σεζόν, 2002/03 ήταν επίσης επιτυχημένη. Ο ίδιος
έμοιαζε καλύτερος από ποτέ και αναδείχτηκε από την FIFA, για τρίτη φορά, ο καλύτερος
ποδοσφαιριστής της χρονιάς. Σε ένα σύνολο γεμάτο αστέρια ο Ζιντάν ήταν ο ήσυχος
στρατηγός που τους καθοδηγούσε. Η Ρεάλ κέρδισε το ευρωπαϊκό Σουπερ Καπ, το
Διηπειρωτικό Κύπελλο και επέστρεψε στην κορυφή του ισπανικού πρωταθλήματος.
Αυτός ο τίτλος έμελλε να είναι για τον 31χρονο Ζιντάν ο τελευταίος που θα
κατακτούσε. Την μεγαλύτερη τιμή και αναγνώριση θα την απολαύσει έναν χρόνο
αργότερα. Αφού είχε ψηφιστεί για μία ακόμη χρονιά Παίκτης της Σεζόν, το 2004 θα
ψηφιστεί από το κοινό ως Καλύτερος Παίκτης της 50ετίας! Μία τεράστια αναγνώριση
για έναν τεράστιο ποδοσφαιριστή. Ο ίδιος σεμνός όπως συνήθως, δεν θα λησμονήσει
να σταθεί σε άλλα πολύ μεγάλα ονόματα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου όπως ο Ντιέγκο
Μαραντόνα (Diego Armando Maradona), ο Μισέλ Πλατινί ή ο Γιόχαν Κρόιφ (Hendrik
Johannes "Johan" Cruijff). Ο κόσμος όμως έβλεπε στον Ζιντάν ένα κράμα
όλων αυτών. Έβλεπε έναν παίκτη που έπαιζε πάντοτε με το κεφάλι ψηλά. Έναν
παίκτη που μπορούσε να χαϊδεύει την μπάλα που τον υπάκουγε τυφλά, έναν αρτίστα
που έμοιαζε να αποφεύγει ακόμη και τα σκληρά μαρκαρίσματα με τρόπο χορευτικό.
Σε βαθμό τέτοιο, που έδειχνε βγαλμένος από τα «Μπολσόι». Ποίος είπε ότι το ποδόσφαιρο
δεν είναι τέχνη; Ο «Ζιζού» ήταν εκεί για να αποδείξει ότι μπορεί κάποιος να
χορέψει και με μπάλα στα πόδια…
Η διοίκηση της Ρεάλ συνέχισε να αγοράζει επιθετικούς
ποδοσφαιριστές, αμελώντας την άμυνα. Επίσης απέλυσε τον Ντελ Μπόσκε, τον
προπονητή που έχτισε αυτή την επιτυχημένη ομάδα. Σαν αποτέλεσμα, τις επόμενες
τρεις σεζόν, οι «Γκαλάκτικος» έμειναν πίσω από την Μπαρτσελόνα του Ροναλντίνιο
στην Ισπανία και αποκλείστηκαν σε προημιτελικά η φάση των «16» στο Τσάμπιονς
Λιγκ. Ο Ζιντάν, σε ατομικό επίπεδο, συνέχισε να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο.
Μπορεί να μεγάλωνε ηλικιακά, αλλά αυτό δεν έμοιαζε να μην επηρεάζει καθόλου.
Αγωνιζόταν περίπου 40 ματς την σεζόν σκοράροντας συχνά και έχοντας πολλές
ασίστ. Μάλιστα το πρώτο χατ-τρικ της καριέρας του το πέτυχε λίγους μήνες πριν
πει το αντίο στην αγωνιστική δράση, κόντρα στην Σεβίλλη (4-2 το τελικό
αποτέλεσμα).
Η τελευταία του ποδοσφαιρική σεζόν στην Ρεάλ Μαδρίτης
είναι το ίδιο εντυπωσιακή. Πολλά γκολ, άφθονες ασίστ και ένα συγκινητικό φινάλε
με την φανέλα της Ρεάλ, αποφασίζοντας να κρεμάσει τα παπούτσια του. Ήθελε να
αποχωρήσει ενόσω βρισκόταν στην κορυφή και πριν η ηλικία του κάνει την εμφάνιση
της στο παιχνίδι του. Στις 7 Μαΐου του 2006 γράφτηκε η τελευταία σελίδα στην
διασυλλογική καριέρα του. Κόντρα στην Βιγιαρεάλ και μετά από ένα εντυπωσιακό
3-3 στο κατάμεστο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου», όλοι οι ποδοσφαιριστές της Ρεάλ αλλά
και τα μέλη της ομάδας, φορούν μπλουζάκια με το όνομα του κάτω από το λογότυπο
της ομάδας, ευχαριστώντας τον αγαπημένο τους Ζιζού για όσα προσέφερε στην ομάδα
και στο ποδόσφαιρο γενικότερα. Ακόμα και σε αυτό το τελευταίο ματς ο Ζιντάν δεν
μπορούσε να μην είναι πρωταγωνιστής. Σκόραρε το ένα από τα γκολ της Ρεάλ στο
τελικό 3-3, πριν αποχωρήσει δακρυσμένος, χωρίς να πει (τότε) «αντίο» στο
ποδόσφαιρο, καθώς τον περίμενε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Με την «Βασίλισσα»
αγωνίστηκε 225 φορές, πετυχαίνοντας 49 γκολ.
Αρκετοί στοιχηματίζουν πως ο «Ζιζού» δεν θα αντέξει χωρίς
μπάλα. Σωστά. Δεν αντέχει. Προτίμησε όμως να μην μπει στον πειρασμό. Δεν
επιστρέφει να παίξει επαγγελματικά, παρά την ανοιχτή πρόταση (και) της Ρεάλ
Μαδρίτης. Προτιμά να παίζει με τους φίλους του. Να εξακολουθεί να χαίρεται την
κάθε ντρίπλα, την κάθε προσποίηση και το κάθε γκολ. Σαν τότε, πιτσιρικάς, που
έπαιζε στις αλάνες και έδειχνε πόσο απλό είναι το ποδόσφαιρο ακόμη και όταν δεν
παίζεται σε γρασίδι. Η Ρεάλ θέλησε να τον αξιοποιήσει. Τα κατάφερε. Ήταν κοντά στους Μαδριλένους από άλλο πόστο. Ένας
εκ των τεσσάρων υιών του μάλιστα αγωνίζεται στις ακαδημίες της και λένε ότι
έχει πάρει κάτι από τον πατέρα του. Ακόμη και το «κάτι» θα αρκεί για να
ακολουθήσει σίγουρα μία σπουδαία καριέρα. Ο Ζινεντίν Ζιντάν όμως ήταν ένας και
μοναδικός. Στις 4 Ιανουαρίου του 2016, ανέλαβε προπονητής της, οδηγώντας την
στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο «τρικολόρε» Ζιζού
Αν οι επιτυχίες του με τους συλλόγους στους οποίους
αγωνίστηκε τον καθιέρωσαν σαν ένα από τους κορυφαίους, στην παγκόσμια κοινή
γνώμη, οι εμφανίσεις του με την φανέλα των «Τρικολόρ» ήταν αυτές που τον
τοποθέτησαν στο Πάνθεο του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Πήρε από το χεράκι μια
εθνική ομάδα, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε πέσει στην ανυποληψία,
και την ανέβασε στην κορυφή του παγκόσμιου ποδοσφαιρικού στερεώματος. Πλέον,
λαμβάνει την καθολική αναγνώριση του να θεωρείται ο καλύτερος Γάλλος ποδοσφαιριστής
στην ιστορία. Ίσως κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, αν η εθνική ομάδα της
Γαλλίας, που είδαμε στα τέλη του περασμένου αιώνα ήταν λόγω Ζιντάν, ή αν ο
Ζιντάν ήταν τυχερός, που βρέθηκε σ’ εκείνη την ομάδα, μ ‘εκείνους τους
συμπαίκτες και όλοι μαζί κατάφεραν να φτάσουν την ομάδα τους στην κορυφή του
κόσμου.
Ο «Ζιζού» άρχισε να αγωνίζεται στην εθνική ομάδα της
Γαλλίας το 1994. Από την πρώτη του, κιόλας, εμφάνιση φάνηκε πως τα χρώματα της
εθνικής Γαλλίας τον εμπνέουν. Σε εκείνο το ματς εναντίον της Τσεχίας οι Γάλλοι
βρίσκονταν πίσω με 0-2. Στο 63ο λεπτό ο Ζιντάν μπήκε ως αλλαγή και
στον εναπομείναντα χρόνο πέτυχε δύο γκολ ισοφαρίζοντας το σκορ. Οι συγκυρίες
τον ευνοούν, καθώς με τον αποκλεισμό του Ερίκ Καντονά (Éric Daniel Pierre
Cantona) μετά την αλησμόνητη… καρατιά στον οπαδό της Κρίσταλ Πάλας στην Πρέμιερ
Λιγκ, παίρνει θέση οργανωτή στην εθνική ομάδα. Πρώτο του μεγάλο τουρνουά υπήρξε
το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1996 στα γήπεδα της Αγγλίας. Εκεί ο 24χρονος Ζιντάν
αγωνίστηκε και στα 5 ματς που έδωσαν οι «Πετεινοί» που κατάφεραν μετά από πολλά
χρόνια να πετύχουν κάτι καλό φτάνοντας μέχρι τα ημιτελικά της διοργάνωσης. όπου
αποκλείονται στη διαδικασία των πέναλτι από τους Τσέχους. Η Γαλλία μπορεί να
μην κατέπληξε με την απόδοση της, αλλά έδειξε πως η νέα γενιά παιχτών της έχει
πολλές δυνατότητες, κάτι που θα αποδεικνύονταν περίτρανα τα επόμενα χρόνια.
Η μεγάλη στιγμή θα έρθει δύο χρόνια αργότερα, στο
Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, το πρώτο Παγκόσμιο για τον «Ζιζού». Οι Γάλλοι
περνούν εύκολα από τη φάση των ομίλων, αλλά ο Ζιντάν γίνεται ο πρώτος Γάλλος
ποδοσφαιριστής, που θα δεχθεί κόκκινη κάρτα σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου
μόλις στο δεύτερο αγώνα της ομάδας του για την κλωτσιά, με την οποία φιλοδώρησε
τον Φουάντ Ανβάρ (Fuad Anwar) της
Σαουδικής Αραβίας. Η Γαλλία συνεχίζει χωρίς τον Ζιντάν αλλά με νίκη κατά της
Παραγουάης με 1-0 για τη φάση των «16».
Επόμενο εμπόδιο η Ιταλία. Ο «Ζιζού» επιστρέφει, οι δύο ομάδες όμως θα λύσουν τους λογαριασμούς τους στα πέναλτι, όπου οι «τρικολόρε» θα επικρατήσουν τελικά με 4-3. Στον ημιτελικό οι Γάλλοι θα ξεπεράσουν και το εμπόδιο της Κροατίας του Νταβόρ Σούκερ (Davor Šuker) και των άλλων πολύ σπουδαίων Κροατών εκείνης της γενιάς με τελικό σκορ 2-1. Η μεγάλη μέρα του τελικού στο «Stade de France» έχει φτάσει, η εθνική Γαλλίας και ο «Ζιζού» είναι στον τελικό. Δύο δικά του γκολ από κεφαλιά θα επιτρέψουν στους «πετεινούς» να έχουν στο… ένα χέρι το τρόπαιο από το ημίχρονο και ένα τρίτο γκολ του Εμανουέλ Πετί (Emmanuel Laurent "Manu" Petit) θα κλείσει με τον καλύτερο τρόπο τη βραδιά για τους Γάλλους. Ο Ζιντάν γίνεται… εθνικός ήρωας και η εικόνα του προβάλλεται μέχρι και στην Αψίδα του Θριάμβου στο κέντρο του Παρισιού!
Στο Euro 2000 η Γαλλία γίνεται η πρώτη ομάδα μετά τη
Δυτική Γερμανία του 1974, που θα καταφέρει να κατακτήσει διαδοχικά και το
Παγκόσμιο και το Ευρωπαϊκό τρόπαιο. Η Γαλλία θα κατακτήσει το τρόπαιο σε έναν
επεισοδιακό τελικό, όπου ο Σιλβέν Βιλτόρ (Sylvain Wiltord) θα ισοφαρίσει στο 4ο
λεπτό των καθυστερήσεων το τέρμα, που
είχε πετύχει μόλις 66’ ο Μάρκο Ντελβέκιο (Marco Delvecchio) και στην παράταση
οι Γάλλοι θα πετύχουν την απόλυτη ανατροπή με το χρυσό γκολ του Νταβίντ
Τρεζεγκέ (David Sergio Trezeguet). Ο Ζιντάν τελειώνει τη διοργάνωση με δύο γκολ
και ανακηρύσσεται ως MVP του τουρνουά. Έτσι απλά…
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2002 ο Ζιντάν τραυματίζεται και η
Γαλλία όχι απλά δεν καταφέρνει να υπερασπιστεί τους τίτλους της, αλλά κάνει ό,
τι μπορεί για να πραγματοποιήσει μία από τις χειρότερες εμφανίσεις της σε μία
τέτοιου είδους διοργάνωση. Δεν περνά καν από τη φάση των ομίλων, στην οποία δεν
μπορεί να πετύχει ούτε ένα τέρμα. Στο Euro του 2004 όλοι μας θυμόμαστε τι
απέγινε η Γαλλία του Ζιντάν. Ο Λιζαραζού ακόμη… ντριμπλάρεται από τον τότε
αρχηγό της εθνικής μας ομάδας, Θοδωρή Ζαγοράκη και οι Γάλλοι ακόμη βλέπουν ως
εφιάλτη τον Άγγελο Χαριστέρα να σκίζει με απίστευτη κεφαλιά τα δίχτυα του Φαμπιάν
Μπαρτέζ (Fabien Alain Barthez)… Η Γαλλία μένει και πάλι έξω από νωρίς ελέω… των
παιδιών του Ότο Ρεχάγκελ (Otto Rehhagel). Μετά τον αποκλεισμό ο «Ζιζού»
ανακοινώνει την απόφασή του να «κρεμάσει» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Η ιστορική… κουτουλιά στον Ματεράτσι!
Το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, το 2006, δε θυμίζει σε
τίποτα τη Γαλλία του 1998. Εκτός από τον Ζιντάν έχουν αποσυρθεί και όλοι οι
υπόλοιποι εκείνης της γενιάς και ο Ρειμόντ Ντομενέκ (Raymond Domenech) σχεδόν…
πελαγωμένος επιστρατεύει τον μεγάλο αρχηγό. Και οι Γάλλοι τα καταφέρνουν και
πάλι. Μπορεί να δυσκολεύονται λίγο περισσότερο από άλλες φορές, στο τέλος όμως
δηλώνουν ένα βροντερό «παρών» στον τελικό κόντρα στην Ιταλία του Μαρτσέλο Λίπι!
Και όλοι γνωρίζουν, ότι αυτό θα είναι και το τελευταίο παιχνίδι του μεγάλου
Ζινεντίν Ζιντάν. Τι κι αν σκόραρε με εύστοχο χτύπημα πέναλτι μόλις στο 7’; Τι
κι αν παρά… τρίχα δεν κατάφερε να βάλει και ένα δεύτερο γκολ για την ομάδα του
λόγω του Τζιανλουίτζι Μπουφόν (Gianluigi "Gigi" Buffon); Τι κι αν
πρόλαβε να γίνει ένας από τους λίγους παίχτες που έχουν σκοράρει σε δύο
διαφορετικούς τελικούς Μουντιάλ, με τους άλλους να είναι οι Πελέ (Edson Arantes
do Nascimento, “Pelé”), Βαβά (Edvaldo Jizídio Neto, “Vavá”), και Πολ Μπράιτνερ
(Paul Breitner), έχοντας συνολικά πετύχει 3 γκολ σε τελικούς, όσα και οι Πελέ,
Βαβά και Τζεφ Χέρστ (Sir Geoffrey Charles "Geoff" Hurst);
Όλοι θα θυμόμαστε για πάντα τον Ζιντάν σ’ εκείνον τον
τελικό, τον τελευταίο της σπουδαίας καριέρας του για την… κουτουλιά, που έριξε
ο «Ζιζού» στο στήθος του Μάρκο Ματεράτσι (Marco Materazzi), μετά από λογομαχία,
που είχαν οι δυο τους και που σύμφωνα με τα όσα ακούστηκαν μετά ο Ιταλός
αμυντικός μίλησε χυδαία για την αδερφή του Ζιντάν. Ο Γάλλος αποβλήθηκε στο 110’
της παράτασης και δεν κατάφερε να βοηθήσει την ομάδα στη διαδικασία των
πέναλτι, που ακολούθησε και η οποία έβγαλε νικήτρια και παγκόσμια πρωταθλήτρια
τη «σκουάντρα ατζούρα» του Λίπι. Η FIFA τον τιμώρησε, ανούσια όμως, μιας και
επέμεινε στην απόφασή του και αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο μετά από εκείνον τον
επεισοδιακό τελικό, ο ίδιος πάντως, λίγα χρόνια αργότερα θα εξομολογείτο, ότι
θα προτιμούσε να… πεθάνει από το να ζητήσει συγγνώμη από τον Ματεράτσι για
εκείνο το περιστατικό. Αυτός είναι ο Ζινεντίν Ζιντάν. Ένας αρχηγός με τα όλα
του, ένας τεράστιος ποδοσφαιριστής, μία… διχασμένη ποδοσφαιρική προσωπικότητα.
Ένας σοβαρός… «τρελός» με πάθος και ατέλειωτη αγάπη για την μπάλα. Και τι δε θα
έδιναν οι ποδοσφαιρόφιλοι απανταχού της γης, να γύριζαν το χρόνο πίσω μόνο και
μόνο για να τον ξαναδούν να μπαίνει και πάλι σε έναν τελικό Τσάμπιονς Λιγκ, σε
έναν προκριματικό Παγκοσμίου Κυπέλλου ή σε έναν ημιτελικό Ευρωπαϊκού
Πρωταθλήματος ακόμη-ακόμη και σ’ ένα φιλικό για να αρχίσει τα χορευτικά του, να
μοιράσει τις υπέροχες πάσες του, να σηκωθεί για τις μοναδικές κεφαλιές του, να
κοιτάξει με εκείνο το μοναδικό βλέμμα πριν το σουτ, που για κάποιο λόγο ξέρεις,
ότι δε γίνεται να μην καταλήξει στα δίχτυα…
TRIVIA
- Ο Ζινεντίν Ζιντάν είναι από τους ποδοσφαιριστές με τη μεγαλύτερη φιλανθρωπική δράση συμμετέχοντας σε πολλές δραστηριότητες και εκδηλώσεις, που αφορούν τα παιδιά του τρίτου κόσμου και όχι μόνο.
- Οι κινηματογραφιστές, Philippe Parreno και Douglas Gordon δημιούργησαν το 2009 ένα συναρπαστικό φιλμ με 17 κάμερες, να ακολουθούν τον Ζιντάν κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Ο τίτλος του ήταν «Zidane: A 21st Century Portrait» και ήταν μέρος του Full Frame Documentary Film Festival.
- Ο συμπατριώτης του Μισέλ Πλατινί μεταξύ άλλων είχε δηλώσει για τον Ζιντάν: «Πιστεύω, ότι ο Ζιντάν είναι μοναδικός σε ό, τι αφορά αυτά, που αποκαλούμε θεμελιώδη στο άθλημα, το κοντρόλ και την πάσα. Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος, που μπορεί να συγκριθεί μαζί του, όταν είναι να κοντρολάρει ή να δεχθεί την μπάλα».
- Ο Μαρτσέλο Λίπι έχει δηλώσει, ότι θεωρεί τιμή του, το ότι έχει υπάρξει προπονητής τον Ζινεντίν Ζιντάν…
- Ο μυθικός Αλφρέδο Ντι Στέφανο είπε βλέποντάς τον ότι παίζει «σαν να φοράει μεταξένια γάντια στα πόδια του».
- Ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον: «Δώστε μου τον Ζιντάν και 10 κομμάτια ξύλο και θα κερδίσω το Τσάμπιονς Λιγκ».
- Οι Κάννες δεν ήταν μόνο το μέρος που ο Ζιντάν ξεκίνησε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αλλά και ο τόπος στον οποίο συνάντησε τον έρωτα της ζωής του. Αυτός ήρθε στο πρόσωπο της Ισπανίδας χορεύτριας και μοντέλου Βερονίκ Φερνάντεζ (Véronique Fernandéz). Ο Ζινεντίν ήθελε ήσυχη εξωγηπεδική ζωή και δόθηκε ολοκληρωτικά στην πρώτη σοβαρή σχέση της ζωής του. Παντρεύτηκε την Βερονίκ το 1994, σε ηλικία 22 ετών και μαζί της έχει αποκτήσει τέσσερις γιους. Κατά σειρά γέννησης τον Έντσο (Enzo Zidane Fernandez), που του έδωσε το όνομα του αγαπημένου του ποδοσφαιριστή, του Ουρουγουανού Έντσο Φραντσέσκολι (Enzo Francescolli), τον Λούκα (Luca), τον Τεό (Theo) και τον Ελιάζ (Elyaz). Οι τρείς μεγαλύτεροι προσπαθούν να ακολουθήσουν τα χνάρια του πατέρα τους αγωνιζόμενοι στα τμήματα υποδομής της Ρεάλ. Ο πρώτος αγωνίζεται ως μέσος, ο δεύτερος ως τερματοφύλακας και ο τελευταίος ως επιθετικός.
- Σε συλλογικό επίπεδο έχει πετύχει 128 γκολ σε 681 παιχνίδια, ενώ με την εθνική ομάδα της Γαλλίας έχει 31 τέρματα και 23 ασίστ σε 108 αγώνες, από το 1994 ως το 2006. Πριν τον τελικό του Μουντιάλ του 2006 βραβεύτηκε με τη Χρυσή Μπάλα της FIFA ως ο πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης, έχει ανακηρυχθεί 3 φορές Παίκτης της Χρονιάς από τη FIFA, όσες και ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο, ενώ βραβεύτηκε και με την Χρυσή Μπάλα το 1998.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
Εφηβική καριέρα
- 1982/83: US Saint-Henri
- 1983–1986: SO Septèmes-les-Vallons
- 1986–1989: Association Sportive de Cannes Football
Επαγγελματική καριέρα
- 1989–1992: Association Sportive de Cannes Football, 61 (6)
- 1992–1996: Football Club des Girondins de Bordeaux, 139 (28)
- 1996–2001: Juventus Football Club, 151 (24)
- 2001–2006: Real Madrid Club de Fútbol, 155 (37)
Σύνολο καριέρας: 506 (95)
Διεθνής
- 1990–1994: Εθνική Νέων Γαλλίας, 20 (3)
- 1994–2006: Γαλλία, 108 (31)
Προπονητική καριέρα
- 2013–2014: Real Madrid Club de Fútbol (βοηθός)
- 2014–2016: Real Madrid Castilla Club de Fútbol
- 2016– : Real Madrid Club de Fútbol
Ως ποδοσφαιριστής
Συλλογικοί
Με τη Bordeaux
- UEFA Intertoto Cup: 1995
Με τη Juventus
- Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2 (1996/97, 1997/98)
- Σούπερ Καπ Ιταλίας: 1997
- Ευρωπαϊκό Super Cup: 1996
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1996
- UEFA Intertoto Cup: 1999
.Με τη Real
Madrid
- Πρωτάθλημα Ισπανίας: 2002/03
- Σούπερ Καπ Ισπανίας: 2 (2001, 2003)
- UEFA Champions League: 2001–02
- Ευρωπαϊκό Super Cup: 2002
- Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2002
Διεθνείς
- Παγκόσμιο Κύπελλο: 1998
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 2000
Ως προπονητής
Με τη Real Madrid
- UEFA Champions League: 2015/16
Προσωπικές Διακρίσεις
- Καλύτερος Νέος Παίκτης της Χρονιάς στη Ligue 1: 1994
- Παίκτης της Χρονιάς στη Ligue 1: 1996
- Καλύτερος Ξένος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς στην ιταλική Serie A: 2 (1997, 2001)
- 3ος Καλύτερος Παίκτης στον Κόσμο από τη FIFA: 2 (1997, 2002)
- Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ευρωπαϊκή Ένωση Αθλητικού Τύπου: 4 (1997/98, 2001/02, 2002/03, 2003/04)
- Βραβεία Συλλόγων UEFA, Καλύτερος Μέσος: 1998
- Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2 (1998, 2006)
- Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) Τελικού Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1998
- Παίχτης της χρονιάς από το αγγλικό περιοδικό «WorldSoccer»: 1998
- Παίκτης της Χρονιάς για τη Γαλλία: 2 (1998, 2002)
- Καλύτερος Παίκτης στην Ευρώπη από το γαλλικό περιοδικό «Onze» (Onze d'Or): 3 (1998, 2000, 2001)
- Χρυσή Μπάλα: 1998
- Καλύτερος Παίκτης της Χρονιάς για τη FIFA: 3 (1998, 2000, 2003)
- Μέλος Επιλέκτων FIFA: 1998
- Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς από την ισπανική εφημερίδα «El País»: 4 (1998, 2001, 2002, 2003)
- Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2000
- Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2 (2000, 2004)
- Καλύτερος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς στην ιταλική Serie A: 2001
- Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς για την UEFA: 3 (2001, 2002, 2003)
- Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) Τελικού UEFA Champions League: 2002
- Καλύτερος Ξένος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς στην ισπανική La Liga: 2002
- Βραβεία Συλλόγων UEFA, Παίκτης της Χρονιάς: 2002
- Μέλος Ονειρώδους 11άδας Παγκοσμίων Κυπέλλων Όλων των Εποχών: 2002
- Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
- Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής των Τελευταίων 50 Ετών: 2004
- Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2006
- 2ος Καλύτερος Παίκτης στον Κόσμο από τη FIFA: 2006]
- UNFP Honorary Award – 2007
- Marca Leyenda Award – 2008
- Χρυσό Παπούτσι ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2008
- Καύτερος Παίκτης του UEFA Champions League των τελευταίων 20 Ετών: 2011
Τιμές
- Ιππότης 5ης Κλάσης/Ιππότης Λεγεώνας της Τιμής: 1998
- Ιππότης-Αξιωματικός 4ης Κλάσης/ Αξιωματικός Λεγεώνας της Τιμής: 2009
Ρεκόρ
- Γηραιότερος Παίκτης που κέρδισε Χρυσή Μπάλα: 34 ετών και 17 ημερών