Ο Έλληνας επιτελικός μέσος Βασίλης Καραπιάλης, γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1965 στους Αμπελόκηπους, τη συνοικία της πόλης της Λάρισας, κοντά στο Πάρκο του Αλκαζάρ. Αγωνίστηκε με επιτυχία για την ΑΕ Λάρισας, τον Ολυμπιακό και η ελληνική εθνική ομάδα και θεωρείται ως ένα από τα Καλύτερα Δεκάρια Όλων των Εποχών στην Ελλάδα. Ξεκίνησε τη καριέρα του το 1979, σε ηλικία 14 ετών από τον Τοξότη Λάρισας και την επόμενη σεζόν αγωνιζόταν στη πρώτη ομάδα. Κάνοντας εξαιρετικές εμφανίσεις στο Ερασιτεχνικό Πρωτάθλημα του Νομού, προκάλεσε το ενδιαφέρον αρκετών συλλόγων Α’ Εθνικής. Μετά από μια εξαιρετική σεζόν 1984/85, όταν σκόραρε 30 γκολ παίζοντας ως μέσος, πήρε μεταγραφή για τη «Βασίλισσα του Κάμπου». Κατέκτησε το πρώτο Κύπελλο στην ιστορία του συλλόγου, έγινε πολύ δημοφιλής μεταξύ των οπαδών και όντας πλέον από τα βασικά γρανάζια της, τη σεζόν 1987/88, η ΑΕΛ κατέκτησε το μοναδικό ελληνικό πρωτάθλημα που έχει κατακτήσει επαρχιακή ομάδα στην Ελλάδα, με τον Καραπιάλη να είναι ο Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) της σεζόν.
Τρία χρόνια αργότερα, με την ΑΕΛ να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό, εξελισσόμενος σε ηγέτη των «ερυθρόλευκων» λόγω της επιθετικότητας, της ευκινησίας, της εξαιρετικής τεχνική του και, φυσικά, της εμπειρίας. Τα πρώτα πέντε χρόνια στον Πειραιά, κέρδισε μόνο ένα Κύπελλο, αλλά οι επόμενες τέσσερις σεζόν ήταν εξαιρετικές: 4 στα 4 Πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ. Εμφανίστηκε σε μόλις 21 αγώνες για την εθνική ομάδα της Ελλάδας από το 1988 έως το 1994, κυρίως λόγω του ότι αγωνιζόταν στη Λάρισα και όχι σε κάποια από τις λεγόμενες μεγάλες ομάδες. Αποσύρθηκε από το διεθνές ποδόσφαιρο, λόγω της μη κλήσης του για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Αποχώρησε από το ποδόσφαιρο τον Μάιο του 2000. Την ίδια χρονιά, εξελέγη ως ο 3ος Καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής, της επαγγελματικής περιόδου (μετά δηλαδή το 1979, όταν το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό στην Ελλάδα), πίσω από τον Βασίλη Χατζηπαναγή και τον Δημήτρη Σαραβάκο. Θεωρείται το καλύτερο № 10 στην ιστορία του Ολυμπιακού, μαζί με τον Γιώργο Δεληκάρη.
Τρία χρόνια αργότερα, με την ΑΕΛ να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό, εξελισσόμενος σε ηγέτη των «ερυθρόλευκων» λόγω της επιθετικότητας, της ευκινησίας, της εξαιρετικής τεχνική του και, φυσικά, της εμπειρίας. Τα πρώτα πέντε χρόνια στον Πειραιά, κέρδισε μόνο ένα Κύπελλο, αλλά οι επόμενες τέσσερις σεζόν ήταν εξαιρετικές: 4 στα 4 Πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ. Εμφανίστηκε σε μόλις 21 αγώνες για την εθνική ομάδα της Ελλάδας από το 1988 έως το 1994, κυρίως λόγω του ότι αγωνιζόταν στη Λάρισα και όχι σε κάποια από τις λεγόμενες μεγάλες ομάδες. Αποσύρθηκε από το διεθνές ποδόσφαιρο, λόγω της μη κλήσης του για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Αποχώρησε από το ποδόσφαιρο τον Μάιο του 2000. Την ίδια χρονιά, εξελέγη ως ο 3ος Καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής, της επαγγελματικής περιόδου (μετά δηλαδή το 1979, όταν το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό στην Ελλάδα), πίσω από τον Βασίλη Χατζηπαναγή και τον Δημήτρη Σαραβάκο. Θεωρείται το καλύτερο № 10 στην ιστορία του Ολυμπιακού, μαζί με τον Γιώργο Δεληκάρη.
Το 1979, σε ηλικία 14 ετών, γράφτηκε στα τμήματα υποδομής του Τοξότη Λάρισας, ύστερα από προτροπή του γυμναστή του στο γυμνάσιο, του Κου Χουλιαρόπουλου, που ήταν και προπονητής στην ομάδα, παρά το έντονο ενδιαφέρον της ομάδας της γειτονιάς του, των Αμπελοκήπων. Ένα χρόνο αργότερα και από την στιγμή που το ταλέντο του περίσσευε ανάμεσα στις τέσσερις γραμμές του αγωνιστικού χώρου, πήρε προαγωγή για την πρώτη ομάδα. Μαζί του στον Τοξότη ξεκίνησε την καριέρα του και ο Γιώργος Αγορογιάννης, μετέπειτα συμπαίκτης του στην ΑΕΛ. Στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα της Λάρισας, ο Καραπιάλης σκληραγωγήθηκε σαν παίχτης, καθώς το ξύλο έπεφτε σύννεφο και έμαθε όπως λέει ο ίδιος: « ... πως να κάνω αποτελεσματική επιθετική δουλειά, με αντιπάλους που έπαιζαν σκληρά»!
Η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται και ο πιτσιρικάς που
έκανε "παπάδες" στα τοπικά του κάμπου, μπήκε σιγά σιγά στο στόχαστρο
συλλόγων της Α' Εθνικής. Το 1984, είχε την ευκαιρία να αγωνιστεί στον ΟΦΗ του
Παντελή Μυριοκεφαλιτάκη, που έδινε 2,1 εκατομμύρια δραχμές στον Τοξότη, όμως ο
Καραπιάλης δεν πήγε. Ήθελε να παίξει για την ΑΕΛ, ήξερε πως μπορούσε και τελικά
το κατάφερε. Έστω και αν χρειάστηκε να πετύχει 30 γκολ σαν μέσος την σεζόν 1984/85
με την φανέλα του Τοξότη. Το 1985 μεταγράφηκε στην Α.Ε.Λ., που πρόσφατα είχε
κατακτήσει το κύπελλο Ελλάδας, αλλά χρειάστηκε να γίνει ολόκληρο «σίριαλ» για
να υπογράψει στη «βυσσινί θύελλα».
Η μεγάλη ομάδα της Λάρισας είχε
προτεραιότητα στην απόκτηση ποδοσφαιριστών από την ευρύτερη περιοχή και το
κόστος μεταγραφής ήταν ίδιο για όλες τις θεσσαλικές ομάδες, 750.000 δραχμές!
Στον Τοξότη όμως, θεωρούσαν πολύ μικρό το ποσό για ένα τόσο μεγάλο ταλέντο.
Τελικά και έπειτα από αφόρητη πίεση του κόσμου, που ήθελε να δει τον 20χρονο
άσσο στα βυσσινί, η διοίκηση της Α.Ε.Λ. πείστηκε να δώσει 1 εκατομμύριο δραχμές
στον Τοξότη. Ο Καραπιάλης δεν πήρε τίποτα, αλλά, όπως έχει δηλώσει, δεν υπήρχε
τότε μεγαλύτερο δώρο για εκείνον από τη μεταγραφή του στην Α.Ε.Λ., διότι μόνο
που θα αγωνιζόταν σε αυτή τη μεγάλη ομάδα αρκούσε. Ο 20χρονος τότε μπαλαδόρος
έγινε πολύ γρήγορα το αγαπημένο παιδί των φίλων της θεσσαλικής ομάδας.
Η... έκρηξη του αγωνιστικά ήρθε 2 χρόνια αργότερα. To 1987, όταν ο Χρήστος Ανδρεούδης πήγε στον Ηρακλή, ελευθερώθηκε μία θέση στο χώρο του κέντρου και έτσι ο Καραπιάλης, θα πάρει φανέλα βασικού και συνάμα θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια από τις σπουδαιότερες εκπλήξεις στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Έπαιξε σε όλα τα ματς της εκπληκτικής σεζόν, 1987/88 που το τέλος της θα βρει την Λάρισα πρωταθλήτρια Ελλάδας και το φίλαθλο κοινό της χώρας να παραμιλάει με τα επιτεύγματα του Καραπιάλη, που ψηφίστηκε ο καλύτερος παίκτης εκείνης της σεζόν!
Το ματς της χρονιάς ήταν με αντίπαλο την συνδιεκδικήτρια του τίτλου, ΑΕΚ το οποίο ο δικέφαλος έχασε πριν καν βγει στον αγωνιστικό χώρο (2-0 - 1΄ Ζιώγας, 24΄ Καραπιάλης), παρά τις υπεροπτικές δηλώσεις του προπονητή της, Τόζα Βεσελίνοβιτς (Todor "Toza" Veselinović) για τον τρόπο αντιμετώπισης του Καραπιάλη: «εμείς έχουμε τον Σταματή», είπε χαρακτηριστικά. Η ΑΕΛ εκείνη την περίοδο με παίχτες όπως οι: Γιάννης Βαλαώρας, Μιχάλης Ζιώγας, Γιώργος Πλίτσης, Γιώργος Μητσιμπόνας, Γιάννης Γκαλίτσιος, Θοδωρής Βουτυρίτσας και ο μεγάλος Βασίλης Καραπιάλης παρέδωσε μαθήματα ποδοσφαίρου. ‘Όλοι έλεγαν τα καλύτερα, ενώ η φράση «δεν πιάνεστε» είχε χιλιοειπωθεί και ήταν άκρως κατατοπιστική. Το γκολ του απέναντι στον Πανσερραϊκό (ΑΕΛ-Πανσεραϊκός 4-1) ήταν πραγματικά βγαλμένο από άλλο ποδοσφαιρικό πλανήτη.
«Ήταν μια ονειρεμένη χρονιά για τη Λάρισα. Είχαμε
ξεκινήσει εντυπωσιακά και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Κάναμε μόνο νίκες
στην αρχή, εντός και εκτός έδρας και υπήρχε ενθουσιασμός απ' όλους. Όλοι ήταν
ΑΕΛ στην πόλη και το γήπεδο ήταν συνεχώς γεμάτο. Πάντα οι στόχοι σε μια καλή
επαρχιακή ομάδα είναι να βγει στην Ευρώπη. Στόχος ήταν το UEFA ή να
διεκδικήσουμε το Κύπελλο που ήταν πιο εφικτό. Με την πάροδο του χρόνου όμως,
άρχισε να βγαίνει κάτι παραπάνω. Όλοι ήμασταν δεμένοι, βρισκόμασταν συνέχεια με
τις οικογένειές μας, με γυναίκες, φίλους και λοιπά. Ήμασταν και όλοι Έλληνες
τότε. Όλα αυτά μαζί έφεραν και τη μεγάλη επιτυχία της Λάρισας», λέει ο ίδιος.
To 1988, ο Γιώργος Κοσκωτάς ξεκίνησε από τη Μακεδονία και κατεβαίνοντας αγόραζε… ότι έβρισκε μπροστά του! Για τον Καραπιάλη είχε προσφέρει 1 δις δρχ., (!!!), αλλά ο Στέλιος Καντώνιας αρνήθηκε, ενώ στη συνέχεια του έδωσε λευκή επιταγή, αλλά η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική. Ο Καντώνιας ήθελε να αγοράσει έναν Ούγγρο και μόλις ο Ολυμπιακός αγόρασε τον Λάγιος Ντέταρι (Lajos Détári) οι Ούγγροι ανέβασαν στα ύψη την τιμή του παίχτη. Αυτός τότε ακύρωσε την μεταγραφή και ο κόσμος στράφηκε εναντίον του και κάπου άρχισε η σταδιακή πώληση όλων των μεγάλων παιχτών και η αρχή του τέλους. Το 1990, μετά από ματς του ΠΑΟΚ στο Βόλο και μεσολάβηση του Γιώργου Μητσιμπόνα, ο Θωμάς Βουλίνος πήγε στο σπίτι του και του πρότεινε 70 εκατομμύρια δραχμές για τον ντύσει στα ασπρόμαυρα. Όμως ο Καραπιάλης με το μυαλό στο Ολυμπιακό αρνήθηκε και έτσι ο δικέφαλος του Βορρά έκλεισε τους Αιγύπτιους αδερφούς Χασάν.
Τα σύνορα του νομού της Θεσσαλίας άρχισαν να... στενεύουν την στιγμή που η ποιότητα του Καραπιάλη ξεχείλιζε και το 1991, σε ηλικία 26 ετών, ο Ολυμπιακός θα τον ντύσει στα ερυθρόλευκα. Η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό έγινε πραγματικό σήριαλ. Η Διοίκηση της ΑΕΛ (πρόεδρος ο Κώστας Σαμαράς) ήθελαν να τον δώσουν στον Παναθηναϊκό, όμως ο Καραπιάλης ήταν κάθετος: «ή ΑΕΛ ή Ολυμπιακό»! Μετά από απειλές του είδους «θα σου καρφώσουμε το δελτίο» , την τελευταία μέρα των μεταγραφών (31 Ιουλίου) υπέγραψε στους «ερυθρόλευκους». Η δε διαδικασία μεταγραφής του εξελίχθηκε σε πραγματική φαρσοκωμωδία. Αρχικά, όταν κατευθύνονταν στα γραφεία της ερυθρόλευκης ΠΑΕ βρισκόταν σε διαφορετικό αμάξι από τους διοικούντες της ΑΕΛ. Επίσης, στο γραφείο του Αργύρη Σαλιαρέλη, αυτός βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο από τους εκπρόσωπους της Λάρισας και πηγαινοέφερναν τα χαρτιά για να μην ειδωθούν!!
Το ντεμπούτο του ήρθε σε ντέρμπι κόντρα στην ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου οι "ερυθρόλευκοι" επικράτησαν με σκορ 4-2, χάρη σε χατ-τρικ του Όλεγκ Προτάσοφ (Oleh Valeriyovych Protasov). Στο Λιμάνι, δεν άργησε να επαναληφθεί το... γνωστό σκηνικό. Ο Καραπιάλης αμέσως ξεχώρισε για τα ηγετικά του προσόντα στο χορτάρι και τα χαρακτηριστικά του γρήγορα τον ανέδειξαν ως ένα από τα λατρεμένα παιδιά της εξέδρας. Έπεσε σε μια εποχή όπου οι Πειραιώτες αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα, αγωνιστικά και διοικητικά κυρίως. Ο Ολυμπιακός βίωνε την περίοδο των "πέτρινων χρόνων". «Ποτέ δεν το σκέφτηκα, καθώς ήταν δική μου επιλογή. Δεν μετανιώνω ποτέ για ό,τι έχω κάνει. Ήθελα να πάω στον Ολυμπιακό. Αν μπορούσα να πάω σε μια μεγάλη ομάδα, αυτή ήταν ο Ολυμπιακός. Αν δεν μου δινόταν η δυνατότητα, δεν θα πήγαινα αλλού, θα έμενα Λάρισα. Όταν έγινε η πρόταση από τον Ολυμπιακό, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να γίνει. Όταν είσαι από επαρχία, κάνεις όνειρα να πας σε μια μεγαλύτερη ομάδα, έτσι είναι. Το να παίξω στον Ολυμπιακό, ήταν ό,τι καλύτερο για μένα», λέει στο αν σκέφτηκε κάποια στιγμή ότι είχε κάνει λάθος επιλογή
Στις πέντε πρώτες σεζόν του με τα ερυθρόλευκα, γεύτηκε μόλις ένα Κύπελλο, πριν ακολουθήσει... καταιγίδα με τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ τις σεζόν 1996/97, 1997/98, 1998/99, 1999-2000 και τον ίδιο να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές τις επιτυχίες. Αναφορικά με το πως βίωνε εκείνα τα χρόνια στον Ολυμπιακό, διότι μετά την έλευση του Σωκράτη Κόκκαλη το 1993 υπήρχαν σημάδια που "έλεγαν" πως θα έρθουν καλύτερες μέρες για την ομάδα, τονίζει … «όταν είσαι σε μια μεγάλη ομάδα, είσαι αισιόδοξος και πιστεύεις πάντα για το κάτι καλύτερο. Η έλευση του Σωκράτη Κόκκαλη στην ομάδα τα άλλαξε όλα, την ψυχολογία μας και τα πάντα. Ήρθαν όλα θετικά και προς το καλύτερο, είχαμε όλοι μας πλέον ένα κίνητρο παραπάνω. Ο κύριος Κόκκαλης είχε μερίδιο ευθύνης σε όλα».
Η ομάδα μπήκε σε "τροχιά" τίτλων από το 1996 και έπειτα. Ήταν θέμα ρόστερ, ήταν η έλευση του Ντούσαν Μπάγεβιτς, η ηρεμία που είχε βρει διοικητικά ο Ολυμπιακός ή όλα μαζί; Ο ίδιος λέει: «Είναι ένας συνδυασμός. Τίποτα δεν συμβαίνει μόνο του. Ήταν η έλευση του Ντούσαν Μπάγεβιτς, οι μετεγγραφές που έγιναν, διότι ήρθαν οι καλύτεροι στην ομάδα και όλα αυτά σε συνδυασμό με την δίψα για τρόπαια, άρχισαν να βγαίνουν στο γήπεδο και μετά ακολούθησε αυτή η πορεία. Είναι όλα μια αλυσίδα, όπου ο κάθε κρίκος ξεχωριστά έχει την σημασία του. Έγιναν οι κατάλληλες επιλογές στον κατάλληλο χρόνο. Η θέληση, η δίψα και η δουλειά έφεραν τους τίτλους».
Αλλά και την σπουδαία ευρωπαϊκή πορεία της αγωνιστικής
περιόδου 1998/99 και εκείνο το παιχνίδι με την Γιουβέντους στο ΟΑΚΑ, πολλοί
άνθρωποι του ποδοσφαίρου έχουν υποστηρίξει πως ο Ολυμπιακός τότε είχε τρομερό
μομέντουμ και ενδεχομένως έχασε μια μεγάλη ευκαιρία. Δεν είναι λίγοι αυτοί που
πιστεύουν ότι εκείνη την περίοδο μπορούσε η ομάδα του Πειραιά ακόμη και να
αποκλείσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στα ημιτελικά. Τι πιστεύει ο ίδιος; «Το πιστεύαμε και εμείς οι ίδιοι, ήταν μια
φοβερή χρονιά, αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέραμε. Στο ποδόσφαιρο θέλει και τύχη
με τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Δεν την είχαμε την τύχη, όταν δεχτήκαμε το
γκολ με την βοήθεια του αέρα και αποκλειστήκαμε. Όμως, είχαμε πίστη στους
εαυτούς μας ότι μπορούσαμε να πάμε και τελικό. Είμαστε βέβαια περήφανοι για
ό,τι πετύχαμε. Ζήσαμε τρομερά βράδια στο ΟΑΚΑ και δεν πρόκειται να φύγουν από
το μυαλό μου. Να έχεις 80.000 στο πλάι σου, πρέπει να το ζήσεις για να το
καταλάβεις, δεν περιγράφεται με λόγια».
O Βασίλης Καραπιάλης φόρεσε 148 φορές την φανέλα της Λάρισας, σκοράροντας 30 τέρματα, ενώ με τον Ολυμπιακό ολοκλήρωσε την τεράστια καριέρα του με 276 εμφανίσεις και 64 γκολ. Σε σύγκριση με το τεράστιο ταλέντο του, αγωνίστηκε πολύ λίγες φορές με την εθνική Ελλάδος, μόλις 21 πετυχαίνοντας και 2 γκολ εναντίον της Μάλτας σε επίσημο αγώνα και εναντίον της Κύπρου σε φιλικό. Ντεμπούτο έκανε όταν ακόμα αγωνιζόταν στην Α.Ε.Λ., το 1988, αλλά αποχώρησε το 1993 οικειοθελώς. Η απόφαση του ομοσπονδιακού προπονητή Αλκέτα Παναγούλια να τον αφήσει εκτός αποστολής για το Μουντιάλ του 1994 τον πίκρανε πολύ και δεν θέλησε να αγωνιστεί ξανά στη συνέχεια στην εθνική!
Για ένα μεγάλο διάστημα μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής
του καριέρας του, εργάστηκε στον Ολυμπιακό είτε ως σκάουτερ είτε ως προπονητής
της ομάδας Νέων του συλλόγου. Σήμερα, έχει δικό του αθλητικό κέντρο στο
Χαλάνδρι. Από το 1997 είναι παντρεμένος.
Τον Μάιο του 2000 ανακοίνωσε την αποχώρηση του από την ενεργό
δράση. Μια καριέρα γεμάτη, όπως την ονειρεύτηκε ο ίδιος, παίζοντας για τις δυο
μεγάλες του αγάπες και κατακτώντας τίτλους, δόξα και αναγνώριση. Σε ψηφοφορία
αναδείχτηκε τρίτος καλύτερος ποδοσφαιριστής του ελληνικού επαγγελματικού
ποδοσφαίρου (από το 1979) πίσω από τον Βασίλη Χατζηπαναγή και τον Δημήτρη Σαραβάκο,
ενώ θεωρείται μαζί με τον Γιώργο Δεληκάρη ως τα κορυφαία «δεκάρια», τα καλύτερα
επιτελικά χαφ, στην ιστορία του Ολυμπιακού. Τι άλλο μπορεί να θέλει ένας
ποδοσφαιριστής, όταν φτάνει το κύκνειο άσμα της καριέρας του...
PALMARES
Εφηβική καριέρα
- Τοξότης Λάρισας
Επαγγελματική καριέρα
- 1985-1991: Αθλητική Ένωση Λάρισας, 145 (29)
- 1991-2000: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 229 (61)
Σύνολο καριέρας: 374 (90)
Διεθνής
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Α.Ε. Λάρισας
- Πρωτάθλημα Ελλάδος: (1987/88),
Με τον Ολυμπιακό
- Πρωτάθλημα Ελλάδος: 4 (1996/97, 1997/98, 1998/99, 2000)
- Κύπελλο Ελλάδος: 2 (1991/92, 1998/99)
- Σούπερ Καπ Ελλάδος: 1992
ΠΗΓΕΣ: sport24.gr - evrytanika.gr