Τα αποτελέσματα είναι ο καθρέφτης κάθε ομάδας έτσι ώστε να χαρακτηριστεί πετυχημένη ή αποτυχημένη. Ειδικά για εθνικές ομάδες που αντιπροσωπεύουν ολόκληρα έθνη. Επειδή όμως το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο αποτελέσματα και ρεκόρ, έχουν καθιερωθεί και οι λεγόμενες «Βασίλισσες δίχως στέμμα», παρατσούκλι που είχε βγει αρχικά για τη μεγάλη Ουγγαρία του 1954, για τον αξέχαστο χαμένο τελικό στη Βέρνη από τη Δυτική Γερμανία, αλλά και για την Ολλανδία του 1970 (του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου) με τους δυο χαμένους τελικούς του 1974 και 1978. Στη χώρα μας, η κορυφαία εθνική ομάδα δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που θριάμβευσε στα γήπεδα της Πορτογαλίας το 2004 στη μεγαλύτερη έκπληξη του Παγκοσμίου ποδοσφαίρου σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Όμως, για την ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΟΜΑΔΑ, δεν χρειάζεται καν να σκεφτεί ποια είναι η «Βασίλισσα χωρίς στέμμα» του ελληνικού ποδοσφαίρου!
Μια ομάδα που είχε κερδίσει 4-2 την Πορτογαλία στο "Καραϊσκάκης" (το πρώτο ποδοσφαιρικό παιχνίδι που παρακολούθησε η αφεντιά μου, εν μέσω κατακλυσμού! Με είχαν πάρει στο γήπεδο ο πατέρας μου και ο θείος μου…) και 4-1 την Ελβετία στο Καυτατζόγλειο, παράλληλα με δύο ισοπαλίες με τη Ρουμανία (2-2, 1-1 -η τελευταία και καθοριστική), μια ακόμα με την Πορτογαλία εκτός (2-2 -ισοφαριστήκαμε στο τελευταίο δεκάλεπτο από 2-0) και μόλις μια ήττα στην πρεμιέρα από την Ελβετία (1-0) σε ένα ματς, μαγική εικόνα! Το πρώτο παιχνίδι στην Ελβετία, μετά από πολλές χαμένες ευκαιρίες κρίθηκε ένα γκολ από φάουλ που δεν έγινε ποτέ, αφού ο Αριστείδης Καμάρας είχε κλέψει με καθαρό τάκλιν τη μπάλα από στον Κουν, ο οποίος εκτέλεσε απ’ ευθείας το φάουλ πετυχαίνοντας το μοναδικό γκολ. Στο 90’, ο Χρήστος Ζαντέρογλου με κεφαλιά από κόρνερ του Μίμη Δομάζου, έφτασε κοντά στην ισοφάριση, αλλά ένας αμυντικός έσωσε το 1-1 πάνω στη γραμμή.
Αρχικά προπονητής ήταν ο Κώστας Καραπατής αλλά αντικαταστάθηκε από το χουντικό καθεστώς επειδή… ζήτησε να κατέβει από το πούλμαν της αποστολής η σύζυγος του τότε ΓΓΑ Κώστα Ασλανίδη, γιατί κάπνιζε μετά το χαμένο παιχνίδι στην Ελβετία. Ανέλαβε ο Νταν (Δρακούλης ή Γιάννης) Γεωργιάδης, που μια απόφασή του, το Μάιο του 1969, είχε προκαλέσει αίσθηση! Ποια ήταν αυτή; να διώξει τον Μίμη Δομάζο από την αποστολή του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, στον εντός έδρας αγώνα (2-2) με τη Ρουμανία, εξαιτίας απειθαρχίας! Ο λόγος ήταν ότι δεν φορούσε εντός του ξενοδοχείου που είχε καταλύσει η εθνική, το προβλεπόμενο άνω μέρος (με το εθνόσημο) της φόρμας του! Η παρεξήγηση έγινε λίγες μέρες πριν το ματς, στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης όπου είχε καταλύσει η αποστολή της ομάδας. Όποιος κι αν είχε δίκιο στο επεισόδιο που προκάλεσε τον αποκλεισμό του «στρατηγού» από τον κρίσιμο αγώνα με τη Ρουμανία στο Καραϊσκάκη, στις 16 Απριλίου 1969, η ουσία παραμένει η ίδια. Η Εθνική δεν ήταν το ίδιο καλή χωρίς τον Δομάζο και δικαιολογημένα υπάρχει η αίσθηση ότι το 2-2, το οποίο κόστισε ουσιαστικά τον αποκλεισμό από τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ήταν απόρροια κυρίως αυτού του γεγονότος. Πάντως και τότε, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, το ανάθεμα έπεσε εξ ολοκλήρου στον προπονητή, Νταν Γεωργιάδη.
Έτσι όπως μεταφέρθηκε το επεισόδιο στον Τύπο της εποχής, φαινόταν ασήμαντο για να επισύρει μία τόσο βαριά ποινή όπως ο αποκλεισμός από το παιχνίδι. Ο Δομάζος κατέβηκε για να πάρει πρωινό χωρίς να φοράει το πάνω μέρος της φόρμας του, κάτι που δεν άρεσε στον ομογενή τεχνικό. Ο διάλογος, έτσι όπως έχει καταγράφηκε, είχε ως εξής:
- Γεωργιάδης: Πού πάτε έτσι, κύριε;
- Δομάζος: Για πρωινό, κύριε, δεν μου έφεραν το φούτερ.
- Γεωργιάδης: Να πάτε να το βρείτε αμέσως, κύριε.
- Δομάζος: Πού να το βρω, κύριε;
- Γεωργιάδης: Να πάτε σπίτι σας, κύριε.
Αν οι κουβέντες που ανταλλάχθηκαν ήταν ακριβώς αυτές, τότε τα περί υπερβολικής τιμωρίας του Δομάζου στέκουν. Ήταν, όμως, έτσι; Σε συνεντεύξεις στο «Εθνοσπόρ», ο Βασίλης Μποτίνος και ο Στάθης Χάιτας, οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες του επεισοδίου, είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά. «Για το επεισόδιο με τον Δομάζο, φταίει ο Μίμης. Μπροστά ήμουν, να πω ψέματα», είχε πει ο Μποτίνος, ο οποίος χαρακτήρισε άδικη την επίθεση που δέχθηκε ο προπονητής του από σύσσωμο τον Τύπο της εποχής. Επικρίθηκε, για παράδειγμα, η επιλογή να παίξει «δεκάρι» αντί του Δομάζου ο άλλος Μίμης, ο Παπαϊωάννου και όχι ο Νίκος Γιούτσος που έμεινε στον πάγκο και έπαιξε για λίγο στο τέλος. Έχασε, λένε, η ομάδα τη δύναμή της και στην επίθεση χωρίς τον άσο της ΑΕΚ, ο οποίος υστέρησε δημιουργικά. Ούτε η αλλαγή του Χρήστου Ζαντέρογλου με τον Άγγελο Κρεμμύδα άρεσε, αλλά ήταν πράγματι αυτός ο λόγος που η άμυνά μας τα βρήκε σκούρα κόντρα στους ταλαντούχους Ρουμάνους στο δεύτερο ημίχρονο; Όσοι παρακολούθησαν όλο το ματς ασφαλώς και γνωρίζουν καλύτερα. Οφείλουμε όμως να μεταφέρουμε και την προκατάληψη που υπήρχε για τον Γεωργιάδη λόγω της υπόθεσης Δομάζου και η οποία μπορεί να επηρέασε τις κρίσεις όλων...
Παρά την απουσία του «στρατηγού», πάντως, η Εθνική προηγήθηκε δύο φορές στο δεύτερο ημίχρονο και έδειξε ικανή για τη νίκη που θα την άφηνε μόνη πρώτη στον όμιλο. Πρώτα στο 51' ο Γιώργος Σιδέρης άνοιξε το σκορ με κοντινό σουτ και μετά στο 60' ο Γιώργος Δέδες διαμόρφωσε το 2-1 με κεφαλιά, παίρνοντας την επαναφορά ύστερα από σουτ του Βασίλη Μποτίνου στο δοκάρι. Και τις δύο φορές, όμως, ο Φλορέα Ντουμιτράκε, ο σπουδαίος σέντερ φορ της Ρουμανίας, βρήκε τον τρόπο να ισοφαρίσει (54', 66') και να χαρίσει στην ομάδα του το «χρυσό» 2-2. Όποιος κι αν έφταιγε από τους Γεωργιάδη-Δομάζο, η ζημιά είχε γίνει. Η ισοπαλία δεν ήταν καταδικαστική, απλώς ήταν γραφτό να μην προκριθούμε στο κατά πολλούς καλύτερο Μουντιάλ όλων των εποχών. Στις 4 Μαΐου, στο ματς με την Πορτογαλία του Εουσέμπιο στη Λισαβώνα, η Εθνική προηγήθηκε 2-0, αλλά τελικά έμεινε ξανά στην ισοπαλία με 2-2. Το 4-1 επί της Ελβετίας, τον Οκτώβριο στο Καυτανζόγλειο, μας κράτησε ζωντανούς ενόψει της ρεβάνς με τους Ρουμάνους, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν νικήσει Ελβετούς (1-0 εκτός) και Πορτογάλους (1-0 εντός) και είχαν αποσπαστεί κατά ένα βαθμό από μας. Θέλαμε, λοιπόν, μόνο νίκη στο Βουκουρέστι.