Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Ο πόλεμος των 100 ωρών

8 Ιουνίου 1969, Τεγκουσιγκάλπα, Ονδούρα. Στον αγωνιστικό χώρο του Εθνικού Σταδίου της χώρας τίθενται αντιμέτωπες οι εθνικές ομάδες της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ για μια θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό. Στο τελευταίο λεπτό του αγώνα ο επιθετικός της Ονδούρας Χοσέ Καρντόνα, ήδη παίκτης της ισπανικής Ατλέτικο Μαδρίτης, πετυχαίνει το νικηφόρο τέρμα για την ομάδα του, προκαλώντας ντελίριο σε όλη τη χώρα.

Αντιθέτως, στο Σαν Σαλβαδόρ, την πρωτεύουσα του Ελ Σαλβαδόρ, το κλίμα είναι πένθιμο. Τη στιγμή που ο Καρντόνα πετυχαίνει το γκολ, η δεκαοχτάχρονη Αμέλια Μπολάνιος, η οποία παρακολουθεί στην τηλεόραση τον αγώνα μαζί με την οικογένειά της, πετάγεται και τρέχει στο γραφείο του πατέρα της. Ανοίγει ένα συρτάρι, βγάζει ένα πιστόλι που φυλούσε ο πατέρας της και αυτοπυροβολείται στην καρδιά. ‘Η νεαρή κοπέλα δεν άντεξε την ταπείνωση που υπέστη η πατρίδα της’ θα γράψει την επομένη η εφημερίδα El Nacional. Στην κηδεία της Μπολάνιος, που μεταδίδεται ζωντανά στην τηλεόραση, το πλήθος που τη συνοδεύει στο κοιμητήριο είναι τεράστιο. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής προχωράει τιμητικός λόχος του στρατού με λάβαρο. Το φέρετρο, καλυμμένο με τη σημαία του Ελ Σαλβαδόρ, ακολουθούν ο Πρόεδρος και οι υπουργοί της κυβέρνησης. Πίσω από τους πολιτικούς πορεύεται σύσσωμη η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία έχει επιστρέψει το πρωί της ίδιας μέρας από την Τεγκουσιγκάλπα. Η αυτοκτονία της Μπολάνιος είναι ένα μόνο από τα στοπ-καρέ μιας σύγκρουσης που σιγόκαιγε για αρκετά χρόνια και ξέσπασε σε ένοπλη σύγκρουση με αφορμή το ποδόσφαιρο, κι έχει μείνει γνωστή ως ‘Ο Πόλεμος των 100 Ωρών’. 


Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ είναι δύο γειτονικές χώρες στην Κεντρική Αμερική. Τα δύο αυτά κράτη μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία όπως η γλώσσα (ισπανικά), η θρησκεία (Ρωμαιοκαθολικισμός), η φτώχεια και η μεγάλη κοινωνική ανισότητα, αμφότερες είχαν (τότε) στην ηγεσία τους στρατιωτικές δικτατορίες, αλλά παρουσιάζουν και σημαντικές διαφορές. Οι κοινωνικές ανισότητες ήταν δραματικές και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ζούσαν πολύ δύσκολα. Οι Αμερικανοί είχαν την γενική εποπτεία και τον έλεγχό τους, θέλοντας να δημιουργήσουν έναν χώρο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην Κούβα, η οποία είχε Κομμουνιστικό καθεστώς. 

Το Ελ Σαλβαδόρ είναι η μικρότερη χώρα της περιοχής με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα στην αμερικανική ήπειρο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της γης βρίσκεται στα χέρια μιας ολιγαρχίας γαιοκτημόνων. Χίλιοι γαιοκτήμονες κατέχουν δεκαπλάσια γη απ’ ό,τι εκατό χιλιάδες χωρικοί μαζί ενώ τα δύο τρίτα του αγροτικού πληθυσμού είναι ακτήμονες. Λίγες εναλλακτικές υπάρχουν γι’ αυτούς τους ακτήμονες. Η μετανάστευση στη γειτονική Ονδούρα είναι μία από τις εναλλακτικές αυτές.

Η Ονδούρα είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από το Ελ Σαλβαδόρ, αλλά έχει το μισό πληθυσμό. Υπάρχει γη προς διάθεση, την οποία οι χωρικοί του Ελ Σαλβαδόρ την βλέπουν σαν τη δική τους Γη της Επαγγελίας. Ένα συνεχές αθόρυβο μεταναστευτικό κύμα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά κυρίως μεταπολεμικά, κατευθύνεται προς την Ονδούρα, όπου οι φτωχοί Σαλβαδορινοί αναζητούν εργασία στις απέραντες φυτείες μπανανών. Πρόκειται περί μιας μετανάστευσης σιωπηρής, λαθραίας, αλλά υπό την ανοχή της κυβέρνησης της Ονδούρας. Οι μεγαλογαιοκτήμονες στο Ελ Σαλβαδόρ ευνοούν αυτό το κύμα μετανάστευσης, καθώς αποτελεί έναν τρόπο αποσυμπίεσης της εγχώριας κοινωνικής πίεσης για αναδιανομή της γης.


Οι χωρικοί από το Ελ Σαλβαδόρ στήνουν τις δικές τους κοινότητες, τα δικά τους χωριά και καταφέρνουν να επιτύχουν ένα επίπεδο διαβίωσης καλύτερο από εκείνο στην πατρίδα τους. Το 1969 ο αριθμός τους ανέρχεται στους 300.000, το 15-20% του πληθυσμού της Ονδούρας. Μια βραδυφλεγής βόμβα που ήταν έτοιμη να εκραγεί. Απλά χρειαζόταν το κατάλληλο φιτίλι. 

Ωστόσο, τη δεκαετία του 1960 ξεσπούν ταραχές στη χώρα όταν αγρότες της Ονδούρας απαιτούν από την κυβέρνησή τους να τους παραχωρήσει γη. Το 1962, η κυβέρνηση του προέδρου Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο (Oswaldo Lopez Arellano) προχωρά σε αγροτική μεταρρύθμιση, αλλά με ορισμένες ιδιαιτερότητες, αφού επιχείρησε αναδασμό της γης στρεφόμενη κατά της ακίνητης περιουσίας των μεταναστών από το Σαλβαδόρ. Η κυβέρνηση είναι απολύτως εξηρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το διάταγμα της αγροτικής μεταρρύθμισης δεν προβλέπει τη διανομή της γης που ανήκει στον αμερικανικό κολοσσό United Fruit Company, το μεγαλύτερο παραγωγό και εξαγωγέα μπανάνας στον κόσμο (βλ. μάρκα Chiquita), ενώ οι μεγαλογαιοκτήμονες δεν αισθάνονται κάποιον κίνδυνο από τα μέτρα της κυβέρνησης.
[Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από το 1901 ο Αμερικανός συγγραφέας O. Henry (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του William Sydney Porter) είχε επινοήσει τον όρο ‘banana republic’ (ελληνιστί ‘μπανανίες’) για να περιγράψει εκείνες τις χώρες όπου επικρατεί μεγάλη πολιτική αστάθεια, η οικονομία τους περιστρέφεται γύρω από την εκμετάλλευση ενός και μοναδικού προϊόντος (π.χ. μπανάνες, ορυκτά κ.λπ.), η πολιτική εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας πλουτοκρατίας, την οποία μοιράζεται και με τη στρατιωτική ελίτ, ενώ η εργατική τάξη ζει στην εξαθλίωση. Ο O. Henry είχε την Ονδούρα ως πρότυπο για τον ορισμό αυτό.]
Στο επίκεντρο αυτής της κατ’ ευφημισμόν αγροτικής μεταρρύθμισης μπήκε όπως είπαμε η γη την οποία κατέχουν οι αγρότες από το Ελ Σαλβαδόρ. Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν φύγει από την πατρίδα τους για ένα καλύτερο μέλλον, είχαν ένα μήνα διορία για να αφήσουν τις περιουσίες τους, τις οποίες και μοίρασε στους ντόπιους ακτήμονες. Οι μετανάστες από το Σαλβαδόρ βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αφού αισθάνονταν πλέον ξένοι και παρείσακτοι στη χώρα που τους φιλοξενούσε για αρκετές δεκαετίες. Ο Αρεγιάνο δεν τα έβαζε με τους ντόπιους φεουδάρχες και τους Αμερικανούς, με αποτέλεσμα να κυνηγήσει τους αδύναμους. 


Η αντίδραση των Σαλβαδορινών αγροτών είναι άμεση. Αυτή η γη είναι ό,τι έχουν, αν την χάσουν, δεν έχουν τίποτα. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση του προέδρου Fidel Sanchez Hernandez αντιδρά στην απόφαση της Ονδούρας και αρνείται να δεχτεί πίσω τους αγρότες αυτούς, καθώς φοβάται ότι η επιστροφή 300.000 αγροτών θα προκαλέσει εμφύλιες συγκρούσεις στο εσωτερικό της χώρας.

Τα περιστατικά ρατσισμού και βίας έκαναν την εμφάνισή τους ανάμεσα σε γηγενείς και μετανάστες ολοένα και πιο συχνά. Χιλιάδες Σαλβαδορινοί απελαύνονται. Οι σχέσεις των δύο χωρών είναι ιδιαίτερα τεταμένες, ενώ οι εφημερίδες και από τις δύο πλευρές των συνόρων διεξάγουν έναν πόλεμο προπαγάνδας και δαιμονοποίησης του εχθρού. Ο Τύπος του Ελ Σαλβαδόρ έπαιζε τα δικά του παιχνίδια, δημοσιεύοντας σχετικά περιστατικά, βάζοντας και την σχετική... σάλτσα, ενώ οι διπλωμάτες δεν μπορούσαν να "γεφυρώσουν" το χάσμα που υπήρχε. Η ελίτ των γαιοκτημόνων του Ελ Σαλβαδόρ ζητάει από την κυβέρνηση ν’ αναλάβει στρατιωτική δράση. Η κατάσταση δεν αργεί να εκτραχυνθεί καθώς σημειώνονται πογκρόμ ενώ πολλά καταστήματα καταστρέφονται από εμπρησμούς.


Οι δύο δικτάτορες έβλεπαν με... συμπάθεια μια πολεμική σύρραξη που για τα δικά τους πολιτικά παιχνίδια έμοιαζε με βάλσαμο. Επιπλέον, Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ ερίζουν και για τα θαλάσσια σύνορά τους στον Κόλπο Fonseca στον Ειρηνικό Ωκεανό, παράμετρος που εξάπτει τα πάθη στις δύο πλευρές.

Κάπου εκεί, το ποδόσφαιρο δημιούργησε ένα υπέροχο σκηνικό για ό,τι τραγικό έμελλε να ακολουθήσει, χωρίς βέβαια να ευθύνεται το ίδιο το άθλημα, αλλά τα αρρωστημένα μυαλά των δυο ηγεσιών και όλων εκείνων που θα επωφελούνται από τις εχθροπραξίες. Είναι ακριβώς αυτό το κλίμα που επικρατεί όταν Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ καλούνται να αγωνιστούν για μια θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1970 στο Μεξικό. Θα είναι η πρώτη παρουσία για όποια από τις δύο χώρες καταφέρει να προκριθεί. [Σημ: ο νικητής του ζευγαριού θα αντιμετώπιζε την Αϊτή στον τελικό προκριματικό γύρο].

Ο πρώτος αγώνας ορίζεται για τις 8 Ιουνίου στην πρωτεύουσα της Ονδούρας, Τεγκουσιγκάλπα. Η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ καταλύει σε ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, αλλά οι ποδοσφαιριστές δεν θα καταφέρουν να κλείσουν μάτι. Το ξενοδοχείο είναι περικυκλωμένο από πλήθος ανθρώπων που πετάει πέτρες στα παράθυρα, βαράει με ξύλα άδεια βαρέλια και σκάνε βαρελότα, ενώ οι κόρνες των αυτοκινήτων ουρλιάζουν δαιμονισμένα. Όλη νύχτα οι οπαδοί της Ονδούρας προκαλούν ένα πανδαιμόνιο, πρακτική η οποία, ωστόσο, δεν είναι καθόλου σπάνια στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Την επόμενη μέρα η Ονδούρα με γκολ του Καρντόνα στο τελευταίο λεπτό παίρνει τη νίκη. Εν μέσω σφυριγμάτων και φτυσιμάτων οι παίχτες του Ελ Σαλβαδόρ καταφέρνουν να φτάσουν στο αεροδρόμιο της Τεγκουσιγκάλπα και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Εκατοντάδες Σαλβαδορινοί αγρότες συνωστίζονται σε κέντρα υποδοχής που έχει στήσει ο Ερυθρός Σταυρός στο Ελ Σαλβαδόρ για να τους υποδεχτεί μετά την απέλασή τους από την Ονδούρα το 1969.
Ο Τύπος του Σαλβαδόρ άφησε υπονοούμενα για το παιχνίδι, ενώ η προπαγάνδα ήταν τεράστια, Μία εβδομάδα μετά, στις 15 Ιουνίου, λαμβάνει χώρα η ρεβάνς στο στάδιο Flor Blanca (Λευκό Λουλούδι) στην πρωτεύουσα Σαν Σαλβαδόρ. Αυτή τη φορά είναι η σειρά της ομάδας της Ονδούρας να περάσει μια άγρυπνη νύχτα. Οι Σαλβαδορινοί οπαδοί τούς επιφυλάσσουν εφιαλτική υποδοχή. Στο ξενοδοχείο που διαμένει η αποστολή της Ονδούρας ένας εξαγριωμένο πλήθος οπαδών σπάει τα παράθυρα, πετάει μέσα κλούβια αυγά, βρώμικες πατσαβούρες, ακόμα και ψόφιους αρουραίους. Την επομένη οι παίχτες μεταφέρονται με τεθωρακισμένα οχήματα στο γήπεδο μέσα από τον όχλο, που κρατάει πορτρέτα της Αμέλια Μπολάνιος, που έχει πλέον ανακηρυχθεί εθνική ηρωίδα.

Ωστόσο, και μέσα στο γήπεδο η ατμόσφαιρα δεν είναι η πλέον φιλική για την ομάδα της Ονδούρας. Το στάδιο είναι περικυκλωμένο από στρατιώτες του επίλεκτου σώματος της εθνικής φρουράς (Guardia Nacional) με τα αυτόματα ανά χείρας. Κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Ονδούρας, οι οικοδεσπότες ανυψώνουν μια βρόμικη πατσαβούρα αντί για τη σημαία της χώρας, την οποία οπαδοί έχουν ήδη κάψει μπροστά στα μάτια των έκπληκτων παικτών. Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας η Ονδούρα θα ηττηθεί με 3-0. Ο πρόεδρος του Σαλβαδόρ, Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες, επέρριψε την ευθύνη των επεισοδίων στους κομμουνιστές, ενώ 11 ημέρες μετά (26/6) διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα, έπειτα από πληροφορίες για αντίποινα της αστυνομίας σε βάρος μεταναστών της χώρας του.

‘Ευτυχώς που χάσαμε αυτόν τον αγώνα’, θα δηλώσει με μεγάλη ανακούφιση ο προπονητής της Ονδούρας Μάριο Γκρίφιν. Μετά το τέλος του αγώνα οι ποδοσφαιριστές της Ονδούρας μεταφέρονται άρον άρον με τεθωρακισμένα οχήματα στο αεροδρόμιο. Οι οπαδοί της Ονδούρας (τρελοί, αφελείς, κανείς δεν ξέρει) που είχαν ακολουθήσει την ομάδα στο Σαν Σαλβαδόρ δεν γλιτώνουν το ξύλο. Δύο εξ αυτών χάνουν τη ζωή τους, δεκάδες μεταφέρονται στα νοσοκομεία, ενώ πάνω από 150 αυτοκίνητα οπαδών της Ονδούρας πυρπολούνται. Στην άλλη πλευρά των συνόρων πάνω από 12.000 Σαλβαδορινοί, υπό τον φόβο των αντιποίνων, εγκαταλείπουν την Ονδούρα μέσα σε λίγες ώρες. Τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες κλείνουν.

Η ομάδα του Ελ Σαμβαδόρ που αντιμετώπισε την αντίστοιχη της Ονδούρας στον καθοριστικό αγώνα της 27ης Ιουνίου 1969 στο Στάδιο Αζτέκα της Πόλης του Μεξικού.
Οι δύο ομάδες θα λύσουν τις διαφορές τους σε τρίτον αγώνα σε ουδέτερο έδαφος αυτή τη φορά, και συγκεκριμένα στο Μεξικό. Πριν από την αναχώρηση της ομάδας για την Πόλη του Μεξικού ο πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ θα υποδεχθεί τους παίχτες στο σπίτι του και θα τους προσφέρει ένα πλούσιο γεύμα ενώ, ταυτόχρονα, το μήνυμά του προς τον Αργεντινό προπονητή Γκρεγκόριο Μπούντιο είναι σαφές: ‘Είσαι ένας ξένος, αλλά, ακόμα και ως ξένος, θα πρέπει να υπερασπιστείς τα χρώματα της εθνικής ομάδας σαν να ήταν τα χρώματα της εθνικής σου!΄. Δεν είναι ένα απλό ποδοσφαιρικό παιχνίδι, αλλά ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας.

Πάνω από 5.000 αστυνομικοί έχουν αναλάβει την τήρηση της τάξης εντός κι εκτός του επιβλητικού Σταδίου Αζτέκα στην πρωτεύουσα του Μεξικού ανάμεσα στους οπαδούς των δύο ομάδων. Στον αγωνιστικό χώρο το Ελ Σαλβαδόρ θα επικρατήσει με τελικό σκορ 3-2 στην παράταση και θα πάρει την πρόκριση (αφού θα επικρατήσει αργότερα και της Αϊτής) για το Μουντιάλ του 1970, όπου θα είναι η χειρότερη ομάδα του τουρνουά, αφού δεν θα καταφέρει να πετύχει ούτε ένα γκολ. Κι αν οι όποιες διαφορές στο χορτάρι επιλύθηκαν οριστικά, τα όπλα θα πάρουν τη σκυτάλη.


Στις 14 Ιουλίου τρία πολεμικά αεροσκάφη του Ελ Σαλβαδόρ παραβιάζουν τον εναέριο χώρο της Ονδούρας, ενώ ταυτόχρονα ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ -σαφώς ανώτερος και καλύτερα εξοπλισμένος από εκείνον της Ονδούρας- θα εξαπολύσει χερσαία επίθεση παραβιάζοντας τα σύνορα επιχειρώντας να καταλάβει την κύρια οδική αρτηρία που συνδέει τις δύο πρωτεύουσες. Το Ελ Σαλβαδόρ ποντάρει σε μια γρήγορη κι εύκολη νίκη. Οι χερσαίες δυνάμεις του έφτασαν σε βάθος οκτώ χιλιομέτρων, αλλά η προέλασή τους ανεκόπη ελλείψει εφοδίων και κυρίως καυσίμων. Στη μάχη μπήκαν και πολιτικά αεροπλάνα και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις τα πληρώματα πετούσαν τις βόμβες με τα χέρια. Μεγάλα προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι χερσαίες δυνάμεις της Ονδούρας, καθώς πολλές μονάδες υπήρχαν μόνο στα χαρτιά.


Ο Πολωνός ανταποκριτής Ρίτσαρντ Καπισίνσκι βρίσκεται στην Τεγκουσιγκάλπα και περιγράφει τις πρώτες ώρες του πολέμου. ‘Κατά το σούρουπο πάνω από την πόλη εμφανίστηκε ένα αεροπλάνο και έριξε μια βόμβα. Όλοι άκουσαν την έκρηξη. Στους γύρω λόφους αντήχησε ο απότομος απόηχος του μετάλλου που εξερράγη, γι’ αυτό μερικοί έλεγαν μετά ότι επρόκειτο για πολλές βόμβες. Πανικός κατέλαβε την πόλη. Οι άνθρωποι κρύβονταν στα σπίτια τους, οι έμποροι έκλειναν τα καταστήματά τους. Εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα έστεκαν στη μέση του δρόμου. Μια γυναίκα έτρεχε κατά μήκος του πεζοδρομίου φωνάζοντας: ‘Το παιδί μου, το παιδί μου. […] Λίγο αργότερα έσβησε το φως και όλη η Τεγκουσιγκάλπα βυθίστηκε στο σκοτάδι. […] Από νωρίς το πρωί οι άνθρωποι έσκαβαν χαρακώματα κι έστηναν οδοφράγματα. Η πόλη ετοιμαζόταν για πολιορκία. Οι γυναίκες μάζευαν προμήθειες και σφάλιζαν τα παράθυρα με λωρίδες από χαρτί. […] Οι Λατινοαμερικάνοι, που γενικά έχουν μια μανία με τους κατασκόπους, τις μυστικές υπηρεσίες και τις συνωμοσίες, τώρα, σε συνθήκες πολέμου, έβλεπαν παντού τον δάκτυλο της πέμπτης φάλαγγας. Ούτε και στη δική μου περίπτωση τα πράγματα ήταν καλά. Η επίσημη προπαγάνδα και από τις δύο πλευρές του μετώπου είχε εξαπολύσει μια άγρια εκστρατεία κατηγορώντας τους κομμουνιστές για όλα τα δεινά, κι εγώ ήμουν ο μόνος δημοσιογράφος από σοσιαλιστική χώρα εκεί. Μπορούσαν να με διώξουν, αλλά εγώ ήθελα να μείνω στον πόλεμο μέχρι το τέλους’. 


Η Ονδούρα, με την υποστήριξη και της Νικαράγουας, αντιδρά με βομβαρδισμούς επίλεκτων στόχων όπως διυλιστήρια και μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ένα από τα παράδοξα γεγονότα αυτού του πολέμου είναι ότι και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν αεροσκάφη αμερικανικής κατασκευής από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ο Καπισίνσκι περιγράφει: ‘Πιο αδύναμη και φτωχή, η Ονδούρα αμυνόταν λυσσαλέα. Μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα των στρατώνων βλέπαμε τους ανώτερους αξιωματικούς να ετοιμάζουν τις μονάδες τους για το μέτωπο. Νεαροί νεοσύλλεκτοι παρατάσσονταν σε χαλαρές σειρές. Ήταν λεπτοκαμωμένα, μελαμψά αγόρια, όλοι Ινδιάνοι, με πρόσωπα σφιγμένα, φοβισμένα, αλλά και πεισμωμένα. Οι αξιωματικοί έλεγαν κάτι, έδειχναν με το δάκτυλο τον μακρινό ορίζοντα. Ύστερα ερχόταν ο ιερέας και ράντιζε με αγιαστούρα τις διμοιρίες που πήγαιναν στον θάνατο’.


Μέσα σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση της Ονδούρας, φοβούμενη περαιτέρω προέλαση του στρατού του Ελ Σαλβαδόρ, ζητά την παρέμβαση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟAS), ο οποίος και συγκαλεί έκτακτη συνέλευση στις 18 Ιουλίου ζητώντας την παύση των εχθροπραξιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλέκονται άμεσα στην επίλυση της διαφοράς. Το Ελ Σαλβαδόρ απαιτεί τη λήψη μέτρων για την προάσπιση των πολιτών του στην Ονδούρα, αίτημα που γίνεται δεκτό, ενώ δεν επιβάλλονται οι οικονομικές κυρώσεις με τις οποίες απειλούσε ο OAS το Ελ Σαλβαδόρ. Τα τελευταία στρατεύματα του Ελ Σαλβαδόρ θα εγκαταλείψουν την Ονδούρα στις 2 Αυγούστου. Ο πόλεμος ουσιαστικά έχει τελειώσει. Έχει διαρκέσει τέσσερις μέρες, δηλαδή 100 ώρες. Πάνω από 6.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, 12.000 είναι οι τραυματίες, ενώ πάνω από 50.000 άνθρωποι αναγκάζονται να μετακινηθούν σε άλλα σημεία, καθώς τα χωριά τους έχουν καταστραφεί. 


Οι πόλεις που έγιναν οι μάχες, ήταν κυριολεκτικά διαλυμένες, ενώ οι δυο χούντες αύξησαν τη δύναμή τους. Ένα μεγάλο μέρος των Σαλβαδορινών αγροτών που ζούσαν στην Ονδούρα θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όπου η κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να αποτρέψει τις κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν τελικά στον εμφύλιο πόλεμο δέκα χρόνια μετά, μεταξύ του σκληρού δεξιού καθεστώτος της χώρας και του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου «Φαραμπούντο Μαρτί» (FMLN), που διήρκεσε έως το 1991. Στις 30 Οκτωβρίου 1980, οι δύο χώρες υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης και αποφάσισαν να φέρουν τις συνοριακές διαφορές τους ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που το 1992 προσκύρωσε το μεγαλύτερο μέρος των αμφισβητούμενων εδαφών στην Ονδούρα. Πλέον, η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί και στις δυο χώρες, που διατηρούν ομαλές διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις.

Ο Καπισίνσκι ανακεφαλαιώνει: ‘Και οι δύο κυβερνήσεις έμειναν ικανοποιημένες από τον πόλεμο, γιατί για μερικές ημέρες η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ βρέθηκαν στον επίκεντρο του διεθνούς Τύπου και έγιναν το αντικείμενο του ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινής γνώμης. Μικρές χώρες του Τρίτου, του Τέταρτου και βάλε Κόσμου μπορούν να ελπίζουν ότι θα κινήσουν ένα πιο ζωντανό διεθνές ενδιαφέρον μόνον όταν αποφασίσουν να χύσουν αίμα. Είναι μια θλιβερή αλήθεια, αλλά έτσι είναι’.


Ο Καπισίνσκι έχει μερικώς δίκιο. Η πολεμική αυτή σύγκρουση μόνο εν μέρει προκαλεί το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, καθώς εκείνες τις ημέρες το βλέμμα ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι στραμμένο στον ουρανό, και πιο συγκεκριμένα, στη σελήνη. Στις 16 Ιουλίου έχει ξεκινήσει η διαστημική πτήση Απόλλων 11 (Apollo 11) με την εκτόξευση του πυραύλου Saturn V από το Διαστημικό Κέντρο Κένεντι στη Φλόριντα, ο οποίος μεταφέρει τους Αμερικανούς αστροναύτες Νιλ Άρμστρονγκ, Μπαζ Άλντριν και Μάικλ Κόλλινς. Στις 20 Ιουλίου η σεληνάκατος Eagle θα προσεληνωθεί επιτυχώς στην επιφάνεια της σελήνης και ο Νιλ Άρμστρονγκ θα γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα πατήσει το πόδι του στο έδαφος της σελήνης, επιτυγχάνοντας ένα από τα σπουδαιότερα κατορθώματα της ανθρώπινης διάνοιας.