Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Βασίλης Χατζηπαναγής: Ο Νουρέγιεφ του ποδοσφαίρου

Ο Έλληνας μεσοεπιθετικός Βασίλης Χατζηπαναγής, γεννήθηκε, στις 26 Οκτωβρίου του 1954 στην Τασκένδη του σημερινού Ουζμπεκιστάν. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών. Το 1975 ήρθε στην Ελλάδα για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, στον οποίο έκανε μεγάλη καριέρα, αγωνιζόμενος με τα χρώματά του μέχρι το τέλος της, το 1991. Εντυπωσιακή υπήρξε η συνεισφορά του στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας από τον Ηρακλή το 1976, σ’ έναν από τους ιστορικότερους τελικούς του θεσμού (σκορ: 4-4, 7-6 στα πέναλτι), όταν με τις ντρίπλες του, εξουδετέρωσε επανειλημμένα την άμυνα του Ολυμπιακού και πέτυχε δύο γκολ. Το 1984 κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου.

Πριν έρθει στην Ελλάδα, είχε συμμετοχές στις σοβιετικές εθνικές ομάδες ελπίδων και εφήβων καθώς και στην Σοβιετική Ολυμπιακή ομάδα. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν του επιτράπηκε να αγωνιστεί σε άλλο ματς της Εθνικής Ελλάδας, πλην ενός φιλικού με την Πολωνία. Αγωνίστηκε ξανά, τιμής ένεκεν, στις 14 Δεκεμβρίου του 1999, σε ηλικία 45 ετών, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που έδωσε προς τιμήν του η Εθνική Ελλάδος! Το 2003, με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της UEFA, ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Είχε καταπληκτική ντρίπλα και αποκαλείτο «Νουρέγιεφ της μπάλας». Είναι Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ που αναγνωρίζεται ΑΒΙΑΣΤΑ από ΟΛΟΥΣ ανεξαιρέτως τους φιλάθλους, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΟΠΑΔΙΚΗΣ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗΣ ή άποψης για το άθλημα, ως ο Κορυφαίος που πάτησε το ποδάρι του σε ελληνικό ποδοσφαιρικό γρασίδι!

Οι γονείς του, Κυριάκος και Χρύσα, ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, με καταγωγή κυπριακή, από την Άχνα της Αμμοχώστου. Πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο στη Δυναμό Τασκένδης σε ηλικία 12 ετών. Πέρασε από όλα τα τμήματα υποδομής του Συλλόγου (Παιδικό, Εφηβικό Α', Εφηβικό Β', Νεολαίας και Ανδρών). Πήρε μέρος ακόμη σε δύο Πανενωσιακά πρωταθλήματα Παίδων που διεξήχθησαν για την ανεύρεση ταλέντων. Φοίτησε για 7 μήνες στην Ποδοσφαιρική Σχολή Νεολαίας και με την έναρξη της ποδοσφαιρικής περιόδου του 1972 εντάχθηκε στο δυναμικό της Παχτακόρ Τασκένδης, η οποία ήταν η ομάδα των βαμβακοπαραγωγών και μια από τις πιο πλούσιες ομάδες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Οι υπεύθυνοι του συλλόγου διέκριναν αμέσως την «φλέβα χρυσού» που χτύπησαν, υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Για να παίξει ο 17χρονος Βασίλης Χατζηπαναγής στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης, θα έπρεπε να λάβει πρώτα την σοβιετική υπηκοότητα. Έτσι, μετά από αρκετές πιέσεις, οι γονείς του Χατζηπαναγή, έδωσαν την έγκριση για την ικανοποίηση του αιτήματος.


Σε ηλικία 17 ετών, το 1972, έκανε το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα και δεν χρειάστηκε μεγάλο διάστημα, ώστε να γίνει ευρέως γνωστό το ταλέντο του, ακόμα και στην Ελλάδα. Κατά την παραμονή του εκεί, έκανε 96 συμμετοχές και σημείωσε 22 γκολ. Η Παχτακόρ, το 1972, κέρδισε και την άνοδο στη Σοβιετική Ανώτατη Λίγκα. Κλήθηκε και στην εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης κάτω των 19 ετών. Συμμετείχε μαζί της και στο προκριματικό τουρνουά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976. Έκανε το ντεμπούτο του σε μια νίκη 3-0 εντός έδρας με τη Γιουγκοσλαβία,  σκοράροντας μάλιστα το τρίτο γκολ. Ο Χατζηπαναγής αγωνίστηκε σε τρεις ακόμη αγώνες των ελπίδων της ΕΣΣΔ, δύο κατά της Ισλανδίας και ένα κατά τη Νορβηγίας. Για την ιστορία του Σοβιετικού ποδοσφαίρου, θεωρείται ως ο δεύτερος καλύτερος αριστερός ακραίος επιθετικός, πίσω από τον τεράστιο Όλεγκ Μπκαχίν (Oleg Blokhine)! Οι μέρες του όμως στην Σοβιετική Ένωση ήταν μετρημένες. Το μέλλον του προδιαγραφόταν σαφώς πιο λαμπρό στην πατρίδα του. Παρά το γεγονός ότι ο προπονητής της εθνικής ομάδας Κονσταντίν Μπέσκοφ (Konstantin Beskov) είχε πει ότι «... η ικανότητά του ήταν πολύ πάνω από το επίπεδο στην Ελλάδα», αυτός είχε αποφασίσει την επιστροφή στη γη των πατέρων του.


Λίγο πριν αποβιβαστεί μάλιστα στη Θεσσαλονίκη το 1975, δίνει το πρώτο από τα γνώριμα ποδοσφαιρικά ρεσιτάλ του, όταν στο ματς με την παντοδύναμη Δυναμό Κιέβου, που προερχόταν από την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων και του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ απέναντι στην Μπάγερν Μονάχου (!), σκοράρει ένα γκολ και βγάζει 4 ασίστ, συμβάλλοντας τα μέγιστα στον θρίαμβο της Παχτακόρ με 5-0! Το όνομά του κυκλοφορεί στον αθλητικό Τύπο της Ευρώπης, αποτελώντας μέλος αφιερώματος του "France Football" και στην ΕΣΣΔ γίνεται πρωτοσέλιδο! Ο τότε πρόεδρος του Ηρακλή, Νίκος Ατματζίδης « ... μάθαμε για τον Χατζηπαναγή από έναν Ηρακληδέα που μας είχε ειδοποιήσει. Και έτσι χρειάστηκε να ταξιδέψω 5 φορές στην Τασκένδη για να μιλήσουμε από κοντά με τον πατέρα του να είναι παρών. Μας έπεισε με τα όσα μας είπε για τις ικανότητες του Βασίλη που είχαμε αποφασίσει να τον φέρουμε στον Ηρακλή, χωρίς να τον δούμε ποτέ να αγωνίζεται …».


Τον Νοέμβριο του 1975, λοιπόν, ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης φέρνει στην Ελλάδα τον 21χρονο ομογενή Βασίλη Χατζηπαναγή. Όταν κατεβαίνει από το τρένο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, καθώς η φήμη του προηγούνταν … «Ήρθα με το τρένο στις 22 Νοεμβρίου του 1975. Με περίμεναν 1.500 άτομα στο σταθμό, είχε πολύ κόσμο για ένα παιδί που ερχόταν από την Τασκένδη. Ήταν πρωτόγνωρα για μένα. Εντάξει, ήμουν αναγνωρισμένος παίκτης στη Σοβιετική Ένωση με την Παχτακόρ, αλλά εδώ ήταν διαφορετικά. Είδα τη γιαγιά μου να με περιμένει. Ήταν πολύ συγκινητικό. Δεν την είχα δει από κοντά. Εκεί τη γνώρισα, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς μου». Την πρώτη κρούση για τον ομογενή Βάσια που τρέλαινε κόσμο στην Σοβιετική Ένωση την είχε κάνει μάλιστα ο Ολυμπιακός, αν και μόνο εύκολο δεν ήταν να αποκτήσει παίκτη από το «κόκκινο» καθεστώς: «Πρώτος ήρθε ο Ολυμπιακός, είναι γνωστό αυτό. Παίζαμε στην Ισλανδία με την Εθνική ΕΣΣΔ. Η Παχτακόρ δεν μπορούσε να με πουλήσει, όχι μόνο εμένα, όλους. Δεν έφευγαν τότε οι παίκτες από τις ομάδες τους, εκτός κι αν γυρνούσε ένας παίκτης στη χώρα του με επαναπατρισμό. Τελικά ο Ηρακλής ήταν εκεί όταν υπέγραψε η γιαγιά μου τον επαναπατρισμό μου. Μόνο εγώ είχα φύγει με αυτόν τον τρόπο κι ένας άλλος Ισπανός από την Τορπέντο Μόσχας».


Στις 7 Δεκεμβρίου, αγωνίστηκε για πρώτη φορά με τη φανέλα του «Γηραιού»! Οι φίλαθλοι της ομάδας γέμισαν ασφυκτικά το γήπεδο της Βέροιας (το «Καυτατζόγλειο» ήταν τιμωρημένο) προκειμένου να θαυμάσουν από κοντά το ταλέντο που θεωρούνταν τότε ο «Βάσια», με αντίπαλο τότε τον Ατρόμητο Αθηνών. Από τότε, η παρουσία του στους αγωνιστικούς χώρους συνεπαγόταν θέαμα, ντρίμπλες, γκολ, ασίστ και γενικά κάθε τι που θυμίζει την ομορφιά του ποδοσφαίρου. Οι φίλαθλοι γέμιζαν το «Καυταντζόγλειο», αλλά και τα γήπεδα της υπόλοιπης χώρας, για να παρακολουθήσουν τις επινοήσεις του «Βάσια», ο οποίος ταλαιπωρούσε τους αντίπαλους αμυντικούς σε σημείο... παρεξηγήσεως. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπως εκμυστηρεύεται ο ίδιος, που οι αντίπαλοι του τού ζητούσαν να μην τους κάνει... ντρίμπλα, ώστε να μην ρεζιλευτούν! Λέγεται ότι οι φίλοι του Ηρακλή διπλασιάστηκαν στην πρώτη δεκαετία του Χατζηπαναγή στην ομάδα, καθώς ο παίκτης-θαύμα έκλεβε όλη τη δόξα της συμπρωτεύουσας! Οι "χορευτικές" του κινήσεις στον αγωνιστικό χώρο οδήγησαν στον δημοσιογράφο τότε, αργότερα βουλευτή, παλιό αθλητή του Ηρακλή, Γιώργο Λιάνη, στο να του αποδώσει το παρατσούκλι «Νουρέγιεφ».


Στη τεράστια καριέρα του στον Ηρακλή ευτύχησε να πανηγυρίσει μόλις δύο τίτλους: Το κύπελλο Ελλάδος της σεζόν 1975/76 με αντίπαλο τον Ολυμπιακό, σ’ έναν από τους πιο εντυπωσιακούς τελικούς στην ιστορία του θεσμού, έναν αλησμόνητο αγώνα, (2-2 ο κανονικός αγώνας, 4-4 στη παράταση, 6-5 στα πέναλτι), με τις ντρίπλες του εξουδετέρωσε επανειλημμένα την άμυνα του Ολυμπιακού και πέτυχε δύο γκολ, οδηγώντας τον «Γηραιό» στην κατάκτηση του μοναδικού εγχώριου τίτλου στην ιστορία του! Επίσης, με τον Ηρακλή το 1984/85 κατέκτησε το Βαλκανικό Κύπελλο, επικρατώντας στο διπλό τελικό της ρουμάνικης Άρτζες Πιτέστι με 1-3 και 4-1. Είχε αποφασιστική συμβολή στην πρόκριση στον τελικό και στην κατάκτηση του κυπέλλου, αφού σημείωσε γκολ σε όλους τους γύρους: στο 5-1 του α΄ γύρου επί της Γαλατασαράι, στο 1-0 του ημιτελικού επί της Ανκαραγκουτσού ενώ στο β΄ τελικό, στη Θεσσαλονίκη, πέτυχε το τρίτο γκολ της ομάδας του με πέναλτι.


Από την πρώτη στιγμή, οι μεγάλες ομάδες της Αθήνας προσπάθησαν να αποκτήσουν τον μεσοεπιθετικό του Ηρακλή, ωστόσο οι αυστηροί κανονισμοί και οι ρήτρες που υπήρχαν στα τότε συμβόλαια των παικτών, δεν επέτρεπαν το «σπάσιμό» τους. Η φήμη του εντυπωσιακού αυτού ποδοσφαιριστή είχε εξαπλωθεί. Ορισμένοι ξένοι σύλλογοι είχαν παρουσιαστεί να ενδιαφέρονται για την απόκτησή του. Παρά το ενδιαφέρον από την Λάτσιο, την Άρσεναλ, την Πόρτο και την Στουτγάρδη, το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου φοβόταν τις συνέπειες της πώλησης του. Επιπλέον, οι φίλοι της ομάδας δεν θα άφηναν το είδωλό τους να φύγει, τον άνθρωπο που τους χάρισε τόσες μοναδικές στιγμές ποδοσφαιρικής ευφυΐας. Έτσι, η μεγάλη μεταγραφή που δικαιούταν ο «Βάσια» δεν έγινε ποτέ. Ο Χατζηπαναγής, παρέμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του, το 1991, στον Ηρακλή. Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση με τα χρώματά του, την έκανε στις 26 Οκτωβρίου του 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο UEFA με τη Βαλένθια στο Μεστάγια. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, αυτή ήταν η μοναδική συμμετοχή του Χατζηπαναγή σε αγώνα ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης. Με τη φανέλα του Ηρακλή αγωνίστηκε σε 281 παιχνίδια και σημείωσε 62 τέρματα. Κατέχει το ρεκόρ σε γκολ από απευθείας εκτελέσεις κόρνερ. Εννιά (αρ: 9) τον αριθμό.


Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε συμμετοχές στις σοβιετικές εθνικές ομάδες ελπίδων και εφήβων, καθώς και στην Σοβιετική Ολυμπιακή ομάδα. Το 1976, κλήθηκε στην Εθνική Ελπίδων Ελλάδος, με την οποία αγωνίστηκε στις 3 Μαρτίου, σε νικηφόρο με 3-2 φιλικό αγώνα με τη Βουλγαρία, στο Βόλο. Μπήκε ως αλλαγή, στο 57΄, είχε σουτ στο δοκάρι στο 60΄ και στο 77΄, αφού ντρίπλαρε σχεδόν όλη την βουλγάρικη άμυνα, έκανε σέντρα στον Σπύρο Λιβαθηνό, που σημείωσε το τρίτο γκολ. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους μετείχε στο Βαλκανικό Κύπελλο Ελπίδων που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη. Έπαιξε και στα τρία ματς της εθνικής με την Βουλγαρία (0-0), την Ρουμανία (2-1) και στον τελικό με την Γιουγκοσλαβία (0-1) και ήταν από τους διακριθέντες.

Την ίδια χρονιά κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδος, στο φιλικό παιχνίδι κατά της Πολωνίας στις 6 Μαΐου του 1976, που έγινε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και έληξε με νίκη της ελληνικής ομάδας με 1-0. Αυτή ήταν η μοναδική φορά που εκπροσώπησε την Ελλάδα! Επειδή είχε ήδη αγωνιστεί σε επίσημα ματς με τις «μικρές» εθνικές της Σοβιετικής Ένωσης, βάσει διεθνών κανονισμών, δεν μπορούσε να αγωνιστεί σε άλλη ομάδα Ανδρών πλην αυτής. «Όλοι με ρωτούσαν πώς γίνεται να μην παίζω στην Εθνική. Ήταν κακό που δεν έπαιζα με την Εθνική γιατί δεν με έβλεπε πολύς κόσμος. Έπρεπε να κάθομαι να εξηγώ. Πάντως, εντάξει, είχα πάνω από 20 φιλικά με την Εθνική της Σοβιετικής Ένωσης, έπαιξα και τουρνουά, ήμουν στις Ελπίδες, αλλά και στην ολυμπιακή ομάδα που πήραμε την πρόκριση στο Μόντρεαλ». Οι λιγοστές αυτές συμμετοχές του με την Εθνική της ΕΣΣΔ αλλά και οι ιδιομορφίες των διεθνών κανονισμών του στέρησαν το μεγάλο του όνειρο να παίξει με τη γαλανόλευκη όσο και όπως θα ήθελε.


Στις 14 Δεκεμβρίου του 1999, στο «Καυταντζόγλειο Στάδιο», καταγράφηκε η 2η συμμετοχή του Βασίλη Χατζηπαναγή με την Εθνική Ελλάδος, όταν σε ηλικία 45 ετών συμμετείχε στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που δόθηκε προς τιμήν του, με αντίπαλο την Γκάνα (1-1). «Αποτελεί τη μεγαλύτερη πίκρα μου που δεν έπαιξα στην Εθνική Ελλάδος, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη. Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας, αλλά τζίφος. Συνέχεια μου έλεγαν ότι δεν γινόταν να πάρω χαρτί για να παίξω στην εθνική μας ομάδα, καθώς είχα αγωνιστεί στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης στους αγώνες του Μόντρεαλ και είχαμε πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Έλεγαν πως η ΔΟΕ θα ζητούσε πίσω το μετάλλιο».



Το 1984 κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας Κόσμος της Νέας Υόρκης, σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουνίου, στο Στάδιο «Τζάιαντς» στο Νιου Τζέρσεϊ, μπροστά σε 40.000 θεατές, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Ελληνοαμερικανοί ομογενείς! Συμπαίκτες του ήταν, μεταξύ άλλων, ο Πίτερ Σίλτον (Peter Shilton), ο Ζαν Μαρί Πφαφ (Jean-Marie Pfaff), ο Ρούντι Κρολ (Ruud Krol), ο Φέλιξ Μάγκατ (Felix Magath), ο Χούγκο Σάντσες (Hugo Sanchez), o Ελίας Φιγκερόα (Elias Figueroa), ο Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer), ο Κέβιν Κίγκαν (Kevin Keegan), ο Μάριο Κέμπες (Mario Kempes), ο Ντομινίκ Ροστό (Dominique Rocheteau) και ο Θωμάς Μαύρος. Η Μικτή νίκησε 3-1 και ο Χατζηπαναγής μπήκε στο 65ο λεπτό στη θέση του Κίγκαν. Με τις ενέργειές του συνάρπασε την κερκίδα δημιουργώντας πολλές ευκαιρίες. Μια από τις στιγμές που ξεσήκωσε τους φιλάθλους συνέβη στο 86΄, όταν σε χτύπημα κόρνερ, ο Χατζηπαναγής βρήκε τον Μαύρο, η γυριστή κεφαλιά του οποίου χτύπησε στο δοκάρι.


Η αναγνώριση της προσφοράς του Βασίλη Χατζηπαναγή στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι καθολική. Το φίλαθλο κοινό τοποθετεί τον «Βάσια» μεταξύ των καλύτερων ποδοσφαιριστών που έχουν περάσει από τη χώρα μας, ενώ υπάρχουν και οι συγκρίσεις ακόμα και με Πελέ (Pelé) και Μαραντόνα (Maradona). Κάποια στιγμή, όντας 50 ετών πλέον, είπε:
«Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις ότι δεν σ’ έχουν ξεχάσει, ότι η συμβολή σου είναι ευπρόσδεκτη, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια.»
και πρόσθεσε …
«Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να φορέσω την ελληνική εθνική φανέλα περισσότερες από μία φορές και επίσης, λυπάμαι που δεν έχω κάνει μια καριέρα στο εξωτερικό!  Θα ήθελα να παίξω σε ένα καλύτερο πρωτάθλημα, να απολαύσω το ποδόσφαιρο σε αυτό το επίπεδο. Αν θα μπορούσα να γυρίσω πίσω το ρολόι, θα ήθελα να κάνω κάποια πράγματα διαφορετικά!» 
Τον Νοέμβριο του 2003, στα πλαίσια του εορτασμού των 50 ετών της UEFA, σε ψηφοφορία που διενήργησε η ΕΠΟ, εκλέχθηκε ως ο «Καλύτερος Έλληνας Ποδοσφαιριστής των Τελευταίων 50 Ετών»!


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  •          -1972: Δυναμό Τασκένδης
  • 1972-1975: Paxtakor Toshkent Futbol Klubi, 96 (22)
  • 1975-1991: Ηρακλής Γυμναστικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, 281 (62)

Διεθνής

  • 1975: Εθνική Νέων ΕΣΣΔ, 4 (1)
  • 1976: Εθνική Ελπίδων Ελλάδα, 4 (0)
  • 1976: Ελλάδα, 2 (0)

Τίτλοι

Με την Παχτακόρ
  • Άνοδος στην Σοβιετική Ανώτατη Λίγκα: 1972

Με τον Ηρακλή
  • Κύπελλο Ελλάδος: 1975/76 και φιναλίστ 2 φορές: 1979/80, 1986/87
  • Βαλκανικό Κύπελλο: 1985

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Σοβιετικό βραβείο «Soviet Masters of Sports»: 1974
  • Καλύτερος Έλληνας Ποδοσφαιριστής των Τελευταίων 50 Ετών, στο πλαίσιο των εορτασμών για το Ιωβιλαίο της UEFA: 2003


Ελίας Φιγκερόα

Ο Χιλιανός κεντρικός αμυντικός, Ελίας Φιγκερόα (Elías Ricardo Figueroa Brander), γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1946, στο Βολπαραΐσο της Χιλής. Θεωρείται ως ο Καλύτερος Χιλιανός Ποδοσφαιριστής Όλων των Εποχών, καθώς και ένας από τους Μεγαλύτερους Αμυντικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου! Αγωνίστηκε  για αρκετούς συλλόγους κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του, κυρίως στο σύλλογο της γενέτειράς του, τη Σαντιάγκο Γουόντερερς, τη βραζιλιάνικη Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε και τη Πενιαρόλ στην Ουρουγουάη. Επίσης, εκπροσώπησε τη Χιλή 47 φορές και εμφανίστηκε σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα, το 1966, το 1974 και το 1982. Έχει πει μια από τις φράσεις-επιτομή του παιχνιδιού: «Η περιοχή είναι κτήμα μου. Εγώ αποφασίζω ποιος θα μπει σε αυτή!».

Ήταν γνωστός για το κομψό στυλ παιχνιδιού του, την ηρεμία του στο κέντρο της άμυνας και την ικανότητά του να ανακόπτει τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας και αμέσως να ξεκινάει αντεπιθέσεις από την άμυνα. Σε ολόκληρη την καριέρα του, ήταν ένας Κύριος εντός και εκτός γηπέδου, εξ ου και το παρατσούκλι του, «Don Elías»!. Δύο φορές του απονεμήθηκε το «Bola de Ouro», του Καλύτερου Παίκτη στο Βραζιλιάνικο Πρωτάθλημα, ενώ έπαιζε για την Ιντερνασιονάλ το 1972 και το 1976. Επίσης του απονεμήθηκε το Βραβείο του Καλύτερου Νοτιοαμερικάνου Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς 3 φορές σερί, το 1974, το 1975 και το 1976. Ονομάστηκε Καλύτερος Παίκτης στην Ουρουγουάη το 1967 και το 1968 και Καλύτερος Παίκτης στη Χιλή το 1977 και το 1978. Έχει ονομαστεί από τον Πελέ μέσα στους 125 Εν Ζωή Καλύτερους Παίκτες  Παγκοσμίως το 2004 και ψηφίστηκε επίσης ως ο 8ος  Καλύτερος Νοτιοαμερικανός –ο μονός αμυντικός στη 10άδα!- και 37ος Καλύτερος Παίκτης στον Κόσμο για το 20ο  Αιώνα από την Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) το 1999.


Στην παιδική του ηλικία είχε επιπλοκές με την υγεία του. Διφθερίτιδα που του προκάλεσε προβλήματα στην καρδιά και αργότερα, είχαν οδηγήσει σε άσθμα. Για το λόγο αυτό η οικογένεια Φιγκερόα αποφάσισε να μετακινηθεί στην κοντινή πόλη Κιλπουέ που φημίζεται για το καλό του αέρα. Σε νεαρή ηλικία, ο Ελίας έδειξε το ταλέντο του με την μπάλα, αλλά οι γιατροί απαγόρευσαν την ενασχόληση με τον αθλητισμό και μάλιστα οι διαγνώσεις προέβλεπαν ότι δεν θα ήταν ένα κανονικό παιδί.

Ωστόσο, στα 8 του χρόνια γράφτηκε στην Άλτο Φλόριντα, έναν ερασιτεχνικό σύλλογο της πόλης. Η πολιομυελίτιδα στην ηλικία των 11, τον άφησε κλινήρη για σχεδόν ένα χρόνο. Στα 12, έπρεπε πρακτικά να ξαναμάθει να περπατάει με πατερίτσες και τη βοήθεια των αδελφών του. Εκεί ήταν που ο Φιγκερόα ανακάλυψε τα όριά του μέχρι την ηλικία των 14 ετών. Αργότερα αγωνίστηκε για την Ντεπορτίβο Λίτσεο στην ίδια πόλη το 1961. Ένα χρόνο αργότερα, χάρη στον πατέρα του Γκονζάλο, που ήταν φίλος με τον βοηθό προπονητή της Σαντιάγκο Γουόντερερς του Βολπαραΐσο, τον Βίκτορ Πάρα (Victor Parra), ο νεαρός δοκιμάστηκε στην ομάδα της γενέτειράς του, η οποία και τον ενέταξε στην εφηβική της ομάδα. Το 1963, σε ηλικία 15 ετών, εμφανίστηκε στην πρώτη κατηγορία του επαγγελματικού πρωταθλήματος της Χιλής, παίζοντας για την Γουόντερερς του Βαλπαραΐσο και σχεδόν αμέσως δόθηκε δανεικός στην Ουνιόν της Λα Καλέρα, για να πάρει παιχνίδια στα πόδια του.  Ένα χρόνο αργότερα, το 1964, έπαιξε και στην εθνική ομάδα Νέων του έθνους των Άνδεων. Την επόμενη χρονιά, ξαναγύρισε στην Γουόντερερς, παίζοντας πλέον στην πρώτη ομάδα.



Στα 20 του χρόνια, έπαιξε στο πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο, στην Αγγλία το 1966. Εκεί ήταν που του κόλλησαν το πρώτο του παρατσούκλι, «La Muralla Roja» (Το Κόκκινο Τείχος)! Με κυριότερο χαρακτηριστικό την αυτοκυριαρχία σε μια από τις πιο δύσκολες θέσεις στο ποδόσφαιρο, αυτή του κεντρικού αμυντικού, έστρεψε πάνω του τα πρώτα βλέμματα των εμπειρογνωμόνων του ποδοσφαίρου. Αυτό οδήγησε στην πρώτη του μεταγραφή, το 1967 και μάλιστα στο εξωτερικό. Μεταγράφηκε στην Πενιαρόλ του Μοντεβιδέο στην Ουρουγουάη, έναν από τους μεγαλύτερους συλλόγους στον κόσμο εκείνη την εποχή, όντας συμπαίκτης με τον  Λαδισλάο Μαζουρκιέβιτς (Ladislao Mazurkiewicz), Νέστορ Γκονσάλβες (Néstor Gonçalves), Αλμπέρτο Σπένσερ (Alberto Spencer) και Πέδρο Ρότσα (Pedro Rocha)!. Με τους «κιτρινόμαυρους», κατέκτησε 3 πρωταθλήματα (1967, 1968 και 1969) Το  Διηπειρωτικό Supercup του 1969 εναντίον της μεγάλης Σάντος του Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”) και ονομάστηκε ως ο Καλύτερος Παίκτης της Ουρουγουάης για τις διοργανώσεις του 1967 και του 1968.


Μέχρι τότε ήταν ένας ιδιαίτερα εκπαιδευμένος αθλητής, με ανησυχίες για την περαιτέρω εξέλιξή του. Ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος ποδοσφαιριστής, ο οποίος λόγω των δεξιοτήτων του, τράβηξε και την προσοχή κι άλλων συλλόγων της Νοτίου Αμερικής. Ενδιαφέρθηκε γι’ αυτόν και τον απέκτησε, το 1972, η βραζιλιάνικη Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε, στην οποία ανήκε μέχρι το 1976. Το 1974 κέρδισαν 18 στα 18 παιχνίδια και ανακηρύχθηκαν  πρωταθλητές! Το 1975, ήταν ο αρχηγός της όταν αυτή κατέκτησε το πρωτάθλημα Βραζιλίας, για πρώτη φορά στην ιστορία της, σκοράροντας το καθοριστικό γκολ στον τελικό εναντίον της Κρουζέιρο, το περίφημο  «El Gol Iluminado» (Το Φωτεινό Γκολ), διατηρώντας το στέμμα της και την επόμενη σεζόν, με 19 νίκες σε 23 παιχνίδια.


Στις 14 το Δεκεμβρίου του 1975, στο “Gigante da Beira-Rio” η γηπεδούχος Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε, στέφθηκε πρωταθλήτρια Βραζιλίας για την πρώτη φορά στην ιστορία της. Με 11 λεπτά να απομένουν για τη λήξη του αγώνα, ο μέσος Βαλντομίρο (Valdomiro Vaz Franco) κέρδισε φάουλ, δεξιά έξω από τη περιοχή της Κρουζέιρο. Το αποτέλεσμα ήταν 0-0 και ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα. Ο ίδιος ο Βαλντομίρο εκτέλεσε το φάουλ, ψάχνοντας για το κέντρο της περιοχής όπου είχε προωθηθεί ο Φιγκερόα . Την ίδια στιγμή, μια απροσδόκητη λάμψη από ακτίνες του ήλιου έπεσαν  στο ακριβές σημείο που σηκώθηκε ο Φιγκερόα, ψηλότερα από τους αμυντικούς της  Κρουζέιρο και με μια δυνατή κεφαλιά έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα. Η έκρηξη και το παραλήρημα στο Beira-Rio από τους οπαδούς της Ιντερνασιονάλ, έχουν μείνει στην ιστορία!


Όλα τα βίντεο και οι φωτογραφίες έδειξαν ξεκάθαρα πως, σε αυτό το σκοτεινό απόγευμα, ο σκόρερ Φιγκερόα περιλούστηκε από μια ισχυρή ακτίνα φωτός που προέρχονταν από τον ουρανό! Ο μύθος λέει ότι από εκείνη την ημέρα, στο Πόρτο Αλέγκρε, αρκετές από τις συζύγους  των οπαδών της Ιντερνασιονάλ, πήγαν στο σπίτι του παίκτη ώστε να αγγίξει τα άρρωστα παιδιά τους και να θεραπεύσουν τις ασθένειες τους με το «θαυματουργή δώρο! Για πολλούς, ο «Δον Ελίας» ήταν στο εξής «El Dios de Beira-Río» (Ο Θεός του Beira-Rio)! Μαζί της κατέκτησε και 5 πολιτειακούς τίτλους του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ.  Ο Ελίας Φιγκερόα ήταν ο άξονας αυτής της ομάδας. Ψηφίστηκε ως ο Καλύτερος Κεντρικός Αμυντικός του πρωταθλήματος κατά τις περιόδους 1973, 1974, 1975 και 1976 και Παίκτης της Χρονιάς το 1975 και το 1976. Ανακηρύχθηκε επίσης ως ο Καλύτερος Παίκτης στην Νότιο Αμερική για 3 χρονιές σερί, το 1974, το 1975 και το 1976.


Επέστρεψε στην πατρίδα του, το 1977, για να φορέσει τα χρώματα της Παλεστίνο, μιας μέτριας μέχρι τότε ομάδας, με την οποία κατέκτησε το Κύπελλο της Χιλής το 1977 και έγινε εθνικός πρωταθλητής το 1978, κάνοντας το απίστευτο αήττητο ρεκόρ 44 παιχνιδιών, το οποίο ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1977 και έληξε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1978. Είναι μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο αήττητο ρεκόρ στην ιστορία του ποδοσφαίρου της Χιλής και το δεύτερο σε όλο τον κόσμο!  Όπως και πολλά άλλα αστέρια του ποδοσφαίρου, το 1981 πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έπαιξε για ένα χρόνο, στη Βορειοαμερικάνικη ποδοσφαιρική Λίγκα για τους Φορτ Λαουτερντέιλ Στράικερς, συμπαίκτης με τον περουβιανό Τεόφιλο Κουμπίγιας (Teófilo Cubillas) και τον Δυτικογερμανό Γκερντ Μίλερ (Gerd Müller). Ακολούθησε η Κόλο-Κόλο, πίσω στη Χιλή, όπου και έκλεισε την τεράστια καριέρα του, τη 1η Ιανουαρίου του 1983 μετά από ένα ντέρμπι εναντίον της Ουνιβερσιδάδ ντε Τσίλε.


Έπαιξε το πρώτο παιχνίδι του για την εθνική ομάδα της Χιλής, τον Σεπτέμβριο του 1965, σ’ ένα φιλικό με την αργεντίνικη Βελέζ του Σάρσφιλντ και πέντε μήνες αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου του 1966  έκανε το επίσημο ντεμπούτο, σε μια συνάντηση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης στο Εθνικό Στάδιο του Σαντιάγκο, στα 19 του χρόνια. Εκπροσώπησε τη Χιλή σε 47 διεθνή παιχνίδια, πετυχαίνοντας 2 γκολ. Εμφανίστηκε με τα εθνικά χρώματα σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα, το 1966, το 1974 και το 1982. Το 1974, παρ’ όλο ότι η Χιλή δεν πέρασε στην επόμενη φάση, ο ίδιος ονομάστηκε ως ο Καλύτερος Κεντρικός Αμυντικός και μέλος της Ιδανικής 11άδας της Διοργάνωσης αυτού του Παγκοσμίου Κυπέλλου! Ήταν επίσης ο αρχηγός της όταν αυτή τερμάτισε 3η, στο πρωτάθλημα Νοτίου Αμερικής (πρόγονος του Κόπα Αμέρικα) του 1967 και στη 2η θέση του Κόπα Αμέρικα του 1979.


Αποβλήθηκε για μια και μοναδική φορά στη καριέρα του, στις 24 Οκτωβρίου του 1979, μία ημέρα πριν από τα 33 γενέθλιά του, σ’ έναν αγώνα εναντίον του Περού στα ημιτελικά του Copa America. Στις 8 Μαρτίου του 1984, τον αποχαιρετιστήριο αγώνα προς τιμή του, μεταξύ της Χιλής και της Μικτής Κόσμου, τον παρακολούθησαν πάνω από 70.000 θεατές στο Εθνικό Στάδιο. Το 2-2 στο τέλος ήταν ιστορία σε έναν αγώνα που χαρακτηρίστηκε από συγκίνηση και αναμνήσεις. Αργότερα έγινε ένα τηλεοπτικός σχολιαστής στη Χιλή και στη Βραζιλία, Διετέλεσε προπονητής της Παλεστίνο, την διετία 1994-1996 και τον Δεκέμβριο του 2006 της εθνικής Χιλής σ’ ένα φιλικό παιχνίδι εναντίον επίλεκτων της Αραγονίας. Τον Μάρτιο του 2011 αποκάλυψε ότι σκεφτόταν να διεκδικήσει την εκλογή στην Προεδρεία της  FIFA. Η θητεία του στην Ιντερνασιονάλ, ήταν τόσο επιτυχής, ώστε πολλοί έγκριτοι Βραζιλιάνοι δημοσιογράφοι διαιρούν την ιστορία της σε «Πριν και Μετά τον Φιγκερόα Εποχή»!


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές ((Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1962–1964: Club de Deportes Santiago Wanderers

Επαγγελματική καριέρα

  • 1964–1966: Σαντιάγκο Γουόντερερς, 54 (0)
  • 1964: (δανεικός) → Club Deportivo Unión La Calera, 30 (0)
  • 1967–1972: Club Atlético Peñarol, 214 (6)
  • 1972–1976: Sport Club Internacional, 336 (26)
  • 1977–1980: Club Deportivo Palestino, 118 (6)
  • 1981: Fort Lauderdale Strikers, 22 (0)
  • 1981/82: Club Social y Deportivo Colo-Colo, 17 (0)

Σύνολα καριέρας: 791 (38)

Διεθνής

  • 1966–1982: Χιλή, 47 (2)

Προπονητική καριέρα

  • 1994–1996: Palestino

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Peñarol
  • Πρωτάθλημα Ουρουγουάης: 2 (1967, 1968)
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1969
  • Κύπελλο Μοντεβίδεο: 1971

Με την Internacional
  • Πολιτειακό Πρωτάθλημα Ρίο Γκράντε ντο Σουλ (Campeonato Gaúcho): 5 (1972, 1973, 1974, 1975, 1976
  • Πρωτάθλημα Βραζιλίας (Campeonato Brasileiro Série A): 2 (1975, 1976)

Με την Palestino
  • Πρωτάθλημα Χιλής: 1978
  • Κύπελλο Χιλής: 1977

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Καλύτερος Ποδοσφαιριστής του Κόσμου από την FIFA: 2 (1975, 1976)
  • Μέλος Ιδανικής 11κάδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1974
  • Καλύτερος Αμυντικός Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1974
  • Παίκτης της Χρονιάς για τη Νότιο Αμερική: 3 (1974, 1975, 1976) και 3η το 1977
  • Καλύτερος Αμυντικός της Χρονιάς για τη Νότιο Αμερική: 6 (1972, 1973, 1974, 1975, 1976, 1977)
  • Καλύτερος Αμυντικός του Κόσμου: 4 (1974, 1975, 1976, 1977)
  • Καλύτερος Παίκτης Βραζιλιάνικου Πρωταθλήματος –Χρυσή Μπάλα (Bola de Ouro): 2 (1972, 1976)
  • Καλύτερος Παίκτης στη Βραζιλίας από το περιοδικό ‘’Placar’’: 4 (1972, 1974, 1975, 1976)
  • Καλύτερος Παίκτης του Πρωταθλήματος Ουρουγουάης: 3 (1967, 1968, 1971)
  • Καλύτερος Ξένος Παίκτης του 20ου  Αιώνα» για τη Βραζιλία: 2001
  • Καλύτερος Ξένος Παίκτης του 20ου Αιώνα» για την Ουρουγουάη: 2000
  • Παίκτης της Χρονιάς στη Χιλή: 2 (1966, 1981)
  • Αθλητής της Χρονιάς στη Χιλή: 1981
  • Καλύτερος Χιλιανός Ποδοσφαιριστής στην Ιστορία από τους Χιλιανούς Αθλητικογράφους: 1999
  • 37ος Καλύτερος Παίκτης του 20ου Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 2000
  • 8ος Καλύτερος Νοτιοαμερικάνος Παίκτης του 20ου Αιώνα (ο μόνος κεντρικός αμυντικός) από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 2000
  • Καλύτερος Χιλιανός Παίκτης του 20ου Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 2000
  • Καλύτερος Νοτιοαμερικάνος Αμυντικός του 20ου Αιώνα από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 2000
  • Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου που συνέταξε ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA: 2004
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας 20ου Αιώνα για τη Νότια Αμερική: 1999
  • Μέλος της Ιστορικής 11άδας του Κόπα Αμέρικα: 2011
  • Μέλος της Ονειρικής 11άδας Όλων των Εποχών για την Peñarol: 2002
  • Μέλος της 11άδας της 100ετηρίδας της Santiago Wanderers: 2010
  • Ποδοσφαιριστής με την Μεγαλύτερη Επιρροή στην ιστορία της Internacional του  Porto Alegre: 2012
  • Στη θέση № 19 της λίστας των Καλύτερων Ποδοσφαιριστών του Κόσμου Όλων των Εποχών του βραζιλιάνικου περιοδικού Placar: 1999
  • Μέλος των 50 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών Όλων των Εποχών από το περιοδικό «World Soccer»: 2010
  • Μέλος της Ιδεώδους 11άδας του Νοτιοαμερικάνικου Ποδοσφαίρου των Τελευταίων 50 Ετών, από το περιοδικο Sports Illustrated Latino: 2012
  • Διάκριση ως Πρεσβευτής του ΟΗΕ στο Πρόγραμμα Αθλητισμός για την Ειρήνη και την Ανάπτυξη: 2002
  • Διάκριση της τάξης Ιππότης του Ρίο Μπράνκο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Βραζιλίας: 2000 
  • Βραβείο της Νοτιοαμερικάνικης Ποδοσφαιρικής Συνομοσπονδίας για την Εξύψωση του Νοτιοαμερικάνικου Ποδοσφαίρου: 2009
  • Μέλος της Οδού της Δόξας στο Στάδιο Maracana: 2000
  • Επιλεγόταν συνεχώς στις αντιπροσωπευτικές ομάδες του Κόσμου και της Νότιας Αμερικής από τα 19 του χρόνια και μέχρι το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας: 1966–1982
  • Μαζί με τον Μεξικάνο Χούγκο Σάντσεζ (Hugo Sanchez) είναι οι μόνοι ποδοσφαιριστές που έχουν συμμετάσχει σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα εναλλάξ: 1966 – 1974 - 1982
  • Αποβλήθηκε μόνο μια φορά σε 18 χρόνια καριέρας
  • Διετέλεσε αρχηγός σε όλες τις ομάδες που συμμετείχε: 1966–1982.


Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Ρασίντ Γιεκινί: Ο Ταύρος της Καντούνα

Ο Νιγηριανός κεντρικός επιθετικός Ρασίντ Γιεκινί (Rashidi Yekini), γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1963, στη Καντούνα της κεντρικής Νιγηρίας. Σε μια επαγγελματική καριέρα, η οποία διήρκεσε περισσότερο από δύο δεκαετίες, συνδέθηκε κυρίως με την Βιτόρια του Σετούμπαλ στην Πορτογαλία, αλλά έπαιξε και για συλλόγους σε 6 άλλες χώρες εκτός  της Νιγηρίας, αγωνιζόμενος στα πρωταθλήματα της Ακτής Ελεφαντοστού, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ελβετίας, της Τυνησίας και της Σαουδικής Αραβίας. Σκόραρε 37 γκολ ως διεθνής και μέχρι σήμερα είναι πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής ομάδας της χώρας του! Συμμετείχε σε 5 μεγάλα διεθνή τουρνουά, μεταξύ των οποίων δύο Παγκόσμια Κύπελλα όπου σκόραρε το πρώτο γκολ της χώρας στην υπέρτατη ποδοσφαιρική διοργάνωση του πλανήτη. Ονομάστηκε επίσης ως Καλύτερος Αφρικανός Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς το 1993.


Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στις ακαδημίες της Γιουνάιτεντ Τεξτάιλς, τοπικής ομάδας της γενέτειράς του, στην οποία αγωνίστηκε τη σεζόν 1981/82. Επόμενος σταθμός του ήταν η Σούτινγκ Σταρς, του Ιμπαντάν, ομάδα επίσης της Νιγηρίας, όπου έμεινε τη διετία 1982-1984. Πραγματοποίησε 53 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα Νιγηρίας, ενώ παράλληλα κατάφερε να πετύχει και 45 γκολ.  Επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν η Αμπιόλα Μπέιμπς της Αμπεοκούτα, στην οποία παρέμεινε για περίπου 3 χρόνια, ενώ χρίστηκε και διεθνής με την εθνική ομάδα της Νιγηρίας.  Η συμμετοχή του με την Ολυμπιακή ομάδα της Νιγηρίας το 1988, στους Ολυμπιακούς της Σεούλ, του έδωσε την ευκαιρία να κάνει το πρώτο του ταξίδι εκτός Νιγηρίας και να μετακομίσει στην Ακτή Ελεφαντοστού και συγκεκριμένα στην Άφρικα Σπορ Νασιονάλ του Αμπιτζάν, ομάδα της πρωτεύουσας της χώρας. Παρέμεινε εκεί για μια διετία μέχρι το καλοκαίρι του 1990, πραγματοποιώντας εξαιρετικές εμφανίσεις και σε συνδυασμό με την συνεχή παρουσία του στην εθνική ομάδα της Νιγηρίας, προκάλεσε το ενδιαφέρον αρκετών ομάδων τόσο της Αφρικής, όσο και της Ευρώπης.


Το καλοκαίρι του 1990, ήρθε η ευκαιρία του να κάνει το πρώτο του ταξίδι εκτός Αφρικής, αφού πήρε μεταγραφή στη Βιτόρια του Σετούμπαλ, στην Πορτογαλία στην οποία, ευθύς εξ' αρχής, έγινε ο ηγέτης της. Η Βιτόρια μπορεί να πάλευε για την παραμονή της στην πρώτη κατηγορία κάθε χρόνο, αλλά ο Νιγηριανός φόρτωνε τα αντίπαλα δίχτυα...
  • 1990/91: 24 συμμετοχές και 13 γκολ.
  • 1991/92: 30 συμμετοχές, 22 γκολ.
  • 1992/93: 26 συμμετοχές, 34 γκολ.
  • 1993/94: 28 συμμετοχές, 21 γκολ.

Συνολικά σε μια τετραετία στην Πορτογαλία, πραγματοποιώντας τρομερές εμφανίσεις, είχε 108 συμμετοχές και 90 γκολ! Τα πολύ υψηλά στάνταρ απόδοσης που έπιασε κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην πορτογαλική ομάδα, τον οδήγησαν στο να ανακηρυχθεί ως ο Καλύτερος Αφρικανός Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς για το 1993, ενώ το 1994 κατέκτησε με την εθνική ομάδα της χώρας του το Κόπα Άφρικα, πετυχαίνοντας μάλιστα ένα τρομερό γκολ στον ημιτελικό με βολέ έξω απ' την περιοχή, σχεδόν απ' τη γραμμή του άουτ, ενώ αναδείχθηκε και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης! Μετά το Κόπα Άφρικα εξασφάλισε με άνεση και τη συμμετοχή της στο Μουντιάλ του 1994 που θα γινόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, κληρώθηκε στον ίδιο όμιλο με την εθνική μας ομάδα, παρέα με την Αργεντινή και τη Βουλγαρία.


Λίγο πριν την έναρξη του Μουντιάλ, με τον Ολυμπιακό να κινείται να αποκτήσει το νεαρό βιρτουόζο Ίλια Ίβιτς (Ilija Ivić) απ' τον Ερυθρό Αστέρα, έσκασε η "βόμβα": Ο Μουντιαλικός άσος Ρασίντ Γιεκινί, ο "Ταύρος της Καντούνα", υπέγραψε στον Ολυμπιακό τριετές συμβόλαιο. «Ρε ποιός είναι ο Γιεκινί;» άρχισαν οι οπαδοί των «ερυθρολεύκων». Μόλις έσκασαν τα πρώτα στατιστικά με τα κατορθώματα του στην Πορτογαλία, άρχισαν τα όνειρα: «Με Αλεξανδρή, Μπατίστα, Ίβιτς και Γιεκινί, 5 γκολ σε κάθε ματσάκι θα ρίχνουμε». Η Νιγηρία κάνει πρεμιέρα στο Μουντιάλ με τη Βουλγαρία, ο Γιεκινί πετυχαίνει το πρώτο γκολ της Νιγηρίας και παίρνει αγκαλιά τα δίχτυα και αρχίζει να μονολογεί, σε έναν απ' τους πιο επικούς πανηγυρισμούς που έχουν σημειωθεί σε Παγκόσμιο Κύπελλο και η φαντασία των οπαδών του Ολυμπιακού διεγείρεται ακόμα περισσότερο.


Η Νιγηρία έχει καλή παρουσία στο Μουντιάλ αλλά δεν πάει πολύ ψηλά. Ο Ολυμπιακός έχει ξεκινήσει την προετοιμασία του με τον Αλέφαντο, που δηλώνει ότι « …με τον Ίβιτς θα πέσουν τα τσιμέντα στο Καραϊσκάκη». Ο Αλεξανδρής δείχνει ελαφρώς έξω απ’ τα νερά του, ο Μπατίστα είναι σε φόρμα, αλλά ο Ίβιτς πραγματικά κλέβει την παράσταση με τις ζογκλερικές του ενέργειες. Και ... ο Γιεκινί; Που βρίσκεται; Ο Νιγηριανός εξασφάλισε άδεια απ' τον Ολυμπιακό, μιας και συμμετείχε και στην προετοιμασία της εθνικής Νιγηρίας, ενώ επρόκειτο και να παντρευτεί. Η άφιξη του καθυστερούσε συνέχεια και τα πρώτα σχόλια άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν! Τελικά, φτάνει καθυστερημένος στην Ελλάδα και πριν καλά-καλά συμπληρώσει 24ωρο στη χώρα μας, δηλώνει ασθενής (!!!) και παίρνει μια 10ήμερη αναρρωτική άδεια, καθώς εξεδήλωσε συμπτώματα... ελονοσίας! Από εκεί ορμώμενος ο Νίκος Αλέφαντος, είπε την αλησμόνητη ρήση:  «Ο αλήτης, ο μαύρος, ο Γεκινής που ήρθε να μας κολλήσει ελονοσία για να πεθάνουμε, ο αρρωστιάρης, ο βρωμερός»...


Με τα πολλά ο Γιεκινί μπαίνει στις επίσημες υποχρεώσεις της ομάδας. Κάνει το ντεμπούτο του στον Ολυμπιακό στις 28 Αυγούστου του 1994, στη Δράμα στο νικηφόρο αγώνα επί της Δόξας, όπου μπήκε σαν αλλαγή στο τελευταίο 20λεπτο του αγώνα. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου, χάνει πέναλτι στον αγώνα Κυπέλλου με το Ρέθυμνο (1-1), αλλά πετυχαίνει και το πρώτο του γκολ στην Ελλάδα με προβολή έπειτα από σέντρα του Γρηγόρη Τρούπκου. Στις 11 Σεπτεμβρίου ντεμπουτάρει μπροστά στο κοινό του Ολυμπιακού στον αγώνα με τον Απόλλωνα Αθηνών. Έχει γενικά καλή παρουσία, αλλά δεν καταφέρει να πετύχει το γκολ, παρά το μπιζάρισμα του κοινού. Ακολούθησε η βραδιά της... απόλυσης του Αλέφαντου, η εντός έδρας ήττα στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου UEFA απ' την Μαρσέϊγ που είχε υποβιβαστεί στη Β' κατηγορία της Γαλλίας έπειτα από σκάνδαλο δωροδοκιών. Η Μαρσέϊγ, παρά τον υποβιβασμό είχε διατηρήσει αρκετά από τα μεγάλα αστέρια στο ρόστερ της. Σε αυτό τον αγώνα ο Γιεκινί ήταν απλά αναφορά στο φύλλο αγώνα, ενώ φέρει ευθύνη και στο 2ο γκολ της Μαρσέϊγ, μιας και άφησε εντελώς αφύλακτο τον Κριστόφ Μαρκέ να πιάσει το... τούβλο απ' το ύψος της περιοχής και να γράψει το τελικό 1-2. Βέβαια δεν έφταιγε μόνο η απόδοση του Γιεκινί, μιας και ολόκληρη η ομάδα, απ' το 50ο λεπτό και μετά δε μπορούσε να πάρει τα πόδια της.


Ο Γιεκινί αίφνης έδειχνε ενοχλημένος. Η εικόνα του χαμογελαστού και πρόσχαρου ανθρώπου είχε δώσει τη θέση της σε έναν μουρτζούφλη, κακομοιριασμένο και στραβωμένο με τα πάντα. Ο Γιεκινί έκανε θέμα την παρουσία του στον αγιασμό της ομάδας, καθώς δε μπορούσε να δεχτεί το γεγονός ότι ένας φανατικός μουσουλμάνος όπως εκείνος ήταν υποχρεωμένος να δώσει το "παρών" σε μια ορθόδοξη τελετή, έστω κι αν αυτή έχει εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Με τους άλλους παίκτες δε μιλούσε καθόλου, παρά μόνο με τον Ντανιέλ Μπατίστα, με τον οποίο μπορούσε να συνομιλεί στα Πορτογαλικά. Με κάποιους συγκεκριμένα, απέφευγε να λέει ακόμα και καλημέρα. Ο Νιγηριανός πέτυχε το πρώτο του γκολ στο πρωτάθλημα στις 18 Σεπτεμβρίου του 1994 και βοήθησε τον Ολυμπιακό να πάρει το "Χ" με αντίπαλο τον Εδεσσαϊκό στην Έδεσσα (1-1) και προπονητή το Νίκο Γιούτσο. Ακολούθησε ο αγώνας κυπέλλου με τον Αγροτικό Αστέρα στις 21 Σεπτεμβρίου  στο Καραϊσκάκη, όπου η ραθυμία του έκανε και τους πιο ψύχραιμους να αρχίσουν να "τα παίρνουν" με την πάρτη του και πέτυχε το 3ο και τελευταίο του γκολ με τη φανέλα του Ολυμπιακού στις 24 Σεπτεμβρίου στο Καραϊσκάκη στο νικηφόρο 6-1 επί του Ιωνικού Νικαίας. Το γεγονός ότι ούτε ο παίκτης πανηγύρισε το γκολ, αλλά ούτε και κανείς συμπαίκτης του μαζί του, αλλά και η φάτσα του μετά το τέλος του αγώνα, είναι κυριολεκτικά όλα τα λεφτά. Το κύκνειο άσμα του ήταν η ρεβάνς με τη Μαρσέϊγ στη Γαλλία στις 27Σεπτεμβρίου, όπου ο Ολυμπιακός έχασε με 3-0 και σώθηκε απ' τη συντριβή χάρη στο εκπληκτικό βράδυ του Κυριάκου Τοχούρογλου.


Χωρίς προειδοποίηση, ο Γιεκινί τα μάζεψε λίγες ημέρες αργότερα και σηκώθηκε κι έφυγε απ' την Ελλάδα, απαιτώντας μεταγραφή. Προχώρησε όμως σε μια αινιγματική δήλωση λίγο πριν εξαφανιστεί απ' τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα: "All the players of Olympiakos must think twice that... Olympiakos is not a family team... Is a team for everybody". Μπορεί σε ελεύθερη μετάφραση να μη βγαίνει νόημα απ' τη ρήση του Γιεκινί, αλλά με δηλώσεις του στα ΜΜΕ της χώρας του ο Γεκινί μίλησε στη μητρική του γλώσσα και είπε τα πάντα: Για τα καψόνια των "πάλιουρων", για κάποιους παίκτες που είχαν αρχηγική συμπεριφορά στα αποδυτήρια και επιβάλλονταν στους άλλους (εδώ κολλάει το "...is not a family team..."), για τις κακές σχέσεις μεταξύ των παικτών, για την αντιμετώπιση που είχε απ 'τον προπονητή του. Λέγεται πως οι δηλώσεις του Γεκινί - σε συνδυασμό με το ξέσπασμα Αλέφαντου για τις κλίκες και το πιράνχας το Λούβαρη που τον έφαγαν απ' τον Ολυμπιακό - ήταν η αρχή του τέλους για την παρουσία των κουμπάρων Γιώτη Τσαλουχίδη – Ηλία Ταληκριάδη απ' τον Ολυμπιακό!


Επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν η ισπανική Σπόρτινγκ Χιχόν, στην οποία παρέμεινε για περίπου ένα χρόνο πραγματοποιώντας συνολικά 14 εμφανίσεις. Σε μια προσπάθεια να σώσει την καριέρα του επέστρεψε στην ομάδα που μεγαλούργησε, τη Βιτόρια Σετούμπαλ,  στην οποία παρέμεινε για λίγους μόνο μήνες αλλά κι εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα με 14 συμμετοχές και μόλις 3 γκολ. Τελευταίος σταθμός της καριέρας του σε ευρωπαϊκούς συλλόγους ήταν η Ζυρίχη τη σεζόν 1997/98. Στην ελβετική ομάδα παρέμεινε για ένα χρόνο πραγματοποιώντας 28 εμφανίσεις και πετυχαίνοντας 14 γκολ, πράγμα που του επέτρεψε να συμμετάσχει με την εθνική Νιγηρίας και στο Μουντιάλ του 1998 στη Γαλλία. Από το 1998 και μετά, αγωνίστηκε σε πρωταθλήματα λιγότερο δημοφιλή όπως αυτά της Νιγηρίας, της Ακτής Ελεφαντοστού (Άφρικα Σπορτ), της Τυνησίας (Μπιζερτίν) και της Σαουδικής Αραβίας (Αλ-Σαμπάμπ Ριάντ). Το 2003 σε ηλικία 39 ετών επέστρεψε στη Νιγηρία και την Τζούλιους Μπέργκερ και το 2005, σε ηλικία 42 ετών αποφάσισε να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και να βάλει τέλος στην πλούσια πολυετή καριέρα του με τα χρώματα της Γκεϊτγουέι της Αμπεοκούτα.


Αγωνίστηκε σε 58 παιχνίδια με την εθνική ομάδα της Νιγηρίας και πέτυχε 37 τέρματα, όντας ο Κορυφαίος Σκόρερ στην ιστορία της χώρας. Συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988, στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1994, όπου σκόραρε το πρώτο γκολ στην ιστορία της Νιγηρίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, στο 3-0 επί της Βουλγαρίας και του 1998 στα γαλλικά γήπεδα. Επίσης, με την Νιγηρία -και ο ίδιος πρώτος σκόρερ με 5 τέρματα- κατέκτησε το Κύπελλο Εθνών Αφρικής το 1994, νικώντας 2-1 στον τελικό τη Ζάμπια.


Ο Ρασίντ Γιεκινί πέθανε αιφνιδιαστικά στις 4 Μαΐου του 2012, σε ηλικία 48 ετών. Τα ακριβή αίτια του θανάτου του δεν είναι ακόμα γνωστά, ωστόσο το 2011, τα ΜΜΕ της πατρίδας του ανακοίνωσαν ότι μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έπασχε από διπολική διαταραχή και βαριά κατάθλιψη, κάτι που τον οδήγησε στο να μένει μόνος του παρά το γεγονός ότι είχε τρεις συζύγους και τρία παιδιά. Φημολογείται επίσης πως μετά το τέλος της επαγγελματικής του καριέρας και μέχρι το θάνατό του, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα.  Συχνά, μιλούσε στον εαυτό του, ενώ περπατούσε ξυπόλυτος στους δρόμους του Ιμπαντάν, ενώ είναι γνωστό το ότι είχε παραισθήσεις. Δεν ήταν λίγες οι φορές που συγκέντρωνε τα προσωπικά του αντικείμενα και τα... έκαιγε σε κοινή θέα. Αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής, ήταν το ότι μόνο τα παιδιά του στις διακοπές τους και ορισμένοι στενοί φίλοι, τον επισκέπτονταν.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1981/82: UNTL Kaduna
  • 1982–1984: Shooting Stars Sports Club (3SC), 53 (45)
  • 1984–1987: Abiola Babes
  • 1987–1990: Africa Sports d'Abidjan
  • 1990–1994: Vitória Futebol Clube, 114 (90)
  • 1994/95: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 4 (2)
  • 1995/96: Real Sporting de Gijón, 14 (3)
  • 1997: Vitória Futebol Clube, 14 (3)
  • 1997/98: Fussballclub Zürich, 28 (14)
  • 1998/99: Club Athlétique Bizertin –(Τυνησία)
  • 1999: Al Shabab Football Club –(Σαουδική Αραβία)
  • 1999–2002: Africa Sports d'Abidjan
  • 2002/03: Bridge Football Club
  • 2005: Gateway United Football Club, 26 (7)

Σύνολα καριέρας: 253 (?) – 164 (?)

Διεθνής

  • 1984–1998: Νιγηρία, 58 (37)

Τίτλοι

  • Κύπελλο Εθνών Αφρικής: 1994

Προσωπικές διακρίσεις

  • Καλύτερος Αφρικανός Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς: 1993
  • Πρώτος Σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Νιγηρίας: 37 γκολ


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Κάζιμιρ Ντέινα

Ο Πολωνός επιθετικός/επιτελικός μέσος, Κάζιμιρ Ντέινα (Kazimierz Deyna) γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1947, στο Στάρογκραντ του Γκντάνσκ. Ηγέτης της καλύτερης περιόδου της εθνικής Πολωνίας, αγωνιζόμενος σε δύο Ολυμπιακά Τουρνουά, κέρδισε στο Μόναχο, ενώ ήταν 3ος στο Μόντρεαλ, αλλά και στη τελική φάση δύο Παγκοσμίων Κυπέλλων -στη Δυτική Γερμανία, το 1974 νίκησε στον μικρό τελικό και στην Αργεντινή έφθασε μια ανάσα πριν τα ημιτελικά! Θεωρείται ένας από τα καλύτερους επιτελικούς μέσους της δεκαετίας του 1970, σε παγκόσμιο επίπεδο και υπήρξε ο «μαέστρος» της φοβερής ομάδας που παρέταξε ο Κάζιμιρ Γκόρσκι στα γερμανικά γήπεδα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Έκανε μεγάλη καριέρα στη πατρίδα του με τη Λέγκια Βαρσοβίας, κατακτώντας 2 πολωνικά πρωταθλήματα. Ήταν από τους πρώτους Πολωνούς που πήρε μεταγραφή για το εξωτερικό, την εποχή που ελάχιστοι Ανατολικοί ποδοσφαιριστές μπορούσαν να το ονειρευτούν. Κι εκεί η τύχη του γύρισε τη πλάτη! Στην Αγγλία δεν μπόρεσε να κάνει καριέρα. Στη Μάντσεστερ Σίτι μια έπαιζε μια τραυματιζόταν. Κι όταν  πήγε στις ΗΠΑ κι εγκαταστάθηκε μόνιμα ήρθε το τελειωτικό χτύπημα. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, στα 41 του χρόνια! …


Ο πατέρας ήταν εργάτης σε εργοστάσιο γαλακτοκομικών προϊόντων και η μητέρα του νοικοκυρά.  Είχε έξι αδελφές και δύο αδελφούς, επίσης ποδοσφαιριστές. Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο το 1958 στην ομάδα της γενέτειράς του, της  Βλόκνιαρτς του Στάρογκραντ.  Στις 8 Οκτωβρίου του 1966, πήγε στην Λόντζ, με την οποία έκανε μια μόνο εμφάνιση, σε μια ισοπαλία 0-0 εναντίον της Γκόρνικ του Ζάμπρζε. «Αρπάχτηκε», κυριολεκτικά, από την Λέγκια Βαρσοβίας, αφού στη κομμουνιστική Πολωνία, που κάθε ομάδα είχε το δικό της "χορηγό", ο σύλλογος της Βαρσοβίας είχε τον πιο ισχυρό καθώς ήταν η ομάδα του Στρατού. Επιπλέον, ήταν το αγαπημένο κλαμπ των αρχών. Ο Ντέινα κλήθηκε στο στρατό και με τον τρόπο αυτό έπρεπε να παίξει για την Λέγκια.

Στις 20 Νοεμβρίου του 1966, έπαιξε το πρώτο παιχνίδι του με τα χρώματα του μεγάλου συλλόγου της πολωνικής πρωτεύουσας, σε μια ισοπαλία 0-0 με τη Ρουχ του Χορχόφ. Έκανε όνομα με τις εμφανίσεις του, ως επιτελικός μέσος, κατά τη διάρκεια της πρώτης σεζόν και κατάφερε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους παίκτες της. Αγωνίστηκε 12 φορές στο πρωτάθλημα, συμμετέχοντας και στον τελικό Κυπέλλου, χάνοντας από τη Βίσλα Κρακοβίας με 1-3, όπου σκόραρε το μοναδικό γκολ της ομάδας του στο 81ο λεπτό του παιχνιδιού. Έφτασε στα μέσα της σεζόν, να είναι ο πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με επτά γκολ, μαζί με τον Ρόμπερτ Γκάντοχα (Robert Gadocha). Το 1969, η Λέγκια κατέκτησε το πρωτάθλημα 13 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία κατάκτηση τίτλου! Ήταν πάλι φιναλίστ στον τελικό του Κυπέλλου, αφού ηττήθηκε από τη Γκόρνικ του Ζάμπρζε με 0-2. Η Λέγκια συμμετείχε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της επόμενης χρονιάς, φτάνοντας στα ημιτελικά, έχοντας αποκλείσει τη ρουμάνικη UT Άραντ, τη γαλλική Σεντ Ετιέν και την τούρκικη Γαλατάσαραϊ, για να αποκλειστεί από την μετέπειτα νικήτρια ολλανδική Φέγενορντ. Η απόδοση του Ντέινα εναντίον του γαλλικού συλλόγου, του χάρισε το παρατσούκλι «Ο Στρατηγός» από τους Γάλλους δημοσιογράφους. Ο σύλλογος κατέκτησε το πρωτάθλημα πάλι το 1970 και τερμάτισε 2ος το 1971.


Με τη Λέγκια κατέκτησε το πολωνικό Κύπελλο το 1973, αφού ήταν πάλι φιναλίστ τη προηγούμενη χρονιά. Μετά από τις εμφανίσεις του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, μερικοί από τους πιο ισχυρούς ευρωπαϊκούς συλλόγους, προσπάθησαν να τον εντάξουν στις τάξεις τους. Ομάδες όπως η γαλλική Σεντ Ετιέν, οι ιταλικές Μίλαν και Ίντερ, η γαλλική Μονακό, η ισπανική Ρεάλ Μαδρίτης και η γερμανική Μπάγερν Μονάχου προσπάθησαν να αποκτήσουν τις υπηρεσίες του, αλλά προσέκρουσαν στην άρνηση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, που εμπόδιζε οποιαδήποτε μετακίνηση αθλητή στην Δυτική Ευρώπη. Μάλιστα η Ρεάλ Μαδρίτης ήταν τόσο αποφασισμένη να τον κάνει δικό της, ώστε έστειλε στη Βαρσοβία τη φανέλα με το όνομα του και τον αριθμό του, το № 14! Ανακηρύχθηκε ως ο 3ος Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς (Χρυσή Μπάλα) για το 1974, πίσω από τον Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruijff) και τον Φραντς Μπεκενμπάουερ (Franz Beckenbauer).


Συνολικά, σημείωσε 141 γκολ σε 390 παιχνίδια για τη Λέγκια Βαρσοβίας. Τα χαρακτηριστικά του ήταν οι ηγετικές ικανότητες, τα δυνατά σουτ, η σταθερή απόδοση και το ουσιαστικό παιχνίδι. Είχε την ικανότητα να σκοράρει από ασυνήθιστες θέσεις, με σπεσιαλιτέ τα απ’ ευθείας κόρνερ. Λόγω των επιτευγμάτων και του ταλέντου του, επιλέχθηκε ως Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς αρκετές φορές από τους Πολωνούς οπαδούς. Το 1978 ήταν ο αρχηγός της Πολωνίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο στην Αργεντινή, όπου η ομάδα έφτασε στη δεύτερη φάση. Ήταν και η τελευταία του εμφάνιση με την εθνική ομάδα.


Μόνο τότε χαλάρωσαν λίγο τα πράγματα και ο Ντέινα κατάφερε, στα 30 του χρόνια, να μεταγραφεί σε σύλλογο του εξωτερικού, στην αγγλική Μάντσεστερ Σίτι, όπου έκανε το ντεμπούτο του στις 25 Νοεμβρίου του 1978, σε μια ήττα 0-2 από την Ίπσουιτς. Τα ανταλλάγματα περιλάμβαναν ₤ 150.000 στερλίνες, τις εισπράξεις 2 αγώνων στη Λέγκια (έναν στη Βαρσοβία και έναν στο Μάντσεστερ) και ένα πλήρες σετ ποδοσφαιρικού  εξοπλισμού “Adidas”! Ήταν ένας από τους πρώτους ξένους που έπαιξαν στο αγγλικό πρωτάθλημα. Η περίοδος που αγωνίστηκε στην Αγγλία, ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, ύστερα από μια σειρά τραυματισμών που σημάδεψαν τη παρουσία του εκεί. Έφυγε από την Μάντσεστερ Σίτι στα τέλη Ιανουαρίου του 1981, αφού δεν υπολογιζόταν από τον προπονητή της, τον Τζον Μποντ (John Bond), έχοντας κάνει μόνο 43 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων 34 στο πρωτάθλημα. Ωστόσο, είχε θεωρηθεί ως ένας εξαιρετικά προικισμένος πλέι-μέικερ και ήταν από τους αγαπημένους των οπαδών της ομάδας. Ο Ντέινα είχε σκοράρει 13 γκολ με το σύλλογο. Επιπλέον, τα 7 γκολ του στα τελευταία 8 παιχνίδια της σεζόν 1978/79, ήταν ζωτικής σημασίας για την Μάντσεστερ Σίτι, στην μάχη αποφυγής του υποβιβασμού της.


Το 1981 εμφανίστηκε στην ταινία του Τζον Χιούστον (John Houston) «Η Μεγάλη Απόδραση των 11» (Escape to Victory) ως “Paul Wolcheck”. Στις 23 Φεβρουαρίου 1981 διέσχισε τον Ατλαντικό, μεταναστεύοντας στις ΗΠΑ, όπου υπέγραψε  με τους Σαν Ντιέγκο Σόκερς, της Βορειοαμερικάνικης Ποδοσφαιρικής Λίγκας. Για τα επόμενα 7 χρόνια, αγωνίστηκε με τα χρώματά τους, ακόμα και στο πρωτάθλημα Σάλας που συμμετείχαν, κερδίζοντας συνολικά 5 πρωταθλήματα. Έφυγε από το Σαν Ντιέγκο τον Ιούνιο του 1987. Το 1983 ανακηρύχτηκε Μέλος της δεύτερης Ιδανικής 11άδας του πρωταθλήματος.


Το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα της Πολωνίας, το έκανε στις 24 Απριλίου του 1968, σε έναν αγώνα εναντίον της Τουρκίας στο Χορζόφ, σε μια επιβλητική νίκη με 8-0. Έπαιξε για την εθνική σε 97 αναμετρήσεις (85, χωρίς τους αγώνες που σχετίζονται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες), σκοράροντας 41 γκολ (33 χωρίς αυτά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Το σύνολο αυτό, τον κατατάσσει επίσημα στην 3η θέση από πλευράς συμμετοχών στην εθνική πολωνική ομάδα (και 6ο αν δεν μετρήσουν οι Ολυμπιακές συμμετοχές). Κέρδισε μαζί της το Χρυσό Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, στο Μόναχο, όπου ήταν επίσης ο Κορυφαίος σκόρερ του τουρνουά με 9 γκολ και το Χάλκινο Μετάλλιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, το 1974. Το 1976 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ κατέκτησε το Ασημένιο Μετάλλιο. Το τελευταίο ματς, με τα εθνικά χρώματα ήταν στις 21 Ιουνίου του 1978, στη Μεντόζα της Αργεντινής, με την Βραζιλία, στην ήττα με 1-3. Από το 1973 μέχρι το τέλος της διεθνούς καριέρας του, ήταν ο αρχηγός της ομάδας.



Στην Αμερική κάποια στιγμή, καταστράφηκε οικονομικά από τον πράκτορά του. Έχοντας πληρεξούσιο και γνωρίζοντας τους λογαριασμούς του, του έκλεψε περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια, με την απάτη να την αντιλαμβάνεται η γυναίκα του! Η απάτη δημιούργησε προσωρινό πρόβλημα στις σχέσεις της οικογένειας του. Αργότερα είχε αναλάβει προπονητής σε μια ομάδα που λεγόταν Νόμαντς. Ο Κάζιμιρ Ντέινα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια, την 1η Σεπτέμβρη του 1989 σε ηλικία 41 ετών, όταν οδηγώντας, στις 1:25 μετά τα μεσάνυχτα, ένα παλιό Dodge Colt του 1974, έπεσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω σε ένα σταθμευμένο στη δεξιά λωρίδα φορτηγό Ford F-600. Το πιο πιθανό είναι ότι είχε αποκοιμηθεί στο τιμόνι, επειδή η αστυνομία δεν βρήκε σημάδια ολίσθησης. Υπήρχαν και σημάδια οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ! Το μπροστινό τμήμα του αυτοκινήτου, είχε συνθλιβεί μέχρι τα καθίσματα, με τον θάνατο να είναι ακαριαίος. Άφησε χήρα τη σύζυγό του (από το 1970) με την οποία είχαν αποκτήσει έναν γιο το 1973.  Το 1994 επελέγη από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Πολωνίας (PZPN) και τους αναγνώστες του συνόλου των πολωνικών ΜΜΕ που σχετίζονται με τον αθλητισμό ως «Ο Καλύτερος Πολωνός Ποδοσφαιριστής Όλων των Εποχών». Η φανέλα με το № 10 αποσύρθηκε από την Λέγκια Βαρσοβίας και τους Σαν Ντιέγκο Σόκερς. Άγαλμά του υπάρχει έξω από το Ολυμπιακό Στάδιο Της Βαρσοβίας. Τον Ιούνιο του 2012 θάφτηκε στη Βαρσοβία, στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο του Ποβάτσκι.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1958–1966: Włókniarz Starogard Gdański

Επαγγελματική καριέρα

  • 1966: Łódzki Klub Sportowy Spółka Sportowa, 1 (0)
  • 1966–1978: Wojskowy Klub Sportowy Legia Warszawa, 304 (93)
  • 1978–1981: Manchester City Football Club, 38 (12)
  • 1981–1984: The San Diego Sockers, 90 (44)
  • 1981–1987: The San Diego Sockers – Ποδόσφαιρο Σάλας, 169 (118)

Σύνολα καριέρας: 602 (267)

Διεθνής

  • 1968–1978: Πολωνία, 97 (41)

Τίτλοι

Συλλογικοί 

Με τη Legia Warszawa
  • Πρωτάθλημα Πολωνίας: 2 (1968/69, 1969/70)
  • Κύπελλο Πολωνίας: 2 (1965/66, 1972/73)

Διεθνείς

Με τη Πολωνία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 3η θέση το 1974
  • Ολυμπιακοί Αγώνες: Χρυσό Μετάλλιο στο Μόναχο το 1972, Χάλκινο Μετάλλιο στο Μόντρεαλ το 1976

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Καλύτερος Πολωνός Ποδοσφαιριστής Όλων των Εποχών
  • Πρώτος Σκόρερ Ολυμπιακού Τουρνουά: 1972
  • Καλύτερος Ευρωπαίος Ποδοσφαιριστής: 3η θέση το 1974


Συμπληρωματικά στοιχεία από το retrosport.wordpress.com