Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Τα (ηλεκτρονικά) ποδοσφαιράκια

 Από τότε που βγήκαν τα πρώτα ATARI, αργότερα οι πρώτοι υπολογιστές και οι κονσόλες, το ποδόσφαιρο δεν θα μπορούσε να απέχει. Πιο πριν υπήρχε (και συνεχίζει να υπάρχει) το ξύλινο ποδοσφαιράκι. Αλλά ο άντρας (ή το αγόρι) λατρεύει τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και λατρεύει το ποδόσφαιρο. Και όταν τα συνδυάσεις αυτά, του παίρνεις ένα κομμάτι από την ψυχή και ένα ακόμα μεγαλύτερο από τον χρόνο του. Ακολουθεί ένα αφιέρωμα παρελθοντολογίας, ένα ταξίδι στα παιδικά χρόνια πολλών από εμάς.

Πολλοί παιχνιδο-ιστορικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το πρώτο “πραγματικό” ποδοσφαιράκι ήταν το Fussball του 1978 για την 8-μπιτη κονσόλα VC 4000. Από το όνομα εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι το παιχνίδι (όπως και η κονσόλα) ήταν γερμανικό, με μικρή σχετικά απήχηση εκτός της χώρας. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν ήταν κλασσικό παιχνίδι με δυο ματζαφλάρια ως τερματοφύλακες και ένα μπαλάκι σαν το κλασσικό Pong του ATARI, αλλά είχε παίκτες στημένους που μπορούσαν να κινηθούν οριζόντια. Ένα χρόνο αργότερα βγήκε το αμερικάνικο NASL Soccer που είχε “ελεύθερη” κίνηση και ήταν κάπως πιο ρεαλιστικό. Δυο παιχνίδια σχετικά ξεχασμένα, χωρίς μεγάλη επιτυχία αλλά με τις θέσεις τους στην “ηλεκτρονική ιστορία”.


Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 βγήκαν αρκετά ποδοσφαιράκια και ποιος θα έχανε την ευκαιρία να βγάλει μερικά φράγκα από αυτό; Σίγουρα όχι ο Πελέ, με το διάσημο Pele’s Soccer του 1980 για το ATARI 2600. Το παιχνίδι του Πελέ ήταν το πρώτο που έβαζε την κάμερα από πάνω και τη φορά του γηπέδου να μην είναι οριζόντια και συνεπώς ήταν πρωτοπόρο. Ο ήχος του είναι μαγευτικός και θύμιζε κάτι από Space Invaders ή άλλους αντίστοιχους τίτλους. Υπήρχαν κι άλλα παρόμοια παιχνίδια εκείνη την εποχή, όπως το International Soccer στο Commodore. Αν και λίγο καταθλιπτικό αφού δεν υπήρχε ήχος εκτός από τα σφυρίγματα των διαιτητών (και τον κόσμο που έκανε σαν τηλεόραση με παράσιτα), οι φιγούρες του έκαναν ξαφνικές ντρίμπλες, σούταραν τη μπάλα που αψηφούσε τους νόμους της Φυσικής και οι βουτιές των τερματοφυλάκων θύμιζαν γέρικα δένδρα που έπεφταν κάτω.


Σε ανάλογο στυλ ήταν και το Match Day του 1984, ένα παιχνίδι που έκανε μεγάλη επιτυχία και το ακόμα καλύτερο σίκουελ Match Day II υπό τους ήχους του “When the Saints Go Marching In” με πάρα πολλές πωλήσεις και αρκετά καινούρια στοιχεία. Την περίοδο εκείνη κυκλοφόρησαν ποδοσφαιράκια όπως το Konami Football, το Soccer, το Tehkan World Cup, το Mexico ’86 και άλλα πολλά. Από αυτά ξεχώριζε το Tehkan που καταβρόχθιζε τα εικοσάρικα από όσους ήθελαν να κοντραριστούν πάνω από την ίδια οθόνη. Φιλίες χαλούσαν, χέρια χτυπούσαν, καθώς οι δυο αντίπαλοι έσκυβαν τα κεφάλια τους πάνω από το ηλεκτρονικό που ήταν σαν τραπεζάκι και άνετα του έβαζες τραπεζομάντιλο. Λίγα παιχνίδια στα “ουφάδικα” είχαν τόσο σουξέ όσο τα ποδοσφαιράκια σε… κάτοψη και το Tehkan ήταν ο πρωτοπόρος.

 Ήταν τα τέλη της δεκαετίας εκείνης που βγήκαν μερικά ιστορικά παιχνίδια και έβαλαν την λέξη εθισμός στο λεξιλόγιό μας. Ανάμεσα σε τίτλους όπως το Εμίλιο Μπουτραγκένιο και το Goal!, τα δυο παιχνίδια που έκαναν το μπαμ ήταν το Microprose Soccer και κυρίως το Kick Off. Και τα δύο είχαν την κάμερα από πάνω, αλλά το 2ο ήταν εξαιρετικά γρήγορο παιχνίδι και αρκετά δύσκολο στον χειρισμό, με την μπάλα να εκτοξεύεται και να θέλει ιδιαίτερη τεχνική. Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1990 υπήρχαν αρκετά παιχνίδια στα πρώτα της χρόνια, αλλά ενώ ο ήχος και τα γραφικά ήταν καλύτερα, το gameplay δεν άλλαζε ιδιαίτερα. Έτσι παιχνίδια όπως το Striker, το Nintendo World Cup, δεν έφεραν ιδιαίτερες καινοτομίες. Δύο παιχνίδια άφησαν εποχή, το ένα ήταν το Kick Off 2 ενώ ο περισσότερος κόσμος είχε τρέλα με το Sensible Soccer. Η κάμερα από πάνω (bird’s-eye όμως και όχι όπως του Kick Off), η φορά πάνω-κάτω και οι ώρες παιχνιδιού ατελείωτες. Μία ακόμα στάση στο παρελθόν:


Τα ποδοσφαιράκια συνέχισαν να βγαίνουν με καταιγιστικό ρυθμό, Tecmo World Cup, Super Sidekicks, Goal 2 ήταν ορισμένα από τα παιχνίδια της εποχής. Μιας εποχής που θα έβαζε τίτλους τέλους περίπου στα μέσα της δεκαετίας, μια που είχαν μπει οι βάσεις για την αρχή του… δικομματισμού στα ηλεκτρονικά ποδοσφαιράκια. Πριν μιλήσουμε όμως γι’ αυτό, ας δούμε το τελευταίο καλό ποδοσφαιράκι της… ανεξάρτητης εποχής (αν και τη SEGA δεν την λες μικρό όνομα), το Virtua Striker. Ένα ποδοσφαιράκι που φαινόταν πανέμορφο τότε, με τέλεια γραφικά, αλλά είχε κι αυτό τα δικά του “κόλπα” για να σκοράρεις, όπως π.χ. κάποια σουτ που έμπαιναν σχεδόν πάντα αν ήξερες τα μυστικά.


Η σειρά Virtua Striker με τις πολλές εκδόσεις της ήταν ουσιαστικά η τελευταία πριν μπούμε στη “σύγχρονη” εποχή του ηλεκτρονικού ποδοσφαίρου. Όλα ξεκίνησαν το 1994 από την EA Sports, που πήρε κάποια δικαιώματα από τη ΦΙΦΑ και έκανε το FIFA International Soccer. Το παιχνίδι είχε “ισομετρικά γραφικά” και είχε αρκετά στοιχεία καινούρια ή που είχαν ξαναγίνει και απλά τα παρουσίασε σαν καινοτομίες (βλέπε Apple). Γνωστό και ως FIFA 94, είναι ένα από τα σημαντικότερα παιχνίδια όλων των εποχών, κυρίως γιατί ξεκίνησε τη σειρά των FIFA. Ακολούθησε η σαφώς καλύτερη έκδοση του 1996 και αργότερα το Road to World Cup του 1998 που εκτός όλων των άλλων είχε και το Song 2 να παίζει. Μοναδικά τα εισαγωγικά βιντεάκια των γηπέδων πριν την έναρξη του αγώνα.

Καθώς στην EA έτριβαν τα χέρια τους και μετρούσαν χρήματα, οι Γιαπωνέζοι της Konami δεν κάθονταν με σταυρωμένα τα χέρια. Η σειρά τους Winning Eleven απέκτησε επιτυχία αλλάζοντας όνομα στον υπόλοιπο κόσμο. Αρχικά ως ISS Pro και ISS Pro Evolution για να φτάσουμε στο Pro Evolution Soccer από το 2001 και μετά. Η μετέπειτα ιστορία γνωστή, η σειρά των PES γρήγορα έφτασε και ξεπέρασε τη σειρά της EA με αποτέλεσμα να θεωρείται το №1. Η πληθώρα των τίτλων εξαφανίστηκε και επί της ουσίας οι δυο εταιρείες μονοπωλούν την αγορά εδώ και πολλά χρόνια, εναλλασσόμενοι στη πρωτοκαθεδρία μεταξύ τους, χωρίς προς το παρόν νέοι “παίκτες” να φαίνονται στο προσκήνιο. Κλείνουμε το αφιέρωμα με ένα από τα καλύτερα PES, το πρώτο ίσως που έγινε εμπορική επιτυχία, το ISS Pro 98:

Από το el sombrero

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Το Παιχνίδι στα Χέρια Σου

Κάπου στο 2015, το γαλλικό ποδοσφαιρικό περιοδικό France Football, το γνωστό που ξεκίνησε την ιστορία με τη Χρυσή Μπάλα, έκανε ένα μεγάλο αφιέρωμα στα ξύλινα ποδοσφαιράκια. Αυτά τα μαγευτικά μαραφέτια με τις σειρές από παίχτες σε γραμμές που τους χειριζόσουν με τη λαβή. Οι λίγο μεγαλύτεροι θυμόμαστε ότι πριν βγουν τα ηλεκτρονικά ποδοσφαιράκια τρώγαμε τα λεφτά μας σε αυτά τα κουτιά.

Το ξύλινο ποδοσφαιράκι είναι μια γαλλική εφεύρεση της δεκαετίας του 1960. Η εταιρία Σοσιετέ Μπονζινί τα φύτεψε σε πολλά καφέ, μπιλιαρδάδικα, μπαρ και μπιστρό πριν γίνουν μόδα και μανία. Στο θρυλικό στέκι «Εξαγκόν» του Παρισιού πήγαιναν το μήνα περίπου 250.000 Παριζιάνοι για να παίξουν το ξύλινο ποδοσφαιράκι. Σήμερα αυτό το νούμερο έχει πέσει στις 55.000 σύμφωνα με το γενικό διευθυντή της Μπονζινί. Τα ηλεκτρονικά ποδοσφαιράκια έχουν κλέψει το κυρίως κοινό αυτών των στεκιών, παιδιά γυμνασίου και λυκείου, φοιτητές και διάφορους νέους κάτω των 35.

Μέσα από τη νοσταλγία των ανθρώπων που γεννήθηκαν μέχρι το 1990, αλλά και λίγο στη λογική της μόδας του ρετρό, τα ξύλινα ποδοσφαιράκια κάνουν μια δυναμική επανεμφάνιση. Το 2014 η Μπονζινί ανακοίνωσε αύξηση των παραγγελιών κατά 65%! Μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος των παραγγελιών πήγαινε σε ιδιώτες που ήθελαν ένα τέτοιο σπίτι τους. Η Γαλλία με την έντονη ρομαντική διάθεση που τη χαρακτηρίζει επιστρέφει στο ξύλινο ποδοσφαιράκι.

Δεν είναι μόνο η Γαλλία όμως. Στην Αγγλία πολλές παμπς πέρα από τα διάφορα φιλπεράκια και βελάκια που έχουν σταθερά, άρχισαν να εγκαθιστούν ξύλινα ποδοσφαιράκια. Όσο και αν φαίνεται περίεργη η εικόνα του μεθυσμένου Αγγλάρα που πάει να παίξει και το χέρι τρέμει στη λαβή, ενώ παράλληλα χύνει τη μπύρα στο ξύλινο γήπεδο με αποτέλεσμα να κολλάει η μπίλια μπάλα, οφείλω να ομολογήσω ως αυτόπτης μάρτυρας ότι συμβαίνει. Και όλα κλασικά: Ρίχνεις κέρμα, τραβάς μοχλό, πέφτουν οι μπάλες με το χαρακτηριστικό ήχο και, όπως άλλωστε και στο τάβλι, η μαγεία και η μαγκιά είναι το τακ-τακ σε κάθε παιξιά.

Το βασίλειό του όμως είναι στην Ισπανία, και ειδικά στη Βαρκελώνη, όπου το ξύλινο ποδοσφαιράκι είναι θεσμός. Μπορείς να το βρεις σε όλα τα μεγέθη, σε όλα τα καταστήματα παιχνιδιών. Υπάρχει παντού και μάλιστα διοργανώνεται τουρνουά σε εθνικό επίπεδο με έπαθλα, χρηματικά και κύπελλα, τηλεοπτική κάλυψη και τα πάντα. Είναι τόσο διαδεδομένο που σε τελικούς κυπέλλου στα περίπτερα που στήνονται εκτός από κασκόλ, φανέλες, μπύρες, αναψυκτικά, βρώμικο και τα γνωστά παραδοσιακά έχουν και υπαίθρια ξύλινα ποδοσφαιράκια για να λύνουν οι οπαδοί τις διαφορές τους πριν το ματς, χωρίς να πλακώνονται στο ξύλο.

Στις ακαδημίες τους οι περισσότερες ομάδες έχουν βάλει ξύλινα ποδοσφαιράκια. Η Μπαρσελόνα και η Μπιλμπάο υπήρξαν πρωτοπόρες και μάλιστα ένας από τους προπονητές της Μπιλμπάο στις μικρές ηλικίες δήλωσε ότι βοηθάει ώστε να εξηγήσουν στα παιδιά τις θέσεις και τις γραμμές μέσα από ένα παιχνίδι. Στην Καταλονία το ξύλινο ποδοσφαιράκι είναι τόσο βαθιά ριζωμένο που μετά το Γιούρο του 2012, ο Τσάβι έδωσε συνέντευξη στη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας, την Ελ Παΐς, με κεντρική φωτογραφία τον ίδιο μπροστά σε ένα τέτοιο.

Άλλωστε όσο εντυπωσιακά και αν είναι τα γραφικά, η κίνηση και ο ήχος του κάθε «ΠΡΟ» και κάθε «ΦΙΦΑ», το δέσιμο της παρέας και ο χαβαλές που μπορεί να προκαλέσει αυτό το «τακ» της μπίλιας στο ξύλο που ακολουθεί την ατάκα «Να σε παίξω ένα;» δεν το πετυχαίνει κανένα μπλιμπλίκι.

Από το el sombrero 

Tο ποδόσφαιρο των παιδικών μας χρόνων (10 μεγάλες αλήθειες)

 Για τους γεννημένους το πολύ μέχρι και την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, υπάρχουν κάποιοι κανόνες που περιγράφουν το ποδόσφαιρο της αλάνας. Μιας και τα πράγματα έχουν πλέον αλλάξει, και τα βιώματα ειδικά των παλαιότερων εξ ημών είναι διαφορετικά από κάποιων άλλων, θεωρώ ότι αν κάποιος είναι πάνω από 25 ετών και μεγάλωσε σε κάποιο μέρος, που συνήθως υπήρχαν τέτοιοι χώροι πριν τσιμεντοποιηθούν, θα συμφωνήσει τουλάχιστον με τις περισσότερες από τις δέκα μεγάλες αλήθειες που περιγράφονται παρακάτω.

1. Το πιο σημαντικό άτομο ήταν ο "μπαλοκράτορας"

Ποδόσφαιρο χωρίς μπάλα δεν γίνεται και η μπάλα όταν ήμασταν μικροί ήταν από τα μεγαλύτερα γκάτζετ (μια που τότε δεν είχαμε κινητά και εκτός από το γκειμ-μπόι και τον Άμστραντ δεν υπήρχε τόση τεχνολογία). Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μπορεί να είχαμε καινούρια παπούτσια, αλλά λίγοι είχαν μπάλες. Και έπρεπε να τους έχουμε από κοντά. Κατά διαβολική σύμπτωση μπάλα είχε πολύ συχνά κάποιος αχώνευτος! Έτσι λοιπόν το ποδόσφαιρο μας μάθαινε από μικρούς την κοινωνική υποκρισία και τα ψεύτικα χαμόγελα προς άτομα που δεν χωνεύαμε. Και αν δεν ήταν αχώνευτος, σίγουρα ήταν από τους πιο άσχετους ποδοσφαιρικά και όταν έπιανε αέρα δεν μπορούσες να τον βρίσεις όσο ήθελες, καθώς πιθανότατα δεν θα ξαναέπαιζες. Πάντως, ίσως ο ιδιοκτήτης της μπάλας να ήταν το δεύτερο πιο σημαντικό άτομο, αφού το πρώτο ήταν η μάνα του! Γιατί αυτή θα ερχόταν να τον μαζέψει για να πάει να φάει ή δεν θα τον άφηνε να βγει από το σπίτι επειδή έπρεπε να διαβάσει ή επειδή φοβόταν μήπως αρρωστήσει ο κανακάρης της.

2. Τι γινόταν όταν δεν είχαμε μπάλα

Πολλές φορές ήθελες να παίξεις και δεν είχες μπάλα. Εκεί φαινόταν η δημιουργικότητα και η φαντασία σου. Αγαπημένα ήταν τα κουτιά γάλα συσκευασίας τετραπάκ ή όπως αλλιώς λέγεται, εκείνα τα τετράγωνα που είχαν αρκετό όγκο για να μπορείς να τα κλωτσήσεις και τόσο παράξενο σχήμα που ούτε ο Ζουνίνιο Περναμπουκάνο δεν μπορούσε να βάλει τα κατάλληλα φάλτσα. Επίσης πολύ της μόδας ήταν τα μπουκαλάκια νερού, τα κουτάκια από αναψυκτικά, τα μικρά κουτάκια από χυμούς που ήταν πιο μανιτζέβελα, αλλά χαλούσαν και ευκολότερα. Γιατί πάντα βρισκόταν κάποιος αρκετά άμπαλος που θα πατούσε το κουτί και από τρισδιάστο αντικείμενο θα γινόταν κάτι προς το επίπεδο, σαν το πακ του χόκεϊ επί πάγου! Ταυτόχρονα με την μετατροπή της μπάλας σε πακ, το παιχνίδι από ποδόσφαιρο γινόταν κλωτσοπατινάδα, αλλά δεν είχε τόση σημασία. Το γκολ πανηγυριζόταν και πάλι σαν να ήταν τελικός ΤσαμπιονσΛί.

3. Δεν έχουμε εστίες, ας φτιάξουμε

Γήπεδα μπάσκετ υπήρχαν, όχι πολλά αλλά υπήρχαν. Γήπεδα ποδοσφαίρου όχι. Έτσι λοιπόν οι εστίες ήταν αυτοσχέδιες. Το σύνηθες ήταν τον ρόλο των δοκαριών να τον παίζουν τα μπουφάν, οι μπλούζες και γενικά τα εφόδια του καθενός. Αν ήσουν πιο τυχερός τότε υπήρχε κάποιο δέντρο ή κάτι αντίστοιχο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δοκάρι. Παίξαμε σε «γήπεδο» που τα δοκάρια ήταν προτομές ηρώων! Βέβαια η μια “εστία” ήταν πιο μικρή σε μήκος από την άλλη (γιατί είχαν βάλει τα αγάλματα πιο κοντά), αλλά αυτό το λύναμε εύκολα αλλάζοντας εστία σε κάθε ημίχρονο. Το πρόβλημα ήταν πιο σοβαρό όταν διάφοροι περαστικοί μας έκραζαν γιατί δεν σεβόμασταν αυτούς που θυσιάστηκαν για εμάς. Και αν το πρόβλημα των κάθετων δοκαριών λυνόταν εύκολα, η μεγάλη πληγή ήταν τα οριζόντια. Ο άγραφος νόμος του ποδοσφαίρου της αλάνας έλεγε ότι το οριζόντιο δοκάρι πάντα τοποθετείται νοητά στο μέγιστο ύψος που έφτανε ο εκάστοτε τερματοφύλακας. Μεγάλη διαφορά από το κανονικό ποδόσφαιρο που ο ψηλός τερματοφύλακας είναι πλεονέκτημα. Όπως είναι φυσικό, με την απουσία ριπλέι και εποπτών, υπήρχαν πολύ συχνά διαφωνίες για το αν κάποια σουτ ήταν γκολ ή “πολύ ψηλά”.

4. Πού παίζει ο καθένας

Όλοι ήθελαν να βάζουν γκολ, όλοι ήθελαν να σκοράρουν, αλλά δεν γινόταν. Ο κανόνας έλεγε ότι οι πιο άμπαλοι μπαίνουν στην άμυνα και ο πιο χοντρός στο τέρμα. Συνήθως ο πιο χοντρός ήταν κι ο τελευταίος που επιλεγόταν, ένα κοινωνικό στίγμα που δύσκολα ξεχνιέται. Αν δεν υπήρχε χοντρός ή κάποιος που ήθελε να κάτσει τέρμα, υπήρχε ο δημοκρατικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο τερματοφύλακας άλλαζε κάθε δύο γκολ. Φήμες λένε ότι κάποιοι άφηναν τα γκολ επίτηδες ώστε να επιστρέψουν μια ώρα αρχύτερα στο κανονικό παιχνίδι. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο μπακότερμα είτε λόγω αριθμητικής ανισορροπίας των ομάδων, είτε επειδή δεν άντεχε να μην παίζει λίγο κι αυτός.

5. Χάσαμε την μπάλα

Το ποδόσφαιρο δεν είναι τένις ή πινγκ-πονγκ και η μπάλα είναι μεγάλη. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν λίγες οι φορές που η μπάλα έφευγε. Είτε σε κάποιο μπαλκόνι, είτε σε κάποια στέγη, είτε σε κάποιον δρόμο, είτε οπουδήποτε τέλος πάντως μπορούσε να πάει μια μπάλα από ένα κακό δυνατό σουτ. Η χειρότερη μοίρα όμως της μπάλας ήταν να πάει κάτω από ένα αυτοκίνητο. Η προσπάθεια επανάκτησής της ένας πραγματικός γολγοθάς, με πιτσιρίκια να απλώνουν τα πόδια τους και να κάνουν κάτι σαν τάκλιν για να την φτάσουν. Το επίπεδο δυσκολίας ανέβαινε κι άλλο, όταν ο δρόμος ήταν γεμάτος νερά, φαινόμενο όχι σπάνιο σε ελληνικό δρόμο, κι ο ήρωας έπρεπε να γίνει μούσκεμα για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Ειδικά μάλιστα όταν συνήθως υπήρχε και η διαφωνία αν υπεύθυνος ήταν αυτός που είχε στείλει την μπάλα εκεί ή η ομάδα που είχε την κατοχή.

 6. Απουσία διαιτητή, ανάγκη συμφωνίας στους κανόνες

Τις συντριπτικά περισσότερες φορές δεν υπήρχε κάποιος να αποφασίζει, δίκην διαιτητού! Τότε οι γενικές… ντιρεκτίβες λέγανε ότι για να δοθεί πέναλτι θα έπρεπε να το ζητήσει αυτός που έχει πέσει κάτω και «φαινόταν» ότι πονούσε!  Φυσικά ακόμα και να έβγαινε άκρη για το αν ένα φάουλ ήταν πράγματι φάουλ (συνήθως ήταν, αν το θύμα επέμενε πολύ και έπαιρνε την μπάλα στα χέρια του για το εκτελέσει…), μια καινούρια συζήτηση ξεκινούσε για τις αποστάσεις. Χωρίς ίντερνετ να γκουγκλάρει κάποιος, υπήρχαν διάφορες απόψεις για το πόσα μέτρα ή βήματα ήταν η σωστή απόσταση του τείχους και του πέναλτι και ειδικά όταν μιλούσαμε για “βήματα” ποιος θα τα μετρούσε, καθώς αν πήγαινε κανένας ψηλός η απόσταση μεγάλωνε σημαντικά! Φυσικά, ΔΕΝ υπήρχε οφσάιντ, ένας κανόνας ιδιαίτερα πολύπλοκος για να τηρείται. Γενικά πάντως οι διαφωνίες σπάνια έφερναν το τέλος του παιχνιδιού, καθώς η κάψα για μπάλα ήταν μεγαλύτερη. Φυσικά, οι «αδικημένοι» φρόντιζαν να χτυπάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα στους αντιπάλους «εκείνη» τη φάση που τελικά πέρασε το δικό τους, πλάθοντας σιγά σιγά τις επόμενες γενιές Ελλήνων φιλάθλων.

7. Πώς αρχίζει και πότε τελειώνει ένας αγώνας;

Στο ποδόσφαιρο της αλάνας δημιουργήθηκε και το ιδιότυπο ποδοσφαιρικό τζάμπολ «σκάει τρεις», όταν δεν υπήρχε συμφωνία για το ποιος θα κάνει τη σέντρα. Αν υπήρχε συμφωνία, ο κανόνας έλεγε ότι η πρώτη πάσα ήταν ελεύθερη με αποτέλεσμα να γίνονται και οι πρώτες οργανωμένες κομπίνες, ενώ μερικοί επίτηδες έκαναν την πρώτη πάσα απίστευτα αργά για να σπάσουν τα νεύρα των αντιπάλων. Η παντελής έλλειψη κανόνων είχε ως αποτέλεσμα να μην ξέρουμε πότε τελείωνε ένα ματς. Κάποιες φορές παίζαμε μέχρι κάποια συγκεκριμένη ώρα, όπου και εκεί γινόταν χαμός γιατί όσοι είχαν ρολόγια παρουσίαζαν μεγάλες αποκλίσεις και 1-2 λεπτά ακόμα ήταν ένας αιώνας στην αλάνα, ενώ κάποιες φορές παίζαμε μέχρι συγκεκριμένο αριθμό γκολ. Αν για κάποιους λόγους το παιχνίδι έπρεπε να διακοπεί πριν την ώρα του (αποχώρηση «μπαλοκράτορα», νύχτα κ.λ.) και το σκορ ήταν ισόπαλο ή στη διαφορά ενός γκολ, υπήρχαν δυο σπουδαίοι κανόνες. Αυτός της «τελευταίας φάσης» με την αγωνία στο κατακόρυφο, αφού όλος ο ιδρώτας κρινόταν από μία και τελευταία κλωτσιά και αυτός του «όποιος το βάζει κερδίζει». Μερικά από τα σπουδαιότερα γκολ στης ιστορία του ποδοσφαίρου της αλάνας μπήκαν υπό αυτές τις συνθήκες! Που συνοδεύονταν από πανηγυρισμούς-κόπιες γνωστών αστέρων!

8. H αργκό του ποδοσφαίρου αλάνας

Η γλώσσα ήταν ένα συνονθύλευμα λέξεων καθαρεύουσας, λαϊκής δημοτικής και ξένων όρων που είχαν μπασταρδοποιηθεί. Στην περίπτωση που είχαμε χέρι ξεκινούσε μια συζήτηση με μαγικές λέξεις για τις ηλικίες όπως εσκεμμένο, ακούσιο και άλλα τέτοια που προστίθενταν στο λεξιλόγιο δίπλα σε λήμματα όπως το “τζατζάρισμα” , “παγκότερμα”, “αράουτ” , “δεν στρέχει” , “το γερμανικό” , “σφάλτσο” , “φάουλτ” κτλ, ενώ είχαν δημιουργηθεί και νέες θέσεις στον αγωνιστικό χώρο όπως το περιβόητο “περίπτερο” που όλοι μισούσαν, αλλά σε κάποια στιγμή της ζωής τους έπαιξαν. Εκεί πρωτοακούστηκαν και φράσεις όπως «όχι μπουμ» για να απαγορευτούν τα δυνατά σουτ που έθεταν σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα του ατυχούς τερματοφύλακα.

9. Εγώ είμαι ο Πελέ, εμείς είμαστε η Γερμανία

Το ποδόσφαιρο των παιδικών μας χρόνων μπορεί να ήταν μια στιγμή ευφορίας και ελευθερίας, αλλά πάντα μέσα μας θέλαμε να μοιάσουμε με μεγαλύτερους. Εκεί είχαμε τις διαφωνίες για το ποιος είναι ο καθένας και τι ομάδα είναι ο καθένας. Και μιας και δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε ελληνικές ομάδες γιατί οι κόντρες ήταν μεγάλες, συνήθως γίνονταν επιλογές ξένων εθνικών ομάδων. Κάποιοι ήταν ο Πελέ/Κρόιφ/Πλατινί/Μαραντόνα και η ομάδα ήταν η Βραζιλία/Γερμανία/Αγγλία/Ιταλία και πάει λέγοντας. Συνήθως οι ομάδες επιλέγονταν με το πόσο ισχυρές ήταν εκείνες τις εποχές, δεν ήταν τυχαία η δημοφιλία της Ολλανδίας ή ακόμα και της Γιουγκοσλαβίας. Φανέλες ομάδων τότε δεν ήταν τόσο της μόδας και ήταν και δυσεύρετες, οπότε σπάνια υπήρχε διαχωρισμός χρωματικός.

10. Η μπάλα ήταν πάντα έτσι:

 
Μίξη και επεξεργασία από κείμενα του el sombrero 1 και el sombrero 2 

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Οι φυλές του παιδικού ποδοσφαίρου

 Όταν είσαι παιδί το ποδόσφαιρο είναι απλά ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, χωρίς καμία προέκταση. Όπου και με όποιους και αν έζησες, εφόσον έπαιζες ποδόσφαιρο μικρός, μα σε κάποια λασπωμένη αλάνα, ή στη τσιμεντένια αυλή του σχολείου σου, σίγουρα έχεις γνωρίσει κι εσύ κάποιους αντιπροσώπους από τις παρακάτω "φυλές του ποδοσφαίρου" που είχες σαν "συμπαίκτες" ή και γνώρισες ως "αντιπάλους"! Εδώ αναφέρονται οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις και φυσικά υπάρχουν κι άλλες. 

1. Το περίπτερο

 Ένας από τους πιο αντιπαθείς παίκτες στον αγωνιστικό χώρο. Για κάποιον λόγο τα κατάφερνε πάντα και έπαιζε επίθεση. Ίσως δίκαια γιατί ήξερε μπάλα και ήταν καλός, ίσως άδικα γιατί πολύ απλά επέμενε πολύ να παίξει εκεί, τόσο που του έκανες το χατίρι. Το θέμα όμως ήταν η συμπεριφορά του στον αγωνιστικό χώρο που σε έκανε να το μετανιώνεις. Το περίπτερο δημιουργούσε φιλικές σχέσεις με τον αντίπαλο τερματοφύλακα γιατί σε ολόκληρο το ματς ήταν εκεί δίπλα του και τα λέγανε! Καμία προσπάθεια να κυνηγήσει την μπάλα, κανένα φιλότιμο, τελείωνε το ματς χωρίς ίχνος ιδρώτα με περιοχή δράσης μια ακτίνα πέντε-έξι μέτρων στο τσακίρ κέφι. Και το χειρότερο ήταν η φάτσα ικανοποίησης όταν σου ‘λεγε τα πόσα γκολ είχε βάλει στο τέλος του αγώνα. Γκολ για τα οποία εσύ είχες μοχθήσει, εσύ είχες τρέξει, εσύ είχες ματώσει τα γόνατά σου! Το περίπτερο σύμφωνα με σοβαρή έρευνα που έχω πραγματοποιήσει «το περίπτερο» είχε 74,3% πιθανότητες να κάνει στρατιωτική θητεία δίπλα στο σπίτι του και να βολευτεί στο Δημόσιο!

2. Το αγοροκόριτσο

Ίσως όχι η πιο συχνή κατηγορία, αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι έχουμε συναντήσει (κυρίως στο σχολείο στο μάθημα της γυμναστικής) ένα κορίτσι που ήθελε να παίζει ποδόσφαιρο. Οι φίλες της την κοιτάνε με ένα μείγμα απέχθειας, ζήλιας και μίσους γιατί κερδίζει τα βλέμματα όλων των αγοριών της τάξης, κάτι που ποτέ δεν κατάφεραν αυτές. Ειδικά στα δικά μας χρόνια, που υπήρχαν ακόμα κάποια στεγανά μεταξύ των δύο φύλων, το αγοροκόριτσο κέρδιζε αρκετά λεπτά δημοσιότητας και η εκτίμηση στο πρόσωπό της ανέβαινε σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στον αρσενικό πληθυσμό. Συνήθως δεν ήταν καλή όπως είναι και λογικό, αλλά τα αγόρια πάντα έδειχναν το σεβασμό για τον εξωγήινο που ήθελε να γίνει κοινωνός της μαγείας του ποδοσφαίρου και έτσι κυρίως έπαιζαν άμυνα με τα μάτια και δεν έκραζαν για κάθε τραγική πάσα και τσουρουκιά.

3. Ο χοντρός

Για να είμαστε ξεκάθαροι, δεν μιλάμε για όλους τους τύπους με παραπάνω κιλά. Γιατί υπήρχαν χοντροί που έπαιζαν φοβερή μπάλα, διέθεταν τρομερά προσόντα και διακρινόντουσαν για το σουτ, που αν σε πετύχαινε σε άφηνε με κάποια αναπηρία. Όταν μάλιστα συχνά έπαιζε ημίγυμνος, το ιδρωμένο του κορμί ήταν αμυνο-απωθητικό! Η συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνει τους υπέρβαρους που η μοίρα τους έφερε είτε από ανάγκη (όταν δεν υπήρχαν αρκετά άτομα για να συμπληρώσουν ομάδα), είτε από υποχρέωση (γυμναστική) να παίζουν μαζί σου. Εννοείται ότι η κατάληξή τους ήταν να μπουν στην άμυνα, τη χωματερή του ποδοσφαίρου αλάνας. Ο χοντρός ήταν μετρ του τσαφ. Παντελώς άμπαλος μπορούσε να μην πετύχει μπάλα που ταξίδευε με ταχύτητα 2 χιλιομέτρων τη δεκαετία. Το χειρότερο όλων όμως ήταν η παντελής του αδιαφορία, την στιγμή που εσύ ίδρωνες για τη φανέλα (ή συχνά το κασκορσέ Μινέρβα), και αυτός έβαζε ένα αυτογκόλ το οποίο δεν τον πτοούσε καθόλου ψυχολογικά, ενώ έκανε εσένα να χάσεις τον ύπνο σου. Στα θετικά ότι δεν έχανε τη θέση του στο γήπεδο, κυρίως γιατί βαριόταν να περπατήσει και σκεφτόταν την τυρόπιτα στο διάλειμμα. Σε αντίθεση βέβαια με το αγοροκόριτσο που είχε ασυλία, ο χοντρός άκουγε  κράξιμο από όλους, χωρίς να ιδρώνει το αυτί του.

4. Ο μικρός

Ο μικρός είχε συχνά την ομοιότητα με τον χοντρό στο ότι έπαιζε για να συμπληρώσουμε ομάδα. Με μια διαφορά όμως. Συνήθως ήταν κάποιος που οι μεγαλύτεροι ήξεραν. Τον είχαν δει να παίζει με τα παιδιά της ηλικίας του και ως πρωτόγονοι σκάουτερ τον είχαν συγκρατήσει. Έτσι, από όλα τα παιδάκια διάλεξαν αυτόν γιατί μπορούσε να ανταπεξέλθει στις δύσκολες συνθήκες. Ήταν πάντα ένα δείγμα τιμής και μια αναγνώριση για τον μικρό που μπορούσε να υπερηφανεύεται στους συνομήλικούς του ότι παίζει σε άλλο επίπεδο. Πολύ συχνά ο μικρός ήταν συγγενής κάποιου της παρέας. “Φέρε και το ξαδερφάκι σου ρε καλό είναι”Ο μικρός έχανε πάντα σε μυϊκό όγκο και δύναμη, οπότε απαραίτητα προσόντα ήταν η αντοχή, η ντρίμπλα και η ταχύτητα. Εννοείται ότι πάντα αυτός έτρεχε να μαζέψει την μπάλα όταν πήγαινε σε κανένα χωράφι (αν ήσουν σε χωριό) ή κάτω από το αυτοκίνητο (αν ήσουν σε πόλη).

5. Ο μαμάκιας

Ο μαμάκιας είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία που δεν έχει να κάνει με τα αγωνιστικά προσόντα του αθλητού, αλλά με την εν γένει συμπεριφορά του. Ήταν αυτός που μόλις σκοτείνιαζε έπρεπε να φύγει. Βρε δεν πα να ήταν 5-5 το σκορ και το ματς να είχε αγωνία, η μαμά του είχε πει να γυρίσει σπίτι και αυτός το τηρούσε. Άρχισε να βρέχει; Ο μαμάκιας δεν μπορούσε να συνεχίσει γιατί υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσει. Πολύ συχνά η ίδια του η μαμά ερχόταν να τον ελέγξει, οπότε και εσύ ξενέρωνες και ας τη χαιρετούσες με ένα χαμόγελο αγγέλου λέγοντας “Γεια σας κυρία Σούλα”. Στην τσάντα της πάντα είχε μια αλλαξιά ρούχα γιατί όπως όλοι ξέρουμε αν ιδρώσεις στο ποδόσφαιρο και δεν αλλάξεις αμέσως οι πιθανότητες πνευμονίας είναι 95%. Μεγάλο ρόλο στην ψυχοσύνθεση του μαμάκια έπαιζε και το θέμα “λεκέδες”. Όσο πιο βρώμικα τα ρούχα όταν επέστρεφε σπίτι, τόσο μεγαλύτερη η κατσάδα. Σε περίπτωση δε τραυματισμού, αμυχής, στραμπουλήγματος, έπρεπε να καταφτάσουν τουλάχιστον δυο μεταγωγικά C-130 για να τον μεταφέρουν στην εντατική.

6. Ο μύτος

Μια αμφιλεγόμενη κατηγορία παίκτη, ο μύτος πάντα θεωρείται παιδί ενός κατώτερου θεού από τους πιο τεχνικά εξευγενισμένους παίκτες. Όπως λένε και στο χωριό μου είναι one-trick pony, ξέρει να σουτάρει μόνο με την μύτη του παπουτσιού με δύναμη. Αυτό έμαθε, αυτό κάνει. Η αλήθεια είναι πάντως ότι αυτό δεν τον κάνει κατ’ ανάγκη λιγότερο χρήσιμο. Δεν είναι λίγα τα ματς που ο μύτος έχει κερδίσει με το σουτ του και ειδικά σε περιπτώσεις που ο μύτος ήταν και λίγο γρήγορος, μπορούσε να είναι ο MVP του αγώνα. Στο τέλος όμως της ημέρας, πάντα κάποιος θα ανέφερε υποτιμητικά το γεγονός και ο μύτος βαθιά μέσα του θα πέθαινε λιγάκι.

7. Το φυτό

Μέσα στον παιδικό ποδοσφαιρικό μικρόκοσμο ο σπασίκλας, το φυτό πάντα ήταν μια παρεξηγημένη μορφή. Η μοίρα δεν του έδωσε ποδοσφαιρικό ταλέντο, καταδικάζοντάς τον συνήθως σε αμπαλίαση, ενώ το γεγονός ότι ήταν καλός μαθητής έφερνε συχνά μια μορφή ζήλιας και κοινωνικής απομόνωσης. Το φυτό εξαιτίας της υψηλής νοημοσύνης του προσπαθούσε να βγει από το περιθώριο και να κερδίσει την συμπάθεια των υπολοίπων μέσω του ποδοσφαίρου. Η παντελής έλλειψη ταλέντου όμως συνήθως τον έφερνε ως παρτενέρ του χοντρού, φτιάχνοντας ένα αμυντικό δίδυμο συνώνυμο της άμυνας-βούτυρο. Η διαφορά ήταν ότι το φυτό συνήθως ήταν πιο φιλότιμο και προσπαθούσε περισσότερο από τον αδιάφορο χαμογελαστό χοντρό. Πιθανώς μέσα του να έλεγε “είμαι τόσο έξυπνος, δεν γίνεται να μην μπορώ να κλωτσήσω μια μπάλα καλά”. Αυτό δεν αρκούσε όμως, καθώς το αποτέλεσμα συνήθως ήταν τραγικό και το αντίπαλο περίπτερο είχε εύκολη δουλειά απέναντί του.


Από το el sombrero

Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε

 Σχεδόν σε ΚΑΘΕ περίοδο του ελληνικού ποδοσφαίρου, ειδικά μετά την καθιέρωση του επαγγελματισμού το 1980, κάτι άσχημο έχει συμβεί και όλη η χώρα ήταν (και είναι) απογοητευμένη με τα τεκταινόμενα στο χώρο του. Οπουδήποτε κι αν κοιτάξεις πλέον στο Ελληνικό ίντερνετ η αγανάκτηση κάνει πάρτι, έτοιμη να χυθεί από τις οθόνες και να μας πνίξει όλους. Οι οπαδοί έχουν αγανακτήσει, οι δημοσιογράφοι έχουν αγανακτήσει, οι άνθρωποι των ομάδων έχουν αγανακτήσει, η κυβέρνηση έχει αγανακτήσει, οι απλοί φίλαθλοι έχουν αγανακτήσει, ακόμα και άνθρωποι που δεν ξέρουν με πόσους παίκτες παίζεται το παιχνίδι έχουν αγανακτήσει. Οι περισσότεροι θέλουν κάποιος να τιμωρηθεί άσχημα για παραδειγματισμό, αρκεί βέβαια να μην είναι κάποιος από τους ‘δικούς’ τους!


Η πείρα του παρελθόντος μας έχει διδάξει ότι μετά τη φάση της αγανάκτησης, ακολουθεί -συνήθως- η φάση των αμέτρητων απόψεων και ισάριθμων προτάσεων. Ακολουθεί η φάση του συμβιβασμού, κατά την οποία όλοι διαπιστώνουν ότι δεν πρόκειται να γίνει σχεδόν τίποτα απ’ όσα προτάθηκαν και ακούστηκαν και η φυσική κατάληξη είναι πάντα η φάση της αποδοχής, που όλα μπαίνουν κάτω από το χαλάκι μέχρι το επόμενο άσχημο συμβάν που θα μας… σοκάρει όλους. Πολλές από αυτές τις προτάσεις είναι «… σωστές και λογικές» και με «… μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο», ο οποίος τις γουστάρει όσο είναι ακόμη ιδέες (μπορείς να τις κάνει και like για να νιώσει προοδευτικός και ανοιχτόμυαλος), αλλά αρχίζει να δυσανασχετεί μαζί τους σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι μπορεί και να γίνουν πράξη και να θίξουν τη δική του ομάδα!


Τον Σεπτέμβριο του 2014, για το Ισπανικό πρωτάθλημα, η Ρεάλ κέρδισε με 8-2 μέσα στην έδρα της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Μεγάλο ελληνικό αθλητικό πόρταλ μετέφερε την είδηση στους Έλληνες φιλάθλους με τον περιγραφικό τίτλο “Βιασμός στο Ριαθόρ”! Κάποιος βίασε κάποιον άλλον, σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι κάπου στην δυτική Ισπανία! Οι λέξεις σε ένα πόρταλ δεν κάνουν κακό σε κανέναν, είναι ακίνδυνες, δεν πετάνε φωτοβολίδες, ούτε παίζουν ξύλο, δεν έχουν καν την ίδια βαρύτητα με τις «βαριές κουβέντες» κάποιου προέδρου σε ένα Δ.Σ. της Σούπερ Λιγκ! Φυσικά και δεν κυριολεκτεί ο συντάκτης, κανένας δεν βίασε κανέναν, χαβαλέ κάνουμε, λίγη υπερβολή για να γίνει πιο «πιασάρικος» ο τίτλος, να πατήσει κανένας άνθρωπος παραπάνω το link, να βγάλουμε λίγα λεφτουδάκια από τις διαφημίσεις «… μεγέθυνσης του πέους» ή «… του τρομερού site γνωριμιών»! Η υπεράσπιση είναι μια πολύ εύκολη υπόθεση: «Όλη η χώρα, μαζί με το πρωτάθλημα μας, είναι ένα μπουρδέλο, η λεξούλα σε ένα τίτλο σε πείραξε;»


 Αρκετούς μήνες πριν απ’ αυτό το παιχνίδι, ένα Ρεάλ-Μπαρτσελόνα μας είχε προσφέρει μερικές εντυπωσιακές στιγμές πολύ υψηλής ποδοσφαιρικής τέχνης! Το ιλαροτραγικό του πράγματος ήταν οι κατοπινές «αντιδράσεις» των Ελλήνων (!) στα social media! Ένα μεγάλο μέρος των σχολίων ήταν μπινελίκια και σεξουαλικές αναφορές ανθρώπων που γεννήθηκαν και ζούσαν στον Ασπρόπυργο, στο Παγκράτι, στο Λαγκαδά ή στο Ηράκλειο της Κρήτης, «χύνοντας» ηλεκτρονικά γιατί μια ισπανική ομάδα κέρδισε μια άλλη ισπανική ομάδα, την ίδια ώρα που άλλοι τους στολίζαν με κοσμητικά επίθετα, υπενθυμίζοντας τους τις φάσεις που θεωρούσαν ότι ο διαιτητής αδίκησε την δική τους (ισπανική!...) ομάδα, φάσεις στις οποίες στέκονται περισσότερο και από τους πιο σκληροπυρηνικούς, Ισπανούς (!) οπαδούς των ομάδων αυτών. Το πανηγύρι φυσικά συνεχίστηκε στα ελληνικά «ενημερωτικά» πόρταλ με εριστικούς τίτλους, που παλιότερα συναντούσες μόνο μετά από Ελληνικά ντέρμπι. “Τους κέρασε ο Νειμάρ”, “τους γλέντησε ο Μπέιλ” κ.λ.π.

Τις 2 πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ζήσαμε την κλασσική φάση που πολλοί άνθρωποι ήταν εκνευρισμένοι με την επίδειξη δύναμης που έκανε στο πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός, παίρνοντας σφυρίγματα τα οποία μάλλον και δεν χρειαζόταν γιατί το πιθανότερο είναι ότι (τις συντριπτικά περισσότερες φορές από αυτές) πάλι θα βρισκόταν στην κορυφή! Όταν οι ερυθρόλευκοι έπαιζαν οποιοδήποτε ματς στην Ευρώπη, οι οπαδοί όλων των υπολοίπων ομάδων, περίμεναν καρτερικά από τον καναπέ τους μια (ξένη...) σφαλιάρα που τους έδινε μια πρόσκαιρη χαρά, βλέποντας το σαν ένα μικρό είδος εκδίκησης για τα όσα βίωναν σε παλιότερα εγχώρια παιχνίδια! Όταν ο Ολυμπιακός έχανε, η ειρωνεία "πήγαινε" σύννεφο, ειδικά αν στο παιχνίδι υπήρχαν "περίεργες" διαιτητικές αποφάσεις που δεν "ταίριαζαν" με τα ελληνικά δεδομένα! Οι οπαδοί του Ολυμπιακού εκνευρίζονταν και θεωρούσαν ότι όλο αυτό το αντιολυμπιακό πανηγύρι ήταν καθαρά αποτέλεσμα κομπλεξισμού, που δημιουργήθηκε από τους αμέτρητους τίτλους που σήκωσε ο «Θρύλος», ακούγονταν και τα κλασσικά «… πονάτε καημένοι, καλά σας κάνει ο πρόεδρος, μακάρι να πάρει ΚΑΙ το φετινό πρωτάθλημα αήττητος και με 30 πέτσινα πέναλτι, αυτά θέλετε», τα οποία με τη σειρά τους προκαλούσαν την οπαδική αντίδραση-Ιζνογκούντ θέλω-να-γίνω-χαλίφης-στη-θέση-του-χαλίφη, όπου ο νέος χαλίφης θα κάνει ακριβώς τα ίδια που έκανε και ο παλιός γιατί “όταν παλεύεις μέσα στο βούρκο δεν γίνεται να είσαι καθαρός” και “τόσες φορές μας έσφαξαν στο παρελθόν, μας παίρνει να κερδίσουμε άπειρα+1 μούφα πέναλτι και πάλι δεν θα έχει εξισορροπηθεί η αδικία” και έτσι η ζωή συνεχίζει να κυλάει απτόητη, ανάμεσα σε ιντερνετικά μπινελίκια για μπαμπάδες που… σπέρνουν δεξιά κι αριστερά χιλιάδες “αλλόθρησκα” παιδιά βάζοντας απλά γκολ ή στήνοντας παιχνίδια και σε προκλητικά σεξουαλικά πρωτοσέλιδα δημοσιογράφων, που μετά σοκάρονται στην πρώτη έκρηξη οπαδικής βίας σε κάποιο γήπεδο.

Κάθε φορά η ίδια απορία επιστρέφει: Αρέσει πραγματικά στους Έλληνες το ποδόσφαιρο;

Η απάντηση είναι απλή και δεδομένη, παρ’ όλο που κανένας απ’ αυτούς που κρατάνε στα χέρια τους τις τύχες του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν θα την παραδεχθεί ποτέ: Όχι. Στη χώρα των δεκάδων αθλητικών φυλλάδων και ενημερωτικών πόρταλ, στα οποία έχουν βήμα αθλητικογράφοι που είναι πιο κάφροι και από τους κάφρους, ΔΕΝ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ! Στη χώρα που οι ομάδες (και κατ’ επέκταση και η Εθνική) σπάνια έχουν επιθετικό πλάνο γιατί ο πρώτος και βασικός στόχος είναι να μην χάσεις, ΔΕΝ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ! Γιατί η ήττα είναι κάτι παραπάνω από τρεις χαμένοι βαθμοί και πλέον στο φίλαθλο DNA της έχει εισχωρήσει πως μια νίκη της ομάδας που υποστηρίζεις ισοδυναμεί με σεξουαλικό ξεφτίλισμα των οπαδών που υποστηρίζουν την αντίπαλη ομάδα! Λίγοι ενδιαφέρονται πραγματικά για το ποδόσφαιρο, αφού τη νίκη γουστάρουν και αγαπάνε, τη νίκη που με κάθε τρόπο και μέσο (θεμιτό ή αθέμιτο) είναι ξεκάθαρα ο στόχος. Και όπως έχει αποδειχτεί αυτό δεν περιορίζεται πλέον μόνο στη μια και αγαπημένη μας Ελληνική ομάδα και δεν αφορά μόνο ελάχιστους “καθυστερημένους” που μπορείς εύκολα να αγνοήσεις.


Στη χώρα των ίδιων πόρταλ που κάθε φορά κατακλύζονται από κείμενα αγανάκτησης για την κατάντια του ποδοσφαίρου μας, κείμενα γραμμένα δίπλα-δίπλα με παλιότερα εμετικά, καθαρά οπαδικά άρθρα που καμουφλάρονται σαν “δημοσιογραφικά κείμενα άποψης” και προσελκύουν χιλιάδες θυμωμένα σχόλια που με τη σειρά τους αυξάνουν την επισκεψιμότητα της σελίδας, ΔΕΝ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ! Υπάρχει άπλετος χώρος στον κόσμο για να μαλώσουν, να βριστούν και να πλακωθούν όλοι αυτοί που έχουν καταλήξει με τον έναν (… “στη ζωή μόνο το αποτέλεσμα μετράει”) ή με τον άλλο τρόπο (… “η εκδίκηση είναι γλυκιά”) στην ποδοσφαιρική κοσμοθεωρία «νίκη με κάθε τρόπο και κόστος!». Είναι η πλειοψηφία και βρίσκονται σε μεγάλα ποσοστά σε όλες τις ομάδες. Η μπαλίτσα δεν φταίει σε τίποτα για το πως την αντιλαμβάνεται ο καθένας μας, είναι πολύ μεγαλύτερη ιδέα από την φιλτραρισμένη οπτική του κάθε ποδοσφαιρόφιλου. Όπως έχει πει άλλωστε και ο ένας και μοναδικός Ντιέγκο: Ό,τι κι αν κάνουμε εμείς η μπάλα δεν λεκιάζεται. 

Το πρόβλημα είναι τεράστιο, ριζωμένο πλέον για τα καλά μέσα μας εξαιτίας της γενικότερης παιδείας με την οποία μεγαλώσαμε! Φυσικά λειτουργεί και σαν μια βολική προσέγγιση για την αποποίηση προσωπικών ευθυνών! Δεν πρόκειται να το λύσει ποτέ κανένας από μηχανής Θεός, όπως αυτός στον οποίο έχουμε εναποθέσει εδώ και λίγα χρόνια τις ελπίδες μας για να μας βγάλει και από τα σκατά της Κρίσης. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συχνάζουμε σε διαφορετικά μέρη ώστε να μη χρειάζεται να απαντάμε κάθε φορά στις διάφορες οπαδικές κραυγές πραγματικού μίσους. Το πρόβλημα του Ελληνικού ποδοσφαίρου είναι τόσο μεγάλο και τόσο σύνθετο που δεν πρόκειται να λυθεί ακόμα κι αν παρθούν ριζοσπαστικές και πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα αποφάσεις που θα αφορούν τα μεγάλα κεφάλια του χώρου.
Το πρόβλημα βρίσκεται πλέον μέσα μας, σε βαθμό πολύ χειρότερο απ’ ότι μπορούμε να φανταστούμε και απ’ ότι μπορούμε να παραδεχθούμε.


 Μίξη και επεξεργασία από το el sombrero №1 και el sombrero №2

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Ο «κάφρος του πληκτρολογίου» και το ποδόσφαιρο

Ως ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί αρκετά το διαδίκτυο, έχω δει, έχω διαβάσει και (παλαιότερα) έχω βρεθεί αντιμέτωπος με αυτή τη μάστιγα που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο εδώ και μερικά χρόνια, τους «κάφρους του πληκτρολογίου»! Ανθρώπινα όντα που δίνουν νόημα στη ζωή τους θεωρώντας ότι πίσω από μια άψυχη και απρόσωπη οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή αποκτούν έτσι κι ένα κοινωνικό κύρος! Μια μάστιγα που δίνει την ασυλία στον καθένα να «κρύβεται» πίσω από ένα παρατσούκλι, ώστε να μπορεί να βρίζει και να  κάνει ακόμη και bullying σε όποιον, πολύ απλά, δεν συμφωνεί με τη δική του γνώμη και τα δικά του πιστεύω! Είμαι από τους ανθρώπους που έχω ένα μεγάλο ή μικρό (ανάλογα με την οπτική καθενός) πρόβλημα με τα ψευδώνυμα και την ανωνυμία, στο διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Και το έχω ΚΥΡΙΩΣ με όλους αυτούς που η «ανωνυμία» τους λειτουργεί ουσιαστικά ως ασπίδα για να βρίσουν και να προπαγανδίσουν στηριζόμενοι τις περισσότερες φορές σε ένα κοινό, που λόγω της αδυναμίας του να εκφραστεί και να σχολιάσει την επικαιρότητα, ψάχνει και βρίσκει «ηγέτες» σε τέτοιες περσόνες. 

Το "κοινό" αυτό ψάχνει να βρει τους «ηγέτες» του σε τέτοιες περσόνες, απρόσωπες, διαδικτυακές (που θα γράψουν αυτά που αυτοί δεν τολμούν), όχι επειδή φοβάται μην πέσει έξω στα λεγόμενά του (άλλωστε στο καφριλίκι η ανακύκλωση γίνεται στο σκουπιδαριό και λίγα μένουν από τα πολλά που λέγονται ή γράφονται), αλλά γιατί φοβάται μη βρεθεί απέναντί τους αυτός ο κάποιος που μαζί με την διαδικτυακή του αγέλη θα τους χλευάσει, θα τους βρίσει, θα τους απειλήσει! Θέλει άλλωστε μεγάλη υπομονή και ακόμα μεγαλύτερη βλακεία για να κάθεσαι όλη μέρα και να βρίζεις κόσμο πίσω από μια οθόνη υπολογιστή για μια αθλητική ομάδα και ένα πολιτικό κόμμα. Φαίνεται φυσιολογικό λοιπόν, για πολλούς να αποτελούν μέλη μιας τέτοιας αγέλης!


Επικεντρώνοντας στο ποδόσφαιρο (χωρίς αυτό να είναι δεσμευτικό), ο «κάφρος του πληκτρολογίου», συνήθως, είναι ένα άτομο με φυσική εξωστρέφεια που θέλει να μοιραστεί τη βλακεία του, το κόμπλεξ του αλλά και γενικά την κακία του με τους γύρω του με απώτερο σκοπό να ηγηθεί. Να τους κάνει κοινωνούς αυτής της ψεύτικης πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει. Όταν για παράδειγμα θα δει στο ίντερνετ γραμμένο κάτι που είναι απέναντι στη δική του ομάδα, που ως γνωστόν είναι η καλύτερη και η πιο «καθαρή» από όλες όπου κυλάει μια μπάλα, δε θα απαντήσει απλά βρίζοντας στον τοίχο που γράφτηκε αλλά θα το κοινοποιήσει, στον δικό του «τοίχο», εκεί που θα λειτουργήσει ως κάλεσμα της δικής του αγέλης και θα νιώσει σπουδαίος! Εκεί που θα αρχίσει ένα μοναδικό πανηγύρι ύβρεων που αν έπρεπε, πάση θυσία, να «μεταφραστούν», ο όρος ακατάληπτο θα ήταν υπερβολικά λίγος για να τις περιγράψει. Ο «κάφρος του πληκτρολογίου» άλλωστε βρίσκεται σε μια ψυχική και κοινωνική κατάσταση που δεν γίνεται να βρει ηρεμία μιας και δεν θέλει να βρει ηρεμία! Τα λεγόμενά του είναι σαν το νερό που πέφτει σε ένα κουβά από μια βρύση που έχει σπάσει και απλά ξεχειλίζει. Τρέχει και τρέχει εκνευριστικά χωρίς κανένα νόημα απλά «πιτσιλίζοντας» τους πάντες μέχρι να βρεθεί και να κλείσει κάποιος το διακόπτη. Είναι πολύ εύκολο να γλιτώσεις από αυτόν. Αρκεί βέβαια να το θέλεις!

https://www.verminososporfutebol.com
Επίσης, ο «κάφρος του πληκτρολογίου», όπου σταθεί και όπου βρεθεί φωνάζει πως δεν θέλει τα παιδιά του να γίνουν ηλίθιοι σαν αυτόν, αν και δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως η βλακεία είναι κληρονομική, προσπαθώντας να μεταδώσει αυτή την «πολιτιστική του κληρονομιά» σε αυτά. Θα τον δεις να λέει ότι «Δεν θέλω να τους κάνω φανατικούς σαν εμένα», αλλά θα τους διηγηθεί την ιστορία, από τη δική του πλευρά. Θα τους μάθει πως το αγαπημένο τους χρώμα πρέπει να είναι το πράσινο, το κόκκινο, το κίτρινο, αναλόγως τα πιστεύω του και πόσο βλακεία, και αηδία, είναι τα άλλα χρώματα. Στερώντας τους το δικαίωμα της επιλογής. Θα τους πει πόσο κακοί, και κλέφτες, είναι οι απέναντι και πόσο σωστοί, καλοί και κατατρεγμένοι, είναι οι δικοί του και, δειλά-δειλά, θα γεμίσει το μυαλό τους με μίσος, και ηλιθιότητα, και -ποιος ξέρει- ίσως σε πολλά χρόνια από τώρα μπορεί να βρίζεται (η ανωνυμία που λέγαμε!...) και μαζί τους πίσω πάντα από μια οθόνη υπολογιστή ή ενός κινητού τηλεφώνου για την ίδια μάλιστα ομάδα. Θέλει άλλωστε πολλή προσπάθεια, και περισσότερη τύχη, για να ξεφύγει ένα παιδί από τις συμπεριφορές ενός κάφρου γονέα!

Το χειρότερο από όλα βέβαια είναι όταν ο «κάφρος του πληκτρολογίου» αφήνει για λίγο τη σιγουριά και την θαλπωρή του καναπέ και αποφασίζει να πάει στο γήπεδο. Η απόλυτη αποθέωση βλακείας, αφού στο γήπεδο θα καταφέρει να χωρέσει πάνω του όλες τις ιδιότητες που παρουσιάζει η διαδικτυακή του προσωπικότητα. Θα είναι προπονητής, και θα βρίσει φυσικά τον προπονητή, της δικής του ομάδας, για τις επιλογές του μιας και αυτός ξέρει και προπονητική, -εννοείται- καλύτερα από τους επαγγελματίες. «Μα καλά έβαλε τον τάδε αριστερό μπακ ενώ προχθές ήταν έξω με την τάδε». Συνδυασμός κουτσομπολιού και ποδοσφαιρικής τακτικής από τον μέγιστο. Θα είναι μάνατζερ. «Τα έγραφα εγώ να μη τον πάρουμε αυτόν τον κόουτς, ο τύπος είναι μυρωδιάς, είχε καταστρέψει την προηγούμενη ομάδα του στην Πολωνία». Εννοείται πως όλα αυτά τα έχει γράψει στο προσωπικό του μπλογκ με τα 12 views γιατί μικρός ήθελε να γίνει συγγραφέας και το έχει με το γράψιμο. Θα βρίσει παίκτες, αντιπάλους, προέδρους και φυσικά διαιτητές μιας και στο μυαλό του η ομάδα του μπορεί να χάσει μόνο αν την έχει αδικήσει ο διαιτητής. Ακόμα και μετά από ήττα με 5-0 θα πει πως το παιχνίδι κρίθηκε στο 32ο λεπτό με το σκορ στο 2-0 όταν «ο πουλημένος ο ρέφερι μας έδωσε εκείνο το οφσάιντ». Μα το έδωσε το VΑR, θα του πει κάποιος, για να συμπληρώσει μοναδικά «τα ξέρω εγώ αυτά τα VAR και πως λειτουργούν υπέρ των απέναντι». Εννοείται πως σε ολόκληρο το παιχνίδι δεν θα αφήσει ποτέ το κινητό του τηλέφωνο μιας και θα έχει ανοίξει ένα σωρό μέτωπα στο διαδίκτυο βρίζοντας και απειλώντας σε twitter, instagram, facebook ακόμα και στο youtube (όπου έχει κανάλι). 

Επιστρέφοντας σπίτι, αφού πρώτα θα έχει περάσει από το μίνι μάρκετ για να πάρει αυγά, γάλα και την αυριανή οπαδική εφημερίδα, θα αράξει στο λάπτοπ. Θα ανοίξει ευλαβικά την οθόνη και θα βάλει ραδιόφωνο βρίζοντας. Να ακούσει τι λένε για την ήττα (ή τη νίκη της ομάδας) τα λαμόγια. Θα φορέσει τις παντόφλες και θα αρχίσει να σερφάρει στο διαδίκτυο. Φυσικά για να αρπαχτεί. Η αγέλη θα τον περιμένει, γεμάτη αγωνία, για να της κάνει κριτική για το παιχνίδι και λίγη ιδεολογική κατήχηση για όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ρωτώντας τον, γεμάτη αγωνία στο τέλος, για καμιά «εσωτερική πληροφορία» μιας και ο φίλος μας είναι και μέγας insider εκτός των άλλων! Κατά τις 03:00 τα χαράματα θα καληνυχτίσει, αφού πρώτα θα έχει βρίσει όποιον τόλμησε να γράψει κάτι αρνητικό για την ομάδα του, έτσι δημοκρατικά, και ας έχασε με 5-0, και θα υποσχεθεί -στον εαυτό του- πως δεν θα ασχοληθεί ξανά με όλους αυτούς τους ηλίθιους. Που δεν είναι άλλωστε του επιπέδου του! Στις 08:00 το πρωί, πριν καλά-καλά ξυπνήσει, θα έχει προλάβει να πλακωθεί και πάλι με ένα σωρό κόσμο, να δώσει συμβουλές μαγειρικής -ενδιάμεσα μπορεί και να φλερτάρει- και να αναλύσει το σύστημα της ομάδας της γειτονιάς του στα χρόνια που τη φανέλα της φορούσε, μαγεύοντας, και ο ίδιος. 

Και φτου κι απ’ την αρχή...

Από το el sombrero 

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Το πλεονέκτημα της έδρας

Η έδρα είναι πάντα από τα ισχυρά ατού κάθε ομάδας. Υπάρχουν μέτριες ομάδες που μεταμορφώνονται προς το καλύτερο και γίνονται (σχεδόν) ανίκητες στο γήπεδό τους και φυσικά το ακριβώς αντίθετο. Ομάδες με μεγάλες προσωπικότητες και περίσσιο ταλέντο που υποκύπτουν στην πίεση του αντιπάλου εκτός έδρας. Είναι ο κόσμος; Είναι η αύρα και οι ιστορίες που κουβαλά κάθε γήπεδο; Είναι κάτι άλλο μεταφυσικό; Είναι όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα; Πριν μερικά χρόνια είχε γίνει μια μεγάλη -στα όρια της επιστημονικής- έρευνα από τον οργανισμό της UEFA για να μπορέσει να απαντηθεί αυτό το φαινόμενο. Τα αποτελέσματα φαίνονται παρακάτω. Βαθιά ανάσα λοιπόν και ξεκινάμε.

  •        H τεστοστερόνη

Όχι δεν πρόκειται για την ταινία του Πανουσόπουλου. To 2002 στο Πανεπιστήμιο της Νορθάμπρια είχε γίνει μια μικρή έρευνα. Ειδικοί αναλυτές είχαν πάρει δείγμα σάλιου από μια ομάδα u-19 της Πρέμιερ Λιγκ (δεν έγινε ποτέ γνωστό το όνομα αυτής) και βρήκαν πως τα επίπεδα τεστοστερόνης ήταν ανεβασμένα στο 67% στα εντός έδρας παιχνίδια από το σύνηθες 40% για τους εκτός έδρας αγώνες. ”Όταν παίζεις εντός έδρας έχεις την αίσθηση πως υπερασπίζεσαι το σπίτι σου” είχε δηλώσει ο ιθύνων νους της έρευνας και άδικο δεν είχε.

https://sport.mediamax.am/en/news/one-shot/24872

  •        Ανησυχίες και γούρια

Ο αθλητικός ψυχολόγος Γουίλι Ράιλο έχει γράψει πως πολλοί κορυφαίοι αθλητές έχουν κρίσεις άγχους πριν από σπουδαία εκτός έδρας παιχνίδια σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα εντός έδρας. Κάτι που είναι πολύ λογικό να μην βοηθά στην απόδοσή τους. Ο τερματοφύλακας της Μπενφίκα Άλβες δεν είχε μπει στον αγωνιστικό χώρο εκτός έδρας αναμέτρησης επειδή δεν είχε πάρει μαζί του τα αγαπημένα του γάντια. Ένα ζευγάρι γάντια που του είχε δώσει ο παππούς του και έπαιζε πάντα με αυτά για καθαρά συναισθηματικούς λόγους. Το ζευγάρι αυτό τον ηρεμούσε και του έδινε ώθηση για καλές εμφανίσεις. Τα γάντια δεν μπορούσαν να έρθουν μόνα τους στο γήπεδο και κάπως έτσι ο παίκτης δεν μπόρεσε ποτέ να αγωνιστεί. Η αλλαγή γηπέδου επίσης δεν βοηθά καθόλου τους παίκτες σε βασικά πράγματα όπως το κοντρόλ και η πάσα, σύμφωνα πάντα με τον Σβεν Γκόραν Έρικσον. “Όσο και αν σας φαίνεται περίεργο οι παίκτες της Αγγλίας δεν μπορούσαν να συνηθίσουν με τίποτα το χλοοτάπητα του νέου Γουέμπλεϊ” είχε δηλώσει ο Σουηδός, τότε προπονητής των “λιονταριών”. Σκεφτείτε την απόδοσή τους σε κάποιο κρίσιμο αγώνα, σε κακό αγωνιστικό χώρο και με το άγχος να τους κατατρώει. Τα κάθε είδους γούρια παίζουν πάντα μεγάλο αρνητικό παράγοντα στα εκτός έδρας παιχνίδια”, σύμφωνα πάντα με τον dr Ράιλο.

https://www.flickr.com/photos/psyberartist/5471854624/

  • Οι γραμμές και οι κλιματικές αλλαγές

O Πάτρικ Μακ Σάρι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ανέλυσε αποτελέσματα 104 ετών σε ποδοσφαιρικά παιχνίδια στη Νότια Αμερική και βρήκε πως παίζοντας στο υψόμετρο της Βολιβίας (σχεδόν στα 4 χιλιόμετρα από την επιφάνεια της θάλασσας) δίνει στους “πράσινους” πλεονέκτημα 2.2 τερμάτων ανά αγώνα σε σχέση με ομάδες που έχουν μάθει να αγωνίζονται στο επίπεδο της θάλασσας. Θυμηθείτε πόσο δύσκολα περνά πάντα η Αργεντινή αλλά και η Βραζιλία στα εκτός έδρας παιχνίδια με τη Βολιβία. Πάμε όμως ακόμα μία βόλτα στον αγωνιστικό χώρο. Ο Σούνες όταν ήταν προπονητής των Ρέιντζερς είχε μικρύνει τις γραμμές του γηπέδου κατά 9 μέτρα στο πλάι για να περιορίσει τους πολύ γρήγορους εξτρέμ της Δυναμό Κιέβου. Και το είχε καταφέρει. Από τότε (τέλη 80s) και από αυτό τον αγώνα άλλαξαν οι κανονισμοί, με τις αποστάσεις των γραμμών να είναι παντού ίδιες σε διεθνείς αναμετρήσεις.

https://www.facebook.com/BARCAteamofLEGENDS/

  •  H αμυντική τακτική των προπονητών

Οι περισσότεροι προπονητές δεν περιμένουν να κερδίσουν σε εκτός έδρας αναμέτρηση (όταν αυτή είναι σε νοκ-άουτ το πρώτο ματς) και γι’ αυτό στήνουν την ομάδα (πάντα) με αμυντικούς προσανατολισμούς. Ακόμα και ο Βενγκέρ που είχε μια συγκεκριμένη φιλοσοφία ποδοσφαίρου, τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει παρουσιάζοντας υπερβολικά αμυντικά συστήματα στα εκτός έδρας. Όσο τουλάχιστον μπορεί να το κάνει με μια ομάδα όπως η Άρσεναλ. Παλιότερα η ήττα με 1-0 θεωρούνταν ένα πολύ κακό αποτέλεσμα. Πλέον θεωρείται αρκετά καλό αποτέλεσμα από παίκτες και προπονητές.

https://fws.gr/2002-moreno-italia-simeiosate-1/

  •          Οι διαιτητές και η “συμμετοχή” τους στο αποτέλεσμα.

Στην Αγγλία όταν υπήρχε ακόμα ο Σερ Άλεξ στον πάγκο της Γιουνάιτεντ υπήρχε ένα ωραίο ρητό που έλεγε πως “Περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να βρεις χιόνι στη Σαχάρα παρά να μη βρεις πέναλτι με το σκορ στο Χ στο Όλντ Τράφορντ”. Εννοείται πως δεν απείχε -σχεδόν- καθόλου απ’ την πραγματικότητα μιας και το Φέργκι Τάιμ είχε στερήσει τη χαρά -αδίκως- από πολλές ομάδες (συν κάποιους τίτλους). Όταν η Καιζερσλάουτεν κέρδισε το πρωτάθλημα στη Γερμανία το 1991 οι αντίπαλοι έλεγαν πως “Όλα τα παιχνίδια διαρκούν 90 λεπτά εκτός από αυτά στο Μπέτζεμνπέργκ που κρατάνε μέχρι να κερδίσει η Καιζερσλάουτεν”. Άδικο δεν είχαν ούτε αυτοί μιας και εκείνη η ομάδα είχε κερδίσει 7 από τα 17 εντός έδρας παιχνίδια της (που έκριναν και το πρωτάθλημα) με γκολ στις καθυστερήσεις. Έρευνες στην Αγγλία έχουν δείξει πως οι διαιτητές επηρεάζονται και από την ατμόσφαιρα και παίζουν έδρα. Στην Ελλάδα φυσικά και γίνεται για άλλους λόγους.

https://www.sombrero.gr/2016/02/huracan/

  • Η ταλαιπωρία του ταξιδιού

“Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος” έγραφε ο Καβάφης και σίγουρα είχε απόλυτο δίκιο. Στο ποδόσφαιρο αυτό το “ταξίδι” μόνο καλό δεν μπορεί να κάνει όμως. Η Αυστραλία είχε κάθε λόγο να χάσει τον αγώνα κόντρα στο Ισραήλ για τα πλέι οφ του Μουντιάλ του 1970. Πολιτικά μπερδέματα έστειλαν τους Αυστραλούς να αγωνιστούν στη Μοζαμβίκη με το Χαράρε και τέσσερις μέρες αργότερα με το Ισραήλ στο Ισραήλ. Η Αυστραλοί ταξίδεψαν μέχρι Γιοχάνεσμπουργκ, από εκεί στη Λουάντα, τη Λισαβόνα και μετά τη Ρώμη. Μετά μέσω Ελλάδας (και με μια κλασική 6ωρη καθυστέρηση) έφυγαν για Ισραήλ. Όπου και έχασαν με 1-0 μιας και η κόπωση είχε διαλύσει τους ποδοσφαιριστές αλλά και το τεχνικό επιτελείο. Στις μέρες μας -ευτυχώς- έχουν (σχεδόν) εκλείψει τόσο βάναυσα περιστατικά αλλά εμφανίζονται καμιά φορά βάζοντας εμπόδια σε πολλές ομάδες μικρής δυναμικότητας και αφαιρώντας κάθε δικαίωμα να παλέψουν για το όνειρό τους.

http://www.madridistanews.com/news/real-madrids-champions-league-group-stage-fixtures-2018-19/trophy-room-bernabeu-tour-real-madrid/

  • H χαμηλή αυτοεκτίμηση απέναντι στο θρυλικό σερί

“Δεν ήταν καλό το γήπεδο”. “Σιγά δεν έχουμε κερδίσει ποτέ εδώ”. “Όλοι χάνουν εδώ μέσα“. Αυτές είναι μερικές τυπικές ατάκες από ποδοσφαιριστές μετά από ήττες σε γήπεδα που έχουν συνηθίσει να χάνουν. Σε γήπεδα που δεν κερδίζουν ποτέ. Όταν μια ομάδα χτίζει ένα μύθο με αήττητα σερί στην έδρα της μεταφέρει στον αντίπαλο ένα περίεργο βάρος. Μια αίσθηση ανικανότητας. Μια ηττοπάθεια που δεν μπορεί να χαθεί εύκολα. Η Ρεάλ Μαδρίτης είχε μεταξύ του 1957 και του 1965 ένα απίστευτο αήττητο σερί στο Μπερναμπέου. 121 παιχνίδια. Φάνταζε απίθανο να φύγει κάποιος από εκεί μέσα με το διπλό μιας και είχε δημιουργηθεί κάτι σαν άγραφος νόμος. Όλα αυτά μέχρι να βρεθεί αυτός που θα σπάσει την “κατάρα”. Ο επόμενος που θα πατήσει στο χορτάρι, όσο μέτριος και κακός να είναι, έχει ελπίδες. Όχι γιατί έγινε καλύτερος. Απλά γιατί κάποιος το έκανε πριν από αυτόν. “Το έκανε αυτός. Σιγά. Τώρα μπορώ και εγώ”.

Από το el sombrero