Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Η Κραυγή του Ταρντέλι

11 Ιουλίου 1982, Σαντιάγκο Μπερναμπέου, Μαδρίτη.

69ο λεπτό του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου μεταξύ Ιταλίας και Δυτ. Γερμανίας.

Ο Ρόσι κλέβει την μπάλα από τον Μπράιτνερ έξω από τη μεγάλη περιοχή των Ιταλών και ο Σιρέα, ο 'Ιταλός Μπεκενμπάουερ' ανεβάζει τους Ιταλούς στην αντεπίθεση. Δίνει δεξιά στον μικρόσωμο Κόντι, ο οποίος 'κόβει' προς τον άξονα, παίρνει ο Ρόσι και δίνει πάλι στον Σιρέα μέσα στη μεγάλη περιοχή των Δυτικογερμανών. Με τακουνάκι εκείνος πασάρει στον Μπέργκομι, εκείνος πάλι στον Σιρέα, που χορεύει σαν ακροβάτης πάνω στη νοητή γραμμή του οφσάιντ. Δύο Ιταλοί αμυντικοί εμπαίζουν τη γερμανική άμυνα. Ο Μπέγκομι ζητά και πάλι την μπάλα, αλλά ο Σιρέα έχει ήδη δει τον Ταρντέλι να 'γεμίζει' από το ημικύκλιο της περιοχής. Διστάζει για λίγο, περιμένει την κατάλληλη στιγμή να πασάρει στον Ταρντέλι. Εκείνος κάνει ένα ανοιχτό κοντρόλ, φέρνει την μπάλα στο αριστερό ενώ ο Φέρστερ τρέχει απεγνωσμένα να κάνει την ύστατη προβολή πάνω στην μπάλα - αλλά μάταια. Το επόμενο δευτερόλεπτο η μπάλα είναι στα δίχτυα του ανήμπορου να αντιδράσει Σουμάχερ, ο οποίος το 'τρώει' όρθιος. 2-0 για τους Ιταλούς!


Κι εκείνη τη στιγμή η μέγιστη ποδοσφαιρική ηδονή. Ο Ταρντέλι σηκώνεται και αρχίζει να τρέχει χωρίς να ξέρει προς τα πού! Στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται η απόλυτη έκσταση, ένα συναίσθημα που ελάχιστοι άνθρωποι έχουν την τύχη να βιώσουν. Με το μαλλί να ανεμίζει, τις γροθιές τόσο σφιγμένες που λες και οι φλέβες θα σκάσουν στο λαιμό του, με δάκρυα να τρέχουν στα μάτια του και το στόμα του ορθάνοιχτο να ουρλιάζει 'γκολ' αμέτρητες φορές, ο Ταρντέλι γίνεται σύμβολο! 
'Δεν ήξερα προς τα πού έτρεχα. Απλά τρελάθηκα εκείνη τη στιγμή. Ήταν η απόλυτη χαρά. Τα παιδιά μου μού έχουν προσφέρει μεγάλες χαρές, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με αυτή τη μοναδική κι ανεπανάληπτη στιγμή', θα δηλώσει χρόνια αργότερα ο πρωταγωνιστής. 'Όταν σκόραρα όλη η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια μου. Ήταν η ίδια εμπειρία που λένε ότι έχεις λίγο πριν πεθάνεις. Η χαρά του να σκοράρεις σε έναν τελικό ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου ήταν τεράστια, κάτι που ονειρευόμουν από παιδί, και η έκρηξή μου ήταν ένα είδος απελευθέρωσης που κατάφερα να πραγματοποιήσω αυτό το όνειρο. Γεννήθηκα με αυτή την κραυγή μέσα μου και αυτή η έκρηξη ήταν η στιγμή που βγήκε προς τα έξω'.


Ο πανηγυρισμός του Ταρντέλι εγγράφεται στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου επειδή είναι η απόλυτη ανεπιτήδευτη εξωτερίκευση των συναισθημάτων που πλημμυρίζουν έναν ποδοσφαιριστή που σκοράρει στο σημαντικότερο αγώνα που μπορεί να αγωνιστεί στην καριέρα του. Δεν μπορείς να κάνεις πρόβα αυτόν τον πανηγυρισμό κοιτάζοντας τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Δεν μπορείς να τον έχεις 'δουλέψει' με τους συμπαίχτες στην προπόνηση. Είναι σαν μια υπέροχη αφιλτράριστη φωτογραφία που δεν επιδέχεται καμία επεξεργασία επειδή είναι τέλεια από μόνη της. Είναι εσώψυχα αυθεντικός αυτός ο πανηγυρισμός και γι' αυτό και τόσο υπέροχος.

«Η Κραυγή του Ταρντέλι» (L' Urlo di Tardelli στα ιταλικά) είναι η πιο χαρακτηριστική εικόνα από εκείνον τον ιστορικό αγώνα! Στην Ιταλία, έγινε σύμβολο της κατάκτησης του τρίτου Παγκοσμίου Κυπέλλου και αναπαράγεται σταθερά από τότε σε κάθε αφιέρωμα σε προηγούμενα Μουντιάλ! Το 2014, το BBC ανακήρυξε τον συγκεκριμένο πανηγυρισμό ως την τέταρτη ομορφότερη στιγμή στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, ενώ το Goal.com ως τον δεύτερο καλύτερο πανηγυρισμό σε Μουντιάλ! 

Είναι η ποδοσφαιρική εκδοχή του περίφημου πίνακα του Έντβαρτ Μουνχ «Η Κραυγή» σε πράσινο φόντο! 


Ήταν το τελευταίο γκολ του Ταρντέλι με τη Σκουάντρα Ατζούρα. Μετά την αποχώρηση του Ντίνο Τζοφ από την αγωνιστική δράση, θα φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού και θα ταξιδέψει στο Μεξικό για το Μουντιάλ του 1986, αλλά δεν θα αγωνιστεί σε κανέναν από τους τέσσερις αγώνες των Ιταλών.

Εάν σας ρωτήσει κάποιο παιδί τι σημαίνει Παγκόσμιο Κύπελλο, τότε δείξτε του τη φωτογραφία του Ταρντέλι και θα καταλάβει.

H πηγή της δημοσίευσης, από την εξαιρετική σελίδα History espresso στο Facebook

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Μια «Μεγάλη» Εθνική Ελλάδας

 Τα αποτελέσματα είναι ο καθρέφτης κάθε ομάδας έτσι ώστε να χαρακτηριστεί πετυχημένη ή αποτυχημένη. Ειδικά για εθνικές ομάδες που αντιπροσωπεύουν ολόκληρα έθνη. Επειδή όμως το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο αποτελέσματα και ρεκόρ, έχουν καθιερωθεί και οι λεγόμενες «Βασίλισσες δίχως στέμμα», παρατσούκλι που είχε βγει αρχικά για τη μεγάλη Ουγγαρία του 1954, για τον αξέχαστο χαμένο τελικό στη Βέρνη από τη Δυτική Γερμανία, αλλά και για την Ολλανδία του 1970 (του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου) με τους δυο χαμένους τελικούς του 1974 και 1978. Στη χώρα μας, η κορυφαία εθνική ομάδα δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που θριάμβευσε στα γήπεδα της Πορτογαλίας το 2004 στη μεγαλύτερη έκπληξη του Παγκοσμίου ποδοσφαίρου σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Όμως, για την ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΟΜΑΔΑ, δεν χρειάζεται καν να σκεφτεί ποια είναι η «Βασίλισσα χωρίς στέμμα» του ελληνικού ποδοσφαίρου! 


Στις 16 Νοεμβρίου του 1969, στο στάδιο της «23ης Αυγούστου» στο Βουκουρέστι, μπροστά από την εστία του Ρουμάνου γκολκίπερ Νετσούλα Ραντουκάνου «έκλεισε» ουσιαστικά ο κύκλος της καλύτερης -ίσως- γενιάς του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτή η ισοπαλία ήταν και η αιτία για τον αποκλεισμό εκείνης της ομάδας από το Μουντιάλ του Μεξικού του 1970. Όπου σημειωτέων, αν προκρινόμασταν, θα βρισκόμασταν στον ίδιο όμιλο με την κορυφαία ομάδα όλων των εποχών, τη Βραζιλία των 11 Μάγων, αστέρων που έλαμψαν κατακτώντας με τον πιο εμφατικό τρόπο το Παγκόσμιο κύπελλο! Μια ανεπανάληπτη Βραζιλία, αλλά τηρουμένων των αναλογιών έτσι ήταν και η Ελλάδα. Μια ομάδα -κυριολεκτικά "Ντρίμ τίμ" της εποχής, αφού είχε στις τάξεις της μεταξύ άλλων τους Μίμη Δομάζο, Μίμη Παπαϊωάννου, Γιώργο Σιδέρη, Γιώργο Κούδα, Τάκη Οικονομόπουλο, Αριστείδη Καμάρα, Στάθη Χάιτα, Γιάννη Γκαϊτατζή, Κώστα Ελευθεράκη, Βασίλη Μποτίνο, Γιώργο Δέδε, Σταύρο Σαράφη, Χρήστο Ζαντέρογλου, Μπάμπη Ιντζόγλου! Μια ποδοσφαιρική πανδαισία!

Μια ομάδα που είχε κερδίσει 4-2 την Πορτογαλία στο "Καραϊσκάκης" (το πρώτο ποδοσφαιρικό παιχνίδι που παρακολούθησε η αφεντιά μου, εν μέσω κατακλυσμού! Με είχαν πάρει στο γήπεδο ο πατέρας μου και ο θείος μου…) και 4-1 την Ελβετία στο Καυτατζόγλειο, παράλληλα με δύο ισοπαλίες με τη Ρουμανία (2-2, 1-1 -η τελευταία και καθοριστική), μια ακόμα με την Πορτογαλία εκτός (2-2 -ισοφαριστήκαμε στο τελευταίο δεκάλεπτο από 2-0) και μόλις μια ήττα στην πρεμιέρα από την Ελβετία (1-0) σε ένα ματς, μαγική εικόνα! Το πρώτο παιχνίδι στην Ελβετία, μετά από πολλές χαμένες ευκαιρίες κρίθηκε ένα γκολ από φάουλ που δεν έγινε ποτέ, αφού ο Αριστείδης Καμάρας είχε κλέψει με καθαρό τάκλιν τη μπάλα από στον Κουν, ο οποίος εκτέλεσε απ’ ευθείας το φάουλ πετυχαίνοντας το μοναδικό γκολ. Στο 90’, ο Χρήστος Ζαντέρογλου με κεφαλιά από κόρνερ του Μίμη Δομάζου, έφτασε κοντά στην ισοφάριση, αλλά ένας αμυντικός έσωσε το 1-1 πάνω στη γραμμή.

  Αρχικά προπονητής  ήταν ο Κώστας Καραπατής αλλά αντικαταστάθηκε από το χουντικό καθεστώς επειδή… ζήτησε να κατέβει από το πούλμαν της αποστολής η σύζυγος του τότε ΓΓΑ Κώστα Ασλανίδη, γιατί κάπνιζε μετά το χαμένο παιχνίδι στην Ελβετία. Ανέλαβε ο Νταν (Δρακούλης ή Γιάννης) Γεωργιάδης, που μια απόφασή του, το Μάιο του 1969, είχε προκαλέσει αίσθηση! Ποια ήταν αυτή;  να διώξει τον Μίμη Δομάζο από την αποστολή του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, στον εντός έδρας αγώνα (2-2) με τη Ρουμανία, εξαιτίας απειθαρχίας! Ο λόγος ήταν ότι δεν φορούσε εντός του ξενοδοχείου που είχε καταλύσει η εθνική, το προβλεπόμενο άνω μέρος (με το εθνόσημο) της φόρμας του! Η παρεξήγηση έγινε λίγες μέρες πριν το ματς, στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης όπου είχε καταλύσει η αποστολή της ομάδας. Όποιος κι αν είχε δίκιο στο επεισόδιο που προκάλεσε τον αποκλεισμό του «στρατηγού» από τον κρίσιμο αγώνα με τη Ρουμανία στο Καραϊσκάκη, στις 16 Απριλίου 1969, η ουσία παραμένει η ίδια. Η Εθνική δεν ήταν το ίδιο καλή χωρίς τον Δομάζο και δικαιολογημένα υπάρχει η αίσθηση ότι το 2-2, το οποίο κόστισε ουσιαστικά τον αποκλεισμό από τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ήταν απόρροια κυρίως αυτού του γεγονότος. Πάντως και τότε, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, το ανάθεμα έπεσε εξ ολοκλήρου στον προπονητή, Νταν Γεωργιάδη. 

Έτσι όπως μεταφέρθηκε το επεισόδιο στον Τύπο της εποχής, φαινόταν ασήμαντο για να επισύρει μία τόσο βαριά ποινή όπως ο αποκλεισμός από το παιχνίδι. Ο Δομάζος κατέβηκε για να πάρει πρωινό χωρίς να φοράει το πάνω μέρος της φόρμας του, κάτι που δεν άρεσε στον ομογενή τεχνικό. Ο διάλογος, έτσι όπως έχει καταγράφηκε, είχε ως εξής: 

  • Γεωργιάδης: Πού πάτε έτσι, κύριε; 
    • Δομάζος: Για πρωινό, κύριε, δεν μου έφεραν το φούτερ. 
  • Γεωργιάδης: Να πάτε να το βρείτε αμέσως, κύριε. 
    • Δομάζος: Πού να το βρω, κύριε; 
  • Γεωργιάδης: Να πάτε σπίτι σας, κύριε. 

Αν οι κουβέντες που ανταλλάχθηκαν ήταν ακριβώς αυτές, τότε τα περί υπερβολικής τιμωρίας του Δομάζου στέκουν. Ήταν, όμως, έτσι; Σε συνεντεύξεις στο «Εθνοσπόρ», ο Βασίλης Μποτίνος και ο Στάθης Χάιτας, οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες του επεισοδίου, είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά. «Για το επεισόδιο με τον Δομάζο, φταίει ο Μίμης. Μπροστά ήμουν, να πω ψέματα», είχε πει ο Μποτίνος, ο οποίος χαρακτήρισε άδικη την επίθεση που δέχθηκε ο προπονητής του από σύσσωμο τον Τύπο της εποχής. Επικρίθηκε, για παράδειγμα, η επιλογή να παίξει «δεκάρι» αντί του Δομάζου ο άλλος Μίμης, ο Παπαϊωάννου και όχι ο Νίκος Γιούτσος που έμεινε στον πάγκο και έπαιξε για λίγο στο τέλος. Έχασε, λένε, η ομάδα τη δύναμή της και στην επίθεση χωρίς τον άσο της ΑΕΚ, ο οποίος υστέρησε δημιουργικά. Ούτε η αλλαγή του Χρήστου Ζαντέρογλου με τον Άγγελο Κρεμμύδα άρεσε, αλλά ήταν πράγματι αυτός ο λόγος που η άμυνά μας τα βρήκε σκούρα κόντρα στους ταλαντούχους Ρουμάνους στο δεύτερο ημίχρονο; Όσοι παρακολούθησαν όλο το ματς ασφαλώς και γνωρίζουν καλύτερα. Οφείλουμε όμως να μεταφέρουμε και την προκατάληψη που υπήρχε για τον Γεωργιάδη λόγω της υπόθεσης Δομάζου και η οποία μπορεί να επηρέασε τις κρίσεις όλων... 

Παρά την απουσία του «στρατηγού», πάντως, η Εθνική προηγήθηκε δύο φορές στο δεύτερο ημίχρονο και έδειξε ικανή για τη νίκη που θα την άφηνε μόνη πρώτη στον όμιλο. Πρώτα στο 51' ο Γιώργος Σιδέρης άνοιξε το σκορ με κοντινό σουτ και μετά στο 60' ο Γιώργος Δέδες διαμόρφωσε το 2-1 με κεφαλιά, παίρνοντας την επαναφορά ύστερα από σουτ του Βασίλη Μποτίνου στο δοκάρι. Και τις δύο φορές, όμως, ο Φλορέα Ντουμιτράκε, ο σπουδαίος σέντερ φορ της Ρουμανίας, βρήκε τον τρόπο να ισοφαρίσει (54', 66') και να χαρίσει στην ομάδα του το «χρυσό» 2-2.  Όποιος κι αν έφταιγε από τους Γεωργιάδη-Δομάζο, η ζημιά είχε γίνει. Η ισοπαλία δεν ήταν καταδικαστική, απλώς ήταν γραφτό να μην προκριθούμε στο κατά πολλούς καλύτερο Μουντιάλ όλων των εποχών. Στις 4 Μαΐου, στο ματς με την Πορτογαλία του Εουσέμπιο στη Λισαβώνα, η Εθνική προηγήθηκε 2-0, αλλά τελικά έμεινε ξανά στην ισοπαλία με 2-2. Το 4-1 επί της Ελβετίας, τον Οκτώβριο στο Καυτανζόγλειο, μας κράτησε ζωντανούς ενόψει της ρεβάνς με τους Ρουμάνους, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν νικήσει Ελβετούς (1-0 εκτός) και Πορτογάλους (1-0 εντός) και είχαν αποσπαστεί κατά ένα βαθμό από μας. Θέλαμε, λοιπόν, μόνο νίκη στο Βουκουρέστι.


Από το καλοκαίρι ύστερα από μία σειρά φιλικών στην αυστραλιανή ήπειρο, ο Γεωργιάδης είχε αντικατασταθεί με τον Λάκη Πετρόπουλο, ο οποίος φυσικά είχε κάνει ξανά δεκτό τον Δομάζο στην Εθνική. Η μοίρα μας, όμως, δεν άλλαξε. Όπως εξελίχθηκε ο όμιλος των προκριματικών, η Ελλάδα έχασε την πρόκριση για μόλις ένα βαθμό διαφορά από τη Ρουμανία, στην οποία αρκούσε και η ισοπαλία στη μεταξύ τους αναμέτρηση της 16ης  Νοεμβρίου, που ολοκλήρωνε το πρόγραμμα. Στο Βουκουρέστι, η ελληνική ισοφάριση για το τελικό 1-1 ήρθε στο 50ο λεπτό από τον... Μίμη Δομάζο που ισοφάριζε το γκολ του Ντεμπρόφσκι, αλλά η πολυπόθητη νίκη-πρόκριση δεν ήρθε στα λεπτά που απέμεναν. Το όνειρο του Μουντιάλ για την καλύτερη Εθνική πριν από αυτήν του 2004, θα έμενε απατηλό...


Η πηγή, από το sport.24.gr

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Αμύνεσθαι περί (ποδοσφαιρικών) εστιών! - Ο πιο σουρεαλιστικός αγώνας ποδοσφαίρου στην ιστορία

27 Ιανουαρίου 1994, Εθνικό Στάδιο Μπαρμπάντος. Η εθνική ομάδα των Μπαρμπάντος τίθεται αντιμέτωπη με την αντίστοιχη της Γρενάδα στο πλαίσιο των προκριματικών αγώνων για την πρόκριση στην τελική φάση του τότε Shell Caribbean Cup. Οι δύο αντίπαλοι έχουν κληρωθεί στον πρώτο όμιλο μαζί με το Πουέρτο Ρίκο. 


Λίγες μέρες νωρίτερα, τα Μπαρμπάντος είχαν ηττηθεί 0-1 από το Πουέρτο Ρίκο, ενώ η Γρενάδα είχε επικρατήσει των Πορτορικανών με 2-0 στην παράταση. Σε εκείνον τον τελευταίο αγώνα του ομίλου οι γηπεδούχοι παίχτες των Μπαρμπάντος έπρεπε να κερδίσουν με τουλάχιστον δυο γκολ διαφορά τη Γρενάδα για να τερματίσουν πρώτοι στον όμιλο και να περάσουν στην επόμενη φάση. 

Η βαθμολογία ΠΡΙΝ την έναρξη του αγώνα

Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Σύμφωνα με τον κανονισμό της διοργάνωσης, δεν προβλέπεται ως αποτέλεσμα η ισοπαλία. Σε περίπτωση ισοπαλίας στα 90 λεπτά του αγώνα, οι δυο ομάδες θα πρέπει να αγωνιστούν και στην παράταση. Στην παράταση προβλέπεται το λεγόμενο ‘χρυσό γκολ’· όποια ομάδα σκοράρει πρώτη στην παράταση κερδίζει τον αγώνα. Κι όχι μόνο αυτό! Το χρυσό γκολ μετράει ως διπλό! Παραμένει άγνωστος ο εμπνευστής αυτού του κανόνα, αλλά όποιος και να είναι, σε αυτόν οφείλεται ό,τι επακολούθησε εκείνο το βράδυ στα Μπαρμπάντος. 

Σχετικά νωρίς στον αγώνα τα Μπαρμπάντος προηγούνται ήδη με 2-0 και φαίνεται να εξασφαλίζουν τη νίκη και την πρόκριση με το επιθυμητό σκορ. Όμως, στο 83ο λεπτό, μόλις επτά λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα, η Γρενάδα σκοράρει. Με το σκορ 2-1 οι παίχτες των Μπαρμπάντος γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να προκριθούν στην επόμενη φάση. Θα πρέπει να σκοράρουν και τρίτο γκολ. Οι αδαείς περιμένουν τους παίχτες των Μπαρμπάντος να επιτεθούν κατά κύματα στην εστία της Γρενάδα για να πετύχουν το πολυπόθητο τέρμα. Εις μάτην. 
 
Η βαθμολογία όπως έχει διαμορφωθεί στο 83ο λεπτό του αγώνα.

Οι παίχτες των Μπαρμπάντος επιλέγουν κάτι διαφορετικό. Μετά από τέσσερα λεπτά ατελέσφορων επιθέσεων και με τον χρόνο να τρέχει εις βάρος τους, αποφασίζουν να παίξουν τον άσο στο μανίκι τους. Στο 87ο λεπτό, ο αμυντικός Τέρι Σίλι (Terry Sealey) και ο τερματοφύλακας Χόρας Στάουτ (Horace Stoute) παίζουν πασούλες μέσα στην περιοχή τους μέχρις ότου ο Σίλι έστειλε με μεγάλη άνεση την μπάλα στα δίχτυα της εθνικής του, βάζοντας ένα από τα πιο γραφικά αυτογκόλ στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, κάνοντας το 2-2 και δίνοντας έτσι στην ομάδα του άλλα 30 (αντί για 3 που έμεναν) λεπτά για να κυνηγήσει το όνειρο της πρόκρισης, αφού όπως είπαμε ισοπαλία δεν προβλέπεται, παρά μόνο παράταση!


Στα επόμενα λεπτά του αγώνα μέχρι και το σφύριγμα του διαιτητή, που θα σημάνει τη λήξη του ενενηντάλεπτου, εξελίχθηκαν σε λεπτά τεράστιου μπερδέματος αφού οι παίκτες της Γρενάδα συνειδητοποιούν ότι μπορούν να προκριθούν με ένα γκολ σε ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ εστία, ενώ οι παίχτες των Μπαρμπάντος αμύνονται τόσο μπροστά από τη δική τους εστία όσο και από εκείνη της Γρενάδα! Δεν πρέπει να αφήσουν τους αντιπάλους τους να σκοράρουν ούτε γκολ ούτε αυτογκόλ! Ένα (αυτό)γκολ της Γρενάδα θα είναι αρκετό για τους φιλοξενουμένους να προκριθούν στην επόμενη φάση. 


Ένα σουρεαλιστικό σκηνικό ξετυλίγεται στον αγωνιστικό χώρο, όπου έξι παίχτες των Μπαρμπάντος τρέχουν προς την αντίπαλη εστία και την υπερασπίζονται απέναντι … στους αντιπάλους τους, ενώ ο τερματοφύλακας των Μπαρμπάντος και τέσσερις αμυντικοί παραμένουν στη δική τους περιοχή και υπερασπίζονται την εστία τους απέναντι… στους αντιπάλους τους!

Τελικά, ο αγώνας οδηγείται στην παράταση. Τα Μπαρμπάντος σκοράρουν το πολυπόθητο χρυσό γκολ, που μετράει για δύο γκολ, επικρατούν με 4-2 της Γρενάδα και προκρίνονται! Για την ιστορία, τα Μπαρμπάντος στο Κύπελλο Καραϊβικής, απέτυχαν να περάσουν την πρώτη φάση των ομίλων.

Η τελική βαθμολογία.
 
Φυσικά, η αποστολή της Γρενάδα δεν είναι καθόλου ενθουσιασμένη με την τροπή του αγώνα. Ο προπονητής της ομάδας Τζέιμς Κλάρκσον (James Clarkson) θα δηλώσει (με το δίκιο του): «Νιώθω εξαπατημένος. Όποιος σκέφτηκε αυτούς τους κανόνες, θα πρέπει να πάει στο τρελάδικο. Ο αγώνας δεν θα έπρεπε να είχε παιχτεί με τους παίχτες να είναι τόσο μπερδεμένοι και να μην ξέρουν σε ποια εστία να επιτεθούν, στη δική τους ή στων αντιπάλων τους. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Στο ποδόσφαιρο υποτίθεται ότι θα πρέπει να σκοράρεις κατά του αντιπάλου για να κερδίσεις, όχι για λογαριασμό του.»

Οι πηγές, εδώ:

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Για το Στάλινγκραντ!

Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966 παραμένει μέχρι σήμερα ο πιο πολυσυζητημένος τελικός στην ιστορία της διοργάνωσης, ενώ το γκολ "φάντασμα" του Τζεφ Χαρστ αποτελεί την πιο αμφισβητούμενη φάση στην ιστορία του Μουντιάλ. Στις 30 Ιουλίου του 1966, στο Στάδιο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου, η Αγγλία και η Δυτ. Γερμανία τέθηκαν αντιμέτωπες στον τελικό του όγδοου Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στον επιβλητικό «Ναό του Ποδοσφαίρου» και παρουσία της Βασίλισσας Ελισάβετ, ο Ελβετός διαιτητής Γκόντφριντ Ντινστ σφύριξε την έναρξη ενός τελικού που έμελλε να μείνει στην ιστορία για αρκετούς λόγους. Ο αγώνας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τους Δυτικογερμανούς. Λάθος του Γουίλσον και γκολ από τον Χάλερ, για να απαντήσει έξι λεπτά αργότερα η Αγγλία και συγκεκριμένα στο 18’ με τον Χαρστ. Οι «γηπεδούχοι» ήταν καλύτεροι, αλλά παρά το γεγονός ότι έσπερναν δεν έβλεπαν καρπούς. Χρειάστηκε να φτάσει το 78’ για να σημειώσουν ένα δεύτερο γκολ. Σκόρερ ο Πίτερς και ενώ όλοι νόμιζαν ότι το παιχνίδι είχε λήξει, οι Γερμανοί (απ)έδειξαν από τι μέταλλο είναι φτιαγμένοι. Στις καθυστερήσεις του αγώνα ο Βέμπερ κατάφερε να ισοφαρίσει σε 2-2, στέλνοντας το ματς στην παράταση, όπου έγινε μια φάση που συζητιέται ακόμη και μέχρι σήμερα. 
 

Στο 101ο λεπτό της παράτασης εκτυλίσσεται η πλέον διάσημη φάση σε τελικούς Παγκοσμίων Κυπέλλων μέχρι και σήμερα. Σε μια σέντρα από δεξιά ο Άλαν Μπολ φέρνει την μπάλα στην περιοχή των Γερμανών, ο Χαρστ, με πλάτη στο τέρμα, την κοντρολάρει, τη φέρνει στο δεξί και σουτάρει δυνατά. Η μπάλα χτυπάει στο οριζόντιο δοκάρι του Γερμανού τερματοφύλακα Χανς Τιλκόφσκι και μετά αναπηδά στο έδαφος πριν ο Βίλι Σουλτζ τη στείλει κόρνερ. Οι Άγγλοι διαμαρτύρονται στον Ελβετό διαιτητή Γκότφριντ Ντινστ, τον κορυφαίο διαιτητή την εποχή εκείνη, ζητώντας να κατακυρώσει το γκολ στα Λιοντάρια. Ο Ντινστ φαίνεται αναποφάσιστος. Η φάση μόνο ξεκάθαρη δεν είναι. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα. Διστάζει. Ακόμα και ο σχολιαστής του BBC Κένεθ Γουστενχόλμ (Kenneth Wolstenholme), βλέποντας τον Ντινστ αναποφάσιστο, λέει πως δεν είναι γκολ. Ο διαιτητής κατευθύνεται στον επόπτη γραμμών μπροστά στον οποίο είχε εκτυλιχτεί η φάση. Έχουν μια σύντομη στιχομυθία, η στάση του σώματος του επόπτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα ο Ντινστ δείχνει σέντρα. 3-2 για τους Άγγλους.  


Με άλλο ένα γκολ του Χαρστ στο τελευταίο λεπτό της παράτασης οι Άγγλοι επικρατούν με τελικό σκορ 4-2 και κατακτούν το πρώτο, και μέχρι στιγμής, τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλό τους. Ίσως η ιστορία να ήταν διαφορετική εάν εκείνος ο επόπτης γραμμών με το πλατύ μέτωπο, τα γκριζαρισμένα μαλλιά και το παχύ μαύρο μουστάκι είχε υποδείξει διαφορετικά στο διαιτητή Ντινστ. Κι αυτή είναι ιστορία εκείνου του επόπτη γραμμών, γνωστού ως ο ‘Ρώσος επόπτης’ (αν και δεν ήταν Ρώσος!), του μοναδικού επόπτη γραμμών στην ιστορία που απολαμβάνει τιμές εθνικού ήρωα στην πατρίδα του σε τέτοιο σημείο που το -πρώην- εθνικό στάδιο της χώρας να φέρει το όνομά του: Τοφίκ Μπαχράμοφ (Tofiq Bahramov).


Ο Μπαχράμοφ γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1925 στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, ήδη τότε μία εκ των σοβιετικών Δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κι από μικρός είχε πάθος με το ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε και στις τρεις ποδοσφαιρικές ομάδες του Μπακού, τη Σπαρτάκ, την Ντυναμό και την Νέφτσι μέσα σε διάστημα επτά ετών, αλλά το 1950 τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι  και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ενεργό δράση σε ηλικία μόλις 25 χρονών! Τότε στράφηκε στη διαιτησία - έστω και τυχαία!

Το 1951, σε έναν αγώνα μεταξύ των νεανικών ομάδων της Ντυναμό Μπακού και της Ιασέτσι, ο Μπαχράμοφ κλήθηκε να αντικαταστήσει το διαιτητή, όταν ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε στο γήπεδο την προκαθορισμένη ώρα. Η καριέρα του ως διαιτητής που ξεκίνησε εκείνη την ημέρα θα διαρκούσε πάνω από είκοσι χρόνια! Το 1964, κι αφού ήταν ενεργός διαιτητής στις ανώτερες κατηγορίες του σοβιετικού πρωταθλήματος, ο Μπαχράμοφ έγινε δεκτός στις λίστες των διεθνών διαιτητών της ΦΙΦΑ, και δύο χρόνια μετά, το 1966 επιλέχτηκε ως ένας από τους διαιτητές στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας. Στον εναρκτήριο αγώνα του τουρνουά μεταξύ Αγγλίας και Ουρουγουάης (0-0) ο Μπαχράμοφ ήταν ένας εκ των δύο εποπτών, ενώ διαιτήτευσε τον αγώνα μεταξύ Ισπανίας και Ελβετίας (2-1) για την πρώτη αγωνιστική του Β’ ομίλου. Ήταν, όμως, η συμμετοχή του στον τελικό που στάθηκε αφορμή για να γραφτεί το όνομά του στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. 

Στα απομνημονεύματά του ο Μπαχράμοφ έγραψε ότι ήταν σίγουρος για το γκολ του Χάρστ, υποστηρίζοντας ότι η κίνηση των δικτύων του τέρματος των Γερμανών ήταν σαφής ένδειξη ότι η μπάλα είχε χτυπήσει το εσωτερικό των δικτύων κι επομένως, το ερώτημα εάν στη συνέχεια η μπάλα αναπήδησε μέσα ή έξω από την γραμμή ήταν άνευ σημασίας. 

Αυτή η -εσφαλμένη- απόφαση του Μπαχράμοφ δεν επηρέασε καθόλου αρνητικά την περαιτέρω διαιτητική του καριέρα, καθώς ήταν ανάμεσα στους διαιτητές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 ενώ διαιτήτευσε και τον πρώτο αγώνα του διπλού τελικού του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1972 ανάμεσα στην Τότεναμ και στην Γουλβς. Μάλιστα, το 1971, ο Λεβ Γιασίν τον κάλεσε να δώσει το παρών στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι της καριέρας του δηλώνοντας ότι ο Μπαχράμοφ αντιμετώπιζε το ρόλο του διαιτητή ‘σαν εκείνου ενός ταχυδακτυλουργού για 90 λεπτά’. 

 
Αφού κρέμασε τη σφυρίχτρα του, ο Μπαχράμοφ ακολούθησε μια σύντομη προπονητική καριέρα στην Νέφτσι Μπακού, ενώ ανέλαβε και καθήκοντα γενικού γραμματέα της ομοσπονδίας ποδοσφαίρου του Αζερμπαϊτζάν.  

13 Οκτωβρίου 2004, Μπακού. Αζερμπαϊτζάν και Αγγλία αγωνίζονται στο εθνικό στάδιο "Τοφίκ Μπαχράμοφ" στην αζέρικη πρωτεύουσα για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γερμανίας το 2006. Οι Άγγλοι φίλαθλοι, που έχουν ακολουθήσει την εθνική τους στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας, φοράνε εμφανίσεις της εθνικής τους ενώ στην πλάτη είναι γραμμένο το όνομα του Μπαχράμοφ (με κυριλλική γραφή) και ο αριθμός 66• Bəhramov 66, και αποτίουν φόρο τιμής στο άγαλμα του Μπαχράμοφ που στέκει έξω από το στάδιο. Είναι ο ήρωάς τους! 


Ο Μπαχράμοφ πέθανε στις 26 Μαρτίου 1993. Εκείνη τη χρονιά το -πρώην- εθνικό στάδιο της χώρας μετονομάστηκε από Στάδιο Λένιν (και τη δεκαετία του 1950 Στάδιο Στάλιν) σε "Τοφικ Μπαχράμοφ"!

Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ρωτήθηκε από τους κοντινούς του ανθρώπους για εκείνη την απόφαση στον τελικό του 1966. Η απάντησή του ήταν μονολεκτική: 

...-"Στάλινγκραντ’'!


Η πηγή στη σελίδα History Espresso στο Facebook

Όταν έκλαψε ο Γκάζα

Μετά το 1966 και την κατάκτηση του παγκοσμίου κυπέλλου η Εθνική Αγγλίας δεν έχει φτάσει σε κάποια πρωτιά σε παγκόσμιο ή ευρωπαϊκό κύπελλο. Σε δύο περιπτώσεις έφτασε μάλιστα πολύ κοντά αλλά η Γερμανία και τα πέναλτι της στέρησαν αυτή τη χαρά. Το Γιούρο του 1996 στην Αγγλία και φυσικά το Μουντιάλ της Ιταλίας του 1990 είναι δύο διοργανώσεις που πόνεσαν -και συνεχίζουν να πονάνε- πολύ τους Άγγλους. Οι Άγγλοι ταξίδεψαν στην Ιταλία με προπονητή τον Σερ Μπόμπι Ρόμπσον και ίσως το πληρέστερο ρόστερ που είχαν ποτέ μετά το ’66.


 4 Ιουλίου 1990, Στάδιο Ντέλε Άλπι, Τορίνο. Αγγλία και Δυτική Γερμανία διεκδικούν το δεύτερο εισιτήριο για τον τελικό της Ρώμης απέναντι στην Αργεντινή του Μαραντόνα, που την προηγούμενη μέρα είχε πάρει την πρόκριση στα πέναλτι απέναντι στους οικοδεσπότες Ιταλούς. Οι Άγγλοι, καθοδηγούμενοι από τον Σερ Μπόμπυ Ρόμπσον, έναν αληθινό τζέντλεμαν των γηπέδων, αγωνίζονται για δεύτερη φορά σε ημιτελικό, 24 χρόνια μετά το έπος του Γουέμπλεϊ και φιλοδοξούν να προκριθούν στον τελικό ‘για να επιστρέψει το τρόπαιο σπίτι του’. Με μια ομάδα σκληροτράχηλων αμυντικών όπως ο Τέρρυ Μπούτσερ και ο Ντες Γουόκερ, αλλά και ιδιαίτερα προικισμένων μέσων κι επιθετικών όπως ο Γκάρι Λίνεκερ και ο Κρις Γουόντλ, και με μπροστάρη τον πλέον ταλαντούχο Άγγλο παίχτη των τελευταίων δεκαετιών, τον Πολ Γκασκόιν, οι Άγγλοι, αν και προέρχονταν από μια πενταετία αποκλεισμού των ομάδων τους από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις λόγω της τραγωδίας στο Χέυζελ το 1985, καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι τον ημιτελικό παίζοντας κατά διαστήματα ωραίο ποδόσφαιρο σε ένα τουρνουά, που κυριαρχεί το δυναμικό παιχνίδι και τα γκολ μπαίνουν με το σταγονότερο. 


O όμιλος με Ολλανδία, Ιρλανδία και Αίγυπτο φυσικά και δεν ήταν εύκολος αλλά τα “λιοντάρια” κατάφεραν και πήραν την πρωτιά χάρις στη μοναδική νίκη που έγινε στον όμιλο. Εκείνο το 1-0 απέναντι στην Αίγυπτο (με το γκολ του Ράιτ) έστειλε τους Άγγλους στους τέσσερις βαθμούς, αφήνοντας τους σπουδαίους Ολλανδούς στη δεύτερη θέση. Κάπως έτσι στη φάση των “16” η Αγγλία θα αντιμετώπιζε το Βέλγιο έχοντας τον τίτλο του φαβορί. O Γκάζα ήταν η ατραξιόν εκείνης της Αγγλίας και ένας από τους ήρωες ολόκληρου του Μουντιάλ. Ο μέσος από το εργατικό Ντάνστον ήταν ο παίκτης που ανέβαζε επίπεδο τα “λιοντάρια” με τις περίτεχνές του ενέργειες και φυσικά με τα ηγετικά του χαρίσματα και έστρεφε -όπως ήταν λογικό- πάνω του όλα τα βλέμματα. Όταν μάλιστα οι Άγγλοι έχασαν με τραυματισμό στην φάση των ομίλων τον αρχηγό τους, Μπράιαν Ρόμπσον, ο Γκασκόιν ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα πως έπρεπε να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την απόδοσή του. Ακόμα πιο πολύ το πάθος του. Όσο περισσότερο μπορούσε να βρει κι άλλες δυνάμεις. Ψυχικές αλλά και σωματικές. Και τα κατάφερε. Όταν ήθελε άλλωστε ο Γκάζα ήταν ένας ανάμεσα στους κορυφαίους -όχι της Αγγλίας αλλά ολόκληρου του πλανήτη. Μετά το 1-0 με το Βέλγιο στην παράταση και το 3-2 με το μαχητικό Καμερούν και πάλι στην παράταση, οι Άγγλοι θα αντιμετώπιζαν τους Γερμανούς στα ημιτελικά με φόντο τον τελικό της Ρώμης.


Τα πάντσερ είχαν στις τάξεις τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές όπως ο Αντρέας Μπρέμε, o Γιούργκεν Κλίνσμαν, o Ρούντι Φέλερ και φυσικά ο Λόταρ Ματέους (όλοι τους αγωνίζονταν μάλιστα στο Καμπιονάτο), με προπονητή έναν εκ των μεγαλύτερων εγκεφάλων που γνώρισε ποτέ το άθλημα. Τον σπουδαίο Φρανζ Μπεκεμπάουερ. Οι Γερμανοί απείλησαν πρώτοι με τον Όλαφ Θον και είχαν τον έλεγχο του αγώνα στα πρώτα λεπτά αλλά οι Άγγλοι βρήκαν τον τρόπο να φέρουν το παιχνίδι στα δικά τους μέτρα δείχνοντας μάλιστα ικανοί για το καλύτερο. Αυτό δεν συνέβη -πως θα μπορούσαν να κάνουν οι Άγγλοι το “καλύτερο”άλλωστε;- και οι Γερμανοί άνοιξαν το σκορ στο 60′ με τον Μπρέμε. O παίκτης της Ίντερ εκτέλεσε φάουλ. Η μπάλα άλλαξε πορεία, αφού βρήκε σε σώμα παίκτη των Άγγλων, και κρέμασε τον Σίλτον σε μια χαρακτηριστική στιγμή αγγλικής γκαντεμιάς από αυτές που βλέπουμε για 28 σερί χρόνια. Οι Άγγλοι πάντως δεν λύγισαν και βρήκαν τα ψυχικά αποθέματα για να αντιδράσουν.


Άντεξαν στην πίεση των Γερμανών για δεύτερο γκολ και χτύπησαν με τον παραδοσιακό βρετανικό τρόπο στο 80‘. Αφού κυκλοφόρησαν τη μπάλα και πάγωσαν τον ρυθμό, ο Πολ Πάρκερ σέντραρε για τον Λίνεκερ που είχε χωθεί ανάμεσα στους στόπερ των Γερμανών ψάχνοντας εκείνη την μισή ευκαιρία για να σκοράρει. Και την βρήκε. Αυτοί δεν έδιωξαν σωστά και ο Λίνεκερ με διαγώνιο αριστερό σουτ έγραψε το 1-1. Απόλυτη ισορροπία.

Στο 9ο λεπτό της παράτασης γίνεται η φάση του αγώνα. Δεν είναι κάποιο γκολ ούτε πέναλτι ούτε κάποια αποβολή. Είναι μια κίτρινη κάρτα. Στο χώρο του κέντρου ο κορυφαίος του γηπέδου μέχρι εκείνη τη στιγμή και ανεξάντλητα δραστήριος Γκασκόιν πιέζεται από τον Ματέους, ο οποίος τον αναγκάζει να ‘ανοίξει’ το κοντρόλ του. Ο επερχόμενος Μπέρτολντ τσιμπάει την μπάλα, ο Γκασκόιν βάζει το πόδι του και τον ανατρέπει. Πριν ακόμα πέσει ο Μπέρτολντ ο Γκασκόιν έχει ήδη σηκώσει το χέρι του παραδεχόμενος την παράβαση. Σκύβει πάνω από τον Μπέρτολντ, βάζει ακόμα και το δάχτυλό του μέσα στο στόμα του Δυτικογερμανού για να δει μήπως έχει γυρίσει η γλώσσα του τελευταίου, και συνεχίζει να απευθύνεται στον Βραζιλιάνο διαιτητή Jose Roberto Wright παραδεχόμενος το φάουλ. Γνωρίζει ότι μια δεύτερη κίτρινη κάρτα στο τουρνουά μετά από εκείνη που είχε δεχτεί στον αγώνα με το Βέλγιο στη φάση των 16 θα του στερούσε τη συμμετοχή στον τελικό. Ο διαιτητής, όμως, πιστός στην εφαρμογή του κανόνα, βγάζει την κίτρινη κάρτα από το τσεπάκι του – και ο Γκασκόιν νιώθει τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. 

 ‘Είχα την μπάλα στο χώρο του κέντρου και προχωρούσα. Τότε, όταν ο Ματέους προσπάθησε να μού την αποσπάσει, ‘τσίμπησα’ την μπάλα ώστε να μην μπορεί να την φτάσει, αλλά άνοιξα πολύ το κοντρόλ. Έπρεπε ν’ απλώσω το πόδι μου καθώς ερχόταν ο Τόμας Μπέρτολντ. Έδινα το 110%. Ήταν ημιτελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου και δεν ήθελα να χαρίσω τίποτα σε κανέναν. Έως και σήμερα ειλικρινά πιστεύω ότι δεν τον άγγιξα, αλλά εκείνος έπεσε κι άρχισε να κάνει γύρους στο χορτάρι σαν να πονάει. Έσκυψα από πάνω του να δω ότι όλα ήταν ΟΚ. Εκείνη τη στιγμή δεν πίστευα ότι θα είχα κάποιο πρόβλημα (σ.σ. ότι θα έπαιρνε κίτρινη κάρτα). Δεν υπήρχε τίποτα μεμπτό στη διεκδίκηση της μπάλας. Και τότε, όλα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν σε αργή κίνηση’.

Σαν χαμένος, με κενό βλέμμα, δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει τι έχει μόλις συμβεί, ενώ τα μάτια του πλημμυρίζουν δάκρυα. Είναι ένα παιδί στο σώμα ενός ενήλικα. Δεν μπορεί παρά να κλάψει αντιλαμβανόμενος πως εκείνη τη στιγμή είναι πρωταγωνιστής σε μια τραγωδία με τρεις πράξεις, αλλά χωρίς τελικά να έρθει η κάθαρση. Ο Λίνεκερ, φίλος και συμπαίχτης του στην Τότεναμ, τον πλησιάζει και προσπαθεί να τον παρηγορήσει, όμως, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο Γκασκόιν είναι –έστω για μερικά δευτερόλεπτα- στο δικό του κόσμο, γυρνάει στον πάγκο της Αγγλίας, σφίγγει τα χείλη, κάνει ένα σήμα προς τον πάγκο της Αγγλίας σαν να λέει ‘να τον παρακολουθείτε’, εννοώντας ότι ο Γκασκόιν, όντας ένας θερμόαιμος χαρακτήρας, μπορεί να χάσει την ψυχραιμία του ανά πάσα στιγμή, και με μια κίνηση του χεριού σε στυλ ‘έτσι κι έτσι’ περιγράφει την ψυχική κατάσταση του Γκασκόιν.
 

Στην -ανεπίσημη- ανάπαυλα ανάμεσα στα δύο ημίχρονα της παράτασης o Μπόμπυ Ρόμπσον παίρνει τον Γκασκόιν κατά μέρος. Ο Ρόμπσον, ένας πραγματικός δάσκαλος, γνωρίζει ότι έχει μπροστά του έναν σκληροτράχηλο παίχτη που κρύβει μέσα του μια παιδική ψυχή, που ζει το δικό του δράμα – κι εκείνη τη στιγμή οι λέξεις που θέλει ν’ ακούσει ο Γκασκόιν μόνο από το στόμα ενός ανθρώπου σαν τον Ρόμπσον θα μπορούσαν να βγουν. ‘Κοίτα, το ξέρω ότι δεν μπορείς ν’ αγωνιστείς στον τελικό, αλλά αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να εξασφαλίσεις ότι οι υπόλοιποι θα μπορέσουν να παίξουν. Συγκεντρώσου εκεί’.


Τα λόγια του Ρόμπσον είναι βάλσαμο στην ψυχή και φτερά στα πόδια του Γκασκόιν. Ο Άγγλος μέσος συνεχίζει τον αγώνα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Τρέχει, μαρκάρει, πασάρει, είναι ο κινητήρας της αγγλικής ομάδας, χωρίς να χάσει στιγμή την ψυχραιμία του.Μάλιστα, σε ένα δυνατό μαρκάρισμα του Μπρέμε κοντά στην πλάγια γραμμή, ο Γκασκόιν σηκώνεται αμέσως από το χορτάρι μετά το χτύπημα κι εκεί που κάποιος θα περίμενε μια θερμόαιμη αντίδραση από τον Άγγλο, εκείνος με ένα παιδικό χαμόγελο απλώνει το χέρι του στον Μπρέμε και οι δυο παίχτες συμφιλιώνονται αμέσως. Ο Γκασκόιν έχει διαψεύσει πανηγυρικά τους φόβους του Λίνεκερ και των υπόλοιπων Άγγλων.


 Η παράταση ολοκληρώνεται χωρίς κάποια αλλαγή του σκορ. Στα πέναλτι οι Δυτικογερμανοί θα ευστοχήσουν σε όλα, ενώ οι Στιούαρτ Πιρς και Κρις Γουόντλ θα αστοχήσουν. Το όνειρο των Άγγλων δεν θα γίνει πραγματικότητα. Ο Γκασκόιν δεν θα αγωνιστεί στον τελικό, αλλά η προσωπικότητά του θα σφραγίσει εκείνο του τουρνουά.


Στο τέλος του αγώνα τα λόγια του Ρόμπσον είναι εκείνα ενός δασκάλου προς τον επιμελέστερο μαθητή του. ‘Μην ανησυχείς. Ήσουν ένας από τους καλύτερους παίχτες του τουρνουά. Θα πρέπει να ξεχάσεις όλα τα υπόλοιπα. Μην ανησυχείς, γιε μου. Ήσουν απλά υπέροχος. Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου – κι αυτό είναι το πρώτο σου Παγκόσμιο Κύπελλο’. Τα λόγια του Ρόμπσον δεν θα αποδειχθούν προφητικά. Το 1994 η Αγγλία δεν θα προκριθεί στο Μουντιάλ των Η.Π.Α. ενώ το 1998 ο ομοσπονδιακός τεχνικός Γκλεν Χοντλ δεν θα τον συμπεριλάβει στην αποστολή των Λιονταριών. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο Μουντιάλ του υπέροχου μέσα στην ευαισθησία του και την αυτοκαταστροφική του μανία Πολ Γκασκόιν.

 
Τα αυθόρμητα δάκρυά του στον ημιτελικό, οι γκριμάτσες του, οι ντρίμπλες του, αλλά, κυρίως η χαρά του παιχνιδιού που αποτυπωνόταν στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του, όλα συναποτελούν την κληρονομιά του Γκασκόιν σε όσους είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τα δάκρυα του Γκάζα αλλά και ο τρόπος που έδειξε τη φανέλα στο κοινό των Άγγλων, φιλώντας το εθνόσημο, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες εκείνης της διοργάνωσης. Ο κόσμος ίσως να θυμάται εκείνες τις στιγμές περισσότερο κι από τις ντρίμπλες και τα μαγικά του σπουδαίου ποδοσφαιριστή ή τον τελικό ανάμεσα στην Αργεντινή και την Γερμανία. Εκείνη τη μέρα ξεκίνησε και η κατάρα των Άγγλων στη διαδικασία των πέναλτι!
 

Τότε ξεκίνησε και ο έρωτας του κοινού της Ιταλίας και φυσικά της Ρώμης με τον σπουδαίο Άγγλο μέσο. Το 1992 η Λάτσιο θα κάνει δικό της τον παίκτη για 5μιση εκατομμύρια λίρες αλλά ο Πολ Γκασκόιν δεν θα κάνει σπουδαίες εμφανίσεις στo, κορυφαίο εκείνα τα χρόνια, ιταλικό πρωτάθλημα. Έξι χρόνια αργότερα (και αφού είχε βρει και πάλι τη φόρμα του στους Ρέιντζερς της Γλασκόβης), είχε τη χαρά να εκπροσωπήσει τη χώρα του -μπροστά στο κοινό της- για το Γιούρο. Και τότε μας μάγεψε. Και τότε μας χάρισε μοναδικές ποδοσφαιρικές στιγμές και συγκινήσεις. Και τότε αποκλείστηκε από τους Γερμανούς και πάλι στα ημιτελικά. Και πάλι στα πέναλτι. Η ίδια δακρύβρεχτη ιστορία γραφόταν και πάλι με τα ίδια “θύματα”. Οι ίδιες γκαντέμικες στιγμές περνούσαν μπροστά μας και πάλι σαν κακόγουστο φιλμ σε κάποιο θερινό σινεμά. Ένα πάντρεμα νέων και παλαιότερων τραγικών ηρώων με το ίδιο ακριβώς τέλος και τον Γκάρι Λίνεκερ να μονολογεί απογοητευμένος το κορυφαίο απόφθεγμα της ζωής του και της καριέρας του.


Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Όταν η Νάπολι (δεν) διχάστηκε

8 Ιουλίου 1990, Στάδιο Ολίμπικο, Ρώμη. Τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990. Δυτική Γερμανία και Αργεντινή διεκδικούν το τρίτο τρόπαιο της ιστορίας τους, ελπίζοντας να ισοφαρίσουν Ιταλούς και Βραζιλιάνους, που έχουν ήδη από τρεις κατακτήσεις. Κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Αργεντινής η κάμερα περνάει μπροστά από κάθε παίχτη της ‘αλμπισελέστε’, ενώ τα γιουχαϊσματα από τις κατάμεστες κερκίδες του Ολίμπικο είναι παρά πολύ έντονα.
 

Ο αρχηγός της Αργεντινής Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα φαίνεται εξοργισμένος με τη στάση των Ιταλών φιλάθλων και καθώς η κάμερα περνάει από μπροστά του, αφήνει την οργή του να ξεσπάσει και επαναλαμβάνει δύο φορές με τέτοιον τρόπο ώστε να καταστεί κατανοητή απ’ όλους μια πολύ γνωστή βρισιά: ‘Hijos de puta!’ (δεν χρειάζεται καν μετάφραση), με τα χείλη να κινούνται αργά για να τα διαβάζουν όσοι δεν μπορούν να τον ακούσουν. Είναι το αποκορύφωμα μιας κόντρας του Μαραντόνα με τους Ιταλούς φιλάθλους που είχε ξεκινήσει λίγες μέρες πριν από τον πικρό για τους οικοδεσπότες ημιτελικό στη Νάπολη. 
 

3 Ιουλίου 1990, Στάδιο Σαν Πάολο, Νάπολη. Ιταλία και Αργεντινή τίθενται αντιμέτωπες στον πρώτο εκ των δύο ημιτελικών με έπαθλο ένα από τα δυο εισιτήρια για τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 (ο άλλος ημιτελικός μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας θα διεξαχθεί την επόμενη μέρα στο Ντέλε Άλπι του Τορίνο). Από τη μία πλευρά οι οικοδεσπότες Ιταλοί, η κατά τεκμήριο καλύτερη ομάδα εκείνου του τουρνουά με παίχτες όπως οι Ζένγκα, Μπαρέζι, Μπέργκομι, Μαλντίνι, Ντοναντόνι, Βιάλι και  Μπάτζιο. Απέναντί τους οι Αργεντινοί, που φτάνουν για δεύτερη συνεχόμενη φορά σε ημιτελικό Μουντιάλ μετά από την κατάκτηση του τροπαίου το 1986 στο Μεξικό και φιλοδοξούν να ράψουν το τρίτο αστέρι στη φανέλα τους, ισοφαρίζοντας τις Βραζιλία και Ιταλία. Με αρχηγό τον 30χρονο Μαραντόνα οι Αργεντινοί κάθε άλλο παρά έχουν εντυπωσιάσει στο τουρνουά, αλλά, έστω και με κακές εμφανίσεις, έχουν καταφέρει να φτάσουν στον ημιτελικό και να διεκδικούν μια θέση στον τελικό της Ρώμης. Είναι ένας αγώνας που θα διαιρέσει μια πόλη, την Νάπολη, θα ξύσει πληγές στο σώμα μιας χώρας, της Ιταλίας, και θα αναγάγει τον Μαραντόνα, για ακόμα μια φορά, σε σημείον αντιλεγόμενον για τους απανταχού ποδοσφαιρόφιλους. 


Δύο μήνες πριν από τον ημιτελικό της Νάπολης, και συγκεκριμένα στις 29 Απριλίου του 1990 (σ.σ. η σαιζόν ολοκληρώθηκε ένα σχεδόν μήνα νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως λόγω του επερχόμενου Μουντιάλ) η ομάδα της πόλης με προπονητή τον Αλμπερτίνο Μπιγκόν (είχε περάσει και από τον Ολυμπιακό διαδεχόμενος τον Ντούσαν Μπάγεβιτς το Δεκέμβριο του 1999), αδιαμφισβήτητο ηγέτη τον Μαραντόνα και παίχτες κλάσης όπως ο Καρέκα, ο Αλεμάο και ο Τζόλα είχε κατακτήσει το δεύτερο πρωτάθλημά της μετά από εκείνο του 1987. Η Νάπολι είχε τερματίσει πρώτη με 51 βαθμούς (τότε η νίκη έδινε δύο βαθμούς)  μπροστά από τη Μίλαν, την Ίντερ και τη Γιουβέντους! Ο ιταλικός Νότος είχε ξανασηκώσει κεφάλι απέναντι στον πλούσιο ιταλικό Βορρά και το είχε κάνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Η Νάπολη ζούσε στο μεθυσμένο ρυθμό του El Pibe de oro, ο οποίος λατρευόταν σαν θεός επί γης, και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να διαταράξει αυτή τη σχέση λατρείας μεταξύ ‘θεού’ και ‘ποιμνίου’. 


Στον εναρκτήριο αγώνα του Μουντιάλ στις 8 Ιουνίου στο Σαν Σίρο η παγκόσμια πρωταθλήτρια Αργεντινή έπεσε θύμα τεράστιας έκπληξης καθώς ηττήθηκε από το Καμερούν με 1-0 με γκολ του Ομάμ-Μπιγίκ. Τελικά, με απολογισμό 1 νίκη (εναντίον της ΕΣΣΔ), 1 ισοπαλία με τη Ρουμανία και 1 ήττα από τα Λιοντάρια της παρέας του Ροζέ Μιλά, η Αργεντινή θα προκριθεί στη φάση των 16 ως μία από τις καλύτερες τρίτες ομάδες των ομίλων. Εκεί θα αντιμετωπίσει τη Βραζιλία των συμπαιχτών του στη Νάπολι Καρέκα και Αλεμάο. Για όλο σχεδόν το παιχνίδι η Βραζιλία κυριαρχεί στον αγωνιστικό χώρο, αλλά αρκεί μόνο μία έμπνευση του Μαραντόνα μόλις δέκα λεπτά πριν από το τέλος του αγώνα για να δώσει τη νίκη στην Αργεντινή. Κινούμενος κοντά στο κέντρο του χώρου, με το πόδι τούμπανο από προηγούμενο τραυματισμό, ο Μαραντόνα αρχίζει να επελαύνει προς την περιοχή των ‘καριόκας’ αποφεύγοντας συνολικά τέσσερις Βραζιλιάνους κι όταν πλέον τρεις αντίπαλοί του τον περικυκλώνουν, περνάει την μπάλα στον ξεμαρκάριστο Κανίγια (γνωστός και ως ‘ο ξανθός’), ο οποίος πλασάρει τον Ταφαρέλ και γράφει το τελικό 1-0. Στα προημιτελικά η Αργεντινή θα αντιμετωπίσει την -κυριολεκτικά- τελευταία των Γιουγκοσλάβων σχολή με παίχτες παγκόσμιας κλάσης όπως ο Στοϊκοβιτς, ο Προσινέτσκι, ο Σαβίσεβιτς και ο Σαμπανάτζοβιτς (πέρασε από την ΑΕΚ με τεράστια επιτυχία και, αργότερα, από τον Ολυμπιακό). Μετά από ένα στείρο 0-0 οι Αργεντινοί θα επικρατήσουν στα πέναλτι με 3-2 (ο Μαραντόνα θα αστοχήσει στο δικό του) και θα πάρουν το εισιτήριο για τον ημιτελικό απέναντι στους Ιταλούς. Συνολικός απολογισμός μέχρι εκείνο το σημείο: 2νίκες, 2 ισοπαλίες και 1 ήττα. Όμως, ήταν κοινή η πεποίθηση όλων ότι η Αργεντινή δεν έπειθε καθόλου με τις εμφανίσεις της. 
 

Από την άλλη, οι Ιταλοί είχαν πετύχει τρεις νίκες στον όμιλό τους διατηρώντας ανέπαφη την εστία τους, είχαν επικρατήσει καθαρά με 2-0 της Ουρουγουάης στη φάση των 16 και της Ιρλανδίας, μιας εκ των εκπλήξεων του τουρνουά, με 1-0 στα προημιτελικά. Συνολικός απολογισμός μέχρι εκείνο το σημείο: 5νίκες, 0 ισοπαλίες, 0 ήττες, και με μηδέν παθητικό! 

Εκείνο το βράδυ της 3ης Ιουλίου του 1990 το φαβορί ήταν ξεκάθαρο. Η Σκουάντρα Ατζούρα έπαιζε το καλύτερο ποδόσφαιρο στο τουρνουά, δεν είχε δεχθεί κανένα γκολ και αγωνιζόταν εντός έδρας. Μάλιστα, οι Ιταλοί είχαν δώσει όλους τους αγώνες τους μέχρι εκείνη τη στιγμή στο Ολίμπικο της Ρώμης. Ήταν η πρώτη φορά για τους οικοδεσπότες, που αναγκάζονταν να μετακινηθούν εκτός της Αιώνιας Πόλης και να αγωνιστούν στο Σαν Πάολο της Νάπολης, το ναό του Μαραντόνα απέναντι στην Αργεντινή του Pibe de oro!

Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Όλο το προηγούμενο διάστημα ένα και μοναδικό ερώτημα ήταν στα χείλη όλων. Ποια ομάδα θα υποστηρίξουν οι Ναπολιτάνοι; Ήταν ένα ερώτημα που σαφώς και ξέφευγε από τα στενά ποδοσφαιρικά όρια και είχε εκτενέστερες κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, την παραμονή του αγώνα ο Μαραντόνα κάνει μια δήλωση που προκαλεί. ‘Νομίζω ότι είναι μάλλον κακόγουστο να ζητάτε οι δημοσιογράφοι από τους Ναπολιτάνους να είναι Ιταλοί για μία βραδιά, όταν τις υπόλοιπες 364 μέρες τούς μεταχειρίζονται (ενν. οι Ιταλοί του Βορρά) σαν παρακατιανούς (σ.σ. η λέξη που χρησιμοποίησε ο Μαραντόνα είναι η λέξη ‘terroni’, ένας ιδιαίτερα απαξιωτικός όρος που χρησιμοποιούν οι Ιταλοί του Βορρά για να περιγράψουν υποτιμητικά εκείνους του Νότου και προέρχεται από τη λέξη ‘terra’, που σημαίνει ‘γη’)’;
 

Στις 8μμ της 3ης Ιουλίου οι Ναπολιτάνοι έδωσαν την απάντησή τους. Οι οπαδοί της Νάπολι στην Curva B του Σαν Πάολο κρέμασαν ένα πανό που έγραφε: ‘Ντιέγκο, η Νάπολη σε αγαπά, αλλά η Ιταλία είναι η πατρίδα μας’ (Diego, Napoli ti ama ma l’ Italia e la nostra patria). Ένα άλλο πανό έγραφε: ‘Ο Ντιέγκο στις καρδιές μας, η Ιταλία στα τραγούδια μας’ (Diego nei cuori, Italia nei cori). Καθόλη τη διάρκεια του αγώνα, από το 1ο μέχρι και το 120ό λεπτό, οι Ναπολιτάνοι δεν θα σταματήσουν να υποστηρίζουν την εθνική τους χωρίς, όμως, να σφυρίζουν ή να προσβάλλουν τους Αργεντινούς και τον αγαπημένο τους Ντιέγκο. 


Στον αγωνιστικό χώρο οι Ιταλοί, όπως αναμενόταν, παίζουν καλύτερα, αλλά οι Αργεντινοί παρουσιάζονται σαφώς βελτιωμένοι σε σύγκριση με τα προηγούμενα παιχνίδια τους. Στο 17ο λεπτό, μετά από ένα όμορφο 1-2 μεταξύ Τζιανίνι και Βιάλι, ο τελευταίος σουτάρει από το ύψος του πέναλτι, ο Γκοϊγκοετσέα αποκρούει, αλλά ο Τοτό Σκιλάτσι, η αποκάλυψη του Μουντιάλ για τους Ιταλούς, παίρνει το ‘ριμπάουντ’ και σκοράρει. 1-0 για τους Ιταλούς με χλιαρές διαμαρτυρίες των Αργεντινών για πιθανό οφσάιντ του Ιταλού σκόρερ. Το πρώτο ημίχρονο ολοκληρώνεται χωρίς κάποια επικίνδυνη φάση μπροστά στα καρέ του Ζένγκα. Η ιταλική άμυνα είναι σεμιναριακού επιπέδου. Στο δεύτερο ημίχρονο ο Κάρλος Μπιλάρδο περνάει στον αγώνα τον Πέδρο Τρόλιο, τότε παίχτης της Λάτσιο, και το παιχνίδι των Αργεντινών αποκτά μεγαλύτερη κινητικότητα. Στο 67ο λεπτό, σε μια σέντρα του Ολαρτικοετσέα από δεξιά, ο Κανίγια θα προλάβει την έξοδο του Ζένγκα και το μαρκάρισμα του Φέρρι, θα ακουμπήσει την μπάλα με το πίσω μέρος του κεφαλιού του και θα τη στείλει στα δίχτυα. Μετά από 517 λεπτά η ιταλική εστία παραβιάζεται για πρώτη φορά, αλλά, δυστυχώς, για τους οικοδεσπότες, αυτό το γκολ θα είναι αρκετό για να τους στερήσει την πρόκριση στον τελικό. 


 Ο αγώνας οδηγείται στην παράταση. ‘Το τριαντάλεπτο της παράτασης μού έμοιαζε με αιωνιότητα’, δήλωσε μετά ο Μπιλάρδο. ‘Έπρεπε να διεκδικούμε κάθε μπαλιά’. Οι Ιταλοί συνεχίζουν να έχουν τον έλεγχο του αγώνα. Στο 103ο λεπτό αποβάλλεται ο Αργεντινός Τζιούστι για χτύπημα εκτός φάσης στο Ρομπέρτο Μπάτζιο. Στο φάουλ έξω από την περιοχή ο Μπάτζιο αναγκάζει τον Γκοϊγκοετσέα να πεταχτεί στη γωνία και να αποσοβήσει το 2-1. Οι Ιταλοί προσπαθούν να σκοράρουν για να πάρουν τη νίκη, δημιουργούν ευκαιρίες, αλλά, τελικά, το 1-1 παραμένει. ‘Δεν θέλαμε να πάμε στα πέναλτι’, δήλωνε μετά ο Σκιλάτσι. ‘Θέλαμε να κερδίσουμε με γκολ στη διάρκεια του αγώνα’. 
 

Το τελικό σφύριγμα του Γάλλου διαιτητή Βοτρώ (Michel Vautrot) οδηγεί τις δύο ομάδες στα πέναλτι. Είναι η παρθενική φορά για τους Ιταλούς σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Θα ακολουθήσουν δύο μάλλον οδυνηρές εμπειρίες στον τελικό του Μουντιάλ του 1994 απέναντι στη Βραζιλία και στα προημιτελικά το 1998 απέναντι στη Γαλλία, αλλά και μια λυτρωτική το 2006 στον τελικό απέναντι και πάλι στους Γάλλους.  


Στη διαδικασία των πέναλτι θα πρωταγωνιστήσει ο υψηλόσωμος τερματοφύλακας των Αργεντινών Σέρτζιο Γκοϊγκοετσέα. Αν και δεν ήταν η βασική επιλογή του Μπιλάρδο για το Μουντιάλ του 1990, ο Γκοϊγκοετσέα θα είναι εκ των πρωταγωνιστών για τους Αργεντινούς στο τουρνουά. Μόλις στο 11ο λεπτό του αγώνα εναντίον της ΕΣΣΔ στη δεύτερη αγωνιστική των ομίλων, ο βασικός τερματοφύλακας Νέρι πουμπίδο τραυματίζεται και αντικαθίσταται από τον Γκοϊγκοετσέα. Στα προημιτελικά με τη Γιουγκοσλαβία  ο τελευταίος θα αποκρούσει τα πέναλτι των Μπρνόβιτς και Χατζιμπέγκιτς (ο Στοϊκοβιτς θα σημαδέψει το οριζόντια δοκάρι). Στον ημιτελικό με τους Ιταλούς θα αποκρούσει τα πέναλτι των Ντοναντόνι και Σερένα δίνοντας την πρόκριση στην παρέα του Μαραντόνα.


Όταν ο Σερένα αστοχεί στο τελευταίο πέναλτι, ο θρυλικός Ιταλός τηλεσχολιαστής Μπρούνο Πιτζούλ (Bruno Pizzul), με μάλλον σπασμένη φωνή θα δηλώσει: ‘Είναι σκηνές που δεν θα θέλαμε ποτέ να σχολιάσουμε’, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την πίκρα μιας ολόκληρης χώρας για έναν -μάλλον- άδικο αποκλεισμό. Η Ιταλία αποκλείστηκε χωρίς να έχει ηττηθεί σε κανέναν αγώνα κι έχοντας δεχθεί μόλις ένα γκολ! Συνολικά η Ιταλία συγκέντρωσε 13 βαθμούς στο τουρνουά (6 νίκες, 1 ισοπαλία), περισσότερους ακόμα και από τη Γερμανία (με 12), η οποία θα κατακτήσει το τρόπαιο, ενώ η φιναλίστ Αργεντινή μόλις 7 (2 νίκες, 3 ισοπαλίες, 2 ήττες)! Την επομένη η Gazzetta dello Sport θα κυκλοφορήσει με ένα χαρακτηριστικό τίτλο: ‘Αντίο στο όνειρο’ (Addio al sogno).


Τελικά και οι Ιταλοί και ο Μαραντόνα θα γευτούν την πίκρα της αποτυχίας. Στον τελικό της Ρώμης οι Δυτικογερμανοί θα επικρατήσουν σε έναν μάλλον ανιαρό τελικό της Αργεντινής με 1-0 με σκόρερ τον Αντρέας Μπρέμε μετά από εκτέλεση πέναλτι. Ήταν ο δεύτερος συνεχόμενος τελικός μεταξύ Δυτ. Γερμανίας και Αργεντινής. Θα ακολουθήσει ο τρίτος το 2014. Απολογισμός μέχρι στιγμής: Γερμανία-Αργεντινή 2-1.

Πηγή: η εξαιρετική σελίδα του history espresso στο facebook

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Αλεξάντρ Βιλαπλάν: Ο δοσίλογος αρχηγός της εθνικής Γαλλίας

Ο Γάλλος μέσος Αλεξάντρ Βιλαπλάν (Alexandre Villaplane) γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1905, στο Αλγέρι. Στη καριέρα του έπαιξε για την Σετ (1921-1924), τη Νιμ (1927–1929), τη Ρασίγκ Παρί (1929–1932), την Αντίμπ, στο πρώτο γαλλικό επαγγελματικό πρωτάθλημα (1932–1933) και τη Νις (1933–1934). Με την Αντίμπ τερμάτισε στην κορυφή του Νότιου Ομίλου και έπαιξε με τη Λιλ από τον Βόρειο για το Πρωτάθλημα. Ο Αντίμπ κέρδισε τον τίτλο, αλλά της αφαιρέθηκε αφού κρίθηκε ένοχη δωροδοκίας. Ο προπονητής της Λιλ τιμωρήθηκε με ισόβιο αποκλεισμό, ενώ στον Βιλαπλάν, που θεωρήθηκε από τους βασικούς υπόπτους, επιβλήθηκε μια σχετικά μικρή ποινή. Εν συνεχεία, εντάχθηκε στη Νις για τη σεζόν 1933/34. Έχοντας χάσει το ενδιαφέρον του για την καριέρα του και έχοντας γίνει τακτικός θαμώνας του ιπποδρόμου, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να επανέλθει του με την Χισπανό-Μπατιστιέν του Μπορντό, αλλά τερμάτισε τη σεζόν στη φυλακή, έχοντας καταδικαστεί για τη συμμετοχή του σ’ ένα σκάνδαλο καθορισμού ιπποδρομιών.

Αγωνίστηκε 25 φορές για την εθνική ομάδα της Γαλλίας και ήταν ο αρχηγός της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1944, εκτελέστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους προδότες της πατρίδας του.


13 Ιουλίου 1930, 3μμ τοπική ώρα, Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη. Στο στάδιο Pocitos του Μοντεβιδέο, η Γαλλία και Μεξικό τίθενται αντιμέτωπες στον πρώτο αγώνα του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου της ιστορίας, ενώ την ίδια ακριβώς ώρα Η.Π.Α. και Βέλγιο αγωνίζονται μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά, στο στάδιο Parque Central. Διπλή πρεμιέρα για έναν θεσμό, του οποίου η πρώτη διοργάνωση είχε περάσει από σαράντα κύματα.

Η Ουρουγουάη έχει επιλεγεί από τη ΦΙΦΑ για πολύ συγκεκριμένους λόγους για να διοργανώσει το πρώτο Μουντιάλ. Εκείνη την εποχή η Ουρουγουάη έχει τον άτυπο τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας καθώς έχει κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στους δύο τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1924 στο Παρίσι και το 1928 στο Άμστερνταμ. Το 1930 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ανεξαρτησία της Ουρουγουάης και προς τιμήν αυτής της επετείου οι Ουρουγουανοί έχουν κατασκευάσει σε μόλις οχτώ μήνες το επιβλητικό στάδιο Centenario, το οποίο και έχουν ονομάσει αντιστοίχως. Επιπλέον, εκείνη την εποχή η Ευρώπη ζει τον εφιάλτη των επιπτώσεων του κραχ της Wall Street το 1929 και τα έξοδα μια τέτοιας διοργάνωσης την καθιστούν όνειρο απατηλό για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Από την άλλη η Ουρουγουάη δεσμεύεται να καλύψει εξ’ ολοκλήρου τα έξοδα όλων των συμμετεχόντων!

Μόλις τέσσερις ευρωπαϊκές ομάδες αποδέχονται την πρόσκληση της ΦΙΦΑ να συμμετέχουν στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, όταν κι έληγε η σχετική προθεσμία δήλωσης συμμετοχής στο τουρνουά (καθώς προκριματικοί αγώνες δεν είχαν λάβει χώρα), καμία ευρωπαϊκή ομάδα δεν είχε δεχτεί να ταξιδέψει στην Ουρουγουάη. Με παρέμβαση του ίδιου του προέδρου της ΦΙΦΑ Ζυλ Ριμέ τελικά τέσσερις ομάδες πείθονται να συμμετάσχουν στο πρώτο Μουντιάλ: το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία.

Ο Villaplane ως αρχηγός της Νιμ
(History espresso)
Οι Ρουμάνοι και οι Γιουγκοσλάβοι επιβιβάζονται στο ιταλικό υπερωκεάνιο SS Conte Verde στη Γένοβα, οι Γάλλοι στο Villefranche-sur-Mer, ενώ οι Βέλγοι στη Βαρκελώνη. Μαζί με τις τρεις ευρωπαϊκές ομάδες ταξιδεύουν εν πλω στο ίδιο πλοίο ο ίδιος ο Ζυλ Ριμέ με το ομώνυμο τρόπαιο, αλλά και οι τρεις Ευρωπαίοι διαιτητές του τουρνουά, οι Βέλγοι Jean Langenus και Henri Christophe και ο Γάλλος Thomas Balway. Μετά από 15 μέρες ταξιδιού (κι αφού έχουν επιβιβαστεί και οι Βραζιλιάνοι στο ίδιο πλοίο στο Ρίο ντι Τζανέιρο), το SS Costa Verde φτάνει στο λιμάνι του Μοντεδιβέο. Η φιέστα είναι έτοιμη να ξεκινήσει!

Στη σέντρα του σταδίου Pocitos εκείνο το μεσημέρι της 13ης Ιουλίου ο Ουρουγουανός διαιτητής Domingo Lombardi θα υποδεχτεί τους δύο αρχηγούς των ομάδων. Από τη μία ο Μεξικανός Rafael Garza και από την άλλη ο Γαλλοαλγερινός Alex Villaplane. H γαλλική εφημερίδα Le Monde έχει χαρακτηρίσει τον Villpalane ως ‘playmaker παγκόσμιας κλάσης’ κι ‘έναν από τους πλέον ταλαντούχους παίχτες της γενιάς του’. Εκείνη τη στιγμή ο Villaplane βιώνει την πιο όμορφη περίοδο της ζωής του, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του, φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού της πατρίδας του στον εναρκτήριο αγώνα του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τίποτα δεν προμηνύει πως 14 χρόνια αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1944, ο Villaplane θα εκτελεστεί στη Γαλλία ως ένας από τους μεγαλύτερους προδότες της πατρίδας του – κι αυτή είναι η ιστορία του.

Ο Villaplane γεννιέται στο Αλγέρι το Σεπτέμβριο του 1905. Στην ηλικία των δώδεκα χρονών θα ενταχθεί στην τοπική ομάδα Gallia sport, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 16 ετών η οικογένειά του θα εγκαταλείψει το Αλγέρι και θα εγκατασταθεί στο Sète, μια κωμόπολη στη νότια Γαλλία. Εκεί ο Villaplane θα συνεχίσει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο και θα μπει στις τάξεις της ομάδας των νέων της FC Sète. Ο Σκωτσέζος προπονητής της ανδρικής ομάδας Victor Gibson θα εντυπωσιαστεί από τις ικανότητες του μικρού Alex και θα τον πάρει μαζί του στην πρώτη ομάδα σε ηλικία 17 ετών. Τη σαιζόν 1923/24 ο Villaplane θα αγωνιστεί σε αρκετά παιχνίδια της ομάδας του, αλλά όχι και στον τελικό του Κυπέλλου Γαλλίας απέναντι στην παριζιάνικη Red Star, ομάδα την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ζυλ Ριμέ, όπου η FC Sète θα ηττηθεί. Το 1925 θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Γαλλίας, αλλά η ομάδα του θα ηττηθεί από την παριζιάνικη CASG.

Στις 11 Απριλίου 1926, σε έναν φιλικό αγώνα με το γειτονικό Βέλγιο, ο Villaplane θα κάνει το ντεμπούτο του με τα χρώματα των τρικολόρ στη νίκη των Γάλλων με 4-3 στο στάδιο Pershing του Παρισιού. Επτά μέρες αργότερα, στις 18 Απριλίου, θα αγωνιστεί με τη Γαλλία στη νίκη εναντίον της Πορτογαλίας με 4-2, ενώ στις 25 Απριλίου θα αγωνιστεί και στο τρίτο κατά σειρά φιλικό της Γαλλίας, αυτή τη φορά εναντίον της Ελβετίας, όπου οι τρικολόρ θα επικρατήσουν με 1-0.Θα ακολουθήσουν οι αγώνες εναντίον της Αυστρίας (ήττα με 4-1) και η νίκη εναντίον της Γιουγκοσλαβίας με 4-1 τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής με βορειοαφρικανική καταγωγή, ο οποίος εκπροσωπεί τη Γαλλία σε διεθνές επίπεδο. Οι εμφανίσεις του νεαρού Villaplane προσελκύουν το έντονο ενδιαφέρον της Νιμ, κύριας αντιπάλου της FC Sète. Αν κι εκείνη την περίοδο η έννοια ‘επαγγελματίας ποδοσφαιριστής’ δεν ήταν ακόμα γνωστή, οι ομάδες έβρισκαν τρόπο να αμείβουν τους παίχτες τους είτε με χρηματικό ποσό είτε με την υπόσχεση ανεύρεσης καλά αμειβόμενης εργασίας. Το 1927 ο Villaplane μεταπηδά στη Νιμ, με την οποία πανηγυρίζει την άνοδο στην ανώτερη κατηγορία της Νοτιοανατολικής κατηγορίας ποδοσφαίρου, καθώς εκείνη την περίοδο δεν υπάρχει ακόμα εθνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (σ.σ. θα ακολουθήσει το 1932 η ίδρυση της γαλλικής λίγκας).

Η εθνική Γαλλίας του 1930, ο Villaplane πάνω δεξιά με τα λουλούδια (History espresso)
Με τα χρώματα της Νιμ ο Villaplane θα γνωρίσει ιδιαίτερη φήμη ως ένας εξαιρετικά μαχητικός παίχτης, οξύνους πασέρ αλλά κι εξαιρετικός κεφαλοσφαιριστής. Ο Villaplane θα είναι μέλος της εθνικής ομάδας της Γαλλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ το 1928. Την επόμενη χρονιά ο Villaplane θα μεταπηδήσει στον παριζιάνικο σύλλογο Racing Club, της οποίας ο πρόεδρος επιθυμεί να την καταστήσει τον ισχυρότερο σύλλογο της χώρας και η μεταγραφή του Villaplane είναι ο πρωταρχικός στόχος. Εκεί θα αγωνιστεί για τρία χρόνια. Οι απολαβές του είναι εξαιρετικές για τα δεδομένα εκείνης της προ-επαγγελματικής εποχής. Ο Villaplane ξοδεύει τα λεφτά του σε μπαρ, καμπαρέ, αλλά κυρίως σε ιπποδρομίες, το μεγάλο του πάθος, όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το γαλλικό υπόκοσμο. Από την άλλη, ως παίχτης της Racing θα του αποδοθεί το περιβραχιόνιο του αρχηγού της εθνικής Γαλλίας για το παρθενικό Μουντιάλ του 1930 στην Ουρουγουάη.

 Το 1932, στην πρώτη σαιζόν του -έστω, τυπικά- επαγγελματικού εθνικού πρωταθλήματος, θα αγωνιστεί με τα χρώματα της FC Antibes, η οποία, μιμούμενη το παράδειγμα της Racing τρία χρόνια πριν, θέλει να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες του Villaplane –και το πετυχαίνει. Εκείνη την εποχή το πρωτάθλημα είναι χωρισμένο σε δύο κατηγορίες/γκρουπ με τους νικητές των κατηγοριών αυτών να αναμετρώνται για τον τίτλο του εθνικού πρωταθλητή. Η FC Antibes κατακτά την πρώτη θέση στο γκρουπ Β’ κι αναμένεται ν’ αντιμετωπίσει την SC Fives Lille στον τελικό. Ωστόσο, αποκαλύπτεται ότι η FC Antibes είχε δωροδοκήσει την SC Fives (σ.σ. δεν είναι η ίδια ομάδα με την SC Fives Lille!), την οποία είχε νικήσει με 5-0. Η FC Antibes αποκλείεται από τον τελικό και τη θέση της παίρνει η δεύτερη στην κατάταξη AS Cannes. Για την ιστορία στον τελικό επικρατεί η SC Fives Lille με 4-3. Ως αποδιοπομπαίος τράγος ο προπονητής της ομάδας απολύεται, αλλά εγείρονται πολλές υποψίες για το ρόλο του Villaplane και δύο συμπαιχτών του, με τους οποίους είχε υπάρξει συμπαίχτης και στην FC Sète, οι οποίοι φέρονται ως οι πραγματικοί ένοχοι. Τελικά, και οι τρεις εγκαταλείπουν την ομάδα. Ο Villaplane έχει προλάβει ν’ αγωνιστεί με τη φανέλα της FC Antibes για μία μόλις -περιπετειώδη- σαιζόν.

(Alchetron)

Επόμενος σταθμός η Νις, όπου ο Villaplane επιδεικνύει αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, αργεί στις προπονήσεις, είναι φανερά απρόθυμος να προπονηθεί, και όταν αγωνίζεται, παρουσιάζεται εντελώς εκτός φόρμας. Η Νις δεν ανέχεται τη συμπεριφορά του και με το τέλος της σαιζόν ο Villaplane βρίσκεται να αναζητά την επόμενη ομάδα του. Η μόνη η οποία ενδιαφέρεται για την απόκτησή του είναι ένας σύλλογος στο Μπορντώ, η Hispano-Bastidienne – κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Προπονητής στην ομάδα αυτή είναι ο μέντοράς του στη FC Sète, o Victor Gibson. Σε αντίθεση, ωστόσο, με την πρώτη συνεργασία τους, αυτή τη φορά οι σχέσεις των δύο αντρών δεν είναι καθόλου φιλικές Μετά από μόλις τρεις μήνες, διάστημα κατά το οποίο ο Villaplane σπάνια εμφανιζόταν στις προπονήσεις, ο Gibson θα του δείξει την πόρτα της εξόδου όχι μόνο της ομάδας, αλλά και του ποδοσφαίρου. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά η ιδιαιτέρως σκοτεινή φάση της ζωής του Villaplane, που θα τον οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα το Δεκέμβριο του 1944. 

Το 1935 ο Villaplane θα καταδικαστεί σε φυλάκιση για παράνομο στοιχηματισμό και στήσιμο ιπποδρομιών στο Παρίσι και στην Κυανή Ακτή. Ωστόσο, θα είναι το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. και η τεράστια ανατροπή που θα φέρει στη γαλλική κοινωνία, που θα σπρώξει τον Villaplane στο σκοτεινό υπόκοσμο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Τον Ιούνιο του 1940 το Παρίσι θα πέσει στα χέρια των Ναζί μετά από μια πολύ σύντομη εκστρατεία των χιτλερικών δυνάμεων, οι οποίες θα καταφέρουν να καθυποτάξουν τη Γαλλία μετά από μάχες ενός μήνα. Κι ενώ η κατοχή είναι μια περίοδος καχεξίας και τρόμου για τους περισσότερους Γάλλους, σε κάποιους άλλους προσφέρει εξαιρετικές ‘ευκαιρίες’ για εύκολο πλουτισμό και ανέλιξη. Τους πρώτους μήνες της ναζιστικής κατοχής οι Γερμανοί αναζητούν μαυραγορίτες, οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν ό,τι δεν μπορούν οι ίδιοι να εξασφαλίσουν με τα δικά τους μέσα: καύσιμα, φαγητό, ακόμα και έργα τέχνης! Τότε εμφανίζεται ο δικός τους άνθρωπος που ακούει στο όνομα Henri Lafont, ένας λωποδύτης, αγράμματος, που έχει μείνει ορφανός σε νεαρή ηλικία, και έχει κάνει τον μαυραγοριτισμό επάγγελμα. Όσο οι Ναζί κατέχουντη Γαλλία, για περίπου 4 χρόνια, ο Lafont θα αποκτήσει τεράστια εξουσία και πλούτο στα χέρια του, φτάνοντας στο σημείο να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως ‘τον αρχηγό όλων των εγκληματιών και έναν σεβάσμιο άνθρωπο’.

Όμως, ο Lafont δεν περιορίζεται μόνο σε μαυραγορίτικες δοσοληψίες. Για να αποδείξει την πίστη του στους Ναζί, αναζητά, συλλαμβάνει και βασανίζει τον επικεφαλής της βελγικής αντίστασης, που βρίσκεται στη Γαλλία. Ο Lafont αναζητά τους συνεργάτες του στις φυλακές, όπου, μέσω διασυνδέσεων, κανονίζει την απελευθέρωση παλιών συντρόφων του και οποιουδήποτε κρίνει ότι μπορεί να τον βοηθήσει στις δραστηριότητές του. Δεξί του χέρι ο Pierre Bonny, ο άλλοτε πλέον διάσημος αστυνομικός στη Γαλλία πριν φυλακιστεί για διαφθορά. Τρίτο μέλος της παρέας ο γνώριμος Alex Villaplane, ο οποίος εκείνη την περίοδο επιδίδεται σε λαθρεμπόριο χρυσού. Έδρα τους το κτίριο στην οδό Lauriston αριθ. 93, ίσως η πλέον κακόφημη διεύθυνση στη σύγχρονη γαλλική ιστορία, καθώς έμεινε γνωστή ως η έδρα της ‘γαλλικής Γκεστάμπο’. Η τριάδα έχει ως κύριο -ή μάλλον, μοναδικό- σκοπό τον πλουτισμό και την εξουσία που αυτός συνεπάγεται. Δεν είναι ιδεολογικά προσκείμενοι στους Ναζί, αλλά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να πλουτίσουν και να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους στη γαλλική κοινωνία. Ωστόσο, δεν διστάζουν να φορέσουν στολές των Ες Ες, να εντοπίζουν και να παραδίδουν Εβραίους στις κατοχικές αρχές - όταν οι τελευταίοι δεν μπορούν πλέον να τους πληρώσουν ό,τι εκβιαστικά απαιτούν για να μην τους παραδώσουν στους Ναζί, μέλη της γαλλικής αντίστασης, αλλά και οποιονδήποτε θεωρείται κίνδυνος για τη νέα κατοχική εξουσία.

Το 1943 η γαλλική αντίσταση στους Ναζί εντατικοποιείται. Η τριάδα εντέλλεται να συνδράμει στην κατάπνιξη κάθε αντιστασιακής δράσης στη χώρα. Εκείνη την εποχή ο Χίτλερ χρηματοδοτεί την κυκλοφορία μιας αραβόφωνης εφημερίδας, η οποία παρουσιάζει τον Φύρερ ως έναν μεγάλο απελευθερωτή των υποτελών τόσο του ιμπεριαλιστικού αποικισμού όσο και του κομμουνισμού. Ο Lafont έχει την ιδέα να ενδυναμώσει τις τάξεις των συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων με τη συγκρότηση μιας ταξιαρχίας, που θα αποτελείται από μετανάστες -κυρίως από την Αλγερία και, γενικότερα, το Μαγκρέμπ, στους κύκλους των οποίων υπάρχει έντονο το αντι-γαλλικό συναίσθημα. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα επιχειρούν να υποδαυλίσουν οι Ναζί.


Το Φεβρουάριο του 1944 οι Ναζί ανάβουν το πράσινο φως και ιδρύεται η Βορειοαφρικανική Ταξιαρχία από τον Lafont και τον Αλγερινό εθνικιστή Mohamed El-Maadi, η οποία τίθεται υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη των Ες Ες Helmut Knochen, Νο 2 στην ιεραρχία της ναζιστικής αστυνομίας στη Γαλλία. Αρχικά η Ταξιαρχία αποτελείται από 300 παραστρατιωτικούς αλγερινής καταγωγής και χωρίζεται σε πέντε μονάδες. Ο Lafont λαμβάνει τον τίτλο του Hauptsturmführer των Ες Ες, ο Bonny εκείνον του Obersturmführer (λοχαγός), ενώ ο Villaplane, επικεφαλής μίας εκ των πέντε μονάδων, εκείνον του Untersturmführer. Η Ταξιαρχία λαμβάνει μέρος σε μάχες εναντίον Γάλλων αντιστασιακών στη κεντρική Γαλλία και αποκτά ιδιαίτερα κακή φήμη για την αγριότητα των εγκλημάτων της. Στις 11 Ιουνίου 1944, μόλις μία μέρα μετά τη σφαγή στο χωριό Oradour-sur-Glane (σ.σ. την ίδια μέρα, 10 Ιουνίου 1944, έλαβε χώρα και η σφαγή στο Δίστομο) συλλαμβάνουν 11 Γάλλους μαχητές, ηλικίας μεταξύ 17 και 26 ετών. Τους οδηγούν σε ένα χαντάκι και τους εκτελούν. Ο Villaplane είναι ένας απ’ αυτούς που τραβάνε τη σκανδάλη.

Σε ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δράση της συμμορίας του Lafont περιγράφεται και η ακόλουθη ιστορία με πρωταγωνιστή των Villaplane. Μετά από πληροφορίες που φτάνουν στ’ αυτιά της τοπικής Γκεστάμπο στο Périgueux, μία κωμόπολη στην κεντρική Γαλλία, ο Villaplane και τρεις από τους άντρες της μονάδας του, κάνουν έφοδο στο σπίτι της 59χρονης και μητέρας έξι παιδιών Geneviève Léonard, με την υποψία ότι κρύβει έναν Εβραίο. Ερευνούν το σπίτι, αλλά δεν βρίσκουν αυτόν που ζητάνε. Ο Villaplane την τραβάει από τα μαλλιά και τη σέρνει στο γειτονικό αγροτόσπιτο, τη χτυπάει με το όπλο του και την εξαναγκάζει να παρακολουθήσει μπροστά στα μάτια της ένα φριχτό θέαμα. Άντρες της Ταξιαρχίας ξυλοκοπούν και βασανίζουν άγρια δύο χωρικούς γείτονές της πριν τους κάψουν ζωντανούς και τους πυροβολήσουν εν μέσω των φλογών. Ο Villaplane σκάει στα γέλια με το θέαμα. Εν τω μεταξύ, άλλα μέλη της Ταξιαρχίας έχουν εντοπίσει τον Εβραίο που αναζητούν ονόματι Antoine Bachmann και τον φέρνουν μπροστά στον Villaplane. Εκείνος τον ξυλοκοπεί και τον συλλαμβάνει. Στη συνέχεια διατάζει την Leonard να του δώσει 200.000 φράγκα.

Το καλοκαίρι του 1944 η απόβαση στη Νορμανδία έχει ανατρέψει το σκηνικό στο μέτωπο του πολέμου και οι Ναζί βρίσκονται στριμωγμένοι ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό, που εφορμά εξ Ανατολάς και τους Συμμάχους που προελαύνουν εκ Δυσμάς. Ο Villaplane αντιλαμβάνεται ότι οι Ναζί ενδέχεται να χάσουν τελικά τον πόλεμο. Δεν χάνει καιρό και αλλάζει στάση. Με διάφορες πράξεις ‘φιλανθρωπίας’ προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια των Γάλλων συνανθρώπων του, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο, που συνεργαζόταν με τους Ναζί μόνο και μόνο για να είναι σε θέση να σώσει τη ζωή συμπατριωτών του. Τον Αύγουστο του 1944 οι Συμμαχικές δυνάμεις πλησιάζουν στη γαλλική πρωτεύουσα και οι Παριζιάνοι ξεσηκώνονται ενάντια στους Ναζί. Στρατεύματα του γαλλικού στρατού (σ.σ. με αρκετούς στρατιώτες από τις χώρες του Μαγκρέμπ) απελευθερώνουν την πόλη. Οι συνεργάτες των Ναζί, ανάμεσα στους οποίους και τα μέλη της γαλλικής Γκεστάμπο συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε δίκη.

Ο Henri Lafont κατά τη δίκη των δοσιλόγων (History espresso)
O Εισαγγελέας είναι καταιγιστικός όταν περιγράφει τη δράση της ομάδας, αλλά και το χαρακτήρα του Villaplane. ‘Λεηλάτησαν, βίασαν, λήστεψαν, σκότωσαν και συνεργάστηκαν με τους Ναζί σε εκτελέσεις κι άφησαν πίσω τους ερείπια. Ένας μάρτυρας περιέγραψε πως είδε με τα ίδια του τα μάτια αυτούς τους μισθοφόρους να κλέβουν κοσμήματα από τα θύματά τους που κείτονταν ακόμα στο αίμα. O Villaplane ήταν παρών σε όλα αυτά, ήρεμος και γελαστός, χαρούμενος, τον ευχαριστούσε το θέαμα αυτό!’ Και συνεχίζει ο Εισαγγελέας στην αγόρευση του. ‘Η ψυχολογία του ήταν διαφορετική από εκείνη των υπολοίπων. Περηφανεύεται ότι είναι μηχανορράφος. Έχοντας μελετήσει τον φάκελό του μπορώ να πω ότι είναι απατεώνας, ένας γεννημένος απατεώνας. Οι απατεώνες έχουν ένα χαρακτηριστικό που είναι απαραίτητο για το εμπόριο: το θεατριλίκι. Είναι απαραίτητο για να τυφλώνουν τα θύματά τους και να αποσπούν αυτό που θέλουν όποτε το θέλουν. Επιδιδόταν στο χειρότερο είδος εκβίασης, εκείνο της ελπίδας. Ένας μάρτυρας έχει περιγράψει αυτή τη μακάβρια θεατρικότητα του Villaplane. Μια φορά, φτάνοντας σε ένα χωριό με ένα γερμανικό αυτοκίνητο, συνομιλούσε με ένα χωρικό: ‘Δείτε σε τι καιρούς ζούμε. Απαίσια εποχή. Πόσο δύσκολες εποχές, εγώ, ένας Γάλλος να είμαι εξαναγκασμένος να φορώ γερμανική στολή. Έχετε δει, γενναίοι μου άνθρωποι, τι εγκλήματα έχουν διαπράξει αυτοί οι άνθρωποι; Δεν μπορεί να είμαι εγώ υπεύθυνος για τα εγκλήματα αυτά. Δεν είμαι εγώ ο αρχηγός τους. Αυτοί θα σας σκοτώσουν. Αλλά εγώ, θα προσπαθήσω να σας σώσω ρισκάροντας τη ζωή μου. Έχω ήδη σώσει αρκετούς συνανθρώπους μας. 54, για να είμαι ακριβής. Εσείς θα είστε ο 55ος – εάν μου δώσετε 400.000 φράγκα’.


Στις 26 Δεκεμβρίου 1944, μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα, οι Villaplane, Lafont, Bonny και άλλα πέντε μέλη της ομάδας τους, καταδικασμένοι σε θάνατο, μεταφέρθηκαν στο Fort de Montrouge στα δυτικά του Παρισιού όπου εκτελέστηκαν. Ο έτερος ιδρυτής της Βορειοαφρικανικής Ταξιαρχίας Mohamed El-Maadi θα καταφέρει να διαφύγει μαζί με τη σύζυγό του στη Γερμανία, όπου θα γίνει δεκτός από τον περιώνυμο για το ρόλο του στην ιστορία του Ολοκαυτώματος Παλαιστίνιο μουφτή Amin al-Husseini.

Πηγή: η εξαιρετική σελίδα του history espresso στο facebook