Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Αλεξάντρ Βιλαπλάν: Ο δοσίλογος αρχηγός της εθνικής Γαλλίας

Ο Γάλλος μέσος Αλεξάντρ Βιλαπλάν (Alexandre Villaplane) γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1905, στο Αλγέρι. Στη καριέρα του έπαιξε για την Σετ (1921-1924), τη Νιμ (1927–1929), τη Ρασίγκ Παρί (1929–1932), την Αντίμπ, στο πρώτο γαλλικό επαγγελματικό πρωτάθλημα (1932–1933) και τη Νις (1933–1934). Με την Αντίμπ τερμάτισε στην κορυφή του Νότιου Ομίλου και έπαιξε με τη Λιλ από τον Βόρειο για το Πρωτάθλημα. Ο Αντίμπ κέρδισε τον τίτλο, αλλά της αφαιρέθηκε αφού κρίθηκε ένοχη δωροδοκίας. Ο προπονητής της Λιλ τιμωρήθηκε με ισόβιο αποκλεισμό, ενώ στον Βιλαπλάν, που θεωρήθηκε από τους βασικούς υπόπτους, επιβλήθηκε μια σχετικά μικρή ποινή. Εν συνεχεία, εντάχθηκε στη Νις για τη σεζόν 1933/34. Έχοντας χάσει το ενδιαφέρον του για την καριέρα του και έχοντας γίνει τακτικός θαμώνας του ιπποδρόμου, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να επανέλθει του με την Χισπανό-Μπατιστιέν του Μπορντό, αλλά τερμάτισε τη σεζόν στη φυλακή, έχοντας καταδικαστεί για τη συμμετοχή του σ’ ένα σκάνδαλο καθορισμού ιπποδρομιών.

Αγωνίστηκε 25 φορές για την εθνική ομάδα της Γαλλίας και ήταν ο αρχηγός της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1944, εκτελέστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους προδότες της πατρίδας του.


13 Ιουλίου 1930, 3μμ τοπική ώρα, Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη. Στο στάδιο Pocitos του Μοντεβιδέο, η Γαλλία και Μεξικό τίθενται αντιμέτωπες στον πρώτο αγώνα του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου της ιστορίας, ενώ την ίδια ακριβώς ώρα Η.Π.Α. και Βέλγιο αγωνίζονται μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά, στο στάδιο Parque Central. Διπλή πρεμιέρα για έναν θεσμό, του οποίου η πρώτη διοργάνωση είχε περάσει από σαράντα κύματα.

Η Ουρουγουάη έχει επιλεγεί από τη ΦΙΦΑ για πολύ συγκεκριμένους λόγους για να διοργανώσει το πρώτο Μουντιάλ. Εκείνη την εποχή η Ουρουγουάη έχει τον άτυπο τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας καθώς έχει κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στους δύο τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1924 στο Παρίσι και το 1928 στο Άμστερνταμ. Το 1930 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ανεξαρτησία της Ουρουγουάης και προς τιμήν αυτής της επετείου οι Ουρουγουανοί έχουν κατασκευάσει σε μόλις οχτώ μήνες το επιβλητικό στάδιο Centenario, το οποίο και έχουν ονομάσει αντιστοίχως. Επιπλέον, εκείνη την εποχή η Ευρώπη ζει τον εφιάλτη των επιπτώσεων του κραχ της Wall Street το 1929 και τα έξοδα μια τέτοιας διοργάνωσης την καθιστούν όνειρο απατηλό για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Από την άλλη η Ουρουγουάη δεσμεύεται να καλύψει εξ’ ολοκλήρου τα έξοδα όλων των συμμετεχόντων!

Μόλις τέσσερις ευρωπαϊκές ομάδες αποδέχονται την πρόσκληση της ΦΙΦΑ να συμμετέχουν στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, όταν κι έληγε η σχετική προθεσμία δήλωσης συμμετοχής στο τουρνουά (καθώς προκριματικοί αγώνες δεν είχαν λάβει χώρα), καμία ευρωπαϊκή ομάδα δεν είχε δεχτεί να ταξιδέψει στην Ουρουγουάη. Με παρέμβαση του ίδιου του προέδρου της ΦΙΦΑ Ζυλ Ριμέ τελικά τέσσερις ομάδες πείθονται να συμμετάσχουν στο πρώτο Μουντιάλ: το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία.

Ο Villaplane ως αρχηγός της Νιμ
(History espresso)
Οι Ρουμάνοι και οι Γιουγκοσλάβοι επιβιβάζονται στο ιταλικό υπερωκεάνιο SS Conte Verde στη Γένοβα, οι Γάλλοι στο Villefranche-sur-Mer, ενώ οι Βέλγοι στη Βαρκελώνη. Μαζί με τις τρεις ευρωπαϊκές ομάδες ταξιδεύουν εν πλω στο ίδιο πλοίο ο ίδιος ο Ζυλ Ριμέ με το ομώνυμο τρόπαιο, αλλά και οι τρεις Ευρωπαίοι διαιτητές του τουρνουά, οι Βέλγοι Jean Langenus και Henri Christophe και ο Γάλλος Thomas Balway. Μετά από 15 μέρες ταξιδιού (κι αφού έχουν επιβιβαστεί και οι Βραζιλιάνοι στο ίδιο πλοίο στο Ρίο ντι Τζανέιρο), το SS Costa Verde φτάνει στο λιμάνι του Μοντεδιβέο. Η φιέστα είναι έτοιμη να ξεκινήσει!

Στη σέντρα του σταδίου Pocitos εκείνο το μεσημέρι της 13ης Ιουλίου ο Ουρουγουανός διαιτητής Domingo Lombardi θα υποδεχτεί τους δύο αρχηγούς των ομάδων. Από τη μία ο Μεξικανός Rafael Garza και από την άλλη ο Γαλλοαλγερινός Alex Villaplane. H γαλλική εφημερίδα Le Monde έχει χαρακτηρίσει τον Villpalane ως ‘playmaker παγκόσμιας κλάσης’ κι ‘έναν από τους πλέον ταλαντούχους παίχτες της γενιάς του’. Εκείνη τη στιγμή ο Villaplane βιώνει την πιο όμορφη περίοδο της ζωής του, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του, φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού της πατρίδας του στον εναρκτήριο αγώνα του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τίποτα δεν προμηνύει πως 14 χρόνια αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1944, ο Villaplane θα εκτελεστεί στη Γαλλία ως ένας από τους μεγαλύτερους προδότες της πατρίδας του – κι αυτή είναι η ιστορία του.

Ο Villaplane γεννιέται στο Αλγέρι το Σεπτέμβριο του 1905. Στην ηλικία των δώδεκα χρονών θα ενταχθεί στην τοπική ομάδα Gallia sport, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 16 ετών η οικογένειά του θα εγκαταλείψει το Αλγέρι και θα εγκατασταθεί στο Sète, μια κωμόπολη στη νότια Γαλλία. Εκεί ο Villaplane θα συνεχίσει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο και θα μπει στις τάξεις της ομάδας των νέων της FC Sète. Ο Σκωτσέζος προπονητής της ανδρικής ομάδας Victor Gibson θα εντυπωσιαστεί από τις ικανότητες του μικρού Alex και θα τον πάρει μαζί του στην πρώτη ομάδα σε ηλικία 17 ετών. Τη σαιζόν 1923/24 ο Villaplane θα αγωνιστεί σε αρκετά παιχνίδια της ομάδας του, αλλά όχι και στον τελικό του Κυπέλλου Γαλλίας απέναντι στην παριζιάνικη Red Star, ομάδα την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ζυλ Ριμέ, όπου η FC Sète θα ηττηθεί. Το 1925 θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Γαλλίας, αλλά η ομάδα του θα ηττηθεί από την παριζιάνικη CASG.

Στις 11 Απριλίου 1926, σε έναν φιλικό αγώνα με το γειτονικό Βέλγιο, ο Villaplane θα κάνει το ντεμπούτο του με τα χρώματα των τρικολόρ στη νίκη των Γάλλων με 4-3 στο στάδιο Pershing του Παρισιού. Επτά μέρες αργότερα, στις 18 Απριλίου, θα αγωνιστεί με τη Γαλλία στη νίκη εναντίον της Πορτογαλίας με 4-2, ενώ στις 25 Απριλίου θα αγωνιστεί και στο τρίτο κατά σειρά φιλικό της Γαλλίας, αυτή τη φορά εναντίον της Ελβετίας, όπου οι τρικολόρ θα επικρατήσουν με 1-0.Θα ακολουθήσουν οι αγώνες εναντίον της Αυστρίας (ήττα με 4-1) και η νίκη εναντίον της Γιουγκοσλαβίας με 4-1 τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής με βορειοαφρικανική καταγωγή, ο οποίος εκπροσωπεί τη Γαλλία σε διεθνές επίπεδο. Οι εμφανίσεις του νεαρού Villaplane προσελκύουν το έντονο ενδιαφέρον της Νιμ, κύριας αντιπάλου της FC Sète. Αν κι εκείνη την περίοδο η έννοια ‘επαγγελματίας ποδοσφαιριστής’ δεν ήταν ακόμα γνωστή, οι ομάδες έβρισκαν τρόπο να αμείβουν τους παίχτες τους είτε με χρηματικό ποσό είτε με την υπόσχεση ανεύρεσης καλά αμειβόμενης εργασίας. Το 1927 ο Villaplane μεταπηδά στη Νιμ, με την οποία πανηγυρίζει την άνοδο στην ανώτερη κατηγορία της Νοτιοανατολικής κατηγορίας ποδοσφαίρου, καθώς εκείνη την περίοδο δεν υπάρχει ακόμα εθνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (σ.σ. θα ακολουθήσει το 1932 η ίδρυση της γαλλικής λίγκας).

Η εθνική Γαλλίας του 1930, ο Villaplane πάνω δεξιά με τα λουλούδια (History espresso)
Με τα χρώματα της Νιμ ο Villaplane θα γνωρίσει ιδιαίτερη φήμη ως ένας εξαιρετικά μαχητικός παίχτης, οξύνους πασέρ αλλά κι εξαιρετικός κεφαλοσφαιριστής. Ο Villaplane θα είναι μέλος της εθνικής ομάδας της Γαλλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ το 1928. Την επόμενη χρονιά ο Villaplane θα μεταπηδήσει στον παριζιάνικο σύλλογο Racing Club, της οποίας ο πρόεδρος επιθυμεί να την καταστήσει τον ισχυρότερο σύλλογο της χώρας και η μεταγραφή του Villaplane είναι ο πρωταρχικός στόχος. Εκεί θα αγωνιστεί για τρία χρόνια. Οι απολαβές του είναι εξαιρετικές για τα δεδομένα εκείνης της προ-επαγγελματικής εποχής. Ο Villaplane ξοδεύει τα λεφτά του σε μπαρ, καμπαρέ, αλλά κυρίως σε ιπποδρομίες, το μεγάλο του πάθος, όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το γαλλικό υπόκοσμο. Από την άλλη, ως παίχτης της Racing θα του αποδοθεί το περιβραχιόνιο του αρχηγού της εθνικής Γαλλίας για το παρθενικό Μουντιάλ του 1930 στην Ουρουγουάη.

 Το 1932, στην πρώτη σαιζόν του -έστω, τυπικά- επαγγελματικού εθνικού πρωταθλήματος, θα αγωνιστεί με τα χρώματα της FC Antibes, η οποία, μιμούμενη το παράδειγμα της Racing τρία χρόνια πριν, θέλει να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες του Villaplane –και το πετυχαίνει. Εκείνη την εποχή το πρωτάθλημα είναι χωρισμένο σε δύο κατηγορίες/γκρουπ με τους νικητές των κατηγοριών αυτών να αναμετρώνται για τον τίτλο του εθνικού πρωταθλητή. Η FC Antibes κατακτά την πρώτη θέση στο γκρουπ Β’ κι αναμένεται ν’ αντιμετωπίσει την SC Fives Lille στον τελικό. Ωστόσο, αποκαλύπτεται ότι η FC Antibes είχε δωροδοκήσει την SC Fives (σ.σ. δεν είναι η ίδια ομάδα με την SC Fives Lille!), την οποία είχε νικήσει με 5-0. Η FC Antibes αποκλείεται από τον τελικό και τη θέση της παίρνει η δεύτερη στην κατάταξη AS Cannes. Για την ιστορία στον τελικό επικρατεί η SC Fives Lille με 4-3. Ως αποδιοπομπαίος τράγος ο προπονητής της ομάδας απολύεται, αλλά εγείρονται πολλές υποψίες για το ρόλο του Villaplane και δύο συμπαιχτών του, με τους οποίους είχε υπάρξει συμπαίχτης και στην FC Sète, οι οποίοι φέρονται ως οι πραγματικοί ένοχοι. Τελικά, και οι τρεις εγκαταλείπουν την ομάδα. Ο Villaplane έχει προλάβει ν’ αγωνιστεί με τη φανέλα της FC Antibes για μία μόλις -περιπετειώδη- σαιζόν.

(Alchetron)

Επόμενος σταθμός η Νις, όπου ο Villaplane επιδεικνύει αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, αργεί στις προπονήσεις, είναι φανερά απρόθυμος να προπονηθεί, και όταν αγωνίζεται, παρουσιάζεται εντελώς εκτός φόρμας. Η Νις δεν ανέχεται τη συμπεριφορά του και με το τέλος της σαιζόν ο Villaplane βρίσκεται να αναζητά την επόμενη ομάδα του. Η μόνη η οποία ενδιαφέρεται για την απόκτησή του είναι ένας σύλλογος στο Μπορντώ, η Hispano-Bastidienne – κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Προπονητής στην ομάδα αυτή είναι ο μέντοράς του στη FC Sète, o Victor Gibson. Σε αντίθεση, ωστόσο, με την πρώτη συνεργασία τους, αυτή τη φορά οι σχέσεις των δύο αντρών δεν είναι καθόλου φιλικές Μετά από μόλις τρεις μήνες, διάστημα κατά το οποίο ο Villaplane σπάνια εμφανιζόταν στις προπονήσεις, ο Gibson θα του δείξει την πόρτα της εξόδου όχι μόνο της ομάδας, αλλά και του ποδοσφαίρου. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά η ιδιαιτέρως σκοτεινή φάση της ζωής του Villaplane, που θα τον οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα το Δεκέμβριο του 1944. 

Το 1935 ο Villaplane θα καταδικαστεί σε φυλάκιση για παράνομο στοιχηματισμό και στήσιμο ιπποδρομιών στο Παρίσι και στην Κυανή Ακτή. Ωστόσο, θα είναι το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. και η τεράστια ανατροπή που θα φέρει στη γαλλική κοινωνία, που θα σπρώξει τον Villaplane στο σκοτεινό υπόκοσμο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Τον Ιούνιο του 1940 το Παρίσι θα πέσει στα χέρια των Ναζί μετά από μια πολύ σύντομη εκστρατεία των χιτλερικών δυνάμεων, οι οποίες θα καταφέρουν να καθυποτάξουν τη Γαλλία μετά από μάχες ενός μήνα. Κι ενώ η κατοχή είναι μια περίοδος καχεξίας και τρόμου για τους περισσότερους Γάλλους, σε κάποιους άλλους προσφέρει εξαιρετικές ‘ευκαιρίες’ για εύκολο πλουτισμό και ανέλιξη. Τους πρώτους μήνες της ναζιστικής κατοχής οι Γερμανοί αναζητούν μαυραγορίτες, οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν ό,τι δεν μπορούν οι ίδιοι να εξασφαλίσουν με τα δικά τους μέσα: καύσιμα, φαγητό, ακόμα και έργα τέχνης! Τότε εμφανίζεται ο δικός τους άνθρωπος που ακούει στο όνομα Henri Lafont, ένας λωποδύτης, αγράμματος, που έχει μείνει ορφανός σε νεαρή ηλικία, και έχει κάνει τον μαυραγοριτισμό επάγγελμα. Όσο οι Ναζί κατέχουντη Γαλλία, για περίπου 4 χρόνια, ο Lafont θα αποκτήσει τεράστια εξουσία και πλούτο στα χέρια του, φτάνοντας στο σημείο να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως ‘τον αρχηγό όλων των εγκληματιών και έναν σεβάσμιο άνθρωπο’.

Όμως, ο Lafont δεν περιορίζεται μόνο σε μαυραγορίτικες δοσοληψίες. Για να αποδείξει την πίστη του στους Ναζί, αναζητά, συλλαμβάνει και βασανίζει τον επικεφαλής της βελγικής αντίστασης, που βρίσκεται στη Γαλλία. Ο Lafont αναζητά τους συνεργάτες του στις φυλακές, όπου, μέσω διασυνδέσεων, κανονίζει την απελευθέρωση παλιών συντρόφων του και οποιουδήποτε κρίνει ότι μπορεί να τον βοηθήσει στις δραστηριότητές του. Δεξί του χέρι ο Pierre Bonny, ο άλλοτε πλέον διάσημος αστυνομικός στη Γαλλία πριν φυλακιστεί για διαφθορά. Τρίτο μέλος της παρέας ο γνώριμος Alex Villaplane, ο οποίος εκείνη την περίοδο επιδίδεται σε λαθρεμπόριο χρυσού. Έδρα τους το κτίριο στην οδό Lauriston αριθ. 93, ίσως η πλέον κακόφημη διεύθυνση στη σύγχρονη γαλλική ιστορία, καθώς έμεινε γνωστή ως η έδρα της ‘γαλλικής Γκεστάμπο’. Η τριάδα έχει ως κύριο -ή μάλλον, μοναδικό- σκοπό τον πλουτισμό και την εξουσία που αυτός συνεπάγεται. Δεν είναι ιδεολογικά προσκείμενοι στους Ναζί, αλλά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να πλουτίσουν και να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους στη γαλλική κοινωνία. Ωστόσο, δεν διστάζουν να φορέσουν στολές των Ες Ες, να εντοπίζουν και να παραδίδουν Εβραίους στις κατοχικές αρχές - όταν οι τελευταίοι δεν μπορούν πλέον να τους πληρώσουν ό,τι εκβιαστικά απαιτούν για να μην τους παραδώσουν στους Ναζί, μέλη της γαλλικής αντίστασης, αλλά και οποιονδήποτε θεωρείται κίνδυνος για τη νέα κατοχική εξουσία.

Το 1943 η γαλλική αντίσταση στους Ναζί εντατικοποιείται. Η τριάδα εντέλλεται να συνδράμει στην κατάπνιξη κάθε αντιστασιακής δράσης στη χώρα. Εκείνη την εποχή ο Χίτλερ χρηματοδοτεί την κυκλοφορία μιας αραβόφωνης εφημερίδας, η οποία παρουσιάζει τον Φύρερ ως έναν μεγάλο απελευθερωτή των υποτελών τόσο του ιμπεριαλιστικού αποικισμού όσο και του κομμουνισμού. Ο Lafont έχει την ιδέα να ενδυναμώσει τις τάξεις των συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων με τη συγκρότηση μιας ταξιαρχίας, που θα αποτελείται από μετανάστες -κυρίως από την Αλγερία και, γενικότερα, το Μαγκρέμπ, στους κύκλους των οποίων υπάρχει έντονο το αντι-γαλλικό συναίσθημα. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα επιχειρούν να υποδαυλίσουν οι Ναζί.


Το Φεβρουάριο του 1944 οι Ναζί ανάβουν το πράσινο φως και ιδρύεται η Βορειοαφρικανική Ταξιαρχία από τον Lafont και τον Αλγερινό εθνικιστή Mohamed El-Maadi, η οποία τίθεται υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη των Ες Ες Helmut Knochen, Νο 2 στην ιεραρχία της ναζιστικής αστυνομίας στη Γαλλία. Αρχικά η Ταξιαρχία αποτελείται από 300 παραστρατιωτικούς αλγερινής καταγωγής και χωρίζεται σε πέντε μονάδες. Ο Lafont λαμβάνει τον τίτλο του Hauptsturmführer των Ες Ες, ο Bonny εκείνον του Obersturmführer (λοχαγός), ενώ ο Villaplane, επικεφαλής μίας εκ των πέντε μονάδων, εκείνον του Untersturmführer. Η Ταξιαρχία λαμβάνει μέρος σε μάχες εναντίον Γάλλων αντιστασιακών στη κεντρική Γαλλία και αποκτά ιδιαίτερα κακή φήμη για την αγριότητα των εγκλημάτων της. Στις 11 Ιουνίου 1944, μόλις μία μέρα μετά τη σφαγή στο χωριό Oradour-sur-Glane (σ.σ. την ίδια μέρα, 10 Ιουνίου 1944, έλαβε χώρα και η σφαγή στο Δίστομο) συλλαμβάνουν 11 Γάλλους μαχητές, ηλικίας μεταξύ 17 και 26 ετών. Τους οδηγούν σε ένα χαντάκι και τους εκτελούν. Ο Villaplane είναι ένας απ’ αυτούς που τραβάνε τη σκανδάλη.

Σε ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δράση της συμμορίας του Lafont περιγράφεται και η ακόλουθη ιστορία με πρωταγωνιστή των Villaplane. Μετά από πληροφορίες που φτάνουν στ’ αυτιά της τοπικής Γκεστάμπο στο Périgueux, μία κωμόπολη στην κεντρική Γαλλία, ο Villaplane και τρεις από τους άντρες της μονάδας του, κάνουν έφοδο στο σπίτι της 59χρονης και μητέρας έξι παιδιών Geneviève Léonard, με την υποψία ότι κρύβει έναν Εβραίο. Ερευνούν το σπίτι, αλλά δεν βρίσκουν αυτόν που ζητάνε. Ο Villaplane την τραβάει από τα μαλλιά και τη σέρνει στο γειτονικό αγροτόσπιτο, τη χτυπάει με το όπλο του και την εξαναγκάζει να παρακολουθήσει μπροστά στα μάτια της ένα φριχτό θέαμα. Άντρες της Ταξιαρχίας ξυλοκοπούν και βασανίζουν άγρια δύο χωρικούς γείτονές της πριν τους κάψουν ζωντανούς και τους πυροβολήσουν εν μέσω των φλογών. Ο Villaplane σκάει στα γέλια με το θέαμα. Εν τω μεταξύ, άλλα μέλη της Ταξιαρχίας έχουν εντοπίσει τον Εβραίο που αναζητούν ονόματι Antoine Bachmann και τον φέρνουν μπροστά στον Villaplane. Εκείνος τον ξυλοκοπεί και τον συλλαμβάνει. Στη συνέχεια διατάζει την Leonard να του δώσει 200.000 φράγκα.

Το καλοκαίρι του 1944 η απόβαση στη Νορμανδία έχει ανατρέψει το σκηνικό στο μέτωπο του πολέμου και οι Ναζί βρίσκονται στριμωγμένοι ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό, που εφορμά εξ Ανατολάς και τους Συμμάχους που προελαύνουν εκ Δυσμάς. Ο Villaplane αντιλαμβάνεται ότι οι Ναζί ενδέχεται να χάσουν τελικά τον πόλεμο. Δεν χάνει καιρό και αλλάζει στάση. Με διάφορες πράξεις ‘φιλανθρωπίας’ προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια των Γάλλων συνανθρώπων του, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο, που συνεργαζόταν με τους Ναζί μόνο και μόνο για να είναι σε θέση να σώσει τη ζωή συμπατριωτών του. Τον Αύγουστο του 1944 οι Συμμαχικές δυνάμεις πλησιάζουν στη γαλλική πρωτεύουσα και οι Παριζιάνοι ξεσηκώνονται ενάντια στους Ναζί. Στρατεύματα του γαλλικού στρατού (σ.σ. με αρκετούς στρατιώτες από τις χώρες του Μαγκρέμπ) απελευθερώνουν την πόλη. Οι συνεργάτες των Ναζί, ανάμεσα στους οποίους και τα μέλη της γαλλικής Γκεστάμπο συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε δίκη.

Ο Henri Lafont κατά τη δίκη των δοσιλόγων (History espresso)
O Εισαγγελέας είναι καταιγιστικός όταν περιγράφει τη δράση της ομάδας, αλλά και το χαρακτήρα του Villaplane. ‘Λεηλάτησαν, βίασαν, λήστεψαν, σκότωσαν και συνεργάστηκαν με τους Ναζί σε εκτελέσεις κι άφησαν πίσω τους ερείπια. Ένας μάρτυρας περιέγραψε πως είδε με τα ίδια του τα μάτια αυτούς τους μισθοφόρους να κλέβουν κοσμήματα από τα θύματά τους που κείτονταν ακόμα στο αίμα. O Villaplane ήταν παρών σε όλα αυτά, ήρεμος και γελαστός, χαρούμενος, τον ευχαριστούσε το θέαμα αυτό!’ Και συνεχίζει ο Εισαγγελέας στην αγόρευση του. ‘Η ψυχολογία του ήταν διαφορετική από εκείνη των υπολοίπων. Περηφανεύεται ότι είναι μηχανορράφος. Έχοντας μελετήσει τον φάκελό του μπορώ να πω ότι είναι απατεώνας, ένας γεννημένος απατεώνας. Οι απατεώνες έχουν ένα χαρακτηριστικό που είναι απαραίτητο για το εμπόριο: το θεατριλίκι. Είναι απαραίτητο για να τυφλώνουν τα θύματά τους και να αποσπούν αυτό που θέλουν όποτε το θέλουν. Επιδιδόταν στο χειρότερο είδος εκβίασης, εκείνο της ελπίδας. Ένας μάρτυρας έχει περιγράψει αυτή τη μακάβρια θεατρικότητα του Villaplane. Μια φορά, φτάνοντας σε ένα χωριό με ένα γερμανικό αυτοκίνητο, συνομιλούσε με ένα χωρικό: ‘Δείτε σε τι καιρούς ζούμε. Απαίσια εποχή. Πόσο δύσκολες εποχές, εγώ, ένας Γάλλος να είμαι εξαναγκασμένος να φορώ γερμανική στολή. Έχετε δει, γενναίοι μου άνθρωποι, τι εγκλήματα έχουν διαπράξει αυτοί οι άνθρωποι; Δεν μπορεί να είμαι εγώ υπεύθυνος για τα εγκλήματα αυτά. Δεν είμαι εγώ ο αρχηγός τους. Αυτοί θα σας σκοτώσουν. Αλλά εγώ, θα προσπαθήσω να σας σώσω ρισκάροντας τη ζωή μου. Έχω ήδη σώσει αρκετούς συνανθρώπους μας. 54, για να είμαι ακριβής. Εσείς θα είστε ο 55ος – εάν μου δώσετε 400.000 φράγκα’.


Στις 26 Δεκεμβρίου 1944, μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα, οι Villaplane, Lafont, Bonny και άλλα πέντε μέλη της ομάδας τους, καταδικασμένοι σε θάνατο, μεταφέρθηκαν στο Fort de Montrouge στα δυτικά του Παρισιού όπου εκτελέστηκαν. Ο έτερος ιδρυτής της Βορειοαφρικανικής Ταξιαρχίας Mohamed El-Maadi θα καταφέρει να διαφύγει μαζί με τη σύζυγό του στη Γερμανία, όπου θα γίνει δεκτός από τον περιώνυμο για το ρόλο του στην ιστορία του Ολοκαυτώματος Παλαιστίνιο μουφτή Amin al-Husseini.

Πηγή: η εξαιρετική σελίδα του history espresso στο facebook