Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Μάρκο φαν Μπάστεν: Ο Κύκνος της Ουτρέχτης

Ο Ολλανδός κεντρικός επιθετικός Μάρκο φαν Μπάστεν (Marcel "Marco" van Basten) γεννήθηκε την 31η Οκτωβρίου του 1964 στην Ουτρέχτη. Έκανε μεγάλη καριέρα στον Άγιαξ, τη Μίλαν, καθώς και την ολλανδική εθνική ομάδα, στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Παίκτες Όλων των Εποχών και έχει σκοράρει περίπου 300 γκολ σε μια σταδιοδρομία υψηλού προφίλ, αλλά έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι του το 1993 στην ηλικία των 28, λόγω ενός τραυματισμού που τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τους αγωνιστικούς χώρους δύο χρόνια αργότερα. Τα ύστερα χρόνια, διετέλεσε προπονητής στον Αίαντα και την εθνική ομάδα της Ολλανδίας.

Παίζοντας για τους «Οράνιε» κατέκτησε, ενώ ταυτόχρονα ονομάστηκε Καλύτερος Παίκτης του τουρνουά, στο Euro του 1988, σκοράροντας 5 γκολ συμπεριλαμβανομένου ενός αξέχαστου βολέ στον τελικό εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Σε επίπεδο συλλόγων, κατέκτησε 3 τίτλους πρωταθλητή Ολλανδίας και το Κύπελλο Κυπελλούχων με τον Άγιαξ και 3 τίτλους πρωταθλητή στην Ιταλία και δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών με τη Μίλαν.


Γνωστός για τον εξαιρετικό έλεγχο της μπάλα, την επιθετική του ευφυΐα  και των θεαματικών τελικών ενεργειών, διαθέτοντας παράλληλα και τρομερό σουτ,  ονομάστηκε Παίκτης της Χρονιάς από τη FIFA το 1992 και κέρδισε τη «Χρυσή Μπάλα» 3 φορές, το 1988, το 1989 και το 1992. Το 1999, κατετάγη 6ος  στη ψηφοφορία-δημοσκόπηση μέσω διαδικτύου της FIFA για Ποδοσφαιριστής του Αιώνα, ενώ είναι ο 10ος  Καλύτερος Ευρωπαίος Παίκτης του 20ου  Αιώνα από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) και 12ος Καλύτερος στον Κόσμο από τον ίδιο Οργανισμό. Ψηφίστηκε  επίσης, 8ος  σε μια δημοσκόπηση μεταξύ των νικητών της «Χρυσής Μπάλας» που διοργανώθηκε από το γαλλικό περιοδικό “France Football”, για την εκλογή του Ποδοσφαιριστή του Αιώνα. Το 2004, ονομάστηκε από τον Πελέ στη λίστα με τους 125 Εν Ζωή Καλύτερους Ποδοσφαιριστές του Κόσμου, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 Χρόνια της FIFA. Επίσης, το 2004, διενεργήθηκε μια δημοσκόπηση για τις 100 Μεγαλύτερες Προσωπικότητες στην Ολλανδία, από τον ολλανδικό λαό. Ο Μάρκο  φαν Μπάστεν κατετάγη στο № 25, ο 2ος  υψηλότερος για έναν ποδοσφαιριστή, πίσω από τον Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cruyff). Το 2007, το “Sky Sports” τον κατέταξε πρώτο στον κατάλογο των Μεγάλων Αθλητών των οποίων η σταδιοδρομία διακόπηκε πρόωρα.

Από πολύ μικρή ηλικία, 6 ετών, ξεκίνησε να παίζει για την τοπική EDO την οποία άφησε έναν χρόνο αργότερα για την μεγάλη ομάδα της γενέτειράς του, την Ουτρέχτη. Το πρώτο του παιδικό του όνειρο ήταν να γίνει επαγγελματίας γυμναστής ενώ η πρώτη του ποδοσφαιρική ανάμνηση ήταν ο αγώνας του Άγιαξ κόντρα στον Παναθηναϊκό τον Ιούνιο του 1971 που βρήκε τους Ολλανδούς να επικρατούν με 2-0 στο «Γουέμπλεϊ» και να κατακτούν το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ιστορία τους. Και τι ανάμνηση ήταν αυτή;  να βλέπει τον Άγιαξ που έφερε το «Total Football» στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με 11 ολοκληρωμένους παίκτες που δεν είχαν ουσιαστικά θέσεις μέσα στο γήπεδο αλλά μπορούσαν να παίξουν σε οποιαδήποτε θέση χρειαζόταν ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα και τον αγαπημένο του παίκτη Γιόχαν Κρόιφ (Johan Cryijff) να είναι ο μαέστρος που διηύθυνε υποδειγματικά μία τέλεια συγχρονισμένη συμφωνική ορχήστρα.

Στην ομάδα της Ουτρέχτης έμεινε μέχρι το 1980 ενώ μετά και το πέρασμά του για έναν χρόνο από την Έλινκγουικ, ήταν έτοιμος στα 17 του χρόνια να ανοίξει για πρώτη φορά τα φτερά του. Οι ποδοσφαιρικοί σκάουτερς του Άγιαξ είχαν εντοπίσει έναν παίκτη που έμοιαζε για εκείνη την εποχή ένα σπάνιο ακατέργαστο διαμάντι και εκείνος δέχτηκε να υπογράψει στον διάσημο σύλλογο του Άμστερνταμ έχοντας στο μυαλό του πως ο "Αίαντας" ήταν η ιδανική ομάδα για να βελτιώσει τις αδυναμίες του και να κάνει μία μεγάλη καριέρα. Το ταλέντο άλλωστε ξεχείλιζε και αυτό το διαπίστωσε πολύ γρήγορα το προπονητικό τιμ στον Άγιαξ, με τον παίκτη να πραγματοποιεί το επίσημο ντεμπούτο του πριν καν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και να αποδεικνύει με το καλημέρα πως το τμήμα σκάουτινγκ είχε χτυπήσει φλέβα ατόφιου χρυσού.


Ήταν η 3η Απριλίου του 1982, όταν ο μυθικός Γιόχαν Κρόιφ άφηνε τον αγωνιστικό χώρο του "De Meer" και έδινε τη θέση του στον νεαρό Μάρκο Φαν Μπάστεν, με τον πιτσιρικά να αφήνει στην άκρη το δέος που ένιωθε για το γεγονός ότι έπαιρνε τη θέση του απόλυτου ποδοσφαιρικού του ειδώλου και να σκοράρει στο ντεμπούτο του, στο 5-0 απέναντι στη Ναϊμέγκεν. Ένα νέο αστέρι ανέτειλε, νέες χρυσές σελίδες δόξας για τον Άγιαξ ήταν έτοιμες να γραφτούν. Το βάπτισμα του πυρός στον μεγάλο Άγιαξ έγινε ουσιαστικά για αυτόν τη σεζόν 1982/83 όπου, παρά την επιβλητική παρουσία του τοπ σκόρερ των ευρωπαϊκών γηπέδων, Βιμ Κιφτ (Wim Kieft), απέδειξε και με το παραπάνω πως ήταν το "next best thing" της ολλανδικής ποδοσφαιρικής σχολής στη θέση του σέντερ φορ, πετυχαίνοντας 9 γκολ σε 20 ματς πρωταθλήματος. Όταν δε ο Κιφτ άφηνε τους πρωταθλητές Ολλανδίας το καλοκαίρι του 1983 για να ζήσει την εμπειρία του ιταλικού πρωταθλήματος με τη φανέλα της Πίζα, οι άνθρωποι του συλλόγου ούτε πανικοβλήθηκαν, ούτε ενδιαφέρθηκαν για τη μεταγραφή κάποιου επιθετικού. Έβλεπαν στο πρόσωπο του Μάρκο Φαν Μπάστεν τον παίκτη που θα τους κρατούσε σε πρωταγωνιστικό επίπεδο και εκείνος όχι μόνο τους δικαίωσε αλλά έκανε όλη την Ευρώπη να παραμιλάει με τα κατορθώματά του.


Κανονιέρης από τους λίγους στην Ευρώπη
Ποιά ήταν αυτά; Πρώτος σκόρερ στο ολλανδικό πρωτάθλημα για τέσσερις διαδοχικές σεζόν, από το 1983/84 μέχρι το 1986/87, με 117 γκολ σε 112 ματς συνολικά (28, 22, 37 και 31 τα τέρματά του ανά σεζόν!), με την κορυφαία σεζόν στον Άγιαξ σε ατομικό επίπεδο να είναι αναντίρρητα η σεζόν 1985/86. Ο ορισμός «Μηχανή Παραγωγής Τερμάτων» είναι ο πιο... κοντινός σε αυτά που έκανε πάνω στο χορτάρι εκείνη την περίοδο, με τον Φαν Μπάστεν να σταματάει στα 37 γκολ σε 26 ματς πρωταθλήματος (έπαιξε επίσης ένα ματς Κυπέλλου και δύο ευρωπαϊκά εκείνη τη σεζόν που δεν μπόρεσε να βρει δίχτυα) και να κερδίζει πανηγυρικά το Χρυσό Παπούτσι για τον κορυφαίο σκόρερ όλων των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Την επόμενη σεζόν, που έμελλε να είναι και η τελευταία του με τα ερυθρόλευκα, πέτυχε κάτι που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ούτε και οι πιο αισιόδοξοι φίλοι του «Αίαντα». Σκόραρε 43 φορές σε ισάριθμα ματς που έπαιξε σε όλες τις διοργανώσεις, με 6 από αυτά να είναι στο Κύπελλο Κυπελλούχων και το τελευταίο να είναι καθοριστικό.

Στον τελικό της 13ης Μαΐου του 1987, ο Άγιαξ αντιμετώπισε στον τελικό του Ολυμπιακού Σταδίου της Αθήνας την Λοκομοτίβ Λειψίας (έχοντας αποκλείσει κατά σειρά στο δρόμο του Μπούρσασπορ, Ολυμπιακό, Μάλμε και Σαραγόσα), με τον ηγέτη του, Φαν Μπάστεν, να συνδέεται με τα αντίπαλα δίχτυα στο 20ο λεπτό με κεφαλιά και να διαμορφώνει το τελικό 1-0 που χάρισε και το βαρύτιμο τρόπαιο στο σύλλογο. Όλα αυτά και ενώ μέσα στη σεζόν είχε τραυματιστεί στον δεξιό αστράγαλο και χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στην Ελβετία προκειμένου να επιστρέψει έγκαιρα και να προλάβει τον μεγάλο τελικό. Το καλοκαίρι του 1987 βρήκε τον παίκτη να έχει πανηγυρίσει με τον Άγιαξ 128 γκολ σε 133 ματς πρωταθλήματος και 152 σε 172 αγώνες για όλες τις διοργανώσεις, με τον φόβο και τρόμο των αντίπαλων αμυνών στην Eredivisie! Πυροβολούσε με κάθε τρόπο, με το δεξί και με το αριστερό πόδι, με κεφαλιές, με πλασέ μέσα από την περιοχή αλλά και ασύλληπτα βολέ έξω από αυτήν! Αισθανόταν πλέον έτοιμος για το παραπάνω βήμα.


Αυτό φυσικά ήταν να βγει εκτός ολλανδικών συνόρων και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε ένα δυσκολότερο πρωτάθλημα. Οι μνηστήρες ήταν φυσικά πολλοί όμως, εκείνη που κατάφερε να τον κάνει δικό της και να αλλάξει παράλληλα το ρου της δικής της ιστορίας ήταν η Μίλαν. Έχοντας σώσει έναν χρόνο νωρίτερα, το 1986, την ομάδα από το χείλος της οικονομικής καταστροφής, αφού ήταν έτοιμη να χρεοκοπήσει, ο νέος τότε παράγοντας στο χώρο του ιταλικού ποδοσφαίρου, Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Sylvio Berlusconi), ήταν αποφασισμένος στο ξεκίνημα της δεύτερης σεζόν του στους «Ροσονέρι» να δημιουργήσει από το τίποτα έναν σύλλογο που θα γινόταν σημείο αναφοράς στην Ιταλία, στην Ευρώπη και στον κόσμο.


Ο αστικός ιταλικός μύθος αναφέρει πως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι κάθισε με τον Αντριάνο Γκαλιάνι (Adriano Galliani) για να παρακολουθήσουν βιντεοκασέτες με υποψήφιους μεταγραφικούς στόχους το καλοκαίρι του 1987 και πάτησε STOP στην κασέτα βλέποντας μερικές μόνο από τις «ζωγραφιές» του Μάρκο Φαν Μπάστεν. Ικανοποιημένος από τα λίγα που είχε δει, ο Μπερλουσκόνι ήταν πεπεισμένος πως ο Ολλανδός είχε στόφα μεγάλου παίκτη και έδωσε εντολή στον άμεσο συνεργάτη του Γκαλιάνι να τον αποκτήσει πάση θυσία. Και έτσι έγινε. Οι Μιλανέζοι έδωσαν 1,75 δις ιταλικές λιρέτες (περίπου 800.000 δολάρια εκείνη την εποχή) για να ντύσουν στα ροσονέρι τον «Κύκνο της Ουτρέχτης» και να πραγματοποιήσουν ουσιαστικά μία από τις πιο αποδοτικές μεταγραφές της ιστορίας τους, με την επόμενη εξαετία να είναι χρυσή τόσο για εκείνους όσο και για τον παίκτη.

Η πρώτη σεζόν βρήκε τον Μάρκο Φαν Μπάστεν να σκοράρει στο ντεμπούτο του κόντρα στην Πίζα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1987. Όμως, απείχε έτη φωτός από τις ονειρεμένες σεζόν του στον Άγιαξ. Χρειάστηκε να περάσει από χειρουργείο και να μείνει για 6 μήνες εκτός αγωνιστικής δράσης λόγω προβλήματος τραυματισμού στον αριστερό του αστράγαλο και το φινάλε τον βρήκε να μετράει μόλις 3 γκολ σε 11 παιχνίδια για τη «Serie A»  Το τρίτο του όμως γκολ σημειώθηκε στο ντέρμπι τίτλου κόντρα στη Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona), την 1η Μαΐου του 1988 στο «San Paolo» και ήταν από τα πλέον καθοριστικά για να πανηγυρίσει η Μίλαν το 11ο scudetto της ιστορίας της και πρώτο μετά το 1979.


Μετά από αυτή την επιτυχία, η ομάδα της Λομβαρδίας ετοιμαζόταν για ακόμα καλύτερες μέρες μιας που το καλοκαίρι του 1988 οι Φαν Μπάστεν και Ρουντ Γκούλιτ (Ruud Gullit), μεταγραφή και εκείνος το 1987 από την Αϊντχόφεν, υποδέχτηκαν έναν ακόμα συμπατριώτη τους στο Μιλανέλο, τον διωγμένο από τον Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ, Φρανκ Ράικαρντ (Franklin Edmundo Rijkaard), για να συνθέσουν όλοι μαζί μία από τις διάσημες και επιτυχημένες ποδοσφαιρικές τριάδες όλων των εποχών. Όλα αυτά όμως θα έπρεπε να περιμένουν λιγάκι καθώς εκείνο το καλοκαίρι, ο Φαν  Μπάστεν είχε το πρώτο μεγάλο του ραντεβού με την εθνική Ολλανδίας, στα γήπεδα της Γερμανίας για την τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Δύο χρόνια πριν είχε λάμψει στο Μουντιάλ του Μέξικο το άστρο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα που σε ηλικία 26 χρόνων είχε οδηγήσει την εθνική Αργεντινής στον δεύτερο Παγκόσμιο Τίτλο στην ιστορία της.


Kούπα η Ολλανδία με one-man-show
Στη Γερμανία ήταν η σειρά του Ολλανδού να ντυθεί... Μαραντόνα ο οποίος πήρε από το χέρι τους συμπατριώτες του και τους οδήγησε σε ηλικία μόλις 24 ετών σε μία επιτυχία που είναι ακόμα και σήμερα η μεγαλύτερη για το ολλανδικό ποδόσφαιρο σε εθνικό επίπεδο. Και το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως όταν ξεκίνησε η διοργάνωση λογιζόταν ως αναπληρωματικός στην ομάδα των Οράνιε» έχοντας χάσει πολλά ματς μέσα στη σεζόν λόγω τραυματισμού. Μετά όμως από την αποκαρδιωτική εικόνα στην πρεμιέρα και την ήττα από την Σοβιετική Ένωση, ο Ρίνους Μίχελς (Marinus "Rinus" Jacobus Hendricus Michels) του έδωσε φανέλα βασικού και ήταν σαν να έβγαζε κρυφό άσο από το μανίκι του. Κάνοντας ένα από τα καλύτερα ματς σε όλη την καριέρα του πέτυχε χατ-τρικ και έστειλε τους Άγγλους νωρίς-νωρίς στην πατρίδα τους, με την Ολλανδία να συνεχίζει στη διοργάνωση και τον ίδιο να μετατρέπεται σταδιακά κάτι σε εθνικό ήρωα στη χώρα της τουλίπας.


Και επειδή ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, ο Φαν Μπάστεν φρόντισε να κάνει ακόμα μεγαλύτερο χουνέρι στους οικοδεσπότες Δυτικογερμανούς. Με το σκορ να είναι 1-1 στον ημιτελικό και το ρολόι να σημαδεύει το 88ο λεπτό, ο Φαν Μπάστεν με υπέροχη προβολή στην κίνηση και με αντίπαλο γαντζωμένο πάνω του, έγραψε το τελικό 2-1 που έστειλε τους Ολλανδούς στον τελικό κόντρα στη Σοβιετική Ένωση. Η άτυπη ρεβάνς από τους Γερμανούς, για την ήττα στον τελικό του Μουντιάλ του 1974 είχε δοθεί από τα «παιδιά του Γιόχαν Κρόιφ και της εποχής του Total Football και έμενε μόνο ένα τελευταίο εμπόδιο στο δρόμο προς τη δόξα: η πανίσχυρη Σοβιετική Ένωση του Ρινάτ Ντασάεφ (Rinat Dasayev), του Ιγκορ Μπελάνοφ (Ihor Belanov), του Όλεγκ Προτάσοφ (Oleh Protasov), του Γκενάντι Λιτόφτσενκο (Gennadiy Lytovchenko), του Αλεξέι Μιχαϊλιντσένκο (Oleksiy Mykhailychenko) και τόσων άλλων.

Απέναντι στην ίδια ομάδα, η Ολλανδία είχε χάσει με κάτω τα χέρια στην πρεμιέρα, ωστόσο υπήρχε μία ειδοποιός διαφορά σε σύγκριση με εκείνο το ματς που λεγόταν Μάρκο Φαν Μπάστεν. Το συγκρότημα του Ρίνους Μίχελς ήταν αυτή τη φορά πιο διαβασμένο και αφού πρώτα άνοιξε το σκορ με εντυπωσιακή κεφαλιά του Γκούλιτ στο 32ο λεπτό, στο 54ο ήταν η σειρά του Φαν Μπάστεν να αποτελειώσει τους παίκτες του Βαλερί Λομπανόφσκι (Valeriy Lobanovskiy) με το ομορφότερο ίσως τέρμα που έχει σημειωθεί ποτέ σε τελικό ποδοσφαιρικής διοργάνωσης.


Ο Άντρι Βαν Τίγκελεν (Adri van Tiggelen) έβγαλε εξαιρετικά την Ολλανδία στην κόντρα και τροφοδότησε αριστερά του τον Άρνολντ Μιούρεν (Arnold Mühren), εκείνος έβγαλε τη σέντρα αλλά, έδωσε μεγάλο ύψος στη μπάλα. Όμως, την ώρα που οι περισσότεροι πίστευαν πως επρόκειτο για μία χαμένη φάση, ο αψεγάδιαστος Ολλανδός σέντερ φορ έδειξε πως στο ποδόσφαιρο τίποτα δεν είναι απίθανο αρκεί να είσαι ο Μάρκο Φαν Μπάστεν. Ακολούθησε την πορεία της μπάλας και με ένα αριστουργηματικό δεξί διαγώνιο σουτ πάνω στην κίνηση, κοντά στη γραμμή του άουτ, την έστειλε να περάσει πάνω από τον Ρινάτ Ντασάεφ και να ξετινάξει τα δίχτυα του.


Εμπνευσμένος από το έργο τέχνης του συμπαίκτη του, ο Χανς φαν Μπρόκελεν (Hans van Breukelen) είπε όχι, λίγη ώρα αργότερα σε εκτέλεση πέναλτι του Ιγκορ Μπελάνοφ που θα ξανάβαζε την Σοβιετική Ένωση στο παιχνίδι και το πρώτο τρόπαιο της εθνικής Ολλανδίας ήταν γεγονός. Ήταν το τέλειο καλοκαίρι για τον Φαν Μπάστεν. Χατ-τρικ με τους Άγγλους, νικητήριο γκολ στο παρά... δύο με τους Δυτικογερμανούς, γκολάρα στον τελικό, πρώτος σκόρερ με 5 γκολ και καλύτερος παίκτης του τουρνουά. Λίγους μήνες αργότερα έγραψε ιστορία καθώς του απονεμήθηκε από τo «France Football» το βραβείο της Χρυσής Μπάλας και από τη FIFA, αυτό του Κορυφαίου Ποδοσφαιριστή στον κόσμο, και ήταν πλέον η σειρά της Μίλαν να εκτοξευτεί μέσα από τη συνεργασία της μαζί του. Και η αλήθεια είναι πως, ακόμα και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι που τον «ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά» δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε στο σύλλογο. Τα πρώτα σημάδια πως η Μίλαν είχε αλλάξει επίπεδο φάνηκαν από τη σεζόν 1988/89, με την ολλανδική «Αγία Τριάδα» να έχει πάρει τη μπαγκέτα και την ομάδα του Αρίγκο Σάκι να μαγεύει με τις εμφανίσεις της εντός γηπέδων.


Κορυφαίος μέσα σε μία τέλεια ομάδα
Ο Φαν Μπάστεν σκόραρε 19 γκολ στο πρωτάθλημα και 32 σε όλες τις διοργανώσεις, ενώ με τα δύο τέρματα που σημείωσε στον τελικό του Πρωταθλητριών κόντρα στη Στεάουα (τα άλλα δύο ο Γκούλιτ), στο εκκωφαντικό 4-0 στο «Camp Nou» της Βαρκελώνης, οδήγησε τη Μίλαν στην κατάκτηση του τροπαίου για πρώτη φορά μετά το 1969 και έκανε περισσότερους από 80.000 οπαδούς των «ροσονέρι» να παραληρούν στις εξέδρες του γηπέδου της Μπαρτσελόνα. Ούτε ο Χέλμουτ Ντουκαντάμ (Helmuth Robert Duckadam) -ο εθνικός ήρωας της Στεάουα στον τελικό του 1986 με τις τέσσερις αποκρούσεις πέναλτι κόντρα στη Μπαρτσελόνα- θα μπορούσε να σταματήσει αυτή την τέλεια ομάδα εκείνη τη βραδιά. Μετά το Πρωταθλητριών, πρόσθεσε μέσα σε μερικούς μήνες στη συλλογή του, τόσο το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ όσο και το Διηπειρωτικό Κύπελλο, ενώ για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το «France Football» του έδωσε το βραβείο της Χρυσής Μπάλας για τον κορυφαίο Ευρωπαίο της χρονιάς


Η μηχανή είχε αρχίσει να παίρνει μπρος και δεν έλεγε να σταματήσει. Η σεζόν 1989/90 τον βρήκε για πρώτη φορά κορυφαίο σκόρερ στο φινάλε του «Campionato» με 19 γκολ ενώ η Μίλαν πέτυχε αυτό που δεν έχει καταφέρει να επαναλάβει καμία ομάδα από τότε: να κατακτήσει το βαρύτιμο τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών για δεύτερη στη σειρά χρονιά. Το 1990 ήταν η σειρά της Μπενφίκα να υποκύψει στη τρομερή Μίλαν του Αρίγκο Σάκι (Arrigo Sacchi), των Ολλανδών μάγων αλλά και των Φρανκο Μπαρέζι (Franco Baresi), Πάολο Μαλντίνι (Paolo Maldini), Αλεσάντρο Κοστακούρτα (Alessandro Costacurta), Μάουρο Τασότι (Mauro Tassotti), Κάρλο Αντσελότι (Carlo Ancelotti), Αλμπέρικο Εβάνι (Alberico Evani), Τζιοβάνι και Φιλίπο Γκάλι (Giovanni Galli & Filippo Galli) και Άντζελο Κολόμπο (Angelo Colombo), με τον τελικό στο "Praterstadion" της Βιέννης να κρίνεται από ένα υπέροχο ψύχραιμο πλασέ του Φρανκ Ράικαρντ. Η σεζόν 1990/91 είναι ασυνήθιστη για τα δεδομένα του Φαν Μπάστεν καθώς σκόραρε μόλις 11 φορές σε 31 ματς όμως υπήρχε αιτία για την κάμψη του και αυτή είχε να κάνει με τις κάκιστες σχέσεις που είχε με τον Αρίγκο Σάκι. Έναν απαιτητικό και αυταρχικό προπονητή με έντονη προσωπικότητα που όταν συγκρούστηκε με τον Φαν Μπάστεν χαμένη βγήκε η ομάδα.


 «Τώρα που είμαι και εγώ προπονητής καταλαβαίνω καλύτερα τον Σάκι, για ποιο λόγο ήταν φανατικός, ήθελε να κάνουμε τα πάντα στο μάξιμουμ και η δουλειά του μαζί του ήταν σκληρή και δύσκολη. Με αυτό τον τρόπο όμως μας βοήθησε πάρα πολύ να παίξουμε καλά και μας βοήθησε να παίρνουμε νίκες που είναι και αυτό που μετράει. Ως ποδοσφαιριστής θέλεις να πάντα να κερδίζεις και να έχεις επιτυχίες και εμείς ήμασταν νικητές και είχαμε επιτυχίες σε όλο τον κόσμο, κάτι που σημαίνει πως εάν ένας προπονητής είναι ικανός να το κάνει αυτό, σημαίνει πως το κάνει καλά», 
δήλωσε το 2013 σε συνέντευξή του στην ιταλική τηλεόραση ο Φαν Μπάστεν, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά πως ναι μεν ο Σάκι ήταν ένας... τύρρανος στα αποδυτήρια αλλά ήταν ταυτόχρονα και νικητής.

Αυτό βέβαια δεν μπορούσε να το δει ως ποδοσφαιριστής τότε, με την θέση του Σάκι πως «η ομάδα είναι τα πάντα και τα ατομικά ταλέντα πρέπει να δουλέψουν για το σύνολο» να είναι μη διαπραγματεύσιμη και έτσι τις δύο ισχυρές αυτές προσωπικότητες των αποδυτηρίων να έρχονται σε ρήξη.


Το αποτέλεσμα ήταν ο Αρίγκο Σάκι να δώσει τη θέση του στον πάγκο στον Φάμπιο Καπέλο (Fabio Capello) και με εκείνον στο τιμόνι ο Ολλανδός χαρισματικός στράικερ να απογειώνεται και πάλι προς τέρψη της διοίκησης αλλά και των οπαδών. Η πείνα του για τίτλους ήταν τεράστια και αυτό φάνηκε από τα 25 γκολ του σε 31 ματς (!) που του χάρισαν τον τίτλο του «Capocannoniere» τη  σεζόν 1991/92, με τη Μίλαν να κόβει μάλιστα πρώτη το νήμα και να πανηγυρίζει αήττητη τον τίτλο (το εκπληκτικό αυτό αήττητο σερί έφτασε τα 58 ματς πρωταθλήματος). Εκείνη τη σεζόν υπήρχε μάλιστα ένα παιχνίδι που δύσκολα θα ξεχάσουν οι φίλοι της Μίλαν, το εκτός έδρας με αντίπαλο την Κάλιαρι στις 2 Φεβρουαρίου του 1992. Το ημίχρονο είχε βρει τους Σαρδηνούς να προηγούνται με 1-0, όμως με την έναρξη του δευτέρου μέρους ο Καπέλο έδωσε νόημα προς τον φαν Μπάστεν να σηκωθεί για να περάσει στο ματς δείχνοντάς του μάλιστα με το χέρι τον αριθμό 3. Η συνέχεια; ο Ολλανδός σκόραρε στο 53ο, στο 69ο και στο 71ο λεπτό (με πέναλτι), με το χατ-τρικ του μέσα σε 18 λεπτά σε εκτός έδρας παιχνίδι και απέναντι σε σκληροτράχηλη ιταλική άμυνα να υπερτονίζει την ποδοσφαιρική του κλάση και ευφυία.


Με την εθνική ομάδα της χώρας του ο "Άγιος Μάρκο" των Μιλανέζων δεν κατόρθωσε να ξαναζήσει τις στιγμές του 1988 μιας που οι «Οράνιε» αποκλείστηκαν στη φάση των ομίλων στο Μουντιάλ του 1990 και έπεσαν θύμα έκπληξης από την -μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης- Δανία στα ημιτελικά του Euro 1992. Αστόχησε μάλιστα στη ρωσική ρουλέτα των πέναλτι, κάτι που φέρει ακόμα και σήμερα βαρέως, μιας που ήταν η τελευταία μεγάλη του διοργάνωση, όμως στη Μίλαν δεν είχε αδειάσει ακόμα εντελώς η φαρέτρα του. Αυτό επιβεβαιώθηκε άλλωστε με το ξεκίνημα της σεζόν 1992/93 που βρήκε τον Φαν Μπάστεν να βομβαρδίζει τα αντίπαλα δίχτυα με κάθε δυνατό τρόπο. Τρία γκολ στην Πεσκάρα, δύο στη Φιορεντίνα, δύο στη Λάτσιο και τέσσερα στη Νάπολι είχε το «μενού» που σέρβιρε στους δύσμοιρους αντιπάλους του ο μπόμπερ που ήξερε να εκτελεί με 1000+1 τρόπους.


Τα προηγούμενα γκολ ήταν μάλιστα το «ορεκτικό» μπροστά στο κυρίως πιάτο που σέρβιρε στις 25 Νοεμβρίου 1992, για τη φάση των ομίλων του Champions League. Αντίπαλος της ομάδας του Καπέλο ήταν η πρωταθλήτρια Σουηδίας Γκέτεμποργκ, με τον Φαν Μπάστεν να παραδίδει ταχύρρυθμα μαθήματα για το πώς πρέπει να είναι ο σύγχρονος και μοντέρνος φορ. Άνοιξε το σκορ στο 34' με πλασέ την ώρα που έπεφτε στο έδαφος από μαρκάρισμα αντιπάλου, διπλασίασε τα τέρματα της ομάδας του στο 53' με εκτέλεση πέναλτι, στο 61' σκόραρε με απίστευτο βολ-πλανέ ένα από τα θεαματικότερα γκολ στην ιστορία του Champions League ενώ ένα λεπτό αργότερα πέρασε και τον Τόμας Ραβέλι για να κάνει το 4-0 και να υποχρεώσει όλους τους θεατές να σηκωθούν όρθιοι και να του χαρίσουν ένα συγκλονιστικό standing ovation.


Στα χρόνια μάλιστα που ακολούθησαν ελάχιστοι ήταν αυτοί που μπόρεσαν να επαναλάβουν το επίτευγμά του, σκοράροντας 4 φορές σε έναν αγώνα για την κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση, και μόνο ο Λιονέλ Μέσι μπόρεσε να τον ξεπεράσει με τα πέντε γκολ του στη Μπάγερ Λεβερκούζεν τη σεζόν 2011-12. Έναν μήνα αργότερα ήρθαν νέα ευχάριστα νέα για τον  Ολλανδό, καθώς στα 28 του χρόνια κατακτούσε για τρίτη φορά το βραβείο της Χρυσής Μπάλας (τρίτος κατά σειρά παίκτης μετά τους Κρόιφ και Πλατινί που έφτανε τις 3 κατακτήσεις) και για δεύτερη φορά αυτό το κορυφαίου παίκτη στον κόσμο που έδινε η FIFA.
«Το να κατακτάς τρεις Χρυσές Μπάλες δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλούς, σημαίνει πως ο κόσμος του ποδοσφαίρου σε επιλέγει και εσύ οφείλεις να τους ευχαριστήσεις όλους. Είναι κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, μένει γραμμένο στα βιβλία.
Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καθένας μας είναι μέλος μίας ομάδας επειδή εσύ μπορεί να είσαι παίκτης που κάνει τη διαφορά και που κάνει πιο όμορφα τα πράγματα αλλά μόνος σου δεν θα έκανες κάτι. Είναι σημαντικό να καταλάβεις ότι είναι η ομάδα που σου δίνει τη δυνατότητα να εκφραστείς με τον καλύτερο τρόπο.
Η πρώτη Χρυσή Μπάλα ήταν για μένα, τη δεύτερη την έδωσα στον πατέρα μου και την τρίτη στον Μπερλουσκόνι, στην ομάδα και στη διοίκηση επειδή είναι η Μίλαν αυτή που μου έδωσε την ευκαιρία να δείξω τον καλύτερο εαυτό μου», 
δηλώνει ο Φαν Μπάστεν, αποδεικνύοντας πως είναι ο ορισμός του αντί-σταρ.


Τραυματισμοί: η μόνη μάχη που έχασε
Οι τίτλοι αυτοί ήταν ουσιαστικά ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να είχε ονειρευτεί ο ίδιος παίκτης λίγο πριν έρθουν τόσο απότομα και άδοξα οι τίτλοι τέλους σε μία απίστευτη καριέρα. Οι αφόρητοι πόνοι στον αστράγαλο δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και τον ανάγκασαν να περνάει αρκετά συχνά την πόρτα του χειρουργείου, με τον Φαν Μπάστεν να αγωνίζεται και να σκοράρει για τελευταία φορά σε ματς πρωταθλήματος κόντρα στην Ανκόνα στις 9 Μαΐου 1993, πριν υποβληθεί στην τέταρτη συνολικά επέμβαση κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Αυτή ήταν και η τελευταία ουσιαστικά, με τον Φαν Μπάστεν να σφίγγει τα δόντια και να δηλώνει παρών για τη Μίλαν στον χαμένο τελικό του Champions League του 1993 κόντρα στη Μαρσέιγ, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου που είχε γευτεί πέντε χρόνια πριν το νέκταρ από την κατάκτηση του Euro με την Ολλανδία και έκτοτε να μην καταφέρνει ποτέ να επιστρέψει στα γήπεδα.


Η σεζόν 1993/94 βρήκε τη Μίλαν να γιορτάζει στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, με το θρίαμβο 4-0 επί της Μπαρτσελόνα, το τρίτο Πρωταθλητριών μέσα σε πέντε χρόνια και 5ο συνολικά στην ιστορία της αλλά και το τρίτο συνεχόμενο scudetto, με τον Ολλανδό όμως να είναι απλή αναφορά στο ρόστερ του συλλόγου χτυπημένος και λαβωμένος από τους τραυματισμούς του. Το Μουντιάλ του 1994 που τόσο πολύ ήθελε να πάει έμεινε όνειρο θερινής νυκτός, για να αποδεχτεί τελικά το γεγονός ότι δεν μπορεί να επιστρέψει υγιής στα γήπεδα και να ανακοινώνει επίσημα, στις 17 Αυγούστου του 1995, το αντίο από τους αγωνιστικούς χώρους μετά από δύο χρόνια στα πιτς. Ο κορυφαίος Ολλανδός άσος μετά τον Γιόχαν Κρόιφ και ένας από τους πληρέστερους επιθετικούς στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα αποχαιρέτησε με ψηλά το κεφάλι ξέροντας πως είχε κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για το comeback πριν τα παρατήσει οριστικά και έχοντας την επίγνωση πως είχε αφήσει πίσω του μία τεράστια κληρονομιά με αμέτρητους ομαδικούς και ατομικούς τίτλους.


Η τελευταία ποδοσφαιρική παράσταση του «ιπτάμενου Ολλανδού» μπροστά στο κοινό της Μίλαν που τον λάτρεψε σαν επίγειο Θεό και πίνει νερό στο όνομά του ακόμα και σήμερα, ελπίζοντας κάποια ημέρα να ξαναβρεθεί ένας τέτοιος παίκτης σαν και αυτόν για να κοσμήσει τη γραμμή κρούσης της, δόθηκε στις 18 Αυγούστου του 1995. Σε φιλική αναμέτρηση με τη Γιουβέντους στο πλαίσιο του "Trofeo Berlusconi" περισσότεροι από 80.000 τιφόζι των «ροσονέρι» γέμισαν ασφυκτικά την ποδοσφαιρική σκάλα του Μιλάνου για να απολαύσουν, να χαιρετήσουν, να χειροκροτήσουν και να ευχαριστήσουν τον καλύτερο Ευρωπαίο άσο των τελευταίων χρόνων, με τη συγκίνηση να ξεχειλίζει από όλες τις πλευρές.
«Το ποδόσφαιρο έχασε τον δικό του Λεονάρντο ντα Βίντσι», 
ήταν η ατάκα του Αντριάνο Γκαλιάνι για τον Μάρκο Φαν Μπάστεν η οποία πέρασε στην ποδοσφαιρική αθανασία. Όσο για τον τελευταίο προπονητής του στους Μιλανέζους Φάμπιο Καπέλο, σχολίασε την επώδυνη απόφαση του Φαν Μπάστεν να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια λέγοντας:
«Ο Μάρκο ήταν ο καλύτερος επιθετικός που έχω προπονήσει. Η πρόωρη αποχώρησή του ήταν ένα θανάσιμο χτύπημα για τον ίδιο, το ποδόσφαιρο και τη Μίλαν».

To τεράστιο πλήγμα για τη Μίλαν από την συνταξιοδότηση του φαν Μπάστεν το είχε αντιληφθεί και ο τελευταίος φίλαθλος στη γειτονική χώρα, με τον τίτλο στο πρωτοσέλιδο της «Gazzetta dello Sport» την επομένη του αγώνα να αφουγκράζεται την ανησυχία των μιλανίστι: «Πού θα βρούμε κάποιον άλλον όπως αυτός;», ήταν το... βασανιστικό ερώτημα.

Σε εκείνο το ματς προς τιμήν του ο «Άγιος Μάρκο» είπε το δικό του arrivederci στη Μίλαν με την οποία πανηγύρισε 16 τίτλους (201 συμμετοχές - 124 γκολ) και με την οποία έκανε πολύ κόσμο να αγαπήσει τη συγκεκριμένη ομάδα και ο γύρος του «San Siro» που έκανε είναι σίγουρα μία από τις πιο «δυνατές» στιγμές στην ιστορία των Μιλανέζων.
«Μπορείς να δεις το ποτήρι είτε μισογεμάτο είτε μισοάδειο, εξαρτάται από ποια οπτική γωνία το βλέπεις. Στα πρώτα χρόνια το έβλεπα πάντα μισοάδειο επειδή ήθελα να κάνω πολύ περισσότερα, ήθελα να κερδίσω ακόμα περισσότερους τίτλους, ήθελα να γίνω ένας ακόμα σημαντικότερος ποδοσφαιριστής. Όμως μετά καταλαβαίνεις πως η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Ήμουν αναγκασμένος να σταματήσω, σταμάτησα και αυτό είναι όλο. Και έπειτα αντιμετώπισα την ίδια κατάσταση με διαφορετικό τρόπο επειδή έζησα μεγάλες στιγμές, κερδίσαμε τόσα πολλά, είχα τόση επιτυχία, κέρδισα πολλά. Θυμάμαι το γεμάτο San Siro με κόσμο που χειροκροτούσε και αυτές ήταν πολύ όμορφες στιγμές»,
έχει δηλώσει σε συνέντευξή του αναφορικά με την κατάρα των τραυματισμών που υπαγόρευσε το τέλος της καριέρας του στα 29 του χρόνια, με τον 50χρονο πλέον Ολλανδό να καταθέτει μάλιστα και μία αρκετά ρηξικέλευθη πρόταση στο τραπέζι προκειμένου οι παίκτες να είναι περισσότερο προστατευμένοι από τα σκληρά μαρκαρίσματα και να μην έχουν ουσιαστικά τη δική του ατυχία.

«Αυτό που θα ήθελα να δω είναι ένα σύστημα τιμωρίας παρόμοιο με το σύστημα που ισχύει στο μπάσκετ. Οι κίτρινες και οι κόκκινες κάρτες δεν επαρκούν πλέον. Οι αμυντικοί στις ημέρες ξέρουν να κάνουν πολύ πονηρά τα φάουλ. Εάν αυτός που κάνει τάκλιν δέχεται μία υποτιθέμενη προειδοποίηση για κάθε φάουλ γίνεται πιο προσεκτικός και αυτόματα ο επιθετικός έχει περισσότερο ελεύθερο χώρο στη διάθεσή του για να κινηθεί.
Η ιδέα μου είναι πως κάθε παίκτης που συγκεντρώνει πέντε προειδοποιήσεις πρέπει να γίνεται αλλαγή και αν σε μία ομάδα υπάρχουν τρεις παίκτες που συγκεντρώσουν από 5 προειδοποιήσεις, η ομάδα αυτή θα πρέπει να συνεχίσει με 10 παίκτες. Νομίζω ότι αυτό το μέτρο θα είναι αποτελεσματικό».

Το πόσο πολύ στοίχισε στον Φαν Μπάστεν το φινάλε της καριέρας του, ένα φινάλε που δεν το διάλεξε ο ίδιος αλλά που δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί στωικά, φάνηκε από την συνειδητή «εξαφάνισή» του από το προσκήνιο για επτά ολόκληρα χρόνια, από το 1996 μέχρι το 2003! Κανείς δεν γνώριζε αν ο άλλοτε αέρινος φορ θα ασχολούταν με την προπονητική γιατί πολύ απλά ήταν κάτι που ούτε ο ίδιος μπορούσε να αποφασίσει.
«Δεν μπορούσα να παρακολουθώ ποδόσφαιρο. Με πλήγωνε να βλέπω παίκτες όπως ο Μαλντίνι και ο Κοστακούρτα να παίζουν για τη Μίλαν επειδή -αναλογιζόμενος την ηλικία μου- θα μπορούσα να ήμουν και εγώ μαζί τους στο γήπεδο.
Αυτό ήταν κάτι πολύ δύσκολο για μένα να το αντέξω. Ένιωθα ότι δεν είχε τελειώσει για μένα, είχε την αίσθηση ότι κάτι είχε απομείνει ανολοκλήρωτο»,
έχει περιγράψει εκείνη την επταετία της... αποχής του από τα ποδοσφαιρικά κοινά ο Ολλανδός, ο οποίος τελικά το πήρε απόφαση να βάλει... κοστούμι το 2003 αναλαμβάνοντας καθήκοντα βοηθού προπονητή στην ομάδα Νέων του Άγιαξ.


Εκεί έμεινε για έναν χρόνο καθώς τον Ιούλιο του 2004, λίγους μήνες πριν κλείσει τα 40 του χρόνια, αποδέχτηκε την υπέρτατη τιμή αλλά και πρόκληση: να κοουτσάρει την αγαπημένη του εθνική Ολλανδίας, την οποία ως παίκτης είχε τιμήσει και το παραπάνω για εννέα χρόνια με 24 γκολ σε 58 συμμετοχές.

Εκεί φρόντισε να δείξει το στίγμα του από το ξεκίνημα και χωρίς να υπολογίζει από "μεγάλα" ή "μικρά" ονόματα, έκανε σαρωτικές αλλαγές στο ρόστερ προς χάρη της ανανέωσης. Έκλεισε την πόρτα σε αρκετές παλιές καραβάνες όπως οι Ζέεντορφ, Ντάβιντς, Κλάιφερτ και Μακάι, αρνήθηκε να επαναφέρει στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα τον Ντένις Μπέργκαμπ παρά τη θέληση του τελευταίου λίγο πριν το φινάλε της καριέρας του, ενώ η ραχοκοκκαλιά της εθνικής ομάδας δεν ήταν κάποια από τις παραδοσιακές δυνάμεις της Eredivisie (Άγιαξ, Αϊντχόφεν, Φέγενορντ) αλλά η Άλκμααρ. Με νέο αίμα στις τάξεις της, η Ολλανδία έφτασε αήττητη στα τελικά του Μουντιάλ της Γερμανίας και εκεί πήρε το εισιτήριο για τα νοκ-άουτ παιχνίδια περνώντας από έναν δύσκολο όμιλο που είχε εκτός από εκείνη τις Αργεντινή, Ακτή Ελεφαντοστού και Σερβία, όμως στο πρώτο "σταύρωμα" ηττήθηκε με 1-0 από την Πορτογαλία και γύρισε νωρίς... σπίτι.

Ο Φαν Μπάστεν δέχτηκε μάλιστα τα βέλη από τον Τύπο της χώρας γιατί σε εκείνο το ματς άφησε εκτός τον Φαν Νίστελροϊ των 28 τερμάτων, προτιμώντας στη θέση του τον Κάουτ, μία επιλογή που τον άφησε ωστόσο εκτεθειμένο μιας που ο Κάουτ ήταν άσφαιρος σε όλη τη διοργάνωση. Δύο χρόνια αργότερα, βρέθηκε στο ίδιο έργο θεατής. Οι "Οράνιε" ήταν εντυπωσιακοί στη φάση των ομίλων, όπου συνέτριψαν Ιταλούς, Γάλλους και Ρουμάνους, όμως στον νοκ-άουτ προημιτελικό με τη Ρωσία του,συμπατριώτη του, Γκους Χίντινκ, ήρθε το... βραχυκύκλωμα και ο αποκλεισμός στην παράταση. Το ματς αυτό αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του στον πάγκο της Ολλανδίας και η συνέχεια τον βρήκε απέναντι σε μία εξίσου μεγάλη πρόκληση, να αναλάβει τις τύχες της πρώτης ομάδας του Άγιαξ, της ομάδας με την οποία είχε κάνει το ξεπέταγμά του στα ευρωπαϊκά γήπεδα.

Το στοίχημα ήταν μεγάλο, δυστυχώς όμως για τον ίδιο αλλά και των αμέτρητων οπαδών του σε κάθε γωνιά της γης, δεν κερδήθηκε. Η σεζόν 2008/09 ξεκίνησε με όνειρα και φιλοδοξίες για τον Άγιαξ αλλά το τέλος τον βρήκε στην 3η θέση και εκτός Champions League, γεγονός που ώθησε τον Φαν Μπάστεν να υποβάλλει χωρίς δεύτερη σκέψη την παραίτησή του.
«Ίσως δεν είμαι αρκετά καλός", 
είχε πει τότε κατά τη διάρκεια της αποχαιρετιστήριας συνέντευξής του, φράση που ακούγεται μάλιστα τόσο οξύμωρη όταν προέρχεται από έναν άνθρωπο που ως ποδοσφαιριστής είχε ελάχιστες βραδιές στην καριέρα του που να μην ήταν καλός. Τα επόμενα χρόνια, το όνομά του συνδέθηκε αρκετές φορές με την μεγάλη ποδοσφαιρική του αγάπη εκτός Ολλανδίας, τη Μίλαν, ειδικά κάθε φορά που ο εκάστοτε προπονητής της (Λεονάρντο, Αλέγκρι) αντιμετώπιζε τη δαμόκλεια σπάθη της απόλυσης από τον Μπερλουσκόνι, όμως παρότι ο κόσμος ήταν πάντα θετικός στο ενδεχόμενο πρόσληψής του, ο ίδιος ήταν κατηγορηματικός: 
«Δεν είμαι ακόμα έτοιμος για μία τέτοια δουλειά»!


Τη διετία 2012-14 ήταν στο κουμάντο της Χέρενφεν με την οποία πλασαρίστηκε στην 8η θέση το 2013 και στην 5η το 2014, για να μεταπηδήσει το περασμένο καλοκαίρι στην Άλκμααρ. Η απώλεια ωστόσο του πατέρα του τον Ιούλιο δεν άφησε ανεπηρέαστο τον θρύλο του ολλανδικού ποδοσφαίρου, με καρδιακά προβλήματα να κάνουν την εμφάνισή τους από την καλοκαιρινή προετοιμασία και να τον οδηγούν τελικά στην απόφαση να αφήσει τη θέση του πρώτου προπονητή. Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, το στρες που αντιμετώπιζε ως πρώτος προπονητής αυτή την περίοδο ήταν αβάσταχτο και δεν μπορούσε να το σηκώσει άλλο. Πλέον, αυτή την περίοδο τον απολαμβάνουν μόνο η γυναίκα του Ελίζαμπεθ, οι δύο κόρες του Ρεμπέκα και Αντζέλικα και ο γιος του Αλεξάντερ. Όσο μεγάλες και αν είναι όμως οι λίστες των καλεσμένων, με τίποτα δεν μπορεί να συγκριθούν με τα «πάρτι» που διοργάνωνε εκείνος εντός γηπέδων, είτε με τη φανέλα του Άγιαξ, είτε της Μίλαν, είτε της εθνικής Ολλανδίας. Τότε που ήταν «καλεσμένοι» του και οι εκατομμύρια προσωπικοί φανς του και απολάμβαναν ποδόσφαιρο με την ψυχή τους.


Τα λόγια άλλωστε του μεγάλου Αρίκο Σάκι για τον Μάρκο Φαν Μπάστεν -σε συνέντευξή του στην ολλανδική ιστοσελίδα Voetbal International με αφορμή τα 50α γενέθλιά του- μαρτυρούν με τον πλέον ανάγλυφο και παραστατικό τρόπο το πόσο ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει στο πάνθεον των κορυφαίων.
«Ο Μάρκο Φαν Μπάστεν παραμένει για μένα ο καλύτερος επιθετικός όλων των εποχών. Κανείς άλλος φορ δεν δούλεψε τόσο πολύ για την ομάδα όσο ο Μάρκο για τη Μίλαν. Τον θυμάμαι πάνω απ' όλα για την κομψότητά του, τη χάρη του και την εκπληκτική ποιότητά του. Θυμάμαι καλά την εποχή που ήρθε στη Μίλαν: ήταν πολύ νέος με σπουδαίο ταλέντο. Ήταν μία μεγάλη αλλαγή για εκείνον και τον Ρουντ Γκούλιτ να έρχονται στην Ιταλία από την Ολλανδία. Ο Μάρκο ήταν πολύ ενθουσιασμένος, αλλά δυστυχώς έπαιξε πολύ λίγο στην πρώτη του σεζόν λόγω τραυματισμού στον αστράγαλο.
Τα επόμενα χρόνια όμως κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα τρεις φορές και εξακολουθώ να είμαι τόσο υπερήφανος για αυτό. Ο Φαν Μπάστεν είχε μεγάλη επιρροή στην πρώτη μου περιπέτεια στη Μίλαν χάρη στα γκολ του. Μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι η Μίλαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν μία από τις πιο αξιοθαύμαστες ομάδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου...»


Δεν είναι όμως μόνο ο Σάκι που αποθεώνει τον "Κύκνο από την Ουτρέχτη», καθώς με αφορμή τον μισό αιώνα ζωής του, ο Φαν Μπάστεν, δέχτηκε μέσω της «Gazzetta dello Sport” τις ευχές των ανθρώπων της Μίλαν.
«Είναι ο ποδοσφαιριστής που με έχει συγκινήσει περισσότερο από τον καθένα στην ιστορία μου στη Μίλαν», 
δήλωσε ο Αντριάνο Γκαλιάνι ενώ ο γενικός διευθυντής των «Ροσονέρι», Αριέντο Μπράιντα, υπογράμμισε:
«Είναι ο πιο αγαπητός παίκτης από τους πραγματικούς λάτρεις του ποδοσφαίρου, ακόμα και αυτούς που δεν είναι Μίλαν. Για αυτόν υπάρχει μόνο μία λέξη: Μαγεία".

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος (Club), Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1970/71: EDO
  • 1971–1980: Utrechtse Voetbal Vereniging
  • 1980/81: Utrechtse Sportvereniging Elinkwijk
Επαγγελματική καριέρα
  • 1981–1987: Amsterdamsche Football Club Ajax, 133 (128)
  • 1987–1995: Associazione Calcio Milan, 147 (90)
Σύνολα καριέρας: 280 (218)
Διεθνής
  • 1981: Εθνική Ελπίδων Ολλανδίας, 15 (13)
  • 1983–1992: Ολλανδία, 58 (24)
Προπονητής
  • 2003/04: Jong Ajax
  • 2004–2008: Ολλανδία 
  • 2008/09: Amsterdamsche Football Club Ajax
  • 2012–2014: Sportclub Heerenveen
  • 2014:  Alkmaar Zaanstreek AZ 67
  • 2014/15: Alkmaar Zaanstreek AZ 67 (βοηθός προπονητή)
  • 2015–: Ολλανδία (βοηθός προπονητή)
Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τον Άγιαξ
  • Πρωτάθλημα Ολλανδίας: 3 (1981/82, 1982/83, 1984/85)
  • Κύπελλο Ολλανδίας: 3 (1982/83, 1985/86, 1986/87)
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1986/87
Με τη Μίλαν
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 4 (1987/88, 1991/92, 1992/93, 1993/94)
  • Σούπερ Καπ Ιταλίας:  4 (1988, 1992, 1993,1994)
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 2 (1988/89, 1989/90)
  • Σούπερ Καπ Ευρώπης: 2 (1989, 1990)
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (1989, 1990)
Διεθνείς
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1988
Προσωπικές Διακρίσεις
  • Πρώτος Σκόρερ Ολλανδίας: 4 1983/84, 1984/85, 1985/86, 1986/87)
  • Καλύτερος Σκόρερ Ευρώπης -2η θέση, Ασημένιο Παπούτσι: 1983/84
  • Παίκτης της Χρονιάς στην Ολλανδία: 1984/85
  • Πρώτος Σκόρερ στην Ευρώπη –Χρυσό Παπούτσι: 1985/86
  • Χρυσό Παπούτσι: 1985-86
  • Βραβείο Προσωπικοτήτων του περιοδικού Bravo : 1987
  • Καλύτερος Ποδοσφαιριστής Ευρώπης γαλλικού περιοδικού Onze -2η θέση: 2 (1987, 1992)
  • Καλύτερος Ποδοσφαιριστής Ευρώπης γαλλικού περιοδικού Onze: 2 (1988, 1989)
  • Καλύτερος Παίκτης του Κόσμου» από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου : 2 (1988, 1989)
  • Παίκτης της Χρονιάς από το περιοδικό World Soccer: 2 (1988, 1992)
  • Πρώτος Σκόρερ Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1988:
  • Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης» Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1988
  • Μέλος Καλύτερης 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2 (1988, 1992)
  • Καλύτερος Παίκτης της Ευρώπης –Χρυσή Μπάλα: 3 (1988, 1989, 1992)
  • Καλύτερος Παίκτης του Έτους από την UEFA: 3 (1989, 1990, 1992)
  • Πρώτος Σκόρερ στην Ιταλία: 2 (1989/90, 1991/92)
  • Πρώτος Σκόρερ στην Ευρώπη: 1988/89
  • Παίκτης της Χρονιάς από την FIFA: 1992
  • Μέλος της λίστας των «125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου» για τα 100 χρόνια της FIFA που συνέταξε ο Πελέ: 2004
  • Καλύτερος Παίκτης της Ευρώπης των Τελευταίων 50 Ετών για τα 50 Χρόνια της UEFA:  Θέση Νο 4
  • Μέλος του Hall of Fame Ιταλικού Ποδοσφαίρου: 2012
  • Μέλος του Hall of Fame της  Milan 

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
✔ Το 1999 τερμάτισε στην 6η θέση στη διαδικτυακή ψηφοφορία που διενήργησε η FIFA για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του 20ου αιώνα, στην 10η θέση στην ψηφοφορία που διενήργησε η IFFHS για τον κορυφαίο παίκτη στην Ευρώπη και στην 12η για τον κορυφαίο παίκτη στον κόσμο.
✔ Τερμάτισε επίσης 8ος σε ψηφοφορία που διοργάνωσε το περιοδικό France Football όπου πρώην κάτοχοι της Χρυσής Μπάλας κλήθηκαν να επιλέξουν τον καλύερο ποδοσφαιριστή του προηγούμενου αιώνα
✔ Σε ψηφοφορία που έγινε στην πατρίδα του το 2004 για τους 100 σημαντικότερους Ολλανδούς ανθρώπους, ο Φαν Μπάστεν κατετάγη 25ος και 2ος όσον αφορά στους ποδοσφαιριστές, πίσω μόνο από τον Γιόχαν Κρόιφ.
✔ Το 2007, το αγγλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Sky Sports τοποθέτησε τον Φαν Μπάστεν στην κορυφή της λίστας με τους σπουδαίους αθλητές που είδαν την καριέρα τους να σταματάει πρόωρα.

Πηγή: sport24.gr

Γκούναρ Γκρεν: O Καθηγητής

Ο Σουηδός μεσοεπιθετικός Γκούναρ Γκρεν (Johan Gunnar Gren) γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας στις 31 Οκτωβρίου του 1920. Έγινε γνωστός για την αγωνιστική του παρουσία στην ομάδα της Γκέτεμποργκ, στην πατρίδα του και στην ιταλική Μίλαν. Ήταν μέρος του περίφημου τρίο «Γκρε-No-Λι» της Μίλαν και την Εθνικής ομάδας της Σουηδίας. Ο Γκρεν έχει κερδίσει πολλά βραβεία συμπεριλαμβανομένου του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου το 1948, του Καλύτερου Παίκτη της Σουηδίας (Guldbollen) το 1946 και ήταν μέλος της σουηδικής εθνικής ομάδας του 1958, που κατέλαβε τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγινε στην πατρίδα του. Κύριο χαρακτηριστικό του το μέτρο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν έφθασε στο ζενίθ των δυνατοτήτων του επειδή ακριβώς ήταν μετρημένος, ακόμα και μέσα στο γήπεδο. Από αυτή τη σοβαρότητα του κόλλησαν και το παρατσούκλι του, «Il Professore» (O Καθηγητής). Θεωρείται ένας από τους πιο παραγωγικούς μεσο-επιθετικούς ποδοσφαιριστές της Σουηδίας και το άγαλμα του, έχει ανεγερθεί προς τιμήν του έξω από «Στάδιο Γκάμλα Ούλεβι» στο Γκέτεμποργκ. 


Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και μεγάλωσε στη Μαγιόρνα, ένα προάστιο του Γκέτεμποργκ. Από μικρή ηλικία, διακρίθηκε στο ποδόσφαιρο. Στις 7 Οκτωβρίου του 1934, κέρδισε την πρώτη θέση σε ένα διαγωνισμό ταλέντων που διοργάνωσε η τοπική ποδοσφαιρική Ένωση. Αν και μόλις 13 ετών, επισκίασε άλλα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Αγωνίστηκε σε διάφορες εφηβικές ομάδες πριν από την μεταγραφή του στην Γκάρντα. Ξεκίνησε να αγωνίζεται επαγγελματικά με αυτήν, το 1937. Έκανε το ντεμπούτο του στο Σουηδικό πρωτάθλημα (Allsvenskan), την 1η Μαΐου του 1938, εναντίον της  Μάλμε. Έπαιξε συνολικά σε 54 αγώνες, πετυχαίνοντας 16 γκολ.


Το 1941, μεταγράφηκε στην Γκέτεμποργκ. Κατά την παραμονή του στο σύλλογο της γενέτειράς του, κέρδισε το εθνικό πρωτάθλημα της σεζόν 1941/42 και ήταν ο πρώτος σκόρερ το 1947. Ανακηρύχτηκε επίσης Καλύτερος Παίκτης της Σουηδίας, το 1946. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πρώτος αγώνας πρωταθλήματος για την Γκέτεμποργκ, ήταν τον Αύγουστο του 1941 εναντίον της παλιάς του ομάδας, της  Γκάρντα, μια νίκη με 6-1, σκοράροντας μάλιστα το πρώτο γκολ. Το τελευταίο παιχνίδι του για την Γκέτεμποργκ ήταν στις 6 Ιουνίου του 1949 εναντίον της Νόρκεπινγκ, στο Ούλεβι, ( 0-1). Έπαιξε 164 παιχνίδια για την Γκέτεμποργκ και σκόραρε 78 γκολ.


Ακολούθησε η μεταγραφή στην Μίλαν, κάνοντας το ντεμπούτο του, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1949, εναντίον της Σαμπντόρια, στη νίκη με 3-1. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μιλάνο, έγινε ο «Gre», το πρώτο συνθετικό μιας από τις κορυφαίες τριπλέτες στην ιστορία του Παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Μέρος του διάσημου σουηδικού τρίο «Gre-No-Li», με συμπαίκτες τους συμπατριώτες του Γκούναρ Νόρνταλ (Gunnar Nordahl ) και Νίλς Λίντχολμ (Nils Liedholm), έβγαλαν τον μεγάλο ιταλικό σύλλογο από την ανυποληψία, χαρίζοντάς του τον πρώτο τίτλο μετά από 44 ολόκληρα χρόνια. Τότε είναι που κέρδισε και το ψευδώνυμο «Il Professore», που στα ιταλικά σημαίνει "Ο Καθηγητής". Κέρδισε τον τίτλο του πρωταθλητή για τη σεζόν 1950/51. Έκανε 133 εμφανίσεις στη «Serie A» για την Μίλαν και σκόραρε 38 γκολ. Το 1953, μεταγράφηκε στην  Φιορεντίνα, όπου έκανε 55 συμμετοχές και σημείωσε 5 γκολ. Ακολούθησε, το 1955, η Τζένοα, με την οποία έκανε 29 συμμετοχές και 2 γκολ. Κουρασμένος από την Ιταλία, γύρισε πίσω στη Σουηδία, το 1956, όπου εντάχθηκε στην Έργκριτε, όπου είχε παράλληλα και καθήκοντα προπονητή. Εκεί τελείωσε και η ποδοσφαιρική του καριέρα.


Έκανε το ντεμπούτο του για τη Σουηδία στις 29 Αυγούστου του 1940, στο Ελσίνκι, με την Φινλανδία (3-2). Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας έπαιξε 40 αγώνες για την εθνική ομάδα, μέχρι το 1949 με τελευταία παιχνίδια, την νίκη με 3-1 εναντίον της Ιρλανδίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 και μια ισοπαλία, (2-2) σ’ ένα φιλικό κόντρα στην Ουγγαρία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 στο Λονδίνο, σκοράροντας δύο φορές εναντίον της Γιουγκοσλαβίας στον τελικό του Γουέμπλει.


Ως επαγγελματίας, αποσύρθηκε από τη σουηδική εθνική ομάδα. Ωστόσο, επειδή το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 ήταν να διεξαχθεί στη πατρίδα του και η σουηδική εθνική ομάδα φαινόταν πολύ αδύναμη για τον ανταγωνισμό, η Σουηδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αποφάσισε να στηριχτεί σε κάποιους παλιούς ποδοσφαιριστές. Έτσι, ο Γκρεν επανήλθε αγωνιζόμενος, κατ’ αρχήν, με την εφεδρική ομάδα. Τελικά επιλέχθηκε και ήταν ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής του Παγκοσμίου Κυπέλλου, 37 ετών, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης από την Σουηδική ομάδα. Έπαιξε πέντε αγώνες κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου και σκόραρε ένα γκολ, στο 2-1 εναντίον της Δυτικής Γερμανίας στον ημιτελικό. Ονομάστηκε επίσης και Μέλος της Καλύτερης Ενδεκάδας της Διοργάνωσης του 1958. Η τελευταία του συμμετοχή με τα εθνικά σουηδικά χρώματα, ήρθε στις 26 Οκτωβρίου του 1958, εναντίον  της Δανίας, στην Στοκχόλμη, σε μια ισοπαλία 4-4.  Ήταν 37 ετών και 350 ημερών. Συνολικά, έκανε 57 εμφανίσεις για την εθνική ομάδα, σκοράροντας 32 γκολ.


Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ακολούθησε καριέρα προπονητή. Άλλωστε, το 1952, στην τελευταία του χρονιά στη Μίλαν, είχε παράλληλα και τον ρόλο του προπονητή, κάτι που επανέλαβε στην Έρκριτε, άλλα και στην ΓΚΑΪΣ, την περίοδο 1963/64. Διετέλεσε επίσης προπονητής της Γιουβέντους  για λίγο χρονικό διάστημα, το 1961. Εν συνεχεία προπόνησε κυρίως συλλόγους της πατρίδας του. Αποσύρθηκε οριστικά από το ποδόσφαιρο το 1970. Ο Γκούναρ Γκρεν πέθανε δέκα μέρες μετά την 71η επέτειο των γενεθλίων του, στις 10 Νοεμβρίου του 1991 στο Γκέτεμποργκ. 

PALMARES 

Περίοδος: Σύλλογος (Club), Συμμετοχές (Γκολ) 

Εφηβική καριέρα 

  • Silverkällans IK 
  • BK Strix 
  • Lindholmens BK 
Επαγγελματική καριέρα 
  • 1937–1940: Gårda Bollklubb, 54 (16) 
  • 1941–1949: Idrottsföreningen Kamraterna Göteborg, 168 (79) 
  • 1949–1953: Associazione Calcio Milan, 133 (38) 
  • 1953–1955: Associazione Calcio Firenze Fiorentina, 55 (5) 
  • 1955/56: Genoa Cricket and Football Club, 29 (2) 
  • 1956/57: Örgryte Idrottsällskap 
  • 1976: Idrottsklubben Oddevold, 1 (0) 
Διεθνής 
  • 1940–1958: Σουηδία, 57 (32) 
Προπονητής 
  • 1952: Associazione Calcio Milan 
  • 1956–1959: Örgryte Idrottsällskap 
  • 1960: Idrottsföreningen Kamraterna Göteborg 
  • 1961: Juventus Football Club 
  • 1963/64: Göteborgs Atlet- & Idrottssällskap (GAIS) 
  • 1965/66: Idrottsföreningen Kamraterna Värnamo 
  • 1967: Redbergslids Idrottsklubb 
  • 1968/69: Göteborgs Atlet- & Idrottssällskap (GAIS)  
  • 1970: Skogens Idrottsförening 
  • 1973: Fässbergs Idrottsförening 
  • 1976: Idrottsklubben Oddevold 

Τίτλοι 

Συλλογικοί 

Με την Göteborg  
  • Πρωτάθλημα Σουηδίας: 1941 
Με την Milan 
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1950/51 και δευτεραθλητής τις 1949/50, 1951/52 
Διεθνείς 
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: Φιναλίστ το 1958 
  • Ολυμπιακοί Αγώνες: Χρυσό μετάλλιο το  1948 στο Λονδίνο
Προσωπικές Διακρίσεις 
  • Καλύτερος Παίκτης της Σουηδίας: 1946 
  • Πρώτος Σκόρερ Σουηδικού Πρωταθλήματος: 1947 
  • Βραβείο Θεαματικότερος Ποδοσφαιριστής της Ποδοσφαιρικής Ένωσης του Γκέτεμποργκ: 1934 

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Φριτς Βάλτερ: O Πρώτος Κάιζερ

Ο Γερμανός επιτελικός μέσος ή και αριστερός μεσοεπιθετικός Φριτς Βάλτερ (Friedrich "Fritz" Walter) γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1920 στο Καϊζερσλάουτερν. Ουδείς ποδοσφαιριστής «σημάδεψε» τις ομάδες που αγωνίστηκε τόσο πολύ. Την ομάδα του τόπου του και την εθνική της χώρας του. Αποτελεί μια από τις εμβληματικότερες μορφές του γερμανικού ποδοσφαίρου αφού ήταν ο αρχηγός της ομάδας που κέρδισε το πρώτο τους Παγκόσμιο Κύπελλο το 1954 και έγινε το σύμβολο αυτού που η Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ιστορία έχει καταγράψει ως «Το Θαύμα της Βέρνης». Μια επιτυχία, η οποία 9 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιούργησε ένα νέο συναίσθημα ενότητας στην πατρίδα του! Υπήρξε ο πρώτος Παγκόσμιος Αστέρας του γερμανικού ποδοσφαίρου, ενώ αποδείχθηκε πρότυπο και εκτός αγωνιστικών χώρων. Φιλικός, ανοιχτόκαρδος, ήπιων τόνων και δίκαιος, έγινε στη δεκαετία του 1950 ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους και πρεσβευτές της «νέας» Γερμανίας.


Στα οκτώ του χρόνια ήταν εγγεγραμμένο μέλος του ομώνυμου ποδοσφαιρικού συλλόγου, στον οποίο έμεινε πιστός για μια ολόκληρη ζωή, αφού οι γονείς του εργάζονταν στο εστιατόριο του συλλόγου. Ντεμπούτο στη πρώτη ομάδα έκανε στα 17 του και αγωνιζόταν ως επιτελικός ή και αριστερός μέσος. Ο πρώτος «Κάιζερ» του γερμανικού ποδοσφαίρου, ένας πραγματικός ηγέτης στη μεσαία γραμμή έπαιζε με το № 10 στη πλάτη. Διέθετε μεγάλη γκάμα στο παιχνίδι του, υψηλή τεχνική κατάρτιση και ξεχώρισε για τα ωραία σουτ. Είχε θαυμάσιο κοντρόλ και ακρίβεια στις μεταβιβάσεις του και ήταν μια έντονη προσωπικότητα μέσα στο γήπεδο. Ως εμβληματικός αρχηγός και ιδιοφυής οργανωτής, επηρέασε τόσο το παιχνίδι της ομάδας του, ώστε οι «Κόκκινοι Διάβολοι» αποκαλούνταν επί των ημερών του «Η 11άδα του Βάλτερ» (Walter-Elf)!


Ο πατέρας του ήταν μετανάστης στην Αμερική. Το 1912 επέστρεψε από τις ΗΠΑ στη Γερμανία όπου άνοιξε καφενείο στο Μόναχο. Λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε μια Βερολινέζα, μετανάστευσαν στο Καϊζερσλάουτερν και απέκτησαν τρεις γιούς. Όλοι τους ασχολήθηκαν με το ποδόσφαιρο. Ο Φριτς κι ο Ότμαρ έπαιξαν στην Εθνική ομάδα και είναι τα πρώτα αδέλφια που χρίστηκαν Παγκόσμιοι Πρωταθλητές στο ποδόσφαιρο! Από το 1937 ως το 1959 φόρεσε αδιάλειπτα, με εξαίρεση το διάστημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,  τη φανέλα των «Κόκκινων Διαβόλων» του γερμανικού ποδοσφαίρου, με την οποία μέτρησε συνολικά 411 συμμετοχές και 380 τέρματα, με επιτυχίες τα δύο πρωταθλήματα  τις σεζόν 1950/51 και 1952/53.

Στη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε στους αλεξιπτωτιστές. Έδρα του ήταν η Ουγγαρία. Στη συνέχεια πήγε στο Ανατολικό μέτωπο όπου συνελήφθη από τους Σοβιετικούς. Το τέλος του πολέμου, βρήκε τον 24χρονο Βάλτερ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαραμουρές (Maramures) της Ρουμανίας. Στάλθηκε στα Σοβιετικά Γκουλάγκ,  όπου το προσδόκιμο ζωής ήταν περίπου πέντε χρόνια. Ευτυχώς, ένας από τους Ούγγρους δεσμοφύλακες τον είχε δει να παίζει για τη Γερμανία και τους είπε ότι δεν ήταν Γερμανός, αλλά καταγόταν από το διαφιλονικούμενο από Γάλλους και Γερμανούς, κρατίδιο του Σάαρ! Για ακόμη καλή του τύχη, οι δεσμοφύλακες, Μαγυάροι και Σλοβάκοι στην καταγωγή ποδοσφαιρόφιλοι προφανώς και οι ίδιοι, τον αναγνώρισαν και φρόντιζαν να κρατάει την… φόρμα του, οργανώνοντας αυτοσχέδια ματς μέσα στο στρατόπεδο! Απελευθερώθηκε μετά τον πόλεμο με παρέμβαση του Σοβιετικού Στρατάρχη Γκιόργκι Ζούκοφ (Georgy Zhukov). 


Επέστρεψε το 1945 στη Γερμανία, έχοντας προσβληθεί από ελονοσία και αγωνίστηκε και πάλι για τη Καϊζερσλάουτερν. Στην εθνική Γερμανίας, έκανε ντεμπούτο στις 14 Ιουλίου του 1940 σημειώνοντας χατ-τρικ στο 9-3 επί της Ρουμανίας, στη Φρανκφούρτη. Η πολλά υποσχόμενη καριέρα του με τη «Νασιονάλμανσαφτ» διακόπηκε βίαια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως αναφέρθηκε, με αποτέλεσμα από το 1943 ως το 1950 να μη μετρήσει ούτε μια συμμετοχή. Όταν όμως επέστρεψε, το 1951, χρίστηκε ο αρχηγός της και αναδείχθηκε σε ηγέτη και ουσιαστικό «προπονητή» στον αγωνιστικό χώρο του τότε ομοσπονδιακού εκλέκτορα Σεπ Χερμπέργκερ (Josef “Sepp“ Herberger), τον οποίο ο Βάλτερ αποκαλούσε «αφεντικό».


Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας, το 1954, μετά τη νίκη επί της Τουρκίας στην πρεμιέρα, η Γερμανία μπορούσε να περάσει στα προημιτελικά με μια επιτυχία επί της Ουγγαρίας, όμως ο Χερμπέργκερ παρέταξε τη δεύτερη 11άδα, η οποία διαλύθηκε με 3-8 από τους Μαγυάρους. Τρεις μέρες αργότερα, η ξεκούραστη βασική 11άδα της, θριάμβευσε 7-2 επί των Τούρκων στο κρίσιμο παιχνίδι, με τρία γκολ του επιθετικού της Νυρεμβέργης, Μαξ Μόρλοκ (Maximilian "Max" Morlock) και ένα του Βάλτερ. Πέρασε στα προημιτελικά, όπου εκεί επιβλήθηκε 2-0 της Γιουγκοσλαβίας. Η μεγάλη ώρα του Βάλτερ σήμανε στον ημιτελικό με την Αυστρία, όπου σκόραρε δις από την άσπρη βούλα, ενώ είχε ενεργό ρόλο στα υπόλοιπα τέσσερα τέρματα της «Νασιονάλμανσαφτ» σφραγίζοντας το εισιτήριο για τον τελικό της 4ης Ιουλίου, στο «Βάνκντορφ» της Βέρνης, με αντίπαλο ξανά την Ουγγαρία.


Εκείνη την Κυριακή έβρεχε καταρρακτωδώς. «Φριτς, ο καιρός σου», είπε ο Χερμπέργκερ στον αρχηγό του, «αφεντικό, δεν με χαλά καθόλου», αποκρίθηκε ο 33χρονος. Έκτοτε στα παιχνίδια υπό βροχή και γενικά σε άστατο καιρό στη Γερμανία γίνεται  πάντοτε λόγος για τον «Καιρό Φριτς Βάλτερ»!  Μετά από 90 δραματικά λεπτά η Γερμανία έκανε την έκπληξη νικώντας με 3-2 και αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της, Παγκόσμια Πρωταθλήτρια. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι οι υπεροπτικοί Μαγυάροι, όπως παραδέχτηκε και ο τεράστιος Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), τους οδήγησε να χάσουν τον μεγάλο τελικό, με δεδομένο και το συντριπτικό 8-3 της πρώτης συνάντησης τους στη φάση των ομίλων της τελικής φάσης. Έβαλαν τα χεράκια τους κι έβγαλαν τα… ματάκια τους αφού ο ηγέτης αυτής της μεγάλης ποδοσφαιρικής έκπληξης, για τα δεδομένα της εποχής, ήταν και δικό τους δημιούργημα καθώς την περίοδο της αιχμαλωσίας του φρόντισαν να τον… εμπλουτίσουν ποδοσφαιρικά, οι τότε δεσμοφύλακες-συμπαίκτες του, με νέες ιδέες και τεχνικές, οι οποίες στη συνέχεια του χρησίμευσαν, όταν και τις εφάρμοσε στη γερμανική ομάδα ώστε να φτάσει σε έναν ποδοσφαιρικό άθλο, ιστορικά γνωστό και σαν «Το Θαύμα της Βέρνης».


Ο Φριτς Βάλτερ έγινε το σύμβολο του «Θαύματος της Βέρνης». Μια επιτυχία, η οποία 9 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιούργησε ένα νέο συναίσθημα ενότητας στην πατρίδα του. Ο πρώτος Παγκόσμιος Αστέρας του γερμανικού ποδοσφαίρου, αποδείχθηκε πρότυπο και εκτός αγωνιστικών χώρων. Φιλικός, ανοιχτόκαρδος, ήπιων τόνων και δίκαιος έγινε στη δεκαετία του 1950 ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους και πρεσβευτές της «νέας» Γερμανίας. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 δήλωσε ότι έκλεισε ο κύκλος του στην εθνική ομάδα. Όμως ο Χεμπέργκερ, ο προπονητής που τον πίστεψε τον έπεισε να πάει και το 1958 στην Σουηδία. Εκεί πήρε την 4η θέση. Ήταν ήδη 38 χρόνων. Μετά από 61 παιχνίδια και 33 γκολ ο Φριτς Βάλτερ τερμάτισε τη διεθνή καριέρα του στον ημιτελικό του Μουντιάλ του 1958, στις 26 Ιουνίου στην ήττα 1-3 από τη Σουηδία στο Γκέτεμποργκ, αγώνα από τον οποίο αποχώρησε πρόωρα ένεκα τραυματισμού.


Ένα χρόνο αργότερα κρέμασε οριστικά τα παπούτσια του και δεν μεταπείστηκε ούτε από τον Χερμπέργκερ, ο οποίος τον ήθελε για το Παγκόσμιο Κυπέλλου στη Χιλή το 1962. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 εμφανίστηκε ένας ακόμα ποδοσφαιριστής με το ίδιο όνομα ο οποίος αγωνιζόταν στη Στουτγκάρδη. Για λόγους σεβασμού προς τον μεγάλο Φριτς τον ονόμαζαν «Φριτς Βάλτερ τζούνιορ»! Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο αντί να γίνει προπονητής προτίμησε να ασχοληθεί με το εμπόριο και να γράψει βιβλία με τις ποδοσφαιρικές του αναμνήσεις. Για τέσσερις δεκαετίες έζησε στην Ιταλία αφού είχε παντρευτεί Ιταλίδα.


Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής, όσο ακόμη ήταν εν ζωή και ανακηρύχθηκε επίτιμος αρχηγός της «Νασιονάλμανσαφτ», ενώ παράλληλα τιμήθηκε για τις πολύτιμες υπηρεσίες του με το Μεγάλο Ομοσπονδιακό Σταυρό της Γερμανίας (1970) και από τη FIFA (1995). Όταν οι Σοβιετικοί κατέπνιξαν την Ουγγρική Επανάσταση το 1956 και πολλοί Ούγγροι ποδοσφαιριστές δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στη πατρίδα τους, βοήθησε οικονομικά και ο ίδιος αλλά κυρίως κλείνοντας παιχνίδια για την ομάδα που είχαν φτιάξει, ώστε να στηριχτούν οικονομικά, σε αναγνώριση του ότι Ούγγροι ήταν αυτοί που του έσωσαν τη ζωή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο! 


Το 1985 το στάδιο της Καϊζερσλάουτερν πήρε το όνομά του. Το ανταπέδωσε με τη ζέση που έδειξε στην προώθηση της υποψηφιότητας της γενέτειράς του ως οικοδέσποινας πόλης του γερμανικού Μουντιάλ το 2006. Δυστυχώς όμως, ο ίδιος δεν πρόλαβε αυτό το μεγάλο γεγονός, αφού άφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Ιουνίου του 2002 στο Ένκενμπαχ-Άλσενμπορ, σε ηλικία 81 ετών. Τον Νοέμβριο του 2003, στο πλαίσιο των εορτασμών του Ιωβιλαίου (50ετηρίδα) της UEFA, η Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία τον επέλεξε ως Χρυσό Παίκτης τους τα τελευταία 50 χρόνια (1954-2003). 

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1928/29: FV Kaiserslautern
  • 1929–1937: 1. Fußball-Club Kaiserslautern

Επαγγελματική καριέρα
  • 1937–1959: 1. Fußball-Club Kaiserslautern, 411 (380)

Διεθνής

  • 1940–1958: Γερμανία, 61 (33)


Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Kaiserslautern
  • Πρωτάθλημα Γερμανίας: 2 (1950/51, 1952/53)

Διεθνείς

Με τη Γερμανία
  • Παγκόσμιο Κύπελλο : 1954

Προσωπικές Διακρίσεις
  • 3ος  Σκόρερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1954
  • Μέλος Καλύτερης 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1954
  • Μετάλλιο της Τιμής από την FIFA: 1995
  • Καλύτερος Ποδοσφαιριστής της Γερμανίας των Προηγούμενων 50 Ετών με αφορμή την επέτειο των 50 ετών της UEFΑ: 2003
ΠΗΓΕΣ: aris.re - retrosport.wordpress.com