Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Αλεξάντρ Βιλαπλάν: Ο δοσίλογος αρχηγός της εθνικής Γαλλίας

Ο Γάλλος μέσος Αλεξάντρ Βιλαπλάν (Alexandre Villaplane) γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1905, στο Αλγέρι. Στη καριέρα του έπαιξε για την Σετ (1921-1924), τη Νιμ (1927–1929), τη Ρασίγκ Παρί (1929–1932), την Αντίμπ, στο πρώτο γαλλικό επαγγελματικό πρωτάθλημα (1932–1933) και τη Νις (1933–1934). Με την Αντίμπ τερμάτισε στην κορυφή του Νότιου Ομίλου και έπαιξε με τη Λιλ από τον Βόρειο για το Πρωτάθλημα. Ο Αντίμπ κέρδισε τον τίτλο, αλλά της αφαιρέθηκε αφού κρίθηκε ένοχη δωροδοκίας. Ο προπονητής της Λιλ τιμωρήθηκε με ισόβιο αποκλεισμό, ενώ στον Βιλαπλάν, που θεωρήθηκε από τους βασικούς υπόπτους, επιβλήθηκε μια σχετικά μικρή ποινή. Εν συνεχεία, εντάχθηκε στη Νις για τη σεζόν 1933/34. Έχοντας χάσει το ενδιαφέρον του για την καριέρα του και έχοντας γίνει τακτικός θαμώνας του ιπποδρόμου, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να επανέλθει του με την Χισπανό-Μπατιστιέν του Μπορντό, αλλά τερμάτισε τη σεζόν στη φυλακή, έχοντας καταδικαστεί για τη συμμετοχή του σ’ ένα σκάνδαλο καθορισμού ιπποδρομιών.

Αγωνίστηκε 25 φορές για την εθνική ομάδα της Γαλλίας και ήταν ο αρχηγός της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930. Στις 26 Δεκεμβρίου του 1944, εκτελέστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους προδότες της πατρίδας του.


13 Ιουλίου 1930, 3μμ τοπική ώρα, Μοντεβιδέο, Ουρουγουάη. Στο στάδιο Pocitos του Μοντεβιδέο, η Γαλλία και Μεξικό τίθενται αντιμέτωπες στον πρώτο αγώνα του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου της ιστορίας, ενώ την ίδια ακριβώς ώρα Η.Π.Α. και Βέλγιο αγωνίζονται μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά, στο στάδιο Parque Central. Διπλή πρεμιέρα για έναν θεσμό, του οποίου η πρώτη διοργάνωση είχε περάσει από σαράντα κύματα.

Η Ουρουγουάη έχει επιλεγεί από τη ΦΙΦΑ για πολύ συγκεκριμένους λόγους για να διοργανώσει το πρώτο Μουντιάλ. Εκείνη την εποχή η Ουρουγουάη έχει τον άτυπο τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας καθώς έχει κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στους δύο τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1924 στο Παρίσι και το 1928 στο Άμστερνταμ. Το 1930 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ανεξαρτησία της Ουρουγουάης και προς τιμήν αυτής της επετείου οι Ουρουγουανοί έχουν κατασκευάσει σε μόλις οχτώ μήνες το επιβλητικό στάδιο Centenario, το οποίο και έχουν ονομάσει αντιστοίχως. Επιπλέον, εκείνη την εποχή η Ευρώπη ζει τον εφιάλτη των επιπτώσεων του κραχ της Wall Street το 1929 και τα έξοδα μια τέτοιας διοργάνωσης την καθιστούν όνειρο απατηλό για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Από την άλλη η Ουρουγουάη δεσμεύεται να καλύψει εξ’ ολοκλήρου τα έξοδα όλων των συμμετεχόντων!

Μόλις τέσσερις ευρωπαϊκές ομάδες αποδέχονται την πρόσκληση της ΦΙΦΑ να συμμετέχουν στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, όταν κι έληγε η σχετική προθεσμία δήλωσης συμμετοχής στο τουρνουά (καθώς προκριματικοί αγώνες δεν είχαν λάβει χώρα), καμία ευρωπαϊκή ομάδα δεν είχε δεχτεί να ταξιδέψει στην Ουρουγουάη. Με παρέμβαση του ίδιου του προέδρου της ΦΙΦΑ Ζυλ Ριμέ τελικά τέσσερις ομάδες πείθονται να συμμετάσχουν στο πρώτο Μουντιάλ: το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία.

Ο Villaplane ως αρχηγός της Νιμ
(History espresso)
Οι Ρουμάνοι και οι Γιουγκοσλάβοι επιβιβάζονται στο ιταλικό υπερωκεάνιο SS Conte Verde στη Γένοβα, οι Γάλλοι στο Villefranche-sur-Mer, ενώ οι Βέλγοι στη Βαρκελώνη. Μαζί με τις τρεις ευρωπαϊκές ομάδες ταξιδεύουν εν πλω στο ίδιο πλοίο ο ίδιος ο Ζυλ Ριμέ με το ομώνυμο τρόπαιο, αλλά και οι τρεις Ευρωπαίοι διαιτητές του τουρνουά, οι Βέλγοι Jean Langenus και Henri Christophe και ο Γάλλος Thomas Balway. Μετά από 15 μέρες ταξιδιού (κι αφού έχουν επιβιβαστεί και οι Βραζιλιάνοι στο ίδιο πλοίο στο Ρίο ντι Τζανέιρο), το SS Costa Verde φτάνει στο λιμάνι του Μοντεδιβέο. Η φιέστα είναι έτοιμη να ξεκινήσει!

Στη σέντρα του σταδίου Pocitos εκείνο το μεσημέρι της 13ης Ιουλίου ο Ουρουγουανός διαιτητής Domingo Lombardi θα υποδεχτεί τους δύο αρχηγούς των ομάδων. Από τη μία ο Μεξικανός Rafael Garza και από την άλλη ο Γαλλοαλγερινός Alex Villaplane. H γαλλική εφημερίδα Le Monde έχει χαρακτηρίσει τον Villpalane ως ‘playmaker παγκόσμιας κλάσης’ κι ‘έναν από τους πλέον ταλαντούχους παίχτες της γενιάς του’. Εκείνη τη στιγμή ο Villaplane βιώνει την πιο όμορφη περίοδο της ζωής του, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του, φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού της πατρίδας του στον εναρκτήριο αγώνα του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τίποτα δεν προμηνύει πως 14 χρόνια αργότερα, στις 26 Δεκεμβρίου 1944, ο Villaplane θα εκτελεστεί στη Γαλλία ως ένας από τους μεγαλύτερους προδότες της πατρίδας του – κι αυτή είναι η ιστορία του.

Ο Villaplane γεννιέται στο Αλγέρι το Σεπτέμβριο του 1905. Στην ηλικία των δώδεκα χρονών θα ενταχθεί στην τοπική ομάδα Gallia sport, αλλά λίγα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 16 ετών η οικογένειά του θα εγκαταλείψει το Αλγέρι και θα εγκατασταθεί στο Sète, μια κωμόπολη στη νότια Γαλλία. Εκεί ο Villaplane θα συνεχίσει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο και θα μπει στις τάξεις της ομάδας των νέων της FC Sète. Ο Σκωτσέζος προπονητής της ανδρικής ομάδας Victor Gibson θα εντυπωσιαστεί από τις ικανότητες του μικρού Alex και θα τον πάρει μαζί του στην πρώτη ομάδα σε ηλικία 17 ετών. Τη σαιζόν 1923/24 ο Villaplane θα αγωνιστεί σε αρκετά παιχνίδια της ομάδας του, αλλά όχι και στον τελικό του Κυπέλλου Γαλλίας απέναντι στην παριζιάνικη Red Star, ομάδα την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Ζυλ Ριμέ, όπου η FC Sète θα ηττηθεί. Το 1925 θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Γαλλίας, αλλά η ομάδα του θα ηττηθεί από την παριζιάνικη CASG.

Στις 11 Απριλίου 1926, σε έναν φιλικό αγώνα με το γειτονικό Βέλγιο, ο Villaplane θα κάνει το ντεμπούτο του με τα χρώματα των τρικολόρ στη νίκη των Γάλλων με 4-3 στο στάδιο Pershing του Παρισιού. Επτά μέρες αργότερα, στις 18 Απριλίου, θα αγωνιστεί με τη Γαλλία στη νίκη εναντίον της Πορτογαλίας με 4-2, ενώ στις 25 Απριλίου θα αγωνιστεί και στο τρίτο κατά σειρά φιλικό της Γαλλίας, αυτή τη φορά εναντίον της Ελβετίας, όπου οι τρικολόρ θα επικρατήσουν με 1-0.Θα ακολουθήσουν οι αγώνες εναντίον της Αυστρίας (ήττα με 4-1) και η νίκη εναντίον της Γιουγκοσλαβίας με 4-1 τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής με βορειοαφρικανική καταγωγή, ο οποίος εκπροσωπεί τη Γαλλία σε διεθνές επίπεδο. Οι εμφανίσεις του νεαρού Villaplane προσελκύουν το έντονο ενδιαφέρον της Νιμ, κύριας αντιπάλου της FC Sète. Αν κι εκείνη την περίοδο η έννοια ‘επαγγελματίας ποδοσφαιριστής’ δεν ήταν ακόμα γνωστή, οι ομάδες έβρισκαν τρόπο να αμείβουν τους παίχτες τους είτε με χρηματικό ποσό είτε με την υπόσχεση ανεύρεσης καλά αμειβόμενης εργασίας. Το 1927 ο Villaplane μεταπηδά στη Νιμ, με την οποία πανηγυρίζει την άνοδο στην ανώτερη κατηγορία της Νοτιοανατολικής κατηγορίας ποδοσφαίρου, καθώς εκείνη την περίοδο δεν υπάρχει ακόμα εθνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (σ.σ. θα ακολουθήσει το 1932 η ίδρυση της γαλλικής λίγκας).

Η εθνική Γαλλίας του 1930, ο Villaplane πάνω δεξιά με τα λουλούδια (History espresso)
Με τα χρώματα της Νιμ ο Villaplane θα γνωρίσει ιδιαίτερη φήμη ως ένας εξαιρετικά μαχητικός παίχτης, οξύνους πασέρ αλλά κι εξαιρετικός κεφαλοσφαιριστής. Ο Villaplane θα είναι μέλος της εθνικής ομάδας της Γαλλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ το 1928. Την επόμενη χρονιά ο Villaplane θα μεταπηδήσει στον παριζιάνικο σύλλογο Racing Club, της οποίας ο πρόεδρος επιθυμεί να την καταστήσει τον ισχυρότερο σύλλογο της χώρας και η μεταγραφή του Villaplane είναι ο πρωταρχικός στόχος. Εκεί θα αγωνιστεί για τρία χρόνια. Οι απολαβές του είναι εξαιρετικές για τα δεδομένα εκείνης της προ-επαγγελματικής εποχής. Ο Villaplane ξοδεύει τα λεφτά του σε μπαρ, καμπαρέ, αλλά κυρίως σε ιπποδρομίες, το μεγάλο του πάθος, όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το γαλλικό υπόκοσμο. Από την άλλη, ως παίχτης της Racing θα του αποδοθεί το περιβραχιόνιο του αρχηγού της εθνικής Γαλλίας για το παρθενικό Μουντιάλ του 1930 στην Ουρουγουάη.

 Το 1932, στην πρώτη σαιζόν του -έστω, τυπικά- επαγγελματικού εθνικού πρωταθλήματος, θα αγωνιστεί με τα χρώματα της FC Antibes, η οποία, μιμούμενη το παράδειγμα της Racing τρία χρόνια πριν, θέλει να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες του Villaplane –και το πετυχαίνει. Εκείνη την εποχή το πρωτάθλημα είναι χωρισμένο σε δύο κατηγορίες/γκρουπ με τους νικητές των κατηγοριών αυτών να αναμετρώνται για τον τίτλο του εθνικού πρωταθλητή. Η FC Antibes κατακτά την πρώτη θέση στο γκρουπ Β’ κι αναμένεται ν’ αντιμετωπίσει την SC Fives Lille στον τελικό. Ωστόσο, αποκαλύπτεται ότι η FC Antibes είχε δωροδοκήσει την SC Fives (σ.σ. δεν είναι η ίδια ομάδα με την SC Fives Lille!), την οποία είχε νικήσει με 5-0. Η FC Antibes αποκλείεται από τον τελικό και τη θέση της παίρνει η δεύτερη στην κατάταξη AS Cannes. Για την ιστορία στον τελικό επικρατεί η SC Fives Lille με 4-3. Ως αποδιοπομπαίος τράγος ο προπονητής της ομάδας απολύεται, αλλά εγείρονται πολλές υποψίες για το ρόλο του Villaplane και δύο συμπαιχτών του, με τους οποίους είχε υπάρξει συμπαίχτης και στην FC Sète, οι οποίοι φέρονται ως οι πραγματικοί ένοχοι. Τελικά, και οι τρεις εγκαταλείπουν την ομάδα. Ο Villaplane έχει προλάβει ν’ αγωνιστεί με τη φανέλα της FC Antibes για μία μόλις -περιπετειώδη- σαιζόν.

(Alchetron)

Επόμενος σταθμός η Νις, όπου ο Villaplane επιδεικνύει αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, αργεί στις προπονήσεις, είναι φανερά απρόθυμος να προπονηθεί, και όταν αγωνίζεται, παρουσιάζεται εντελώς εκτός φόρμας. Η Νις δεν ανέχεται τη συμπεριφορά του και με το τέλος της σαιζόν ο Villaplane βρίσκεται να αναζητά την επόμενη ομάδα του. Η μόνη η οποία ενδιαφέρεται για την απόκτησή του είναι ένας σύλλογος στο Μπορντώ, η Hispano-Bastidienne – κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Προπονητής στην ομάδα αυτή είναι ο μέντοράς του στη FC Sète, o Victor Gibson. Σε αντίθεση, ωστόσο, με την πρώτη συνεργασία τους, αυτή τη φορά οι σχέσεις των δύο αντρών δεν είναι καθόλου φιλικές Μετά από μόλις τρεις μήνες, διάστημα κατά το οποίο ο Villaplane σπάνια εμφανιζόταν στις προπονήσεις, ο Gibson θα του δείξει την πόρτα της εξόδου όχι μόνο της ομάδας, αλλά και του ποδοσφαίρου. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά η ιδιαιτέρως σκοτεινή φάση της ζωής του Villaplane, που θα τον οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα το Δεκέμβριο του 1944. 

Το 1935 ο Villaplane θα καταδικαστεί σε φυλάκιση για παράνομο στοιχηματισμό και στήσιμο ιπποδρομιών στο Παρίσι και στην Κυανή Ακτή. Ωστόσο, θα είναι το ξέσπασμα του Β’ Π.Π. και η τεράστια ανατροπή που θα φέρει στη γαλλική κοινωνία, που θα σπρώξει τον Villaplane στο σκοτεινό υπόκοσμο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Τον Ιούνιο του 1940 το Παρίσι θα πέσει στα χέρια των Ναζί μετά από μια πολύ σύντομη εκστρατεία των χιτλερικών δυνάμεων, οι οποίες θα καταφέρουν να καθυποτάξουν τη Γαλλία μετά από μάχες ενός μήνα. Κι ενώ η κατοχή είναι μια περίοδος καχεξίας και τρόμου για τους περισσότερους Γάλλους, σε κάποιους άλλους προσφέρει εξαιρετικές ‘ευκαιρίες’ για εύκολο πλουτισμό και ανέλιξη. Τους πρώτους μήνες της ναζιστικής κατοχής οι Γερμανοί αναζητούν μαυραγορίτες, οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν ό,τι δεν μπορούν οι ίδιοι να εξασφαλίσουν με τα δικά τους μέσα: καύσιμα, φαγητό, ακόμα και έργα τέχνης! Τότε εμφανίζεται ο δικός τους άνθρωπος που ακούει στο όνομα Henri Lafont, ένας λωποδύτης, αγράμματος, που έχει μείνει ορφανός σε νεαρή ηλικία, και έχει κάνει τον μαυραγοριτισμό επάγγελμα. Όσο οι Ναζί κατέχουντη Γαλλία, για περίπου 4 χρόνια, ο Lafont θα αποκτήσει τεράστια εξουσία και πλούτο στα χέρια του, φτάνοντας στο σημείο να χαρακτηρίσει τον εαυτό του ως ‘τον αρχηγό όλων των εγκληματιών και έναν σεβάσμιο άνθρωπο’.

Όμως, ο Lafont δεν περιορίζεται μόνο σε μαυραγορίτικες δοσοληψίες. Για να αποδείξει την πίστη του στους Ναζί, αναζητά, συλλαμβάνει και βασανίζει τον επικεφαλής της βελγικής αντίστασης, που βρίσκεται στη Γαλλία. Ο Lafont αναζητά τους συνεργάτες του στις φυλακές, όπου, μέσω διασυνδέσεων, κανονίζει την απελευθέρωση παλιών συντρόφων του και οποιουδήποτε κρίνει ότι μπορεί να τον βοηθήσει στις δραστηριότητές του. Δεξί του χέρι ο Pierre Bonny, ο άλλοτε πλέον διάσημος αστυνομικός στη Γαλλία πριν φυλακιστεί για διαφθορά. Τρίτο μέλος της παρέας ο γνώριμος Alex Villaplane, ο οποίος εκείνη την περίοδο επιδίδεται σε λαθρεμπόριο χρυσού. Έδρα τους το κτίριο στην οδό Lauriston αριθ. 93, ίσως η πλέον κακόφημη διεύθυνση στη σύγχρονη γαλλική ιστορία, καθώς έμεινε γνωστή ως η έδρα της ‘γαλλικής Γκεστάμπο’. Η τριάδα έχει ως κύριο -ή μάλλον, μοναδικό- σκοπό τον πλουτισμό και την εξουσία που αυτός συνεπάγεται. Δεν είναι ιδεολογικά προσκείμενοι στους Ναζί, αλλά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να πλουτίσουν και να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους στη γαλλική κοινωνία. Ωστόσο, δεν διστάζουν να φορέσουν στολές των Ες Ες, να εντοπίζουν και να παραδίδουν Εβραίους στις κατοχικές αρχές - όταν οι τελευταίοι δεν μπορούν πλέον να τους πληρώσουν ό,τι εκβιαστικά απαιτούν για να μην τους παραδώσουν στους Ναζί, μέλη της γαλλικής αντίστασης, αλλά και οποιονδήποτε θεωρείται κίνδυνος για τη νέα κατοχική εξουσία.

Το 1943 η γαλλική αντίσταση στους Ναζί εντατικοποιείται. Η τριάδα εντέλλεται να συνδράμει στην κατάπνιξη κάθε αντιστασιακής δράσης στη χώρα. Εκείνη την εποχή ο Χίτλερ χρηματοδοτεί την κυκλοφορία μιας αραβόφωνης εφημερίδας, η οποία παρουσιάζει τον Φύρερ ως έναν μεγάλο απελευθερωτή των υποτελών τόσο του ιμπεριαλιστικού αποικισμού όσο και του κομμουνισμού. Ο Lafont έχει την ιδέα να ενδυναμώσει τις τάξεις των συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων με τη συγκρότηση μιας ταξιαρχίας, που θα αποτελείται από μετανάστες -κυρίως από την Αλγερία και, γενικότερα, το Μαγκρέμπ, στους κύκλους των οποίων υπάρχει έντονο το αντι-γαλλικό συναίσθημα. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα επιχειρούν να υποδαυλίσουν οι Ναζί.


Το Φεβρουάριο του 1944 οι Ναζί ανάβουν το πράσινο φως και ιδρύεται η Βορειοαφρικανική Ταξιαρχία από τον Lafont και τον Αλγερινό εθνικιστή Mohamed El-Maadi, η οποία τίθεται υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη των Ες Ες Helmut Knochen, Νο 2 στην ιεραρχία της ναζιστικής αστυνομίας στη Γαλλία. Αρχικά η Ταξιαρχία αποτελείται από 300 παραστρατιωτικούς αλγερινής καταγωγής και χωρίζεται σε πέντε μονάδες. Ο Lafont λαμβάνει τον τίτλο του Hauptsturmführer των Ες Ες, ο Bonny εκείνον του Obersturmführer (λοχαγός), ενώ ο Villaplane, επικεφαλής μίας εκ των πέντε μονάδων, εκείνον του Untersturmführer. Η Ταξιαρχία λαμβάνει μέρος σε μάχες εναντίον Γάλλων αντιστασιακών στη κεντρική Γαλλία και αποκτά ιδιαίτερα κακή φήμη για την αγριότητα των εγκλημάτων της. Στις 11 Ιουνίου 1944, μόλις μία μέρα μετά τη σφαγή στο χωριό Oradour-sur-Glane (σ.σ. την ίδια μέρα, 10 Ιουνίου 1944, έλαβε χώρα και η σφαγή στο Δίστομο) συλλαμβάνουν 11 Γάλλους μαχητές, ηλικίας μεταξύ 17 και 26 ετών. Τους οδηγούν σε ένα χαντάκι και τους εκτελούν. Ο Villaplane είναι ένας απ’ αυτούς που τραβάνε τη σκανδάλη.

Σε ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δράση της συμμορίας του Lafont περιγράφεται και η ακόλουθη ιστορία με πρωταγωνιστή των Villaplane. Μετά από πληροφορίες που φτάνουν στ’ αυτιά της τοπικής Γκεστάμπο στο Périgueux, μία κωμόπολη στην κεντρική Γαλλία, ο Villaplane και τρεις από τους άντρες της μονάδας του, κάνουν έφοδο στο σπίτι της 59χρονης και μητέρας έξι παιδιών Geneviève Léonard, με την υποψία ότι κρύβει έναν Εβραίο. Ερευνούν το σπίτι, αλλά δεν βρίσκουν αυτόν που ζητάνε. Ο Villaplane την τραβάει από τα μαλλιά και τη σέρνει στο γειτονικό αγροτόσπιτο, τη χτυπάει με το όπλο του και την εξαναγκάζει να παρακολουθήσει μπροστά στα μάτια της ένα φριχτό θέαμα. Άντρες της Ταξιαρχίας ξυλοκοπούν και βασανίζουν άγρια δύο χωρικούς γείτονές της πριν τους κάψουν ζωντανούς και τους πυροβολήσουν εν μέσω των φλογών. Ο Villaplane σκάει στα γέλια με το θέαμα. Εν τω μεταξύ, άλλα μέλη της Ταξιαρχίας έχουν εντοπίσει τον Εβραίο που αναζητούν ονόματι Antoine Bachmann και τον φέρνουν μπροστά στον Villaplane. Εκείνος τον ξυλοκοπεί και τον συλλαμβάνει. Στη συνέχεια διατάζει την Leonard να του δώσει 200.000 φράγκα.

Το καλοκαίρι του 1944 η απόβαση στη Νορμανδία έχει ανατρέψει το σκηνικό στο μέτωπο του πολέμου και οι Ναζί βρίσκονται στριμωγμένοι ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό, που εφορμά εξ Ανατολάς και τους Συμμάχους που προελαύνουν εκ Δυσμάς. Ο Villaplane αντιλαμβάνεται ότι οι Ναζί ενδέχεται να χάσουν τελικά τον πόλεμο. Δεν χάνει καιρό και αλλάζει στάση. Με διάφορες πράξεις ‘φιλανθρωπίας’ προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια των Γάλλων συνανθρώπων του, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο, που συνεργαζόταν με τους Ναζί μόνο και μόνο για να είναι σε θέση να σώσει τη ζωή συμπατριωτών του. Τον Αύγουστο του 1944 οι Συμμαχικές δυνάμεις πλησιάζουν στη γαλλική πρωτεύουσα και οι Παριζιάνοι ξεσηκώνονται ενάντια στους Ναζί. Στρατεύματα του γαλλικού στρατού (σ.σ. με αρκετούς στρατιώτες από τις χώρες του Μαγκρέμπ) απελευθερώνουν την πόλη. Οι συνεργάτες των Ναζί, ανάμεσα στους οποίους και τα μέλη της γαλλικής Γκεστάμπο συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε δίκη.

Ο Henri Lafont κατά τη δίκη των δοσιλόγων (History espresso)
O Εισαγγελέας είναι καταιγιστικός όταν περιγράφει τη δράση της ομάδας, αλλά και το χαρακτήρα του Villaplane. ‘Λεηλάτησαν, βίασαν, λήστεψαν, σκότωσαν και συνεργάστηκαν με τους Ναζί σε εκτελέσεις κι άφησαν πίσω τους ερείπια. Ένας μάρτυρας περιέγραψε πως είδε με τα ίδια του τα μάτια αυτούς τους μισθοφόρους να κλέβουν κοσμήματα από τα θύματά τους που κείτονταν ακόμα στο αίμα. O Villaplane ήταν παρών σε όλα αυτά, ήρεμος και γελαστός, χαρούμενος, τον ευχαριστούσε το θέαμα αυτό!’ Και συνεχίζει ο Εισαγγελέας στην αγόρευση του. ‘Η ψυχολογία του ήταν διαφορετική από εκείνη των υπολοίπων. Περηφανεύεται ότι είναι μηχανορράφος. Έχοντας μελετήσει τον φάκελό του μπορώ να πω ότι είναι απατεώνας, ένας γεννημένος απατεώνας. Οι απατεώνες έχουν ένα χαρακτηριστικό που είναι απαραίτητο για το εμπόριο: το θεατριλίκι. Είναι απαραίτητο για να τυφλώνουν τα θύματά τους και να αποσπούν αυτό που θέλουν όποτε το θέλουν. Επιδιδόταν στο χειρότερο είδος εκβίασης, εκείνο της ελπίδας. Ένας μάρτυρας έχει περιγράψει αυτή τη μακάβρια θεατρικότητα του Villaplane. Μια φορά, φτάνοντας σε ένα χωριό με ένα γερμανικό αυτοκίνητο, συνομιλούσε με ένα χωρικό: ‘Δείτε σε τι καιρούς ζούμε. Απαίσια εποχή. Πόσο δύσκολες εποχές, εγώ, ένας Γάλλος να είμαι εξαναγκασμένος να φορώ γερμανική στολή. Έχετε δει, γενναίοι μου άνθρωποι, τι εγκλήματα έχουν διαπράξει αυτοί οι άνθρωποι; Δεν μπορεί να είμαι εγώ υπεύθυνος για τα εγκλήματα αυτά. Δεν είμαι εγώ ο αρχηγός τους. Αυτοί θα σας σκοτώσουν. Αλλά εγώ, θα προσπαθήσω να σας σώσω ρισκάροντας τη ζωή μου. Έχω ήδη σώσει αρκετούς συνανθρώπους μας. 54, για να είμαι ακριβής. Εσείς θα είστε ο 55ος – εάν μου δώσετε 400.000 φράγκα’.


Στις 26 Δεκεμβρίου 1944, μία μέρα μετά τα Χριστούγεννα, οι Villaplane, Lafont, Bonny και άλλα πέντε μέλη της ομάδας τους, καταδικασμένοι σε θάνατο, μεταφέρθηκαν στο Fort de Montrouge στα δυτικά του Παρισιού όπου εκτελέστηκαν. Ο έτερος ιδρυτής της Βορειοαφρικανικής Ταξιαρχίας Mohamed El-Maadi θα καταφέρει να διαφύγει μαζί με τη σύζυγό του στη Γερμανία, όπου θα γίνει δεκτός από τον περιώνυμο για το ρόλο του στην ιστορία του Ολοκαυτώματος Παλαιστίνιο μουφτή Amin al-Husseini.

Πηγή: η εξαιρετική σελίδα του history espresso στο facebook

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Η γονατιά που ξεκίνησε έναν πόλεμο

Ένα μεγάλο ανάγλυφο μνημείο καλωσορίζει τους θεατές στο στάδιο «Μάξιμιρ» του Ζάγκρεμπ. Παρουσιάζει στρατιώτες με όπλα κι ένα γήπεδο γεμάτο οπαδούς στον αγωνιστικό χώρο να κυματίζουν σημαίες. Είναι μια οπή μέσα από την οποία ξεπηδούν τα φαντάσματα της πρόσφατης ιστορίας της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας.

[(Αφιερωμένο) στους οπαδούς της ομάδας, οι οποίοι σε αυτό το στάδιο ξεκίνησαν τον πόλεμο κόντρα στη Σερβία στις 13 Μαΐου 1990]

Η περιώνυμη γονατιά του Μπόμπαν, γκαφίτι σε δρόμο του Ζάγκρεμπ

Ειρωνεία της τύχης που η σπίθα του πολέμου άναψε στο στάδιο με το όνομα «Maksimir», δηλαδή (σε ελεύθερη απόδοση) στο στάδιο της «Μέγιστης Ειρήνης» (mir στα σερβοκροατικά σημαίνει ειρήνη). Ήταν η αποκορύφωση ενός δράματος που είχε ήδη αρχίσει να παίζεται σε πράξεις λίγους μήνες πριν και θα συνεχιζόταν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στα επόμενα πέντε χρόνια.

Στις 22 και 23 Ιανουαρίου του 1990  λαμβάνει χώρα το 14o και τελευταίο συνέδριο της «Ένωσης Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας», δηλαδή του κόμματος που κυβερνούσε αδιάλειπτα τη χώρα από το 1945. Οι εκπρόσωποι της σλοβενικής Ένωσης υπό τον Μίλαν Κούτσαν (Milan Kučan) και της κροατικής Ένωσης υπό τον Ίβιτσα Ράτσαν (Ivica Račan) έχουν ήδη εγκαταλείψει τις εργασίες του συνεδρίου, οδηγώντας ουσιαστικά στην κατάρρευση του παν-γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού κόμματος και σε ένα ντόμινο εξελίξεων που θα οδηγήσει τελικά στον εμφύλιο πόλεμο την επόμενη χρονιά.

Στις 17 Φεβρουαρίου ένας Σέρβος ψυχίατρος και εγνωσμένης αξίας επιστήμονας στο νοσοκομείο του Σίμπενικ (Šibenik) στις δαλματικές ακτές της Κροατίας, ο Γιοβάν Ράσκοβιτς (Jovan Rašković), θα ιδρύσει το «Δημοκρατικό Σερβικό Κόμμα», το οποίο θα συσπειρώσει τους Σέρβους, που ζουν στα νότια της Κροατίας και αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού στην περιοχή της Κράινα (Krajina). Είναι μια κίνηση αντίδρασης απέναντι στο εθνικιστικό κύμα που έχει ήδη ξεσπάσει στο Ζάγκρεμπ. Το κύμα αυτό, όμως, δεν προέκυψε από το πουθενά. Στο Βελιγράδι, ο ηγέτης των Σέρβων Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (Slobodan Milošević) έχει ήδη παρουσιάσει το όραμά του για τη «Μεγάλη Σερβία», που τα σύνορά της επεκτείνονται μέσα στην επικράτεια της Κροατίας. Για αρκετούς Σέρβους ακόμα και το Ζάγκρεμπ είναι σερβικό.

Ο Φράνιο Τούτζμαν, μετέπειτα πρώτος πρόεδρος της Κροατίας.

Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1990 θα διεξαχθούν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στην Γιουγκοσλαβία, εκλογές στις οποίες τα κατά τόπους κομμουνιστικά κόμματα θα υποστούν μεγάλες απώλειες. Στις 8 Απριλίου θα διεξαχθούν οι πρώτες εκλογές στη Σλοβενία, ενώ στην Κροατία η κρίσιμη ημερομηνία είναι εκείνη της 6ης Μαΐου, κατά την οποία θα διεξαχθεί ο δεύτερος γύρος. Το τελικό αποτέλεσμα είναι νίκη του νεοϊδρυθέντος κόμματος της «Δημοκρατικής Κροατικής Ένωσης» υπό τον Φράνιο Τούτζμαν (Franjo Tuđman), μετέπειτα πρώτου προέδρου της χώρας.

Γεννημένος το 1922, ο Τούτζμαν πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τους παρτιζάνους του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο (Josip Broz Tito) και ως νέος κι ενθουσιώδης κομμουνιστής είναι απέναντι στην υπερεθνικιστική κυβέρνηση του Άντε Πάβελιτς (Ante Pavelić), ηγέτη των Ούστασε (Ustaše) και συμμάχου του Χίτλερ. Ο Τούτζμαν εκτελεί τα στρατιωτικά του καθήκοντα με ιδιαίτερη αυταπάρνηση και εντυπωσιάζει τον Τίτο, ο οποίος και τον προαγάγει σε στρατηγό, καθιστώντας τον Τούτζμαν τον νεότερο στρατηγό του γιουγκοσλαβικού στρατού σε ηλικία μόλις 38 χρονών. Αξίζει να αναφερθεί ότι εκείνη την εποχή το 70% των στρατηγών είναι Σέρβοι ή Μαυροβούνιοι.

Το 1961 ιδρύει και διευθύνει το Ινστιτούτο για την ιστορία του κροατικού εργατικού κινήματος, όπου και θα παραμείνει μέχρι το 1967. Ήδη έχει διαφανεί η ιδεολογική του μεταστροφή, που θα τον οδηγήσει σε σύγκρουση με την καθεστηκυία ακαδημαϊκή τάξη που πρεσβεύει τις αρχές του μαρξισμού στην ανάγνωση της ιστορίας.

Yugoslav Wars: Bloody Fall Of Yugoslavia by Metallist-99 on DeviantArt

Αυτή η μεταστροφή θα εκδηλωθεί το 1971 όταν θα είναι ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος της «Κροατικής Άνοιξης» (Maspok), το οποίο διεκδικεί πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις κι έναν σημαντικότερο ρόλο για την ομόσπονδη δημοκρατία της Κροατίας εντός της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Το κίνημα αυτό, τελικά, θα καταπνιγεί από την κεντρική κυβέρνηση του Βελιγραδίου, όταν θα γίνει αντιληπτό ότι έχουν παρεισφρήσει στις τάξεις του και εθνικιστικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Τούτζμαν θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε φυλάκιση για αντι-γιουγκοσλαβική δραστηριότητα.

Στη φυλακή γράφει ένα βιβλίο, όπου υποστηρίζει ότι οι Σέρβοι θύματα των Ούστασε στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιασένοβατς (Logor Jasenovac) ήταν σαφώς λιγότεροι από τον αριθμό που γινόταν δεκτός μέχρι τότε, προκαλώντας την αντίδραση των Σέρβων.

Δεν θα εκτίσει το σύνολο της ποινής του. Όταν θα αποφυλακιστεί, θα έχει ήδη αποκτήσει την εικόνα του ήρωα στα μάτια των συμπατριωτών του κι αυτή η δημοφιλία θα τον βοηθήσει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Γιουγκοσλαβίας, κυρίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά, όταν τα θεμέλια της χώρας θα αρχίσουν να τρέμουν μετά τον θάνατο του Τίτο το Μάιο του 1980.

Ο Τούτζμαν γνωρίζει πολύ καλά τη δύναμη που κρύβεται στις εξέδρες των γηπέδων ανά τη Γιουγκοσλαβία. Το 1958 θα διοριστεί πρόεδρος της Παρτίζαν Βελιγραδίου, επιχειρώντας να την αναγάγει στο αντίπαλο δέος του αμιγώς σερβικού Ερυθρού Αστέρα. Την άνοιξη του 1990, όταν θα επιχειρήσει το άλμα προς την εξουσία, θα έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη παιχτών-θρύλων της Κροατίας όπως οι μπασκετμπολίστες Ντράζεν Πέτροβιτς (Dražen Petrović) και Τόνι Κούκοτς (Toni Kukoč) και ο ποδοσφαιριστής Ζβόνιμιρ Μπόμπαν (Zvonimir Boban). Ο Τούτζμαν θα θριαμβεύσει στον δεύτερο γύρο της 6ης Μαΐου ανοίγοντας τον δρόμο για την ανεξαρτησία της Κροατίας.

Η ατμόσφαιρα στην Κροατία μυρίζει μπαρούτι. Αρκεί μια σπίθα, η οποία θα έρθει μία εβδομάδα μετά.

[…] Ο στρατός των «Ηρώων» μπαίνει στο γήπεδο, στη Curva Sud […]

Κυριακή 13 Μαΐου 1990. Στο στάδιο «Μάξιμιρ» του Ζάγκρεμπ θα διεξαχθεί το ντέρμπι κορυφής ανάμεσα στον πρωτοπόρο Ερυθρό Αστέρα και στη δεύτερη Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Θα αποδειχθεί μια μίνι πρόβα τζενεράλε για τη σύγκρουση που θα ακολουθήσει ένα χρόνο μετά.  

Οι φανατικοί οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα, γνωστοί ως Delije (Ντελίγε =Ήρωες), ετοιμάζουν απόβαση στο Ζάγκρεμπ. Περισσότεροι από 3.000 Σέρβοι οπαδοί μεταβαίνουν στην κροατική πρωτεύουσα. Η αστυνομία καλείται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθεί η σύγκρουση μεταξύ Κροατών και Σέρβων οπαδών. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει για έναν απλούστατο λόγο. Οι επικεφαλής αξιωματικοί της αστυνομίας είναι Σέρβοι, και μάλιστα Σέρβοι κομμουνιστές. Ο Τούτζμαν είναι έτοιμος να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Τυχόν αποτυχία της αστυνομίας να εξασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια στο Ζάγκρεμπ, θα του δώσει (στον νεοεκλεγέντα Τούτζμαν…) την αφορμή να «ξηλώσει» τη σερβική ηγεσία της αστυνομίας στο προπύργιό του. Ο Μάο εμπνέει τον Τούτζμαν• μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση.

Επικεφαλής των Σέρβων «Ηρώων» είναι ένας τύπος με σκοτεινό παρελθόν και παρόν, αλλά ακόμα σκοτεινότερο μέλλον, έχοντας πλέον καταταγεί από την ιστορία στους μαύρους καταλόγους των εγκληματιών πολέμου. Το όνομά του Ζέλικο Ραζνάτοβιτς (Željko Ražnatović), αλλά είναι πιο γνωστός με το παρατσούκλι «Αρκάν» (Arkan).

Γεννημένος το 1952 στο Μπρέζιτσε (Brežice) της Σλοβενίας, με πατέρα Μαυροβούνιο αξιωματικό της αεροπορίας, ο Αρκάν θα εγκαταλείψει το σπίτι του σε ηλικία μόλις 9 ετών. Στα 18 του θα συλληφθεί για πρώτη φορά κατηγορούμενος για ληστεία σε ένα μπαρ στο Ζάγκρεμπ. Τη δεκαετία του 1970 θα ενταχθεί στις τάξεις της γιουγκοσλαβικής μυστικής ασφάλειας. Τον στέλνουν αρκετές φορές στο εξωτερικό σε χώρες όπως η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Ελβετία για να «καθαρίσει» αντιφρονούντες που έχουν εγκαταλείψει τη Γιουγκοσλαβία και θεωρούνται πλέον εχθροί του Τιτοϊκού καθεστώτος.

Ο Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, πιο γνωστός με το παρατσούκλι «Αρκάν»

Στην Ιταλία θα συλληφθεί από τις αρχές και θα οδηγηθεί στη φυλακή του Σαν Βιτόρε (San Vittore) του Μιλάνου, απ’ όπου θα καταφέρει να δραπετεύσει, έχοντας, ωστόσο, προλάβει να προκαλέσει μια γενικευμένη εξέγερση των φυλακισμένων. Τελικά, θα επιστρέψει στο Βελιγράδι το 1986.  Εκεί θα δολοφονήσει τον διευθυντή της κροατικής πετρελαιοχημικής εταιρείας ΙΝΑ, αλλά οι διασυνδέσεις του με τις σερβικές αρχές θα τον κρατήσουν μακριά από τη φυλακή.

Ο Αρκάν θα οδηγεί πλέον μια κόκκινη Κάντιλακ. Έξω από το γήπεδο «Μαρακανά» του Βελιγραδίου, έδρα του Ερυθρού Αστέρα, θα ανοίξει ένα ζαχαροπλαστείο-παγωτατζίδικο, το οποίο θα γίνει τόπος συνάντησης και ώσμωσης του υποκόσμου του Βελιγραδίου και των οπαδών της ομάδας. Ο Αρκάν, με τις ευλογίες του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και του Υπουργού Αθλητισμού Γιόβιτσα Στάνισιτς (Jovan "Jovica" Stanišić), θα τεθεί επικεφαλής των οργανωμένων οπαδών του Ερυθρού Αστέρα και θα τους μεταμορφώσει σε κανονική στρατιωτική φάλαγγα. Ο ίδιος ο Αρκάν ελέγχει τη διανομή των εισιτηρίων, οργανώνει τις μετακινήσεις των οπαδών σε άλλες χώρες, «αναλαμβάνει» και τους διαιτητές.

Εκείνη την Κυριακή της 13ης Μαΐου 1990, αυτός ο στρατός των «Ηρώων» με μπροστάρη τον Αρκάν, θα κάνει απόβαση στο Ζάγκρεμπ υπό τους ήχους ενός παραδοσιακού σερβικού τραγουδιού ήδη από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. «Οι ήρωες χορεύουν στην καρδιά της σερβικής γης, και ο χορός ακούγεται μέχρι την Κωνσταντινούπολη». Όπου Κωνσταντινούπολη βάλτε Ζάγκρεμπ.

Η αμαξοστοιχία Βελιγράδι-Ζάγκρεμπ δεν παραλαμβάνει κανέναν άλλον επιβάτη παρά τους οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα. (σημ: δεκαπέντε μήνες μετά η γραμμή θα σταματήσει να λειτουργεί για πέντε χρόνια, όσο θα διαρκέσει ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία). Η αστυνομία είναι απούσα. Το κράτος είναι σε αποσύνθεση. Η εξουσία είναι στα χέρια του Αρκάν και των συντρόφων του, που είναι κράτος εν κράτει.

Ο Αρκάν είναι της πιάτσας – και το απολαμβάνει. Την προηγουμένη του παιχνιδιού στο Ζάγκρεμπ έχει στείλει στην κροατική πρωτεύουσα οπαδούς του Ερυθρού Αστέρα χωρίς διακριτικά. Στους σάκους τους κουβαλάνε πάνω από 4.000 σερβικές πινακίδες, τις οποίες τοποθετούν σε αυτοκίνητα με κροατικές πινακίδες έξω από το γήπεδο «Μάξιμιρ». Όπως είναι αναμενόμενο, το επόμενο πρωί εκατοντάδες Κροάτες βρίσκουν τα αυτοκίνητά τους σπασμένα. Δράστες δεν είναι Σέρβοι, αλλά συμπατριώτες τους που, βλέποντας αυτοκίνητα με σερβικές πινακίδες, βγάζουν όλο το μένος του και τα καταστρέφουν. Το κόλπο του Αρκάν έχει πετύχει.

[…] Η ατμόσφαιρα είναι κάτι παραπάνω από θερμή. Είναι καυτή. Ακόμα και ο αέρας καίει […]

Στις 13 Μαΐου ξημερώνει μια ηλιόλουστη Κυριακή. Ο στρατός των «Ηρώων» φτάνει έξω από το γήπεδο. Οι Σέρβοι οπαδοί είναι εφοδιασμένοι με λοστούς, πέτρες, ρόπαλα, ακόμα και οξύ για να λιώσουν τις πόρτες ασφαλείας του σταδίου. Όταν μπαίνουν στο στάδιο, κατευθύνονται στη νότια πτέρυγα (Curva Sud). Απέναντί τους, στη βόρεια πτέρυγα (Curva Nord) είναι οι Bad Blue Boys (BBB), οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Το όνομά τους το έχουν πάρει από την ταινία Bad Boys του 1983 με πρωταγωνιστή τον νεαρό Σον Πεν (Sean Penn), ο οποίος υποδύεται τον τρόφιμο μιας κακόφημης φυλακής ανηλίκων στις Η.Π.Α. της δεκαετίας του 1980.

Η ατμόσφαιρα είναι κάτι παραπάνω από θερμή. Είναι καυτή. Ακόμα και ο αέρας καίει. Τα συνθήματα στάζουν δηλητήριο. «Το Ζάγκρεμπ είναι Σερβία, Τούτζμαν, θα σε σκοτώσουμε», ουρλιάζουν οι «Ηρωες», «Ανεξαρτησία», ανταπαντάνε οι ΒΒΒ. Μέσα σε αυτόν το πανζουρλισμό ένας τύπος με μπλε σακάκι, γραβάτα και λευκό πουκάμισο μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο. Δεν είναι ούτε παίχτης ούτε διαιτητής ούτε κάποιος παράγοντας. Είναι ο Αρκάν. Κανένας αστυνομικός δεν τολμά να τον παρεμποδίσει. Πηγαίνει μπροστά στην εξέδρα των συμπατριωτών του και τους δίνει οδηγίες πώς και τι να τραγουδάνε και να φωνάζουνε.

Λίγο πριν από τις 6 το απόγευμα οι δύο ομάδες εμφανίζονται στον αγωνιστικό χώρο. Ανάμεσα στους παίκτες των δύο ομάδων βρίσκονται και μελλοντικοί συμπαίκτες, οι οποίοι σε λιγότερο από έναν μήνα θα φορέσουν την μπλε φανέλα της Γιουγκοσλαβίας στα γήπεδα της Ιταλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 για να δώσουν την τελευταία παράσταση μπροστά στο παγκόσμιο κοινό πριν βυθιστούν στον εμφύλιο σπαραγμό. Από τη μία, με τα χρώματα της Ντιναμό είναι ο Νταβόρ Σούκερ (Davor Šuker), μετέπειτα αστέρας της Σεβίλλης και της Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά το περιβραχιόνιο του αρχηγού το φέρει ο 20χρονος Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο νεαρότερος αρχηγός στην ιστορία της ομάδας, μία στιβαρή προσωπικότητα και μετέπειτα στυλοβάτης της Μίλαν. Από την άλλη, με τα χρώματα του Ερυθρού Αστέρα, παίχτες όπως ο Ντράγκαν Στόικοβιτς (Dragan Stojković), πιθανότατα ο πλέον ταλαντούχος παίχτης στην ιστορία του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, ο Ντέγιαν Σαβίσεβιτς (Dejan Savićević), μετέπειτα συμπαίχτης του Μπόμπαν στη Μίλαν, και ο Ρόμπερτ Προσινέτσκι (Robert Prosinečki), με πατέρα Κροάτη και μητέρα Σέρβα.

Στιγμιότυπο από τα επεισόδια στο στάδιο Μάξιμιρ στον αγώνα Ντιναμό Ζάγκρεμπ - Ερυθρού Αστέρα

Οι παίχτες αρχίζουν το ζέσταμα, αλλά μόλις μετά από λίγα λεπτά, άπαντες αντιλαμβάνονται ότι δύσκολα θα διεξαχθεί ποδοσφαιρικό παιχνίδι εκείνο το απόγευμα. Η μαρτυρία του Στόικοβιτς είναι συγκλονιστική.

«Είδα ανθρώπους να πηδάνε από τα κάγκελα από τη βόρεια πτέρυγα και να μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο και είπα στους συμπαίχτες μου να τρέξουμε στα αποδυτήρια. Ήταν πολύ επικίνδυνη κατάσταση».

Οι Σέρβοι οπαδοί έχουν ήδη αρχίσει να ξηλώνουν καθίσματα και να τα εκσφενδονίζουν στους παίχτες της Ντιναμό, ενώ μερικοί έχουν ήδη εισβάλλει στον αγωνιστικό χώρο. Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί της Ντιναμό αποφασίζουν ν’ απαντήσουν, αλλά έρχονται αντιμέτωποι με τις αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες, χρησιμοποιώντας γκλομπ και δακρυγόνα, βαράνε στο ψαχνό όποιον βρουν μπροστά τους, πολλές φορές και εφήβους ή παιδιά.

Οι δυνάμεις καταστολής χρησιμοποιούν ακόμα και υδραντλίες, αλλά εις μάτην. Σε λίγα λεπτά οι κερκίδες και οι αγωνιστικός χώρος θα μετατραπούν σε κανονικό πεδίο μάχης και θα ακολουθήσουν συγκρούσεις σώμα με σώμα.

Ελάχιστοι ποδοσφαιριστές έχουν απομείνει στον αγωνιστικό χώρο. Ανάμεσά τους και ο νεαρός αρχηγός της Ντιναμό, ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν. Το αίμα του βράζει και του ανεβαίνει στο κεφάλι όταν βλέπει τους αστυνομικούς να χτυπάνε με γκλομπ τον Μπρούνο Σιρόκ (Bruno Sirok), έναν οπαδό της Ντιναμό, που είναι πεσμένος στο έδαφος. Τρέχει προς έναν αστυνομικό ουρλιάζοντας

«Ντροπή σας, σκοτώνετε τα παιδιά»

Ο αστυνομικός ανταπαντάει.

«Πουτάνας γιε, ίδιοι είστε όλοι»

Ο Μπόμπαν είναι πλέον εκτός εαυτού. Με μια γονατιά του σπάει το πηγούνι. Η εικόνα εκείνη απαθανατίζεται από φωτογράφους και εικονολήπτες και αναπαράγεται σε όλον τον κόσμο. Θα γίνει η εικόνα σύμβολο της απαρχής της εμφύλιας σύγκρουσης.

Η περίφημη γονατιά του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν στον αστυνομικό Ρεφίκ Αχμέτοβιτς

Το θύμα εκείνης της γονατιάς δεν είναι καν Σέρβος, αλλά ένας Βόσνιος μουσουλμάνος, με το όνομα Ρεφίκ Αχμέτοβιτς (Refik Ahmetović). Χρόνια αργότερα θα δηλώσει σε συνέντευξή του.

«Τον συγχώρεσα τον Μπόμπαν, γιατί τότε ήταν μια εποχή που οι άνθρωποι ήταν τυφλοί».

Από την πλευρά του ο Μπόμπαν θα δηλώσει.

«Ήμουν ένα δημόσιο πρόσωπο, αλλά ήμουν έτοιμος να θυσιάσω για την πατρίδα τα πάντα, τη ζωή μου, την καριέρα μου, τη φήμη που αυτή μού είχε προσφέρει. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αντέδρασα σε μια μεγάλη αδικία, δεν μπορούσα να μείνω αδιάφορος. Σίγουρα, κι από την πλευρά μου προκάλεσα πριν από το επεισόδιο με τον αστυνομικό. Τις μέρες μετά το περιστατικό κρυβόμουν από σπίτι σε σπίτι για να αποφύγω τα αντίποινα της αστυνομίας».
Ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν φυγαδεύεται προστατευόμενος από Κροάτες οπαδούς μετά το περιστατικό

Τελικά, ο Μπόμπαν θα συλληφθεί και θα δικαστεί, αλλά δεν θα καταδικαστεί.

«Στη δίκη φέρανε μια κασέτα με το επεισόδιο, όπου η εικόνα είχε παραποιηθεί. Έδειχνε ότι εγώ ήμουν ο μόνος επιτιθέμενος. Τελικά, κατάφερα να βρω μια αυθεντική κασέτα από τη γερμανική τηλεόραση και να αποδείξω την απάτη».

Σε μια άλλη συνέντευξη θα δηλώσει.

«Αν το δεις ως χριστιανός, έσφαλα. Ο Ιησούς λέει ότι αν σε χτυπήσουν στο ένα μάγουλο, να γυρίσεις και το άλλο. Δεν ξέρω, όμως, τι λέει για την περίπτωση εκείνη που σε χτυπάνε και στα δυο μάγουλα».

Η ομοσπονδία ποδοσφαίρου της Γιουγκοσλαβίας θα επιβάλλει εννιάμηνο αποκλεισμό στον Μπόμπαν, ο οποίος θα μειωθεί στους τέσσερις μήνες, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ικανό για να στερήσει από τον Μπόμπαν την ευκαιρία ν’ αγωνιστεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας μόλις ένα μήνα μετά.

Εκείνη την ημέρα τα επεισόδια θα συνεχιστούν κι εκτός γηπέδου στους δρόμους του Ζάγκρεμπ μέχρι αργά τη νύχτα. Στο στάδιο οι παίχτες του Ερυθρού Αστέρα θα αναγκαστούν να παραμείνουν στα αποδυτήρια μέχρι τα μεσάνυχτα, ενώ έξω ακούνε τους οπαδούς της Ντιναμό να τους βρίζουν και να τους αποκαλούν Τσέτνικ(Četnici), δηλαδή οπαδούς των φιλομοναρχικών σερβικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η γενίκευση των επεισοδίων θα αποδειχθεί μια μίνι πρόβα τζενεράλε για τη σύγκρουση που θα ακολουθήσει ένα χρόνο μετά.

Ο απολογισμός των επεισοδίων είναι ενδεικτικός της σφοδρότητας εκείνων των συγκρούσεων. 59 οπαδοί και 79 αστυνομικοί τραυματισμένοι, επτά τραμ και εκατοντάδες αυτοκίνητα κατεστραμμένα, ενώ 132 οπαδοί συλλαμβάνονται.

Μόλις τρεις εβδομάδες μετά, στις 3 Ιουνίου του 1990, το στάδιο «Μάξιμιρ» θα είναι και πάλι το σκηνικό μιας άλλης πράξης του γιουγκοσλαβικού δράματος με φόντο το γρασίδι του γηπέδου - αλλά για εκείνον τον αγώνα θα ακολουθήσει άλλη ιστορία.

©️ History espresso στο Facebook. Ομώνυμη Ανάρτηση.

Φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν και από το ultras-tifo.net

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Ο πόλεμος των 100 ωρών

8 Ιουνίου 1969, Τεγκουσιγκάλπα, Ονδούρα. Στον αγωνιστικό χώρο του Εθνικού Σταδίου της χώρας τίθενται αντιμέτωπες οι εθνικές ομάδες της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ για μια θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό. Στο τελευταίο λεπτό του αγώνα ο επιθετικός της Ονδούρας Χοσέ Καρντόνα, ήδη παίκτης της ισπανικής Ατλέτικο Μαδρίτης, πετυχαίνει το νικηφόρο τέρμα για την ομάδα του, προκαλώντας ντελίριο σε όλη τη χώρα.

Αντιθέτως, στο Σαν Σαλβαδόρ, την πρωτεύουσα του Ελ Σαλβαδόρ, το κλίμα είναι πένθιμο. Τη στιγμή που ο Καρντόνα πετυχαίνει το γκολ, η δεκαοχτάχρονη Αμέλια Μπολάνιος, η οποία παρακολουθεί στην τηλεόραση τον αγώνα μαζί με την οικογένειά της, πετάγεται και τρέχει στο γραφείο του πατέρα της. Ανοίγει ένα συρτάρι, βγάζει ένα πιστόλι που φυλούσε ο πατέρας της και αυτοπυροβολείται στην καρδιά. ‘Η νεαρή κοπέλα δεν άντεξε την ταπείνωση που υπέστη η πατρίδα της’ θα γράψει την επομένη η εφημερίδα El Nacional. Στην κηδεία της Μπολάνιος, που μεταδίδεται ζωντανά στην τηλεόραση, το πλήθος που τη συνοδεύει στο κοιμητήριο είναι τεράστιο. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής προχωράει τιμητικός λόχος του στρατού με λάβαρο. Το φέρετρο, καλυμμένο με τη σημαία του Ελ Σαλβαδόρ, ακολουθούν ο Πρόεδρος και οι υπουργοί της κυβέρνησης. Πίσω από τους πολιτικούς πορεύεται σύσσωμη η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία έχει επιστρέψει το πρωί της ίδιας μέρας από την Τεγκουσιγκάλπα. Η αυτοκτονία της Μπολάνιος είναι ένα μόνο από τα στοπ-καρέ μιας σύγκρουσης που σιγόκαιγε για αρκετά χρόνια και ξέσπασε σε ένοπλη σύγκρουση με αφορμή το ποδόσφαιρο, κι έχει μείνει γνωστή ως ‘Ο Πόλεμος των 100 Ωρών’. 


Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ είναι δύο γειτονικές χώρες στην Κεντρική Αμερική. Τα δύο αυτά κράτη μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία όπως η γλώσσα (ισπανικά), η θρησκεία (Ρωμαιοκαθολικισμός), η φτώχεια και η μεγάλη κοινωνική ανισότητα, αμφότερες είχαν (τότε) στην ηγεσία τους στρατιωτικές δικτατορίες, αλλά παρουσιάζουν και σημαντικές διαφορές. Οι κοινωνικές ανισότητες ήταν δραματικές και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ζούσαν πολύ δύσκολα. Οι Αμερικανοί είχαν την γενική εποπτεία και τον έλεγχό τους, θέλοντας να δημιουργήσουν έναν χώρο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην Κούβα, η οποία είχε Κομμουνιστικό καθεστώς. 

Το Ελ Σαλβαδόρ είναι η μικρότερη χώρα της περιοχής με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα στην αμερικανική ήπειρο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της γης βρίσκεται στα χέρια μιας ολιγαρχίας γαιοκτημόνων. Χίλιοι γαιοκτήμονες κατέχουν δεκαπλάσια γη απ’ ό,τι εκατό χιλιάδες χωρικοί μαζί ενώ τα δύο τρίτα του αγροτικού πληθυσμού είναι ακτήμονες. Λίγες εναλλακτικές υπάρχουν γι’ αυτούς τους ακτήμονες. Η μετανάστευση στη γειτονική Ονδούρα είναι μία από τις εναλλακτικές αυτές.

Η Ονδούρα είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από το Ελ Σαλβαδόρ, αλλά έχει το μισό πληθυσμό. Υπάρχει γη προς διάθεση, την οποία οι χωρικοί του Ελ Σαλβαδόρ την βλέπουν σαν τη δική τους Γη της Επαγγελίας. Ένα συνεχές αθόρυβο μεταναστευτικό κύμα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά κυρίως μεταπολεμικά, κατευθύνεται προς την Ονδούρα, όπου οι φτωχοί Σαλβαδορινοί αναζητούν εργασία στις απέραντες φυτείες μπανανών. Πρόκειται περί μιας μετανάστευσης σιωπηρής, λαθραίας, αλλά υπό την ανοχή της κυβέρνησης της Ονδούρας. Οι μεγαλογαιοκτήμονες στο Ελ Σαλβαδόρ ευνοούν αυτό το κύμα μετανάστευσης, καθώς αποτελεί έναν τρόπο αποσυμπίεσης της εγχώριας κοινωνικής πίεσης για αναδιανομή της γης.


Οι χωρικοί από το Ελ Σαλβαδόρ στήνουν τις δικές τους κοινότητες, τα δικά τους χωριά και καταφέρνουν να επιτύχουν ένα επίπεδο διαβίωσης καλύτερο από εκείνο στην πατρίδα τους. Το 1969 ο αριθμός τους ανέρχεται στους 300.000, το 15-20% του πληθυσμού της Ονδούρας. Μια βραδυφλεγής βόμβα που ήταν έτοιμη να εκραγεί. Απλά χρειαζόταν το κατάλληλο φιτίλι. 

Ωστόσο, τη δεκαετία του 1960 ξεσπούν ταραχές στη χώρα όταν αγρότες της Ονδούρας απαιτούν από την κυβέρνησή τους να τους παραχωρήσει γη. Το 1962, η κυβέρνηση του προέδρου Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο (Oswaldo Lopez Arellano) προχωρά σε αγροτική μεταρρύθμιση, αλλά με ορισμένες ιδιαιτερότητες, αφού επιχείρησε αναδασμό της γης στρεφόμενη κατά της ακίνητης περιουσίας των μεταναστών από το Σαλβαδόρ. Η κυβέρνηση είναι απολύτως εξηρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το διάταγμα της αγροτικής μεταρρύθμισης δεν προβλέπει τη διανομή της γης που ανήκει στον αμερικανικό κολοσσό United Fruit Company, το μεγαλύτερο παραγωγό και εξαγωγέα μπανάνας στον κόσμο (βλ. μάρκα Chiquita), ενώ οι μεγαλογαιοκτήμονες δεν αισθάνονται κάποιον κίνδυνο από τα μέτρα της κυβέρνησης.
[Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από το 1901 ο Αμερικανός συγγραφέας O. Henry (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του William Sydney Porter) είχε επινοήσει τον όρο ‘banana republic’ (ελληνιστί ‘μπανανίες’) για να περιγράψει εκείνες τις χώρες όπου επικρατεί μεγάλη πολιτική αστάθεια, η οικονομία τους περιστρέφεται γύρω από την εκμετάλλευση ενός και μοναδικού προϊόντος (π.χ. μπανάνες, ορυκτά κ.λπ.), η πολιτική εξουσία βρίσκεται στα χέρια μιας πλουτοκρατίας, την οποία μοιράζεται και με τη στρατιωτική ελίτ, ενώ η εργατική τάξη ζει στην εξαθλίωση. Ο O. Henry είχε την Ονδούρα ως πρότυπο για τον ορισμό αυτό.]
Στο επίκεντρο αυτής της κατ’ ευφημισμόν αγροτικής μεταρρύθμισης μπήκε όπως είπαμε η γη την οποία κατέχουν οι αγρότες από το Ελ Σαλβαδόρ. Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν φύγει από την πατρίδα τους για ένα καλύτερο μέλλον, είχαν ένα μήνα διορία για να αφήσουν τις περιουσίες τους, τις οποίες και μοίρασε στους ντόπιους ακτήμονες. Οι μετανάστες από το Σαλβαδόρ βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αφού αισθάνονταν πλέον ξένοι και παρείσακτοι στη χώρα που τους φιλοξενούσε για αρκετές δεκαετίες. Ο Αρεγιάνο δεν τα έβαζε με τους ντόπιους φεουδάρχες και τους Αμερικανούς, με αποτέλεσμα να κυνηγήσει τους αδύναμους. 


Η αντίδραση των Σαλβαδορινών αγροτών είναι άμεση. Αυτή η γη είναι ό,τι έχουν, αν την χάσουν, δεν έχουν τίποτα. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση του προέδρου Fidel Sanchez Hernandez αντιδρά στην απόφαση της Ονδούρας και αρνείται να δεχτεί πίσω τους αγρότες αυτούς, καθώς φοβάται ότι η επιστροφή 300.000 αγροτών θα προκαλέσει εμφύλιες συγκρούσεις στο εσωτερικό της χώρας.

Τα περιστατικά ρατσισμού και βίας έκαναν την εμφάνισή τους ανάμεσα σε γηγενείς και μετανάστες ολοένα και πιο συχνά. Χιλιάδες Σαλβαδορινοί απελαύνονται. Οι σχέσεις των δύο χωρών είναι ιδιαίτερα τεταμένες, ενώ οι εφημερίδες και από τις δύο πλευρές των συνόρων διεξάγουν έναν πόλεμο προπαγάνδας και δαιμονοποίησης του εχθρού. Ο Τύπος του Ελ Σαλβαδόρ έπαιζε τα δικά του παιχνίδια, δημοσιεύοντας σχετικά περιστατικά, βάζοντας και την σχετική... σάλτσα, ενώ οι διπλωμάτες δεν μπορούσαν να "γεφυρώσουν" το χάσμα που υπήρχε. Η ελίτ των γαιοκτημόνων του Ελ Σαλβαδόρ ζητάει από την κυβέρνηση ν’ αναλάβει στρατιωτική δράση. Η κατάσταση δεν αργεί να εκτραχυνθεί καθώς σημειώνονται πογκρόμ ενώ πολλά καταστήματα καταστρέφονται από εμπρησμούς.


Οι δύο δικτάτορες έβλεπαν με... συμπάθεια μια πολεμική σύρραξη που για τα δικά τους πολιτικά παιχνίδια έμοιαζε με βάλσαμο. Επιπλέον, Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ ερίζουν και για τα θαλάσσια σύνορά τους στον Κόλπο Fonseca στον Ειρηνικό Ωκεανό, παράμετρος που εξάπτει τα πάθη στις δύο πλευρές.

Κάπου εκεί, το ποδόσφαιρο δημιούργησε ένα υπέροχο σκηνικό για ό,τι τραγικό έμελλε να ακολουθήσει, χωρίς βέβαια να ευθύνεται το ίδιο το άθλημα, αλλά τα αρρωστημένα μυαλά των δυο ηγεσιών και όλων εκείνων που θα επωφελούνται από τις εχθροπραξίες. Είναι ακριβώς αυτό το κλίμα που επικρατεί όταν Ονδούρα και Ελ Σαλβαδόρ καλούνται να αγωνιστούν για μια θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1970 στο Μεξικό. Θα είναι η πρώτη παρουσία για όποια από τις δύο χώρες καταφέρει να προκριθεί. [Σημ: ο νικητής του ζευγαριού θα αντιμετώπιζε την Αϊτή στον τελικό προκριματικό γύρο].

Ο πρώτος αγώνας ορίζεται για τις 8 Ιουνίου στην πρωτεύουσα της Ονδούρας, Τεγκουσιγκάλπα. Η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ καταλύει σε ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, αλλά οι ποδοσφαιριστές δεν θα καταφέρουν να κλείσουν μάτι. Το ξενοδοχείο είναι περικυκλωμένο από πλήθος ανθρώπων που πετάει πέτρες στα παράθυρα, βαράει με ξύλα άδεια βαρέλια και σκάνε βαρελότα, ενώ οι κόρνες των αυτοκινήτων ουρλιάζουν δαιμονισμένα. Όλη νύχτα οι οπαδοί της Ονδούρας προκαλούν ένα πανδαιμόνιο, πρακτική η οποία, ωστόσο, δεν είναι καθόλου σπάνια στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Την επόμενη μέρα η Ονδούρα με γκολ του Καρντόνα στο τελευταίο λεπτό παίρνει τη νίκη. Εν μέσω σφυριγμάτων και φτυσιμάτων οι παίχτες του Ελ Σαλβαδόρ καταφέρνουν να φτάσουν στο αεροδρόμιο της Τεγκουσιγκάλπα και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Εκατοντάδες Σαλβαδορινοί αγρότες συνωστίζονται σε κέντρα υποδοχής που έχει στήσει ο Ερυθρός Σταυρός στο Ελ Σαλβαδόρ για να τους υποδεχτεί μετά την απέλασή τους από την Ονδούρα το 1969.
Ο Τύπος του Σαλβαδόρ άφησε υπονοούμενα για το παιχνίδι, ενώ η προπαγάνδα ήταν τεράστια, Μία εβδομάδα μετά, στις 15 Ιουνίου, λαμβάνει χώρα η ρεβάνς στο στάδιο Flor Blanca (Λευκό Λουλούδι) στην πρωτεύουσα Σαν Σαλβαδόρ. Αυτή τη φορά είναι η σειρά της ομάδας της Ονδούρας να περάσει μια άγρυπνη νύχτα. Οι Σαλβαδορινοί οπαδοί τούς επιφυλάσσουν εφιαλτική υποδοχή. Στο ξενοδοχείο που διαμένει η αποστολή της Ονδούρας ένας εξαγριωμένο πλήθος οπαδών σπάει τα παράθυρα, πετάει μέσα κλούβια αυγά, βρώμικες πατσαβούρες, ακόμα και ψόφιους αρουραίους. Την επομένη οι παίχτες μεταφέρονται με τεθωρακισμένα οχήματα στο γήπεδο μέσα από τον όχλο, που κρατάει πορτρέτα της Αμέλια Μπολάνιος, που έχει πλέον ανακηρυχθεί εθνική ηρωίδα.

Ωστόσο, και μέσα στο γήπεδο η ατμόσφαιρα δεν είναι η πλέον φιλική για την ομάδα της Ονδούρας. Το στάδιο είναι περικυκλωμένο από στρατιώτες του επίλεκτου σώματος της εθνικής φρουράς (Guardia Nacional) με τα αυτόματα ανά χείρας. Κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Ονδούρας, οι οικοδεσπότες ανυψώνουν μια βρόμικη πατσαβούρα αντί για τη σημαία της χώρας, την οποία οπαδοί έχουν ήδη κάψει μπροστά στα μάτια των έκπληκτων παικτών. Μέσα σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας η Ονδούρα θα ηττηθεί με 3-0. Ο πρόεδρος του Σαλβαδόρ, Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες, επέρριψε την ευθύνη των επεισοδίων στους κομμουνιστές, ενώ 11 ημέρες μετά (26/6) διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα, έπειτα από πληροφορίες για αντίποινα της αστυνομίας σε βάρος μεταναστών της χώρας του.

‘Ευτυχώς που χάσαμε αυτόν τον αγώνα’, θα δηλώσει με μεγάλη ανακούφιση ο προπονητής της Ονδούρας Μάριο Γκρίφιν. Μετά το τέλος του αγώνα οι ποδοσφαιριστές της Ονδούρας μεταφέρονται άρον άρον με τεθωρακισμένα οχήματα στο αεροδρόμιο. Οι οπαδοί της Ονδούρας (τρελοί, αφελείς, κανείς δεν ξέρει) που είχαν ακολουθήσει την ομάδα στο Σαν Σαλβαδόρ δεν γλιτώνουν το ξύλο. Δύο εξ αυτών χάνουν τη ζωή τους, δεκάδες μεταφέρονται στα νοσοκομεία, ενώ πάνω από 150 αυτοκίνητα οπαδών της Ονδούρας πυρπολούνται. Στην άλλη πλευρά των συνόρων πάνω από 12.000 Σαλβαδορινοί, υπό τον φόβο των αντιποίνων, εγκαταλείπουν την Ονδούρα μέσα σε λίγες ώρες. Τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες κλείνουν.

Η ομάδα του Ελ Σαμβαδόρ που αντιμετώπισε την αντίστοιχη της Ονδούρας στον καθοριστικό αγώνα της 27ης Ιουνίου 1969 στο Στάδιο Αζτέκα της Πόλης του Μεξικού.
Οι δύο ομάδες θα λύσουν τις διαφορές τους σε τρίτον αγώνα σε ουδέτερο έδαφος αυτή τη φορά, και συγκεκριμένα στο Μεξικό. Πριν από την αναχώρηση της ομάδας για την Πόλη του Μεξικού ο πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ θα υποδεχθεί τους παίχτες στο σπίτι του και θα τους προσφέρει ένα πλούσιο γεύμα ενώ, ταυτόχρονα, το μήνυμά του προς τον Αργεντινό προπονητή Γκρεγκόριο Μπούντιο είναι σαφές: ‘Είσαι ένας ξένος, αλλά, ακόμα και ως ξένος, θα πρέπει να υπερασπιστείς τα χρώματα της εθνικής ομάδας σαν να ήταν τα χρώματα της εθνικής σου!΄. Δεν είναι ένα απλό ποδοσφαιρικό παιχνίδι, αλλά ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας.

Πάνω από 5.000 αστυνομικοί έχουν αναλάβει την τήρηση της τάξης εντός κι εκτός του επιβλητικού Σταδίου Αζτέκα στην πρωτεύουσα του Μεξικού ανάμεσα στους οπαδούς των δύο ομάδων. Στον αγωνιστικό χώρο το Ελ Σαλβαδόρ θα επικρατήσει με τελικό σκορ 3-2 στην παράταση και θα πάρει την πρόκριση (αφού θα επικρατήσει αργότερα και της Αϊτής) για το Μουντιάλ του 1970, όπου θα είναι η χειρότερη ομάδα του τουρνουά, αφού δεν θα καταφέρει να πετύχει ούτε ένα γκολ. Κι αν οι όποιες διαφορές στο χορτάρι επιλύθηκαν οριστικά, τα όπλα θα πάρουν τη σκυτάλη.


Στις 14 Ιουλίου τρία πολεμικά αεροσκάφη του Ελ Σαλβαδόρ παραβιάζουν τον εναέριο χώρο της Ονδούρας, ενώ ταυτόχρονα ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ -σαφώς ανώτερος και καλύτερα εξοπλισμένος από εκείνον της Ονδούρας- θα εξαπολύσει χερσαία επίθεση παραβιάζοντας τα σύνορα επιχειρώντας να καταλάβει την κύρια οδική αρτηρία που συνδέει τις δύο πρωτεύουσες. Το Ελ Σαλβαδόρ ποντάρει σε μια γρήγορη κι εύκολη νίκη. Οι χερσαίες δυνάμεις του έφτασαν σε βάθος οκτώ χιλιομέτρων, αλλά η προέλασή τους ανεκόπη ελλείψει εφοδίων και κυρίως καυσίμων. Στη μάχη μπήκαν και πολιτικά αεροπλάνα και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις τα πληρώματα πετούσαν τις βόμβες με τα χέρια. Μεγάλα προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι χερσαίες δυνάμεις της Ονδούρας, καθώς πολλές μονάδες υπήρχαν μόνο στα χαρτιά.


Ο Πολωνός ανταποκριτής Ρίτσαρντ Καπισίνσκι βρίσκεται στην Τεγκουσιγκάλπα και περιγράφει τις πρώτες ώρες του πολέμου. ‘Κατά το σούρουπο πάνω από την πόλη εμφανίστηκε ένα αεροπλάνο και έριξε μια βόμβα. Όλοι άκουσαν την έκρηξη. Στους γύρω λόφους αντήχησε ο απότομος απόηχος του μετάλλου που εξερράγη, γι’ αυτό μερικοί έλεγαν μετά ότι επρόκειτο για πολλές βόμβες. Πανικός κατέλαβε την πόλη. Οι άνθρωποι κρύβονταν στα σπίτια τους, οι έμποροι έκλειναν τα καταστήματά τους. Εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα έστεκαν στη μέση του δρόμου. Μια γυναίκα έτρεχε κατά μήκος του πεζοδρομίου φωνάζοντας: ‘Το παιδί μου, το παιδί μου. […] Λίγο αργότερα έσβησε το φως και όλη η Τεγκουσιγκάλπα βυθίστηκε στο σκοτάδι. […] Από νωρίς το πρωί οι άνθρωποι έσκαβαν χαρακώματα κι έστηναν οδοφράγματα. Η πόλη ετοιμαζόταν για πολιορκία. Οι γυναίκες μάζευαν προμήθειες και σφάλιζαν τα παράθυρα με λωρίδες από χαρτί. […] Οι Λατινοαμερικάνοι, που γενικά έχουν μια μανία με τους κατασκόπους, τις μυστικές υπηρεσίες και τις συνωμοσίες, τώρα, σε συνθήκες πολέμου, έβλεπαν παντού τον δάκτυλο της πέμπτης φάλαγγας. Ούτε και στη δική μου περίπτωση τα πράγματα ήταν καλά. Η επίσημη προπαγάνδα και από τις δύο πλευρές του μετώπου είχε εξαπολύσει μια άγρια εκστρατεία κατηγορώντας τους κομμουνιστές για όλα τα δεινά, κι εγώ ήμουν ο μόνος δημοσιογράφος από σοσιαλιστική χώρα εκεί. Μπορούσαν να με διώξουν, αλλά εγώ ήθελα να μείνω στον πόλεμο μέχρι το τέλους’. 


Η Ονδούρα, με την υποστήριξη και της Νικαράγουας, αντιδρά με βομβαρδισμούς επίλεκτων στόχων όπως διυλιστήρια και μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ένα από τα παράδοξα γεγονότα αυτού του πολέμου είναι ότι και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν αεροσκάφη αμερικανικής κατασκευής από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ο Καπισίνσκι περιγράφει: ‘Πιο αδύναμη και φτωχή, η Ονδούρα αμυνόταν λυσσαλέα. Μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα των στρατώνων βλέπαμε τους ανώτερους αξιωματικούς να ετοιμάζουν τις μονάδες τους για το μέτωπο. Νεαροί νεοσύλλεκτοι παρατάσσονταν σε χαλαρές σειρές. Ήταν λεπτοκαμωμένα, μελαμψά αγόρια, όλοι Ινδιάνοι, με πρόσωπα σφιγμένα, φοβισμένα, αλλά και πεισμωμένα. Οι αξιωματικοί έλεγαν κάτι, έδειχναν με το δάκτυλο τον μακρινό ορίζοντα. Ύστερα ερχόταν ο ιερέας και ράντιζε με αγιαστούρα τις διμοιρίες που πήγαιναν στον θάνατο’.


Μέσα σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση της Ονδούρας, φοβούμενη περαιτέρω προέλαση του στρατού του Ελ Σαλβαδόρ, ζητά την παρέμβαση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟAS), ο οποίος και συγκαλεί έκτακτη συνέλευση στις 18 Ιουλίου ζητώντας την παύση των εχθροπραξιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπλέκονται άμεσα στην επίλυση της διαφοράς. Το Ελ Σαλβαδόρ απαιτεί τη λήψη μέτρων για την προάσπιση των πολιτών του στην Ονδούρα, αίτημα που γίνεται δεκτό, ενώ δεν επιβάλλονται οι οικονομικές κυρώσεις με τις οποίες απειλούσε ο OAS το Ελ Σαλβαδόρ. Τα τελευταία στρατεύματα του Ελ Σαλβαδόρ θα εγκαταλείψουν την Ονδούρα στις 2 Αυγούστου. Ο πόλεμος ουσιαστικά έχει τελειώσει. Έχει διαρκέσει τέσσερις μέρες, δηλαδή 100 ώρες. Πάνω από 6.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, 12.000 είναι οι τραυματίες, ενώ πάνω από 50.000 άνθρωποι αναγκάζονται να μετακινηθούν σε άλλα σημεία, καθώς τα χωριά τους έχουν καταστραφεί. 


Οι πόλεις που έγιναν οι μάχες, ήταν κυριολεκτικά διαλυμένες, ενώ οι δυο χούντες αύξησαν τη δύναμή τους. Ένα μεγάλο μέρος των Σαλβαδορινών αγροτών που ζούσαν στην Ονδούρα θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όπου η κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να αποτρέψει τις κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν τελικά στον εμφύλιο πόλεμο δέκα χρόνια μετά, μεταξύ του σκληρού δεξιού καθεστώτος της χώρας και του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου «Φαραμπούντο Μαρτί» (FMLN), που διήρκεσε έως το 1991. Στις 30 Οκτωβρίου 1980, οι δύο χώρες υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης και αποφάσισαν να φέρουν τις συνοριακές διαφορές τους ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που το 1992 προσκύρωσε το μεγαλύτερο μέρος των αμφισβητούμενων εδαφών στην Ονδούρα. Πλέον, η δημοκρατία έχει αποκατασταθεί και στις δυο χώρες, που διατηρούν ομαλές διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις.

Ο Καπισίνσκι ανακεφαλαιώνει: ‘Και οι δύο κυβερνήσεις έμειναν ικανοποιημένες από τον πόλεμο, γιατί για μερικές ημέρες η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ βρέθηκαν στον επίκεντρο του διεθνούς Τύπου και έγιναν το αντικείμενο του ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινής γνώμης. Μικρές χώρες του Τρίτου, του Τέταρτου και βάλε Κόσμου μπορούν να ελπίζουν ότι θα κινήσουν ένα πιο ζωντανό διεθνές ενδιαφέρον μόνον όταν αποφασίσουν να χύσουν αίμα. Είναι μια θλιβερή αλήθεια, αλλά έτσι είναι’.


Ο Καπισίνσκι έχει μερικώς δίκιο. Η πολεμική αυτή σύγκρουση μόνο εν μέρει προκαλεί το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, καθώς εκείνες τις ημέρες το βλέμμα ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι στραμμένο στον ουρανό, και πιο συγκεκριμένα, στη σελήνη. Στις 16 Ιουλίου έχει ξεκινήσει η διαστημική πτήση Απόλλων 11 (Apollo 11) με την εκτόξευση του πυραύλου Saturn V από το Διαστημικό Κέντρο Κένεντι στη Φλόριντα, ο οποίος μεταφέρει τους Αμερικανούς αστροναύτες Νιλ Άρμστρονγκ, Μπαζ Άλντριν και Μάικλ Κόλλινς. Στις 20 Ιουλίου η σεληνάκατος Eagle θα προσεληνωθεί επιτυχώς στην επιφάνεια της σελήνης και ο Νιλ Άρμστρονγκ θα γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα πατήσει το πόδι του στο έδαφος της σελήνης, επιτυγχάνοντας ένα από τα σπουδαιότερα κατορθώματα της ανθρώπινης διάνοιας.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

Η τρομερότερη σιγή στην ιστορία του ποδοσφαίρου


Μπορεί ένας άνθρωπος να τιμωρηθεί για μια ολόκληρη ζωή για μια λάθος εκτίμηση σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα; Αν πρόκειται για έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου και για μια χώρα όπως η Βραζιλία, όπου το τρίπτυχο "Ποδόσφαιρο-Σάμπα-Θρησκεία" αποτελεί τρόπο ζωής, βεβαίως και μπορεί!



Ήταν το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και γινόταν στην Βραζιλία. Η εθνική ομάδα της χώρας είχε κυριολεκτικά σαρώσει όλους τους αντιπάλους της, σε μια περίεργη, από πλευράς διαδικασίας, διοργάνωση στην οποία ΔΕΝ ΥΠΉΡΞΕ ΈΝΑΣ ΤΕΛΙΚΌΣ ΑΛΛΆ ΤΕΛΙΚΉ ΦΆΣΗ με τέσσερις ομάδες. Η Βραζιλία με μια ισοπαλία στο τελευταίο παιχνίδι, αυτής της Τελικής Φάσης, με την Ουρουγουάη θα κατακτούσε για πρώτη φορά στην ιστορία της το κύπελλο.

Το ξημέρωμα της 16ης Ιουλίου του 1950 βρήκε μια ολόκληρη χώρα στο πόδι. Οι Βραζιλιάνοι, απόλυτα σίγουροι για τον θρίαμβο, είχαν ξεχυθεί σε δρόμους και πλατείες σε ένα ατέλειωτο καρναβάλι. Την παραμονή του αγώνα οι παίκτες της ομάδας είχαν λάβει ως δώρο χρυσά ρολόγια με την επιγραφή: «Για τους Παγκόσμιους Πρωταθλητές». Οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων ήταν έτοιμες, με κενό μόνο το σκορ. Μισό εκατομμύριο μπλουζάκια και άλλα σχετικά λάβαρα είχαν πουληθεί με μεγάλες επιγραφές που γιόρταζαν την νίκη ενώ ακόμα και το τεράστιο άρμα του καρναβαλιού που θα ακολουθούσε ήταν έτοιμο. Πριν την έναρξη του αγώνα μάλιστα, ο κυβερνήτης του Ρίο ντε Τζανέιρο, εκφώνησε και πανηγυρικό λόγο και μεταξύ άλλων είπε απευθυνόμενος στους παίκτες της εθνικής Βραζιλίας:
“Εσάς, Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές, σας θεωρώ σαν τους καλύτερους του κόσμου. Σε λίγη ώρα θα έχετε κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο και εκατομμύρια συμπατριώτες μας σε όλη τη χώρα θα σας αποθεώνουν. Εσείς είστε ανώτεροι από κάθε άλλη ομάδα και γι’ αυτό χαιρετώ από τώρα τους νέους Παγκόσμιους Πρωταθλητές”
Ακόμα και ο Ζιλ Ριμέ, ο εμπνευστής του Μουντιάλ, ο οποίος και θα παρέδιδε στο τέλος το κύπελλο, είχε έτοιμο στην τσέπη του ένα λόγο, στα Πορτογαλικά, στον οποίο επαινούσε την πρωταθλήτρια Βραζιλία. Το μεσημέρι στο νεόκτιστο “Μαρακανά’’ βρέθηκαν 200.000 άνθρωποι (173.850 επίσημα καταγεγραμμένοι, ο μεγαλύτερος αριθμός στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων), οι οποίοι αρκετές ώρες πριν το πρώτο σφύριγμα είχαν στήσει τρελά πανηγύρια στις κερκίδες! 


Η Βραζιλία ήταν το σούπερ φαβορί και ακόμα και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές θεωρούσαν ότι θα πέρναγαν ένα από τα πλέον ευχάριστα απογεύματα της καριέρας τους. Μεταξύ των παικτών υπήρχε μεγάλη ευφορία και όλοι ήταν απόλυτα σίγουροι για τη νίκη. Όσον αφορά τους φιλάθλους ούτε που μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχε έστω και μία πιθανότητα να μην κερδίσει η ομάδα τους το Μουντιάλ. Ο μόνος που δε συμμεριζόταν τη γενική αισιοδοξία ήταν ο προπονητής της Βραζιλίας Φλάβιο Κόστα. 
“Η Ουρουγουάη, ουδέποτε υπήρξε εύκολος αντίπαλος για τη Βραζιλία”, 
προειδοποιούσε ο Κόστα τους παίκτες του, ενώ εκμυστηρεύτηκε σε ένα στενό συνεργάτη του …
“Φοβάμαι ότι θα μπουν μέσα στο γήπεδο νομίζοντας ότι έχουν κερδίσει πριν καλά-καλά αρχίσει το παιγνίδι. Η αναμέτρηση δεν είναι φιλική ούτε ματς επίδειξης, αλλά ένα πολύ σημαντικός αγώνας και μάλιστα ο σπουδαιότερος από όσους έδωσε μέχρι τώρα η ομάδα σε όλη τη διοργάνωση”.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι Ουρουγουανοί φοβόντουσαν να μπουν στο γήπεδο που θύμιζε κλούβα με λιοντάρια από την ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει οι 200.000 Βραζιλιάνοι οπαδοί. Την αποστολή να τους συνεφέρουν, ανέλαβαν ο προπονητής Χουάν Λόπες και κυρίως, ο ΜΕΓΑΛΎΤΕΡΟΣ ΜΆΓΚΑΣ της ιστορίας του Παγκόσμιου Ποδοσφαίρου, ο μέσος Ομπντούλιο Βαρέλα. Το πρωί αυτής της ημέρας ο Βαρέλα βγήκε από το ξενοδοχείο και είδε τα πρωτοσέλιδα των Βραζιλιάνικων εφημερίδων που ανακοίνωναν πως η Βραζιλία ΉΤΑΝ ΉΔΗ Παγκόσμια Πρωταθλήτρια. Σύμφωνα με το μύθο και τις διηγήσεις των επόμενων δεκαετιών, αγόρασε όσες εφημερίδες μπορούσε, τις αράδιασε στην τουαλέτα του δωματίου του και φώναξε όλους τους συμπαίκτες του για να κατουρήσουν πάνω τους!!!


Λίγες ώρες μετά, στα αποδυτήρια του Μαρακανά, ένας υψηλά ιστάμενος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Ουρουγουάης μίλησε στους παίκτες μεταφέροντας το μήνυμα των “ανωτέρων” πως ο βασικός στόχος είναι να ΜΗ ΞΕΦΎΓΕΙ το ματς και διασυρθεί η χώρα. Όταν αποχώρησε και αυτός και ο προπονητής από το δωμάτιο και ελάχιστα λεπτά πριν βγει η ομάδα στον αγωνιστικό χώρο, ο Βαρέλα συγκέντρωσε ξανά όλους τους συμπαίκτες του και σε ένα ιστορικό μονόλογο λίγο-πολύ ΑΠΑΊΤΗΣΕ από όλους να ξεχάσουν όλα όσα τους είπαν ως τότε και να βγουν να παίξουν το ματς στα ίσα, ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΚΑΙ ΌΛΑ, αδιαφορώντας για τους 200.000 ανθρώπους που βρίσκονταν στις κερκίδες ...
“Όλοι αυτοί στην κερκίδα είναι σαν να είναι ξύλινοι, ΔΕΝ παίζουν στο χόρτο”
ήταν πάνω-κάτω μια από τις πιο ιστορικές ατάκες που χρησιμοποίησε για να εμψυχώσει τους συμπαίκτες του.
“Δε βλέπεις τι χαζό πρόσωπο έχει ο τερματοφύλακας της Βραζιλίας; Θέλεις να πιστέψω ότι δεν μπορείς να του βάλεις δύο γκολ;” 
είπε ο Varela στον συμπαίκτη του Ομάρ Όσκαρ Μίγκεζ για να του τονώσει το ηθικό. Ο Míguez μετά από χρόνια θυμόταν αυτό το περιστατικό και έλεγε χαρακτηριστικά:
“Εκείνη τη μέρα ήταν γραφτό να κερδίσουμε. Ακόμα κι αν έπαιζα εγώ τερματοφύλακας θα απέκρουα δύο πέναλτι και αν ο Ρόκε Μάσπολι αγωνιζόταν στην επίθεση θα σημείωνε δύο γκολ”.
Λες και ο Φλάβιο Κόστα είχε προβλέψει τι θα γίνει.
Το παιχνίδι ξεκίνησε μέσα σε ιαχές και προτροπές για μεγάλο σκορ. Οι Βραζιλιάνοι μπήκαν στο γήπεδο με υπεροψία και διατηρούσαν τον έλεγχο του αγώνα. Ο Μάσπολι, ο τερματοφύλακας της Ουρουγουάης, όμως, έκανε την μια απόκρουση μετά την άλλη, ενώ η άμυνα του άντεχε στις επιθέσεις των Βραζιλιάνων. Το A’ ημίχρονο έληξε ισόπαλο χωρίς γκολ, όμως με την έναρξη του B’ ημιχρόνου, στο 47’, ο Φριάκα άνοιξε το σκορ για τη Βραζιλία, με το γήπεδο να γίνεται κόλαση από τους ξέφρενους πανηγυρισμούς και τα πυροτεχνήματα. Το ματς είχε τελειώσει σύμφωνα με τους Βραζιλιάνους, παίκτες και οπαδούς. Άλλωστε η Βραζιλία, ήθελε απλά μια ισοπαλία για να σηκώσει την κούπα.
Τότε έγινε αυτό που άλλαξε τη ροή του παιχνιδιού και της Ιστορίας.


Ο Βαρέλα πήρε τη μπάλα στα χέρια και ΠΡΙΝ ΠΡΟΛΆΒΟΥΝ ΚΑΝ ΟΙ ΣΥΜΠΑΊΚΤΕΣ ΤΟΥ να καταρρεύσουν ψυχολογικά από την αδιανόητη πίεση τόσου κόσμου (σύμφωνα με τις διηγήσεις ο Ουρουγουανός παίκτης Χούλιο Πέρεζ κατουρήθηκε και λίγο πάνω του από το άγχος) ΔΗΜΙΟΎΡΓΗΣΕ μια ολόκληρη ένταση ζητώντας να ακυρωθεί το γκολ ως οφσάιντ. ΑΠΑΊΤΗΣΕ μάλιστα και μεταφραστή για να συνεννοηθεί με τον Άγγλο διαιτητή Τζορτζ Ρίντερ. Μετά από σχεδόν 15 ολόκληρα λεπτά διαβουλεύσεων και λογομαχιών και αφού ο ενθουσιασμός ΌΛΩΝ είχε καταλαγιάσει και οι κερκίδες είχαν ηρεμήσει, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν για ποιο λόγο υπήρχε όλος αυτός ο εκνευρισμός ΜΈΣΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΌ ΧΏΡΟ και χαλάει το πάρτι, ο Βαρέλα άφησε επιτέλους τη μπάλα από τα χέρια του και μαζεύοντας τους συμπαίκτες του, στην περιοχή της Ουρουγουάης, σε μια από τις μεγαλύτερες μικρές στιγμές στην Ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου (πιθανόν και τη μεγαλύτερη), φώναξε: 
“Ωραία! Τέλεια! Πάμε τώρα να τους κερδίσουμε”!
Τα όσα ακολούθησαν τα ξέρει σχεδόν όλος ο πλανήτης κι ας διαδραματίστηκαν τόσα χρόνια πριν…
Η Ουρουγουάη συνέχισε να εφαρμόζει την τακτική των αντεπιθέσεων και έδωσε χώρο στη Βραζιλία. Σε μία από αυτές στο 66’ ο Αλτσίντες Γκίτζια έφυγε από δεξιά, σέντραρε στην περιοχή και ο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο ισοφάρισε παγώνοντας το “Maracana”!

Οι Βραζιλιάνοι πανικοβλήθηκαν. Πήγαν στη σέντρα, όμως, ως δια μαγείας είχε χαθεί το μπρίο και η φινέτσα, ενώ άρχισαν να τρέμουν τα πόδια τους. Η Ουρουγουάη, πιο ψύχραιμη, άρχισε να παίρνει τα ηνία του αγώνα και να βγαίνει μπροστά. Η ψυχολογία είχε ΑΛΛΆΞΕΙ ΣΤΡΑΤΌΠΕΔΟ!


Οι Ουρουγουανοί ρίχτηκαν σαν λυσσασμένοι στην επίθεση γνωρίζοντας πως ΜΌΝΟ η νίκη θα τους έδινε το τρόπαιο. Το “Maracana” και όλη η Βραζιλία κράταγαν την ανάσα τους, και η υπεροψία και η αίσθηση της σιγουριάς είχαν εξαφανιστεί. Στο 79’, ο Πέρεζ ξεκίνησε δεξιά από το κέντρο και προχώρησε λίγα μέτρα. Ο Σκιαφίνο έκανε ξανά κίνηση στην περιοχή. Όλοι περίμεναν την σέντρα γι’ αυτόν. Ο Πέρεζ όμως πάσαρε στον Γκίτζια που έφευγε πάλι μόνος από δεξιά. Ο Μοασίρ Μπαρμπόσα έκανε ένα βήμα μπροστά καθώς στο πρώτο γκολ είχε διαλέξει να κλείσει την γωνία του. Ένα βήμα που, όπως αποδείχτηκε μετά, ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΝΟΎΣΕ ΠΟΤΈ ΤΟΥ. Ο Γκίτζια αιφνιδιάζοντας τους πάντες, σημάδεψε την αριστερή γωνία του. Ο Μπαρμπόσα απλώς ακούμπησε λίγο την μπάλα που αναπαύτηκε στα δίχτυα, κάνοντας το 1-2 για την Ουρουγουάη! 
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, ο πασίγνωστος Ουρουγουανός συγγραφέας, περιγράφει την σκηνή που ακολούθησε ως την 

"ΤΡΟΜΕΡΌΤΕΡΗ ΣΙΓΉ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΊΡΟΥ!!
.
Στα εναπομείναντα λεπτά οι Βραζιλιάνοι δεν κατάφεραν να σκοράρουν και ο Άγγλος διαιτητής Ρίντερ σφύριξε λίγο αργότερα τη λήξη, με την Ουρουγουάη Παγκόσμια Πρωταθλήτρια! Η απονομή του τροπαίου έγινε … στη ζούλα και στα γρήγορα στους Ουρουγουανούς που έφυγαν τρέχοντας για τα αποδυτήρια να πανηγυρίσουν με ασφάλεια.
Αμέσως με τη λήξη του αγώνα τέσσερις φίλαθλοι πέθαναν από συγκοπή στις κερκίδες του γηπέδου. Κάποιοι σκοτώθηκαν πέφτοντας συντετριμμένοι από τις πανύψηλες κερκίδες του "Maracana". Κάποιοι αυτοκτόνησαν το ίδιο βράδυ και κάποιοι άλλοι τις επόμενες μέρες. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν νύχτα τρόμου καθώς εκατοντάδες Βραζιλιάνοι μεταφέρονταν στα νοσοκομεία με καρδιακά επεισόδια. ΠΟΤΈ δεν έγινε γνωστός ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Εκατοντάδες και οι αυτοκτονίες, χιλιάδες οι απόπειρες αυτοκτονίας, από ένα λαό που θρηνούσε την απώλεια του τροπαίου που είκοσι χρόνια μετά επέστρεψε και πάλι στο Montevideo.


Οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν την επομένη με τίτλο: "Το ποδόσφαιρο πέθανε"!!! Ο θρήνος που ακολούθησε στην χώρα έσβησε σιγά-σιγά μετά από πολλές μέρες! Έμεινε στην Ιστορία τους σαν "Maracanaço" ("Maracanazo" -"Μαρακανάσο") και ΔΕΝ ΞΕΠΕΡΆΣΤΗΚΕ ΠΟΤΈ από τους Βραζιλιάνους! Στοιχειώνει το ποδόσφαιρό τους μέχρι τις μέρες μας!

● "NUNCA MAIS MEU BRASIL" (Ποτέ πια Βραζιλία μου) ήταν το πρωτοσέλιδο της "O Mundo" της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίδας της εποχής εκείνης στη Βραζιλία την επόμενη του τελικού. Ένας λαός ολόκληρος έκλαψε και πόνεσε για την απώλεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

● Αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, ο τεχνικός της Βραζιλίας Φλάβιο Κόστα, φυγαδεύτηκε καθώς χιλιάδες οπαδοί τον περίμεναν έξω από τα αποδυτήρια για να τον λιντσάρουν. Ο Κόστα για πολύ καιρό μετά τον χαμένο τελικό δεχόταν απειλές για τη ζωή του και τελικά αποφάσισε να φύγει από τη Βραζιλία και να μεταναστεύσει στην Πορτογαλία.

● Μέχρι σήμερα υπάρχει ένας θρύλος σύμφωνα με τον οποίο ένας πιτσιρικάς ξενύχτησε στο γήπεδο μετά την ήττα της "Σελεσάο”. Το ξημέρωμα τον βρήκε στην εξέδρα με μάτια κόκκινα από το κλάμα και την αϋπνία να μονολογεί : "Μη μου το ξανακάνεις αυτό Βραζιλία μου"!

Μετά το "Maracanaso" η Βραζιλιάνικη Ομοσπονδία αποφάσισε να προχωρήσει σε διάφορες αλλαγές. Μια απ' αυτές αφορούσε την φανέλα της Εθνικής Ομάδας. Μέχρι τότε η φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας ήταν λευκή. Αποφάσισε, λοιπόν, να αντικαταστήσει την καταραμένη, γκαντέμικη, λευκή φανέλα με την οποία αγωνίστηκε η Βραζιλία στον τελικό. Η λευκή φανέλα ήταν πλέον υλικό για προσάναμμα. Έτσι, έκαναν ένα διαγωνισμό το 1953 για τη σχεδίαση της νέας φανέλας για την εθνική με μοναδικό κριτήριο τα νέα χρώματα να προέρχονται από τη σημαία της χώρας: Κίτρινο, Πράσινο και Μπλε.

Νικητής του διαγωνισμού ήταν ο δεκαεννιάχρονος Αλντίρ Γκαρσία Σλι από το Πελότας της επαρχίας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Μόνο που ο νικητής του διαγωνισμού είχε ένα μικρό προβληματάκι: ήταν οπαδός της Ουρουγουάης! Το Pel;otaw είναι μια μικρή πόλη στα Νότια της Βραζιλίας περίπου 1.000 χιλιόμετρα Νότια του Σάο Πάολο, αλλά μόλις 150 χιλιόμετρα από τα σύνορα Βραζιλίας – Ουρουγουάης.

Ο Αλντίρ, έχοντας ως αφετηρία τη νίκη της ομάδας που υποστήριζε, εκμεταλλεύτηκε τις παρενέργειες που εκείνη η νίκη της Ουρουγουάης προξένησε στη Βραζιλία. Σχεδίασε μια κίτρινη φανέλα με πράσινο στη λαιμόκοψη και τα μανίκια και μπλε σορτσάκι που είχε μια άσπρη γραμμή. Η φανέλα πρωτοφορέθηκε από τη Βραζιλία στο Μουντιάλ του 1954. Τέσσερα χρόνια μετά, στην Σουηδία το 1958, ο Πελέ και ο Γκαρίντσα άρχισαν να χτίζουν το μύθο που συνοδεύει αυτή τη φανέλα. Σήμερα αποτελεί την πιο αναγνωρίσιμη και εμπορική φανέλα εθνικής ομάδας. Και παρά τις όποιες αλλαγές έχει υποστεί, χρωστάει την ύπαρξή της σ’ έναν οπαδό της Ουρουγουάης!

Το μεγαλύτερο θύμα όμως εκείνου του αγώνα ήταν άλλος. Ο Μοασίρ Μπαρμπόσα ήταν ένας τερματοφύλακας-εγγύηση για τους συμπαίκτες του. Αγωνιζόμενος από το 1945 στην Βάσκο ντα Γκάμα κατέκτησε έξι (6) πρωταθλήματα Βραζιλίας και δεκάδες άλλα τρόπαια και διακρίσεις. Οι περισσότεροι ιστορικοί τον κατατάσσουν ως τον τρίτο κορυφαίο τερματοφύλακα της Βραζιλίας ΌΛΩΝ των εποχών. Όμως όλα του τα επιτεύγματα ξεχάστηκαν μέσα σε μια μέρα, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Για τον τερματοφύλακα της Βραζιλίας, το μαρτύριο ξεκινούσε τότε. Έμεινε δυο μέρες κρυμμένος σε φιλικό του σπίτι, για να τον ακολουθήσει κατόπιν μια ζωή όπου ήταν δακτυλοδεικτούμενος.


"Τον βλέπεις αυτόν; Αυτός είναι ο άνθρωπος που έκανε όλη τη Βραζιλία να κλαίει", 
θρυλείται πως είπε μια φορά μια μάνα στο γιο της, δείχνοντας τον Μπαρμπόσα σ’ ένα Σούπερ Μάρκετ. Οι φίλοι του τον απέφευγαν. Αν και συνέχισε το ποδόσφαιρο για αρκετά ακόμα χρόνια, κερδίζοντας τίτλους και διακρίσεις, κανένας ποτέ δεν του συγχώρησε την λάθος εκτίμηση στο σουτ του Γκίτζια, ένα σουτ που κανένας ποτέ δεν περίμενε. Ένα σουτ που ακόμα και ο ίδιος ο Γκίοτζια δήλωσε αργότερα ότι δεν είχε σκεφτεί να κάνει. Αυτά όμως ήταν ψιλά γράμματα πλέον.
Όταν θέλησε το 1994 να εμψυχώσει τους διεθνείς στα προκριματικά του Μουντιάλ της Αμερικής, οι υπεύθυνοι τον έδιωξαν επειδή φοβήθηκαν ότι θα έφερνε κακή τύχη. Ο ίδιος δεν άντεχε άλλο.
"Στη Βραζιλία η εσχάτη των ποινών για ένα έγκλημα είναι τριάντα χρόνια κάθειρξη. Πάνε 44 χρόνια που τιμωρούμαι για ένα έγκλημα που δεν έκανα" 
δήλωσε με παράπονο. Κάποτε είχε καλέσει τους παλιούς του συμπαίκτες και φίλους για φαγητό. Όλοι κάποια στιγμή μύρισαν οσμή λαδομπογιάς από την ψησταριά. Έκαιγε τα καταραμένα δοκάρια του τελικού, σε μια προσπάθεια εξαγνισμού του. Έζησε το τελευταίο κομμάτι της ζωής του φιλοξενούμενος στο σπίτι μιας κουνιάδας του με μοναδικό εισόδημα την σύνταξη του. 

Στις 7 Απριλίου του 2000 κάπου στο Σάο Πάουλο, ο Μπαρμπόσα έκλεισε για τελευταία φορά τα μάτια του. Πέθανε χωρίς να του συγχωρέσουν ποτέ μια λάθος εκτίμηση που έκανε σε ένα σουτ. Πέθανε συνειδητοποιώντας με τον χειρότερο τρόπο την περίφημη ατάκα του Μπίλι Σάνκλυ που βρίσκει ΑΠΟΛΥΤΗ εφαρμογή στη Βραζιλία: 
"Το ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είναι κάτι πολύ περισσότερο"! 
Στον τάφο του επάνω είναι γραμμένη η φράση: 
“Δεν έπαιζα μόνο εγώ”

Το video με τα γκολ του αγώνα, από την επίσημη σελίδα της Ουρουγουάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (AUF) στο YouTube