Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Μισέλ Πλατινί: “Le Roi” – Ο Βασιλιάς


Ο Γάλλος μεσοεπιθετικός και αργότερα διοικητικός παράγοντας, έχοντας εν τω μεταξύ διατελέσει και για λίγο χρονικό διάστημα και προπονητής, Μισέλ Πλατινί (Michel François Platini) γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου του 1958, στην Ζοέφ, μια πόλη λίγο έξω από το Νανσί, στη «Μεγάλη Ανατολή» (Grand Est), όπως έχει επικρατήσει να λέγεται η περιοχή που περιλαμβάνει τους νομούς Αλσατίας, Καμπανίας-Αρδενών και Λωρραίνης, στη βορειοανατολική Γαλλία. Με το παρατσούκλι «Le Roi» (Ο Βασιλιάς), λόγω των τεχνικών ικανοτήτων του και της ηγεσίας του, θεωρείται ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών. Κέρδισε το βραβείο της Χρυσής Μπάλας 3 φορές, το 1983, το 1984 και το 1985, ενώ ήλθε 6ος στη ψηφοφορία για Παίκτης του 20ου Αιώνα από την FIFA. Σε αναγνώριση των επιτευγμάτων του, ονομάστηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής το 1985 και έγινε Αξιωματικός της το 1988. Κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έπαιξε για τη Νανσί, τη Σεντ Ετιέν και τη Γιουβέντους. Παρά το γεγονός ότι αγωνιζόταν κυρίως ως ένας προωθημένος πλέι μέικερ, υπήρξε ένας ιδιαίτερα παραγωγικός σκόρερ. Κέρδισε το βραβείο του Κορυφαίου Σκόρερ στην ιταλική Serie A’ για 3 συνεχόμενες σεζόν μεταξύ του 1983 και του 1985 και ήταν ο Πρώτος Σκόρερ του νικηφόρου για τη Γιουβέντους Κυπέλλου Πρωταθλητριών της περιόδου 1984/85.


Ήταν ένας βασικός παράγοντας της γαλλικής εθνικής ομάδας που κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984, ένα τουρνουά στο οποίο ήταν ο Πρώτος Σκόρερ και ο Καλύτερος Παίκτης, ενώ έφτασε και στους ημιτελικούς στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1982 και του 1986. Μαζί με τους μέσους Αλέν Ζιρές (Alain Giresse), Λουίς Φερναντέζ (Luis Fernández) και Ζαν Τιγκανά (Jean Tigana), έφτιαξαν το «Carré Magique» (Μαγική Τετράδα) της γαλλικής εθνικής ομάδας στη δεκαετία του 1980. Ήταν ο Κορυφαίος Σκόρερ για τη χώρα του μέχρι το 2007, ενώ κατέχει και το ρεκόρ για τα Περισσότερα Γκολ που έχουν σημειωθεί στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκε μόνο στη νικηφόρα για τη Γαλλία διοργάνωση του 1984.


Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, διετέλεσε προπονητής της γαλλικής εθνικής ομάδας για τέσσερα χρόνια. Από το 2007, υπηρέτησε ως πρόεδρος της Ένωσης των Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (UEFA). Κατείχε επίσης τις θέσεις του προέδρου της επιτροπής Τεχνικής και Ανάπτυξης της FIFA, ενώ ήταν και αντιπρόεδρος της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Όμως το 2015, του απαγορεύτηκε η ενασχόληση με τα διοικητικά του ποδοσφαίρου για σύγκρουση συμφερόντων από την Επιτροπή Δεοντολογίας της FIFA.


Ο πατέρας του, Άλντο, Σικελικής καταγωγής, του μετέδωσε την αγάπη για το ποδόσφαιρο.  Στα 11 του χρόνια, γράφεται στις ακαδημίες της τοπικής Ζοέφ, άρχισε να κάνει τα δικά του και το 1971, σε ηλικία μόλις 16 ετών τον ξεχώρισε η Μετς. Σε έναν αγώνα νέων ανάμεσα στην Ζοέφ και την Μετς εντυπωσίασε τους ανθρώπους της και τον κάλεσαν για δοκιμαστικό. Εκείνες τις ημέρες έκανε τρομερή ζέστη, τα έδωσε όλα και στις καρδιολογικές εξετάσεις που ακολούθησαν, ακριβώς λόγω της κούρασης του, η καρδιά του πήγαινε με «χίλια». Τον έστειλαν να κάνει επιπλέον εξετάσεις και οι γιατροί θεώρησαν ότι κάτι έτρεχε με την καρδιά του, σε σημείο που να του πουν ότι υπέφερε από καρδιακή ανεπάρκεια, κινδύνευε και πιθανόν να έπρεπε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, πριν καλά-καλά το αρχίσει. Ευτυχώς, δεν τους άκουσε.


Τελικά ένα χρόνο αργότερα, το 1972, αφού είδε κι αποείδε, πήγε στους αναπληρωματικούς της Νανσί, στην οποία προπονητής ήταν ο πατέρας του. Εκεί τρέλανε κόσμο με το καλημέρα, όταν στο πρώτο του επίσημο ματς κόντρα στη Βαλανσιέν, σημείωσε χατ-τρικ. Έκανε ντεμπούτο με τους μεγάλους στις 3 Μαΐου του 1973 σε ένα παιχνίδι κόντρα στη Νιμ. Την επόμενη σεζόν όμως εξαιτίας τραυματισμού δεν μπόρεσε να βοηθήσει και η Νανσί υποβιβάστηκε. Στη Ligue 2, με 17 γκολ έκανε εύκολα τη διαφορά και την επανάφερε στο Σαμπιονά. Στα 19 του, ο μεγάλος Αλφρέδο ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano), η «ξανθιά σαΐτα» πήγε να τον δει για να τον πάρει μαζί του στην Βαλένθια, όπου εργάζονταν ως προπονητής εκείνη την εποχή. Δεν τον ακολούθησε! Στη συνέχεια, υπέγραψε προσύμφωνο με την Ίντερ, αλλά τότε υπήρχαν περιορισμοί για τις μετακινήσεις των ποδοσφαιριστών, παραμένοντας στην Γαλλία.


Τότε ήρθε και η κλήση του για το Μουντιάλ στα γήπεδα της Αργεντινής, πράγμα τρομερά σπάνιο για παίκτη της Νανσί. Στην ομάδα της Λωρραίνης παρέμεινε μέχρι το 1979, έπαιξε 181 φορές και είχε 98 γκολ, κατακτώντας το 1978 το Κύπελλο Γαλλίας κόντρα στην Σεντ Ετιέν. Πήρε μεταγραφή στους «στεφανουά» (Σεντ Ετιέν), με την οποία εξελίχτηκε ακόμα περισσότερο. Έμεινε εκεί τρία χρόνια έχοντας 104 συμμετοχές και 58 τέρματα και έφτασε στην κορυφή του πρωταθλήματος το 1981, χάνοντας και δύο τελικούς Κυπέλλου (1981, 1982). Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι μαζί της έπαιξε σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις και έφτιαξε το όνομα του εκτός συνόρων. Οι περιορισμοί είχαν αρθεί, αλλά οι «νερατζούρι» της Ίντερ, είπαν πως δεν ενδιαφέρονταν πλέον! Προσεγγίστηκε και από  αγγλικούς συλλόγους (Άρσεναλ και Τότεναμ), αλλά τις απέρριψε γιατί υπήρχαν πολλά παιχνίδια μέσα στην σεζόν και ο Μισέλ ήθελε να έχει χρόνο για να τον αφιερώνει στην οικογένειά του. Η εκτόξευση θα ερχόταν με την 4η θέση στο Μουντιάλ της Ισπανίας (1982), η οποία έφερε και την αγορά του από τη Γιουβέντους.


«Ξεκίνησα να παίζω στον μεγαλύτερο σύλλογο της επαρχίας της Λωρραίνης, πήγα στον μεγαλύτερο σύλλογο της Γαλλίας και κατέληξα στον μεγαλύτερο σύλλογο του κόσμου!» λέει ο ίδιος για την πορεία του! Εκείνα τα 5 χρόνια που πέρασε στο Τορίνο ήταν μυθικά. Υπό τις οδηγίες του Τζοβάνι Τραπατόνι (Giovanni Trapattoni) και έχοντας στο πλευρό του μία εκπληκτική ομάδα με τρομερά σπουδαίους παίκτες όπως οι Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), Γκαετάνο Σιρέα (Gaetano Scirea), Κλαούντιο Τζεντίλε (Claudio Gentile), Μάρκο Ταρντέλι (Marco Tardelli), Ρομπέρτο Μπέτεγκα (Roberto Bettega), Αντόνιο Καμπρίνι (Antonio Cabrini), Ζμπίγκνιου Μπόνιεκ (Zbigniew "Zibì" Kazimierz Boniek), Πάολο Ρόσι (Paolo Rossi), ο Πλατινί έφτασε στον Θεό.


Τον χαμένο τελικό του Πρωταθλητριών του 1983, ακολούθησε η κατάκτηση του Κυπελλούχων το 1984, για να έρθει το Πρωταθλητριών του 1985 και λίγους μήνες μετά το Διηπειρωτικό. Εκείνη η τριετία, 1983 – 1985, υπήρξε μοναδική για τον Γάλλο, καθώς όχι μόνο τελείωσε και στις τρεις σεζόν ως πρώτος σκόρερ της Σέριε Α', το 1983 με 16 γκολ, το 1984 με 20 και το 1985 με 18, αλλά κατέκτησε και τρεις διαδοχικές χρονιές την «Χρυσή Μπάλα» (1983, 1984, 1985), κάτι που νωρίτερα είχε κάνει μόνο ο Γιόχαν Κρόιφ (Hendrik Johannes "Johan" Cruijff) και μετέπειτα ο Λιονέλ Μέσι (Lionel Andrés "Leo" Messi). Αναδείχθηκε επίσης και καλύτερος παίκτης του κόσμου για δύο σερί χρόνια (1984 και 1985)



Κάτι οι  τραυματισμοί που ταλαιπώρησαν τους αστραγάλους του στο ιταλικό πρωτάθλημα, κάτι ότι ήθελε να φύγει στο peak της καριέρας του, τον οδήγησαν σε ένα πολύ πρόωρο φινάλε, μόλις στα 32 του χρόνια. Και το έκανε όπως όλα τα υπόλοιπα: με στιλ, το 1987, στα καλύτερα του. «Ήμουν κουρασμένος. Ήταν η κατάλληλη στιγμή. Παίζαμε έναν αγώνα πρωταθλήματος με την Σαμπντόρια και ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι έχασα αυτό το κάτι παραπάνω και είπα στον εαυτό μου: ‘Αυτό ήταν, τελειώσαμε’» θυμάται για το ματς που αποτέλεσε την αρχή του τέλους μιας λαμπρής καριέρας με 655 παιχνίδια, 354 γκολ, τρία πρωταθλήματα (ένα στην Γαλλία με την Σεντ Ετιέν και δύο στην Ιταλία), δύο Κύπελλα (ένα στην Γαλλία με τη Νανσί και ένα στην Ιταλία), το ματωμένο Κύπελλο Πρωταθλητριών στο «Χέιζελ» των Βρυξελλών, ένα Κυπελλούχων, ένα Διηπειρωτικό και ένα Σούπερ Καπ Ευρώπης, όλα αυτά με την Γιούβε. Κατά πολλούς, το 1985, στον καταραμένο τελικό του «Χέιζελ»  διέπραξε ύβριν.... Εκεί που πέθαναν άνθρωποι, εκεί που ο διαιτητής μόνο είδε πέναλτι, εκεί που εκτέλεσε εύστοχα και άρχισε να πανηγυρίζει σαν τρελός. Αυτή ήταν η ύβρις του. Δεν σεβάστηκε τους νεκρούς. «Δεν ήξερα» θα πει μετά.


Ο «Le Roi» υπήρξε ένας από τους πιο εγκεφαλικούς, ευφυείς ποδοσφαιριστές που εμφανίστηκαν ποτέ. Ντελικάτος και λεπτεπίλεπτος στις κινήσεις του, σχεδόν όσο ο Κρόιφ, μαέστρος μέσα στο γήπεδο, μυαλό και φαντασία στο παιχνίδι του και ένα φάλτσο βγαλμένο από άλλο πλανήτη. Ήταν ένας από τους ελάχιστους για τους οποίους ισχύει εκείνο το αξίωμα με τη... μπάλα που δακρύζει, όταν δεν βρίσκεται στα πόδια τους. Τα αγγίγματα του με το τόπι ήταν από έναν άλλον ποδοσφαιρικό πλανήτη και η φαντασία του κάλπαζε σε ένα ανώτερο επίπεδο, όπου δεν χωρούν λογικές και προβλέψεις. Έτσι δεν μπορούσε και κανείς να προβλέψει το που θα έστελνε τη μπάλα. Η μαεστρική οργάνωση, η αντίληψη του χώρου και του χρόνου, οι μπαλιές τρύπες και πάνω απ' όλα τα τελειώματα του. Το φάλτσο απέκτησε άλλη έννοια και μαζί με τον Βραζιλιάνο Ζίκο (Arthur Antunes Coimbra, “Zico”) θεωρήθηκαν οι θεμελιωτές των τρομερών εκτελέσεων φάουλ που απέκτησαν την ονομασία «μπανάνα».


Μόνο που ήταν τεμπελάκος! Δεν δούλευε στις προπονήσεις και βαριόταν να κάνει αυτά που όφειλε για να βελτιωθεί. Ήταν ο απόλυτος θιασώτης αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν «μπρίο», μα έπαιζε μόνο για το δικό του γούστο, για το κέφι του. «Ο Μισέλ ήταν από εκείνους που μισούσαν την προπόνηση. Θυμάμαι ότι συνήθιζε να μου λέει, όποτε τον μάλωνα για κάποια άσκηση που δεν έκανε σωστά: “Κόουτς δεν θα τρέξουμε 5.000 μέτρα στους Ολυμπιακούς. Για μπαλίτσα πάμε. Θα παίξουμε με τα πόδια και το μυαλό”», λέει γι’ αυτόν ο Τραπατόνι.


Φυσικά για να γιγαντωθεί ο μύθος του χρειαζόταν και τις επιτυχίες με την Εθνική. Έκανε ντεμπούτο στις 17 Μαρτίου του 1976 με την Τσεχοσλοβακία (2-2). Ήταν ο άνθρωπος επάνω στον οποίο στηρίχτηκε όλη η προσπάθεια να γίνει και πάλι σεβαστό διεθνώς το ποδόσφαιρο της Γαλλίας. Στο EURO του 1984, ο Βασιλιάς πήρε από το χέρι τη σπουδαία φουρνιά των Ζοέλ Μπατς (Joël Bats), Πατρίκ Μπατιστόν (Patrick Battiston), Μαξίμ Μποσίς (Maxime Bossis), Ζαν Τιγκανά (Jean Amadou Tigana), Λουίς Φερναντέζ (Luis Miguel Fernández Toledo), Αλέν Ζιρές (Alain Giresse), Μανουέλ Αμορός (Manuel Amoros), Μπερνάρ Λακόμπ (Bernard Lacombe) και με εννέα δικά του γκολ (!!!), επίδοση που παραμένει απρόσιτη μέχρι σήμερα, της χάρισε τον πρώτο τίτλο της.  Και όμως, εκείνη η διοργάνωση, με αποκορύφωμα τον τελικό με την Ισπανία, δεν θεωρούνται τα κορυφαία που έχει ζήσει ο Πλατινί, που  λίγο υπεροπτικά ενδεχομένως, έχει δηλώσει για εκείνη την εποχή ότι …
«… δεν θεωρούσα εγώ τον εαυτό μου ως τον καλύτερο παίκτη του κόσμου. Ήμουν ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο! Ήμουν απαίσιος στις ήττες. Και ακόμα είμαι. Απλά μισώ να χάνω και δεν είμαι καλός στο να συζητήσεις μαζί μου όταν έχω χάσει»!

Το αξέχαστο παιχνίδι στην καριέρα του Πλατινί συνοδεύτηκε πιθανότατα από, την πιο πικρή ήττα της καριέρας του! Ήταν 8 Ιουλίου του 1982 και στο «Σάντσεθ Πιθχουάν» της Σεβίλλης, η Γαλλία λύγιζε στα πέναλτι κόντρα στην Δυτική Γερμανία, χάνοντας μια ιστορική ευκαιρία για να βρεθεί στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπου περίμενε η Ιταλία. Το δολοφονικό χτύπημα του τερματοφύλακα Χάραλντ Σουμάχερ (Harald Anton Schumacher) στον Πατρίκ Μπατιστόν που έμεινε ατιμώρητο και επί της ουσίας, έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Γερμανών, δεν είναι αρκετό για να αλλάξει γνώμη στον Πλατινί.

«Ήταν η μεγαλύτερη στιγμή στην ζωή μου ως αθλητής. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν η σπουδαιότερη ανάμνησή μου στο ποδόσφαιρο, ακόμα και αν χάσαμε! Ήταν το πιο καταπληκτικό παιχνίδι, ένα συναρπαστικό 3– 3 στην παράταση, με συνεχείς εναλλαγές. Τα είχε όλα, ήταν το απόλυτο δράμα. Ήταν καλύτερο από οποιαδήποτε ταινία, οποιαδήποτε θεατρική παράσταση, οποιαδήποτε νουβέλα» …
θυμάται για εκείνη την βραδιά, η οποία ολοκληρώθηκε με μια 20λεπτη σιωπή στα αποδυτήρια, γεμάτη οργή και έντονα συναισθήματα για όλους και ειδικά για εκείνον που, όπως συνέβη σε ΟΛΑ τα Μουντιάλ που έπαιξε, το έκανε με ενοχλήσεις. Μόνο στο Euro του 1984 που κατέκτησε, δεν είχε προβλήματα. Δύο χρόνια αργότερα, στην τελευταία μεγάλη διοργάνωση που πήρε μέρος, το Παγκόσμιο Κύπελλο στα γήπεδα του Μέξικο το 1986 και πάλι παίζοντας μπαλάρα, έπαιξε ξανά τραυματίας. Πήγε στην 3η  θέση του κόσμου. Διαπίστωσε ότι ήταν ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών, αλλά όχι πλέον ο κορυφαίος, αφού αυτόν τον τίτλο τον πήρε ένας βραχύσωμος αρτίστας, ένας αλητάκος με το όνομα Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona)!


Ανήμερα των 31ων γενεθλίων του, μάλιστα, στις 21 Ιουνίου του 1986, βίωσε ξανά ένα καρουσέλ συναισθημάτων, αφού έχασε πέναλτι στην ψυχοφθόρο διαδικασία με την Βραζιλία, αλλά εν τέλει η Γαλλία πήρε την πρόκριση για τα ημιτελικά όπου πάλι η Γερμανία, ναι πάλι αυτή, της έκλεισε τον δρόμο προς τον τελικό.  Και ο Μισέλ μισούσε να χάνει. Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά παντού. Κάποτε, παίζοντας χαρτιά στο τρένο, ως παίκτης της Νανσί, έχασε μια παρτίδα. Πως αντέδρασε; Πέταξε την τράπουλα από το τρένο! «Ήμουν απαίσιος στις ήττες. Και ακόμα είμαι. Απλά μισώ να χάνω και δεν είμαι καλός στο να συζητήσεις μαζί μου όταν έχω χάσει»! H ειλικρινής αυτόψυχανάλυση από έναν νικητή, απίστευτα εγωιστή και γεννημένο ηγέτη, ο οποίος είναι ικανός να «σκοτώσει» για την οικογένειά του.


Απ’ όσο ξέρουμε, δεν το έχει κάνει ποτέ, αν και κάποτε έφτασε στο σημείο να «διώξει» συμπαίκτη του από την εθνική ομάδα. Ο Ζαν Φρανσουά Λαριός (Jean-François Larios), ένας προικισμένος ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε να κάνει πολύ μεγαλύτερη καριέρα από αυτή που τελικά έκανε, φέρεται (γιατί δεν αποδείχθηκε ποτέ) να υπέπεσε σε θανάσιμο αμάρτημα: Σύναψε παράνομο δεσμό με την Κριστέλ, σύζυγο του συμπαίκτη του σε Σεντ Ετιέν και «τρικολόρ», Μισέλ Πλατινί! Και ενώ αρχικά ο απατημένος (;) σύζυγος έδειξε μεγαλείο ψυχής και αποδέχθηκε να συνεχίζει να αγωνίζεται με τον Λαριός, φέρεται στη συνέχεια να ξεκαθάρισε στον Μισέλ Ινταλγκό (Michel Hidalgo) ότι δεν μπορούσε να τον βλέπει άλλο δίπλα του στα αποδυτήρια των «τρικολόρ». Και κάπως έτσι, η καριέρα του Λαριός στην εθνική ομάδα κράτησε μόλις για 17 παιχνίδια. Οι δύο τους δεν μίλησαν ποτέ ξανά έκτοτε. Το τελευταίο διεθνές παιχνίδι του Πλατνί, ήλθε στις 29 Απριλίου του 1987 με αντίπαλο την Ισλανδία (2-0). Έπαιξε σε 72 ματς και σημείωσε 41 γκολ.


Ο «Platoche» συνέχιζε να «μιλάει» μέσα στο γήπεδο και όταν αποφάσισε πρόωρα να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ασχολήθηκε αμέσως με την προπονητική. Και δεν το έκανε ξεκινώντας από τα χαμηλά και ανεβαίνοντας σταδιακά, αλλά έπεσε κατευθείαν στα βαθιά, αναλαμβάνοντας το τιμόνι της εθνικής ομάδας, διαδεχόμενος τον άλλοτε συμπαίκτη του και καλό του φίλο, Ανρί Μισέλ (Henri Michel)! Η θητεία του στο τιμόνι των «τρικολόρ» έχει σημαδευτεί από την αποτυχημένη παρουσία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1992, αλλά και τον αποκλεισμό–σοκ από το Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών, εξαιτίας εκείνο του ιστορικού γκολ του Εμίλ Κονσταντίνοφ (Emil Lubtchov Kostadinov) στον αγώνα με την Βουλγαρία στο «Παρκ ντε Πρενς»!



Δεν ήταν, όμως, καθ΄ όλα αποτυχημένα τα 4 χρόνια του ως ομοσπονδιακός προπονητής. Επί θητείας του έκανε διεθνή τον μετέπειτα θρυλικό αρχηγό που σήκωσε τις μεγάλες κούπες του 1998 και του 2000, Ντιντιέ Ντεσάν (Didier Claude Deschamps), ενώ καθιέρωσε το επιθετικό δίδυμο των Ζαν Πιέρ Παπέν (Jean-Pierre Papin) και Ερίκ Καντονά (Éric Daniel Pierre Cantona), σε μια Γαλλία που στερούνταν του ταλέντου της δικής του και αυτής που ακολούθησε, αλλά έκανε ένα αήττητο σερί 19 αγώνων, πριν καταρρεύσει στα γήπεδα της Σουηδίας. Θα περίμενε κανείς ότι η ενασχόληση του Πλατινί με το ποδόσφαιρο θα συνεχίζονταν με μια καριέρα προπονητή σε συλλογικό επίπεδο. Ίσως να το περίμεναν όλοι, εκτός από τον ίδιο! «Ποτέ δεν θέλησα κάτι τέτοιο. Είχα μπουχτίσει με τις καθημερινές προπονήσεις και την πίεση των αγώνων. Η θητεία μου στην εθνική ομάδα μου επιβεβαίωσε αυτό που ήδη σκεφτόμουν: Ότι δεν ήθελα να γίνω προπονητής σε σύλλογο, ούτε όταν η Ρεάλ Μαδρίτης και άλλες ομάδες μου ζήτησαν να τις αναλάβω» αποκαλύπτει ο Γάλλος ποδοσφαιράνθρωπος, ο οποίος βεβαίως δεν έμεινε μακριά από την μπάλα. Είπαμε, είναι η αχώριστη σύντροφός του από μικρό παιδί.


Και μπορεί με την Κριστέλ, μητέρα των δύο παιδιών του (Λοράν και Μαρίν) και σύζυγό του εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, να βρέθηκε μια ανάσα από το διαζύγιο λόγω Λαριός, αλλά την ασπρόμαυρη θεά του δεν την αποχωρίστηκε ποτέ. Μικρός, είχε στερηθεί πολλά για να παίξει μπάλα. Δεν έζησε ποτέ ως ένας απλός, νεαρός άνδρας. Προπονήσεις, ταξίδια, αγώνες, αυστηρή δίαιτα, ελάχιστα ξενύχτια (έστω και αν υπήρξε καπνιστής από μικρός), πάντα υπό την στενή παρακολούθηση των ΜΜΕ, αποφάσισε πριν καν κλείσει τα 40, ότι θα αφιερώσει χρόνο στην οικογένειά του, στον ίδιο και θα συνεχίζει να ασχολείται με την μπάλα, αλλά πλέον ως παράγοντας. Ένιωθε την ανάγκη να της επιστρέψει μερικά από τα πολλά που του είχε δώσει και, αρχικά, το έκανε ως πρόεδρος, μαζί με τον Φερνάντ Σαστρ (Fernand Sastre), της οργανωτικής επιτροπής του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γαλλίας το 1998.


Με την ιδιότητα του προπονητή της εθνικής Γαλλίας, στα τέλη του Νοεμβρίου του 1988, είχε προσκληθεί στον Περσικό Κόλπο για να παρακολουθήσει στο Κατάρ τους αγώνες του Κυπέλλου Ασιατικών Εθνών που θα άρχιζαν στις 2 Δεκεμβρίου. Πριν από την έναρξη, ωστόσο, ο Εμίρης του Κουβέϊτ τον προσκαλεί στον αγώνα Κουβέϊτ-ΕΣΣΔ και τον παρακαλεί να παίξει ένα εικοσάλεπτο με τα χρώματα της χώρας του. Ο Μισέλ Πλατινί αποδέχεται την πρόσκληση, γεγονός που τού επέτρεψε στην συνέχεια να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με δύο από τις πλουσιότερες χώρες του Κόλπου.


Ο ποδοσφαιριστής Μισέλ έχει δώσει την θέση του στον παράγοντα Πλατινί, που μαθαίνει να είναι διπλωμάτης, να κάνει δημόσιες σχέσεις, να ποζάρει χαμογελαστός δίπλα σε άλλους παράγοντες που ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ, πάντα όμως με αυτή την ποδοσφαιρική αθωότητα, αυτόν τον ρομαντισμό που τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα, έστω και αν αυτό φαντάζει οξύμωρο, όταν μιλάμε για τον πιο ισχυρό άνδρα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Μια από αυτές τις γνωριμίες έμελλε να τον οδηγήσει στα μονοπάτια όπου βάδιζε για οκτώ χρόνια, από το 2007 έως το 2015. Βρίσκει κώδικα επικοινωνίας με τον Σεπ Μπλάτερ (Joseph "Sepp" Blatter) και όταν ο Ελβετός εκλέγεται πρόεδρος της FIFA, ο Πλατινί αναλαμβάνει ρόλο συμβούλου, τον οποίο συνδυάζει με αυτόν του αντιπροέδρου της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Όλες αυτές οι δραστηριότητες επιτρέπουν στον Μισέλ Πλατινί να δημιουργήσει ένα πολύ ισχυρό δίκτυο γνωριμιών και τακτικών επαφών, με παράλληλη ενίσχυση του ειδικού του βάρους σε όλα τα επίπεδα. Έτσι, ως μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της UEFA και της FIFA απ’ τον Απρίλιο 2002, τον Ιανουάριο 2007 εκλέγεται πρόεδρος της UEFA και επανεκλέγεται στο ίδιο πόστο το 2011, με την θητεία του να λήγει τον Ιανουάριο 2015.


«Το ποδόσφαιρο παραμένει πρωτίστως ένα σπορ και στηρίζεται σε αρχές. Αν το ποδόσφαιρο καθοδηγεί τις επιχειρήσεις, τότε μια χαρά. Αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήσουμε τις επιχειρήσεις να καθοδηγήσουν το ποδόσφαιρο» έλεγε σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Πλατινί, σε μια μάλλον ουτοπική προσέγγιση του σύγχρονου ποδοσφαίρου, την οποία παραδέχεται πιθανότατα και ο ίδιος, ειδικά από την στιγμή που εξελέγη πρόεδρος της UEFA. «Τα μαλλιά μου πέφτουν, έκανα κοιλίτσα, ήρθε η ώρα να γίνω πρόεδρος» έλεγε αστειευόμενος, λίγο καιρό πριν, τον Ιανουάριο του 2007 και με τις πλάτες του Μπλάτερ, επικρατήσει του επί 16 χρόνια προέδρου (και παραδοσιακού εχθρού του Σεπ), Σουηδού Λέναρτ Γιόχανσον (Nils Lennart Johansson), με 27 ψήφους έναντι 23 (δύο άκυρα). «Είναι λαϊκιστής και αυτό το διαπίστωνες μόλις λίγα λεπτά μετά την εκλογή του» εξηγεί ο αρχισυντάκτης του αθλητικού τμήματος του «BBC», Μιχίρ Μπόσε (Mihir Bose), για τον νικητή των εκλογών, οι προτεραιότητες του οποίου ήταν: Να αναγνωριστεί το ειδικό στάτους του ποδοσφαίρου στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, να αναπτυχθούν καλύτερα όλες οι διοργανώσεις της UEFA, πέραν του Τσάμπιονς Λιγκ, να καταπολεμήσει ρατσισμό, ξενοφοβία και απάτη, να μειώσει τους εκπροσώπους των ομάδων ανά χώρα στο Τσάμπιονς Λιγκ έως τρεις το πολύ και να βελτιώσει την συνεργασία με την FIFA.


Αναμφίβολα, δεν τα πέτυχε όλα και ούτε κράτησε την υπόσχεσή του ότι «όταν μια ημέρα οι μπίζνες στο ποδόσφαιρο γίνουν πιο σημαντικές από το ίδιο το άθλημα, θα φύγω». Γιατί, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το ποδόσφαιρο έχει γίνει πάνω απ’ όλα αυτό ακριβώς: Μπίζνα. Ο ίδιος δικαιολογεί την παραμονή του λέγοντας πως «ακόμα αγαπώ το παιχνίδι και γι’ αυτό έμεινα στην UEFA. Πάντα πρέπει να προστατεύω το ποδόσφαιρο. Όλες οι αποφάσεις που παίρνω είναι για το καλό του ποδοσφαίρου». Από τον Ιανουάριο του 2007 στο Ντίσελντορφ, έως τις 24 Μαρτίου του 2015, στην Βιέννη, όπου επανεξελέγη δια βοής για την 3η  του θητεία ως πρόεδρος της UEFA, τα έσοδα της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής συνομοσπονδίας έχουν περάσει από τα 895,5 εκατομμύρια ευρώ στα 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ και για την επόμενη σεζόν φιλοδοξεί να φτάσουν τα 4,6 δισεκατομμύρια (!!!), λόγω και της (μάλλον υπερβολικής) αύξησης του αριθμού των συμμετεχόντων στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, από τις 16 στις 24.



Την ώρα που αυξάνονταν τα έσοδα, όμως, μεγάλωναν παράλληλα οι σκιές, οι υπόνοιες για «στημένα» παιχνίδια, το χάσμα μεταξύ των μεγάλων και των μικρών, οι διακρίσεις ως προς την αντιμετώπιση όσων παράβαιναν το «Financial Fair Play» (ιδανικό ελεγκτικό μέτρο, εφόσον όμως εφαρμοστεί πλήρως και σωστά). Μέσα σε όλα αυτά, ο Πλατινί ακολουθούσε την ρήση περί πρώτου στο χωριό και όχι δεύτερου στην πόλη. Δεν είναι λίγοι αυτοί που τον προέτρεπαν να διεκδικήσει την προεδρία της FIFA, ειδικά τότε που η εικόνα του άλλοτε φίλου του, Σεπ Μπλάτερ, είχε πληγεί ανεπανόρθωτα με τα διαδοχικά σκάνδαλα διαφθοράς. «Εγώ είμαι ο μοναδικός που μπορεί να νικήσει τον Μπλάτερ» είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του, αλλά μέχρι τότε δεν έχει τολμήσει να κάνει το μεγάλο βήμα. Ο πρώτος πρώην, σπουδαίος ποδοσφαιριστής που ηγήθηκε διεθνούς οργανισμού, ξεκαθαρίζει μέχρι και σήμερα ότι «δεν θέλω οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών ή οι νεόπλουτοι να καταλάβουν το ποδόσφαιρο», αλλά οι προσπάθειές του δείχνουν να πέφτουν στο κενό.


 Στις εκλογές της FIFA στήριξε δημοσίως τον Πρίγκιπα της Ιορδανίας, Αλί Μπιν Αλ Χουσεΐν (Prince Ali bin Al Hussein of Jordan), υποστηρίζοντας ότι ο Μπλάτερ, πριν από τις προηγούμενες εκλογές, του είχε υποσχεθεί πως δεν θα διεκδικήσει ξανά την προεδρία, σε αντάλλαγμα την στήριξή του. Για τον Πλατινί, οι αμφιβολίες αφορούσαν την επιλογή του να στηρίξει την υποψηφιότητα του Κατάρ για το Μουντιάλ του 2022, μια «σκιά διαφθοράς» που ο ίδιος έδιωχνε, λέγοντας απλά ότι το ψήφισε γιατί η Ευρώπη έχει διοργανώσει πολλά Παγκόσμια Κύπελλα και πρέπει να το κάνουν και άλλες ήπειροι. Η εικόνα του Γάλλου προέδρου της UEFA, δέχτηκε αρκετά πλήγματα. Ο βρετανικός Τύπος τον κατηγόρησε για τις σχέσεις του με τον Σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Χαμμάμ, (Mohammed bin Hammam), αντιπρόεδρο της FIFA μέχρι το 2011, ο οποίος καθαιρέθηκε από το αξίωμά του για λόγους διαπλοκής. Επίσης, Γάλλοι και Άγγλοι δημοσιογράφοι επισήμαναν την συμμετοχή του Πλατινί σε γεύματα που παρέθετε το 2011 ο τότε Γάλλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε σεΐχηδες από το Κατάρ και τονίζουν ότι ο Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) χρησιμοποιούσε τον πρόεδρο της UEFA για να προωθεί και τα γαλλικά οικονομικά συμφέροντα στον Κόλπο!


Από την πλευρά του ο επίσης μεγάλος Γάλλος πρώην ποδοσφαιριστής Ερίκ Καντονά, αναγνωρίζοντας ότι ο Μισέλ Πλατινί υπήρξε μεγάλος παίκτης, καυτηριάζει την αλαζονεία του και τονίζει ότι «σήμερα πρόκειται για έναν πολιτικάντη, όπως όλοι οι άλλοι». Εξίσου αυστηρά είναι και τα σχόλια του Ζεράρ Σαμπάν (Gerard Saban), πρώην στενού συνεργάτη του Μισέλ Πλατινί και πρώην υπεύθυνου διεθνών σχέσεων της FIFA. «Ο Μισέλ είναι διπρόσωπος. Με τον Σεπ Μπλάτερ τον βοηθήσαμε να εκλεγεί στην UEFA γιατί μας είχε υποσχεθεί ότι θα έκανε ότι μπορούσε για να έλθουν πιο κοντά οι δύο οργανισμοί. Δυστυχώς, πολύ γρήγορα ξέχασε τις υποσχέσεις του. Αν λοιπόν σήμερα προσπαθήσει να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της FIFA θα με βρει απέναντί του».


Πολύ πιο διπλωμάτης, ο πανούργος πρόεδρος της FIFA Σεπ Μπλάτερ, περιώνυμος για τις ικανότητές του στην διαπλοκή, μιλώντας στην γαλλο-ελβετική τηλεόραση είπε: «Η ανάθεση του Παγκόσμιου Κυπέλλου 2022 στο Κατάρ ήταν λάθος. Δεν θα πω όμως ποτέ ότι οι Καταριανοί αγόρασαν την ανάθεση αυτή. Επρόκειτο πριν απ’ όλα για απόφαση με έντονο πολιτικό χρώμα. Τόσο από την πλευρά της Γαλλίας, όσο και από αυτήν της Γερμανίας. Όταν υπάρχουν πολιτικές θεωρήσεις, εμείς δεν μπορούμε να παρέμβουμε». Για όσους γνωρίζουν τις φιλικότατες σχέσεις του Μισέλ Πλατινί με τον Νικολά Σαρκοζί, το υπονοούμενο είναι ξεκάθαρο. Έρχεται δε να προστεθεί σε αυτό και μια άλλη διάσταση. Ο υιός Πλατινί, ο Λωράν (Laurent Platini), νομικός με πενταετή καριέρα στην Γαλλία στον χώρο του αθλητισμού γενικά, σήμερα είναι διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας «Burrda Sports», μία επιχείρηση αθλητικού εξοπλισμού που ανήκει στην κρατική «Holding Company» του Κατάρ. Ο υιός Πλατινί ανέλαβε την θέση αυτή ευθύς ως έγινε γνωστή η ανάθεση του Μουντιάλ 2022 στο Εμιράτο. Λέτε να υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά;


Ακόμα και έτσι, όμως, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει πως είμαστε μπροστά σε μια από τις πλέον πολύπλευρες ποδοσφαιρικές προσωπικότητες της ιστορίας. Μεγάλος ποδοσφαιριστής, αποτυχημένος προπονητής, παράγοντας με πολλούς υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους. Πως θέλει ο ίδιος να τον θυμούνται;
«Όσο βρίσκομαι εδώ γύρω, θα ήθελα απλά ο κόσμος να έχει μια καλή εντύπωση από αυτό που προσπαθώ να κάνω. Αλλά όταν φύγω, ποιος νοιάζεται; Άσε τους να πιστεύουν ότι θέλουν!» 




PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
  • 1966–1972: Association Sportive Jœuf

Επαγγελματική καριέρα
  • 1972–1979: Association Sportive Nancy-Lorraine, 181 (98)
  • 1979–1982: Association Sportive de Saint-Étienne Loire, 104 (58)
  • 1982–1987: Juventus Football Club, 147 (68)

Σύνολο καριέρας: 432 (224)
Διεθνής
  • 1975/76: Ολυμπιακή Ομάδα Γαλλίας, 7 (4)
  • 1976–1987: Γαλλία, 72 (41)

Προπονητική καριέρα
  • 1988–1992: Γαλλία

Τίτλοι
Συλλογικοί
Με τη Nancy
  • Κύπελλο Γαλλίας: 1977/78
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Γαλλίας: 1974/75

Με τη Sainttienne
  • Πρωτάθλημα Γαλλίας: 1980/81
  • Κύπελλο Γαλλίας: φιναλίστ 2 (1980/81, 1981/82)

Με τη Juventus
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης: 1984/85, φιναλίστ 1982/83
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1983/84
  • Ευρωπαϊκό Super Cup: 1984
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1985
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 2 (1983/84, 1985/86)
  • Κύπελλο Ιταλίας: 1982/83

Διεθνείς
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 1984
  • Artemio Franchi Trophy: 1985
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 3η θέση 1986, 4η θέση 1982

Προσωπικές Διακρίσεις
Ως ποδοσφαιριστής
  • Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής
  • Αξιωματικός  της Λεγεώνας της Τιμής
  • Καλύτερος Ποδοσφαιριστής για την Ευρώπη (Χρυσό Παπούτσι): 3 (1983, 1984, 1985)
  • Καλύτερος Ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη από το γαλλικό περιοδικό «Onze» (Onze d'Or): 3 (1983, 1984, 1985)
  • 2ος Καλύτερος Ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη από το γαλλικό περιοδικό «Onze» (Onze d'Argent): 1977
  • Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»: 2 (1984, 1985)
  • Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1984
  • Πρώτος Σκόρερ Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1984
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 1984
  • Παίκτης της Χρονιάς για τη Γαλλία: 2 (1976, 1977)
  • Παίκτης του 20ου Αιώνα για τη Γαλλία: 1999
  • Πρωταθλητής των Πρωταθλητών από τη γαλλική εφημερίδα «Lquipe»: 2 (1977, 1984)
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από τη FIFA: 1979
  • Πρώτος Σκόρερ Ιταλικού Πρωταθλήματος (Capocannoniere Serie A): 3 (1982/83, 1983/84, 1984/85)
  • Πρώτος Σκόρερ Κυπέλλου Πρωταθλητριών: 1984/85
  • Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) Τελικού Διηπειρωτικού Κυπέλλου: 1985
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2 (1982, 1986)
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας Ιστορίας Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1994
  • Μέλος Παγκόσμιας Ιδανικής 11άδας για τον 20ο Αιώνα: 1998
  • Μέλος Ονειρώδους 11άδας Ιστορίας Παγκοσμίου Κυπέλλου: 2002
  • Μέλος του Hall of Fame του Ιταλικού Ποδοσφαίρου
  • Μέλος του Hall of Fame του Αγγλικού Ποδοσφαίρου (ψηφίστηκε ως ένας από Μεγαλύτερους Ευρωπαίους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών. Μόλις ο δεύτερος έξω από το Αγγλικό ποδόσφαιρο που τιμάται από το Μουσείο)
  • Βραβείο Artemio Franchi
  • Χρυσό Παπούτσι ως Ένας Θρύλος του Ποδοσφαίρου: 2004
  • Μέλος της λίστας των 125 Εν Ζωή Καλύτερων Παικτών του Κόσμου, που συνέταξε το 2004 ο Πελέ για τα 100 Χρόνια της FIFA
  • Στη θέση #9 στην ψηφοφορία για το Χρυσό Ιωβιλάιο της UEFA (50ετία): 2003
  • Διεθνές Βραβείο Giacinto Facchetti: 2011

Ως προπονητής
  • Προπονητής της Χρονιάς από την ισπανική εφημερίδα «El País»: 1991
  • Προπονητής της Χρονιάς από το αγγλικό περιοδικό «World Soccer»: 1991