Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Ντιέγκο Σιμεόνε: Με το Μαχαίρι Ανάμεσα στα Δόντια

Ο Αργεντίνος μέσος και αργότερα προπονητής, Ντιέγκο Σιμεόνε (Diego Pablo Simeone González), γεννήθηκε στις 28 Απριλίου του 1970, στο Μπουένος Άιρες. Επίσης γνωστός ως «El Cholo», στη συλλογική του καριέρα, που ξεκίνησε το 1987, έπαιξε για τη Βελέζ του Σάρσφιλντ, τη Πίζα, τη Σεβίλλη, την Ατλέτικο Μαδρίτης, την Ίντερ, τη Λάτσιο και τη Ράσινγκ της Αβεγιανέδα. Κατέκτησε ένα double στην Ισπανία με την Ατλέτικο Μαδρίτης το 1996 και το Κύπελλο UEFA με την Ίντερ στο 1998, κατακτώντας επίσης άλλο ένα ιταλικό double με την Λάτσιο το 2000, καθώς και το ευρωπαϊκό Super Cup του 1999 και το ιταλικό Σούπερ Καπ το 2000. Έκανε πάνω από 100 διεθνείς εμφανίσεις με την εθνική ομάδα της Αργεντινής, εκπροσωπώντας την χώρα στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1994, του 1998 και του 2002, αλλά και σε 4 διοργανώσεις του Κόπα Αμέρικα, κατακτώντας το τουρνουά το 1991 και το 1993. Κατέκτησε επίσης το Κύπελλο Συνομοσπονδιών της FIFA το 1992 και ένα Ασημένιο Ολυμπιακό Μετάλλιο στους Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα.


Ως προπονητής, έχει οδηγήσει τη Ράσινγκ, την Εστουδιάντες, τη Ρίβερ Πλέιτ και τη Σαν Λορέντζο στην Αργεντινή και τη Κατάνια στην Ιταλία, πριν αναλάβει την Ατλέτικο Μαδρίτης το 2011, την οποία οδηγεί μέχρι σήμερα. Κέρδισε την Primera División της Αργεντινής, με την Εστουδιάντες και με τη Ρίβερ Πλέιτ και έχει κερδίσει 5 τίτλους με την Ατλέτικο Μαδρίτης, συμπεριλαμβανομένου του τίτλου της ισπανικής La Liga, του ισπανικού Κυπέλλου και του UEFA Europa League, φτάνοντας επίσης σε δύο τελικούς του UEFA Champions League με τον σύλλογο.


Ξεκίνησε την καριέρα του στις ακαδημίες της Βέλες Σάρσφιλντ. Ήταν μόλις 14 ετών όταν ο προπονητής του στους μικρούς, Βικτόριο Σπινέτο (Victorio Spinetto), του έδωσε το προσωνύμιο «Cholo», επειδή του θύμιζε τον Καρμέλο Σιμεόνε (Carmelo Simeone -απλή συνωνυμία), παλιό παίκτη της Μπόκα Τζούνιορς με το ίδιο παρατσούκλι.


Στα 17 του έκανε το ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα της "Fortín" και ένα μήνα αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου του 1987, πέτυχε το πρώτο του τέρμα. Ήταν ήδη τότε ο Τσόλο με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια: «Γινόταν χαμός με τα παιδιά στις προπονήσεις, γιατί έπαιζε πάντοτε με την καρδιά στο χέρι. Και ούρλιαζε γκολ σα να ήταν κανονικός αγώνας», θυμάται ο Μάκου, συμπαίκτης του στην Βέλεζ. Σε ηλικία 18 ετών ο Ντιέγο φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Αργεντινής των ανδρών και στα 20 έπαιζε ήδη στην Ευρώπη. Από μικρός έδειχνε πού θα έφτανε. Θυμάται ο ίδιος: «Όταν ήμουν 15 χρονών, με έπιασε ο Σπινέτο και μου είπε, ‘’ … πιτσιρικά, σε δυο χρόνια θα πρέπει να παίζεις στην Πριμέρα"».


Η ευρωπαϊκή περιπέτεια ξεκίνησε από την ιταλική Πίζα. «Μου είπε ο ατζέντης μου, έχεις 40 λεπτά να αποφασίσεις», λέει γελώντας. Δεν χρειάστηκε παρά ένα πεντάλεπτο για να πει το "Ναι" και να διασχίσει τον ωκεανό. Στην Ιταλία γνώρισε και τις δυο όψεις του νομίσματος. Στην πρώτη σεζόν υπήρξε από τις αποκαλύψεις του Κάλτσιο, όμως στη δεύτερη δεν μπόρεσε να αγωνιστεί παρά ελάχιστα λόγω ενός τραυματισμού και τελικά η Πίζα αποφάσισε να τον παραχωρήσει. Στις 29 Ιουλίου του 1992, ο Τσόλο ταξίδεψε με το ιδιωτικό τζετ του προέδρου του ιταλικού συλλόγου στην Ανδαλουσία και υπέγραψε 4ετές συμβόλαιο με τη Σεβίλλη του Κάρλος Μπιλάρδο (Carlos Salvador Bilardo). Η Πίζα εισέπραξε ένα εκατομμύριο ευρώ και ο Σιμεόνε συμφώνησε για ετήσιες αποδοχές 180.000 ευρώ.


Με συμπαίκτες τους Νταβόρ Σούκερ (Davor Šuker) και Ντιέγο Μαραντόνα (Diego Armando Maradona), πραγματοποίησε μια πολύ καλή χρονιά και τη δεύτερη σεζόν, με τον Λουίς Αραγονές (Luis Aragonés Suárez) πλέον στον πάγκο, ήταν το ίδιο σταθερός στην απόδοσή του, με την ομάδα του να τερματίζει στην 6η θέση και να χάνει την έξοδο στην Ευρώπη για μόλις έναν βαθμό. Το καλοκαίρι του 1994, ο Χεσούς Χιλ (Gregorio Jesús Gil y Gil) ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για να τον πάρει στην Ατλέτικο. Η διοίκηση της Σεβίλλης απαιτούσε παράλογα χρήματα, οι Μαδριλένοι απείλησαν να σταματήσουν τις συζητήσεις και ο Σιμεόνε, που ήθελε πάση θυσία να αγωνιστεί στον Μανθανάρες, δήλωσε πως αν δεν τον άφηναν να φύγει, θα έπαιζε ακόμα δυο χρόνια στη Σεβίλλη και μετά θα έφευγε ελεύθερος, χωρίς οι Ανδαλουσιάνοι να πάρουν ούτε μια πεσέτα.


Τελικά, οι δυο πλευρές συμφώνησαν και ο Τσόλο έκανε το όνειρό του πραγματικότητα πηγαίνοντας στη Μαδρίτη. Αμέσως "κόλλησε" στο παζλ των «κολτσονέρος» και έγινε βασικός σε μια ομάδα που έψαχνε την ταυτότητά της. Μετά από μια δική του καλή πρώτη χρονιά, αλλά μέτρια για την ομάδα, το καλοκαίρι του 1995 έφτασαν τα δυο τελευταία κομμάτια για να συμπληρωθεί ότι ακριβώς έλειπε: ο Ράντομιρ Άντιτς (Radomir Antić) στον πάγκο και ο Μίλινκο Πάντιτς (Milinko Pantić) στο γήπεδο. Η σεζόν 1995/96 ξεκίνησε με επιφυλάξεις και ολοκληρώθηκε με τον απόλυτο θρίαμβο. Η Ατλέτικο κατέκτησε πρώτα το Κύπελλο, στις 10 Απριλίου, νικώντας με 1-0 την Μπαρτσελόνα και ένα μήνα αργότερα το πρωτάθλημα, φτάνοντας έτσι στο πρώτο double της ιστορίας της. Ο Σιμεόνε, όπως και όλοι οι ατλέτικος, έζησε μαγικές στιγμές, απολαμβάνοντας τη λατρεία των φιλάθλων και τον ρόλο του ηγέτη μαζί με το περιβραχιόνιο του αρχηγού.


Στα τρία χρόνια που ο Τσόλο παρέμεινε στη Μαδρίτη, συμπλήρωσε 123 συμμετοχές και πέτυχε 28 γκολ. Το καλοκαίρι του 1997, το θυμάται ο ίδιος με πικρία: «Μου λείπει πολύ η Ατλέτι. Ο Άντιτς μου είχε πει ότι με υπολόγιζε και ότι η παραχώρησή μου δεν ήταν δική του απόφαση. Δεν ξέρω αν πρέπει να τον πιστέψω. Αναγκάστηκα να φύγω, ενώ εγώ ήθελα να συνεχίσω...» Όμως, από την άλλη, όταν είχε πάει στη Μαδρίτη, ήταν προφανές πως ήταν προετοιμασμένος για όλα: «Ήταν σαν να ήμουν έτοιμος και για τα χτυπήματα και για τις μεγάλες χαρές. Σίγουρα όλο αυτό έχει στοιχεία από σαδομαζοχισμό, αλλά με γοητεύει». Η ουσία είναι ότι το 1997, ο Σιμεόνε αναχώρησε από την Ισπανία για να επιστρέψει μετά από μια πενταετία στην Ιταλία, αυτή τη φορά στην μεγάλη Ίντερ των - ανάμεσα σε άλλους – Ρονάλντο (Ronaldo Luís Nazário de Lima, «Ronaldo»), Χαβιέ Ζανέτι (Javier Zanetti), Γιούρι Τζορκάεφ (Youri Djorkaeff), Ιβάν Ζαμοράνο (Iván Zamorano), Άλβαρο Ρεκόμπα (Álvaro Recoba), Τζιανλούκα Παλιούκα (Gianluca Pagliuca), Τζιουζέπε Μπέργκομι (Giuseppe Bergomi).


Με το «καλημέρα», ο Σιμεόνε έγινε βασικός, δίνοντας στους «νερατζούρι» τη δύναμη που χρειάζονταν στο κέντρο. Η ομάδα του Λουίτζι Σιμόνι (Luigi Simoni) απέκλεισε κατά σειρά τις Νεσατέλ Ξαμάξ, Λιόν, Στρασβούργο, Σάλκε και Σπαρτάκ Μόσχας, φτάνοντας στον τελικό του Κυπέλλου UEFA, όπου αντιμετώπισε την Λάτσιο. Στην ιταλική μάχη του "Παρκ ντε Πρενς", η Ίντερ με τον Σιμεόνε στην 11άδα της, κέρδισε 3-0 και κατέκτησε το τρόπαιο. Στο πρωτάθλημα η ομάδα τερμάτισε στη 2η θέση, πίσω από την Γιούβε, παίρνοντας το εισιτήριο για τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Η 2η χρονιά δεν ήταν ανάλογη της πρώτης, με την Ίντερ να αποκλείεται στη φάση των "8"  από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και να ολοκληρώνει το πρωτάθλημα στην 8η θέση χάνοντας την ευρωπαϊκή έξοδο.


Το καλοκαίρι του 1999, ο Σιμεόνε άλλαξε και πάλι προορισμό, κατηφορίζοντας στην πρωτεύουσα για να φορέσει τη φανέλα της Λάτσιο, της δεύτερης μεγάλης του αγάπης μετά την Ατλέτικο. Εκεί συνάντησε τον Σβεν Γκόραν Έρικσον (Sven-Göran Eriksson) και αργότερα τους Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff), Αλμπέρτο Τζακερόνι (Alberto Zaccheroni) και Ρομπέρτο Μαντσίνι (Roberto Mancini) στον πάγκο των "μπιανκοσελέστι" και μια ομάδα γεμάτη από αστέρια όπως οι Αλεσάντρο Νέστα (Alessandro Nesta), Σίνισα Μιχαΐλοβιτς (Siniša Mihajlović), Ντέγιαν Στάνκοβιτς (Dejan Stanković), Χουάν Βερόν (Juan Sebastián Verón), Ματίας Αλμέιδα (Matías Almeyda), Πάβελ Νέντβεντ (Pavel Nedvěd), Ρομπέρτο Μαντσίνι, Μαρσέλο Σάλας (Marcelo Salas), Τζιουζέπε Πάνκαρο (Giuseppe Pancaro) και Ατίλιο Λομπάρντο (Attilio Lombardo)! Παίζοντας ως αλλαγή, ο Τσόλο κατέκτησε αμέσως τον πρώτο του τίτλο με τους «Λατσιάλι», νικώντας 1-0 την Μάντσεστερ στον τελικό του ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ. Η πρώτη του σεζόν στη Ρώμη συνεχίστηκε ονειρικά με το 2ο double της καριέρας του (μετά από εκείνο με την Ατλέτι).


Πρώτα ήρθε -απρόσμενα- το πρωτάθλημα στην τελευταία δραματική αγωνιστική. Η Γιούβε έπαιζε εκτός με την Περούτζια, σε ένα γήπεδο-βάλτο από τη βροχή, ενώ η Λάτσιο υποδεχόταν την Ρετζίνα στο "Ολίμπικο" της Ρώμης. Ο Σιμεόνε και η παρέα του κέρδισαν εύκολα 3-0 και περίμεναν τη λήξη του άλλου αγώνα, ο οποίος είχε αρχίσει με καθυστέρηση και με ευθύνη του Πιερλουίτζι Κολίνα (Pierluigi Collina),  η Περούτζια προηγήθηκε 1-0, οι Γιουβεντίνοι -προς γενική έκπληξη- δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν και στη Ρώμη ξεκίνησε η γιορτή! Μια γιορτή που ολοκληρώθηκε 4 μέρες αργότερα, όταν διεξήχθη ο επαναληπτικός τελικός του Κυπέλλου. Στον πρώτο, στη Ρώμη, η Λάτσιο είχε κερδίσει την Ίντερ 2-1, με τον Τσόλο να πετυχαίνει το νικητήριο γκολ χωρίς να πανηγυρίζει από σεβασμό προς την πρώην ομάδα του.


Στον 2ο αγώνα, στις 18 Μαΐου του 2000, στο "Σαν Σίρο", το ματς τελείωσε ισόπαλο 0-0 και η Λάτσιο κατέκτησε την κούπα και το μοναδικό μέχρι σήμερα -όπως ακριβώς και η Ατλέτι- νταμπλ της ιστορίας της. Η εκπληκτική σεζόν ολοκληρώθηκε τον επόμενο Αύγουστο, όταν οι «Λατσιάλι» κέρδισαν 4-3 την Ίντερ και κατέκτησαν το ιταλικό Σούπερ Καπ, συμπληρώνοντας 4 τίτλους μέσα σε 12 μήνες! Ο Σιμεόνε έμεινε 3 χρόνια ακόμα στην Λάτσιο, φτάνοντας τις 137 συμμετοχές και τα 19 γκολ. Στην τελευταία αγωνιστική της σεζόν 2001/02, ο Τσόλο σκόραρε εναντίον της Ίντερ μέσα στο "Ολίμπικο" και το τελικό 4-2 στέρησε από τους "νερατζούρι" την ευκαιρία να κατακτήσουν το πρώτο τους πρωτάθλημα μετά το 1989! Το καλοκαίρι του 2003 πραγματοποιήθηκε η μεγάλη επιστροφή για τον Αργεντίνο.


«Η αναχώρηση από την Λάτσιο δεν ήταν εύκολη, γιατί πέρασα όμορφα εκεί, είχα μια ζωή εύκολη και ήρεμη. Αλλά μου αρέσουν οι προκλήσεις, η καρδιά μου συνεχίζει να χτυπάει δυνατά και το να επιστρέψω στην Ατλέτι είναι ακριβώς αυτό: μια πρόκληση για το τί περιμένουν από μένα και το τί μπορώ να τους προσφέρω εγώ. Νιώθω πάθος για αυτή την ομάδα», ήταν οι πρώτες του δηλώσεις στο αεροδρόμιο του Μπαράχας. Και λίγες ώρες αργότερα, έξω από τα γραφεία της Ατλέτικο, συνέχισε: «Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο, ένιωσα κάτι παράξενο, μια περίεργη ταραχή. Και μόλις πάτησα το πόδι μου στη Μαδρίτη, έγινε πραγματικότητα η επιθυμία μου, με διαπέρασε μια ανατριχίλα, σημάδι της προσμονής και του ενθουσιασμού για αυτήν την καινούργια πρόκληση. Πριν λίγες εβδομάδες, όταν είδα στο Βιθέντε Καλντερόν εκείνο το πανό που έγραφε ‘’Τσόλο σε αγαπάμε’’, αποφάσισα ότι η επιλογή μου θα ήταν αυτή, να επιστρέψω εδώ».


Ήταν 20 Ιουλίου του 2003, όταν υπέγραψε το καινούργιο του συμβόλαιο με την Ατλέτικο. Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου του 2004, έδωσε την τελευταία του συνέντευξη Τύπου ως παίκτης των «ροχιμπλάνκος», αυτή τη φορά για να ανακοινώσει το τέλος της συνεργασίας του με την ομάδα και την επιστροφή του στην Αργεντινή. «Αφήνω την Ατλέτι, γιατί στα 34 μου χρόνια, ο ποδοσφαιριστής που έχω μέσα μου, μου ζητάει να παίξω μπάλα». Ο τεχνικός των «Ίντιος», ο Θέσαρ Φεράντο (César Ferrando Giménez), είχε πάψει να τον υπολογίζει και ο Τσόλο αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει από την Ευρώπη. «Ήταν δύσκολο, είχα μέσα μου μια μάχη ανάμεσα στο κεφάλι και την καρδιά και τελικά νίκησε η δεύτερη. Δεν θέλω συναισθηματισμούς, είναι πολλά όλα αυτά που θα αφήσω πίσω. Ποτέ δεν έφυγα από εδώ και ποτέ δεν θα φύγω από εδώ», ολοκλήρωσε συγκινημένος τις δηλώσεις του.


Η Ράσινγκ της Αβεγιανέδα, η ομάδα της οποίας υπήρξε οπαδός από μικρός και όπου πήγαινε μαζί με τον πατέρα του πιτσιρικάς για να βλέπει τους αγώνες της, υπήρξε ο τελευταίος σταθμός στην ποδοσφαιρική καριέρα του Ντιέγο Σιμεόνε. Έφτασε εκεί τον Ιανουάριο του 2005 και αγωνίστηκε για έναν χρόνο, μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου του 2006, όταν και έπαιξε το τελευταίο του επίσημο παιχνίδι. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ανέλαβε τον πάγκο της ως προπονητής, αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο στην ζωή του Τσόλο, ανοιχτό μέχρι σήμερα και το ίδιο - αν όχι περισσότερο - επιτυχημένο με εκείνο που ξεκίνησε το 1987 στην Βελέζ και διήρκεσε σχεδόν δυο δεκαετίες, γεμάτες επιτυχίες, τίτλους και προσωπικές διακρίσεις.


Ο Τσόλο κλήθηκε πρώτη φορά στις μικρές Εθνικές το 1988 και αγωνίστηκε τόσο στην U-20 (Νέων) όσο και στην U-23 (Ελπίδων). Τον Φεβρουάριο του 1989, πήρε μέρος στο Μουντιάλ Νέων (U-20) που διοργανώθηκε στη Σαουδική Αραβία. Στον πρώτο αγώνα του τουρνουά, με αντίπαλο την Ισπανία, ο Σιμεόνε πέτυχε το 1-0 για την ομάδα του (τελικό 1-2 υπέρ των Ισπανών) και η Αργεντινή έφτασε μέχρι τους "8", όπου αποκλείστηκε από τη Βραζιλία. Έναν χρόνο νωρίτερα, είχε κάνει το ντεμπούτο του με την Εθνική ομάδα των Ανδρών, σ’ ένα φιλικό ματς με αντίπαλο την Αυστραλία, στις 14 Ιουλίου του 1988. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1991, όταν η Αργεντινή κατέκτησε το Κόπα Αμέρικα της Χιλής, με σκόρερ στο κρίσιμο ματς με την Κολομβία τους Σιμεόνε και Γκαμπριέλ Μπατιστούτα (Gabriel Omar Batistuta).


Δυο χρόνια αργότερα, στο Κόπα Αμέρικα του Εκουαδόρ, η «αλμπισελέστε» υπερασπίστηκε με επιτυχία τον τίτλο της, κερδίζοντας και πάλι το τρόπαιο. Οι Αργεντίνοι -με τους Σερτζιο Γκοϊκοτσέα (Sergio Javier Goycochea), Σιμεόνε, Μπατιστούτα, Ρεδόντο (Fernando Carlos Redondo Neri), Όσκαρ Ρουτζέρι (Oscar Alfredo Ruggeri) και Κάσερες (Fernando Gabriel Cáceres) στη σύνθεσή τους- πέρασαν στα πέναλτι τόσο στον προημιτελικό με τη Βραζιλία όσο και στον ημιτελικό με την Κολομβία (εκτέλεσε εύστοχα και στα δυο ματς ο Τσόλο) και νίκησαν 2-1 στον τελικό το Μέξικο με τέρματα του Μπατιστούτα. Ανάμεσα στα δυο κερδισμένα Κόπα Αμέρικα, τον Οκτώβριο του 1992, η Αργεντινή νίκησε 3-1 τη Σαουδική Αραβία (με τον Σιμεόνε να πετυχαίνει το 3ο γκολ) και κατέκτησε το Κύπελλο Συνομοσπονδιών. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, η Αργεντινή με παίκτες όπως οι Σιμεόνε, Ερνάν Κρέσπο (Hernán Jorge Crespo), Φαμπιάν Αγιάλα (Roberto Fabián Ayala), Ζανέτι, Αλμέιδα, Αριέλ Ορτέγα (Arnaldo Ariel Ortega) και Κλαούντιο Λόπες (Claudio López), έφτασε μέχρι τον τελικό του τουρνουά, όπου περιορίστηκε στο αργυρό μετάλλιο, χάνοντας από τη Νιγηρία 3-2 με το γκολ του Εμανουέλ Αμουνίκε (Emmanuel Amuneke) στο τελευταίο λεπτό του αγώνα.


Ο Τσόλο Σιμεόνε αγωνίστηκε σε 3 Μουντιάλ με την «αλμπισελέστε», το 1994 στις ΗΠΑ, το 1998 στη Γαλλία και το 2002 στις Κορέα και Ιαπωνία. Σε αυτές τις τρεις τελικές φάσεις έπαιξε σε 11 παιχνίδια. Το 1994 η Αργεντινή αποκλείστηκε από τη Ρουμανία στους "16" (2-3), το 1998 έφτασε μέχρι τους "8" όπου αποκλείστηκε από την Ολλανδία (1-2) και το 2002 έμεινε εκτός από νωρίς, τερματίζοντας τρίτη στον όμιλό της, πίσω από Σουηδία και Αγγλία. Το πιο γνωστό περιστατικό του Σιμεόνε με την Εθνική στα Παγκόσμια Κύπελλα, είναι φυσικά εκείνο με τον Ντέιβιντ Μπέκαμ (David Beckham) στο Μουντιάλ της Γαλλίας, στη φάση των "16". Στο ξεκίνημα του 2ου ημιχρόνου, ο Τσόλο έκανε φάουλ στον Άγγλο ρίχνοντάς τον κάτω με δύναμη και ο Μπέκαμ αντέδρασε ανόητα, κλωτσώντας τον στο πόδι.


Ο Αργεντίνος σωριάστηκε «σαν ένας τόνος τούβλα», όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά το «Sports Illustrated» και ο Δανός διαιτητής Κιμ-Μίλτον Νίλσεν (Kim Milton Nielsen) έδειξε κίτρινη κάρτα στον Σιμεόνε, αποβάλλοντας τον Μπέκαμ με απευθείας κόκκινη κάρτα! Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Becks πήρε την ρεβάνς. Οι δυο ομάδες έπαιξαν στον όμιλο και η Αγγλία κέρδισε 1-0 με γκολ-πέναλτι του Μπέκαμ. Στις 28 Μαρτίου του 2001, στον αγώνα της Αργεντινής με την Βενεζουέλα για την προκριματική φάση του Μουντιάλ του 2002, ο Ντιέγο Σιμεόνε έγινε ο πρώτος διεθνής στην ιστορία της «αλμπισελέστε» που συμπλήρωσε 100 συμμετοχές. Έναν χρόνο νωρίτερα, είχε ξεπεράσει τις 91 του Μαραντόνα και είχε δηλώσει πως ένιωθε ντροπή γι' αυτό! Η τελευταία του επίσημη συμμετοχή με την Εθνική, η υπ' αριθμόν 106, ήταν ακριβώς εκείνη με την ήττα 1-0 από την Αγγλία στο Μουντιάλ του 2002.


Ο Ντιέγο "Τσόλο" Σιμεόνε υπήρξε πάντοτε η «ψυχή» των συλλόγων στους οποίους αγωνίστηκε. Κέρδισε τίτλους στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Αργεντινή. Φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού στις περισσότερες ομάδες της καριέρας του και αγαπήθηκε από τους φιλάθλους, ειδικότερα δε από εκείνους της Ατλέτικο, της Λάτσιο και φυσικά της Αργεντινής. Γεννημένος ηγέτης, πεισματάρης, μαχητής, έδωσε πάντοτε το παράδειγμα ως ποδοσφαιριστής, έχοντας μέσα στο μυαλό του μόνο τη νίκη. Όταν σταμάτησε την ενεργό δράση, συνέχισε ως προπονητής, ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο, να συνδυάζουν δηλαδή οι παίκτες του το μυαλό με την καρδιά. Τα αποτελέσματα τα είδαμε τα τελευταία χρόνια πρώτα στην Αργεντινή (Εστουδιάντες και Ρίβερ Πλέιτ) και συνεχίζουμε να τα βλέπουμε με ακόμα πιο τρανό τρόπο στην αγαπημένη του Ατλέτικο, εκεί όπου κυριολεκτικά έχει σαρώσει τους τίτλους, αλλάζοντας τελείως τη φυσιογνωμία όχι μόνο της ομάδας, αλλά ολόκληρου του συλλόγου.


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1987–1990: Club Atlético Vélez Sarsfield, 76 (14)
  •  1990–1992: Associazione Calcio Pisa 1909, 55 (6)
  • 1992–1994: Sevilla Fútbol Club, 64 (12)
  • 1994–1997: Club Atlético de Madrid, 98 (21)
  • 1997–1999: Football Club Internazionale Milano, 57 (11)
  • 1999–2003: Società Sportiva Lazio, 90 (15)
  • 2003–2005: Club Atlético de Madrid, 36 (2)
  • 2005/06: Racing Club de Avellaneda, 37 (3)
Σύνολο καριέρας: 513 (84)

Διεθνής
  • 1989: Εθνική Νέων Αργεντινής,4 (1)
  • 1988: Εθνική Ελπίδων Αργεντινής, 10 (2)
  • 1988–2002: Αργεντινή, 106 (11)

Προπονητική καριέρα
  • 2006: Racing Club de Avellaneda
  • 2006/07: Club Estudiantes de La Plata
  • 2007/08: Club Atlético River Plate
  • 2009/10: Club Atlético San Lorenzo de Almagro
  • 2011: Calcio Catania
  • 2011: Racing Club de Avellaneda
  • 2011–  : Club Atlético de Madrid

Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής

Συλλογικοί
Με την Atlético Madrid
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 1995/96
  • Κύπελλο Ισπανίας: 1995/96

Με την Internazionale
  • Κύπελλο UEFA: 1997/98

Με την Lazio
  • Ευρωπαϊκό Super Cup: 1999
  • Πρωτάθλημα Ιταλίας: 1999–2000
  • Κύπελλο Ιταλίας: 1999–2000
  • Σούπερ Καπ Ιταλίας: 2000

Διεθνείς
Με την Αργεντινή
  • Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA: 1992
  • Copa América: 2 (1991, 1993)
  • Artemio Franchi Trophy: 1993
  • Ολυμπιακοί Αγώνες: Ασημένιο Μετάλλιο -2η θέση στην Ατλάντα το 1996

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Trofeo EFE: 1995/96
Ως προπονητής

Συλλογικοί
Με την Estudiantes de La Plata
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: Apertura 2006

Με την River Plate
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: Clausura 2008

Με την Atlético Madrid
  • UEFA Europa League:
    2011/12
  • Ευρωπαϊκό Super Cup: 2012
  • Πρωτάθλημα Ισπανίας: 2013/14
  • Κύπελλο Ισπανίας: 2012/13
  • Σούπερ Καπ Ισπανίας: 2014

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Προπονητής της Χρονιάς για την Ισπανία: 2 (2012/13, 2013/14)
  • Miguel Muñoz Trophy: 2013/14

ΠΗΓΗ: sport24.gr

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Κάρλος Μπιάνκι: Ο Αντιβασιλέας

Ο Αργεντίνος κεντρικός επιθετικός και αργότερα προπονητής, Κάρλος Μπιάνκι (Carlos Arcecio Bianchi) γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1949, στο Μπουένος Άιρες. Με το παρατσούκλι «El Virrey» (Ο Αντιβασιλέας), και παρά το γεγονός ότι είχε μια λαμπρή καριέρα ως ένας από τους Κορυφαίους Σκόρερ στην Αργεντινή και τη Γαλλία, όντας ο κορυφαίος Αργεντίνος σκόρερ στα πρωταθλήματα πρώτης κατηγορίας, ενώ έχει ανακηρυχθεί και 8 φορές πρώτος σκόρερ (3 στην Αργεντινή και 5 στη Γαλλία), είναι περισσότερο γνωστός ως ένας από τους πιο Επιτυχημένους Προπονητές Όλων των Εποχών. Έχει οδηγήσει τη Βελέζ Σάρσφιλντ και τη Μπόκα Τζούνιορς σε ένα μεγάλο αριθμό τίτλων τη κάθε μία και έχει συνδέσει το όνομά του με αμέτρητες επιτυχίες, ενώ είναι κάτοχος ζηλευτών ρεκόρ, όντας ο μόνος προπονητής που έχει κατακτήσει 4 Κόπα Λιμπερταδόρες, αλλά και τα περισσότερα Διηπειρωτικά Κύπελλα.


Αφού έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στις Unión de Paz και Ciclón de Jonte, εντάχθηκε στις ακαδημίες της Βελέζ  του Σάρσφιλντ σε ηλικία 11 ετών. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα στα 18 του, σε ένα ματς απέναντι στην Μπόκα Τζούνιορς. Το 1968 κατέκτησε το πρωτάθλημα Αργεντινής, τον πρώτο τίτλο της καριέρας του, ενώ δυο χρόνια αργότερα βγήκε πρώτος σκόρερ με 18 γκολ και αμέσως μετά (1971) πέτυχε 36 τέρματα στο τοπικό πρωτάθλημα! Μέχρι το 1973, που πέρασε τον Ατλαντικό για να αγωνιστεί στη γαλλική Σταντ ντε Ρενς, πέτυχε με την "Fortín" 121 γκολ σε 165 συμμετοχές (μόνο στο πρωτάθλημα)!


Στη Γαλλία συνέχισε να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα με ρυθμούς "πολυβόλου", με αποτέλεσμα στην τετραετία που έμεινε στη Ρενς, να αναδειχθεί τρεις φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, το 1974, 1976 & 1977 με 30, 34 και 28 τέρματα αντίστοιχα! Το 1977 μετακινήθηκε στην Παρί Σεν Ζερμέν και αγωνίστηκε δυο σεζόν με τους Παριζιάνους, βγαίνοντας και στις δυο ξανά πρώτος σκόρερ στη γαλλική Λίγκα. Το 1979 φόρεσε τη φανέλα της Στρασμπούρ για ένα χρόνο και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αργεντινή και την Βελέζ , όπου παρέμεινε για μια τετραετία (1980-84), πετυχαίνοντας 85 τέρματα σε 159 συμμετοχές πρωταθλήματος. Το 1984 γύρισε στη Γαλλία, έπαιξε για μια σεζόν στην Ρενς και το καλοκαίρι του 1985 κρέμασε τα παπούτσια του.

Όταν ολοκλήρωσε την καριέρα του ως παίκτης, είχε φτάσει τα 403 τέρματα σε 577 επίσημες συμμετοχές όλων των διοργανώσεων και είναι ο 13ος σκόρερ όλων των εποχών στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο! Ο Μπιάνκι έχει πετύχει 385 γκολ σε 546 ματς πρωταθλημάτων πρώτης κατηγορίας (206 στην Αργεντινή και 179 στη Γαλλία), γεγονός που τον καθιστά τον κορυφαίο Αργεντίνο σκόρερ σε ότι αφορά αποκλειστικά αγώνες πρωταθλημάτων της κορυφαίας κατηγορίας, μπροστά από τους Αλφρέδο Ντι Στέφανο (Alfredo Di Stefano) που έχει 377 και Ντέλιο Ονίς (Delio Onnis) με 363. Στα 18 χρόνια που έπαιξε ποδόσφαιρο, ο Μπιάνκι κατέκτησε μόνο έναν τίτλο, αυτόν του πρωταθλητή Αργεντινής το 1968 με την Βελέζ .

Με την "αλμπισελέστε" αγωνίστηκε 14 φορές, πετυχαίνοντας 7 γκολ, την περίοδο 1970-1972.


Όταν όμως κάθισε στους πάγκους, τότε διέλυσε όλα τα ρεκόρ! Είναι ο μοναδικός στον κόσμο με τρία Διηπειρωτικά αλλά και ο μοναδικός στη Λατινική Αμερική που έχει κατακτήσει 4 Κύπελλα Libertadores! Στη συλλογή του υπάρχουν ακόμα 7 πρωταθλήματα Αργεντινής (3 με την Βελέζ  και 4 με την Μπόκα) και ένα Κύπελλο Ιντεραμερικάνα (με την Βελέζ ).

Ο Μπιάνκι ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από τη Γαλλία, περνώντας πρώτα από την Ρενς (1985-1988) και κατόπιν από την Νις (1989/90), ενώ αμέσως μετά ανέλαβε την Βελέζ  Σάρσφιλντ, στην οποία έμεινε 3 σεζόν και κατέκτησε τα πάντα: 3 πρωταθλήματα, ένα Λιμπερταδόρες (απέναντι στην Σάο Πάουλο), ένα Διηπειρωτικό (απέναντι στη Μίλαν) και την Ιντεραμερικάνα! Κατά τη διάρκεια της παραμονής του ως τεχνικός στην Βελέζ , απέκτησε το παρατσούκλι "Αντιβασιλέας" (Virrey).


Του το κόλλησε ένας αθλητικογράφος, ο Βίκτορ Ούγο Μοράλες (Victor Hugo Morales). Η έδρα της Βέλες βρίσκεται στο Λινίερς, μια συνοικία του Μπουένος Άιρες και ήταν παλιά (γύρω στο 1800) έδρα του Αντιβασιλέα των ισπανικών αποικιών του Ρίο ντε λα Πλάτα. Το 1996 οι φίλαθλοι της Βελέζ  αποχαιρέτησαν τον Μπιάνκι στο κατάμεστο από 50.000 θεατές στάδιο "José Amalfitani" και η Ρόμα υπήρξε ο επόμενος προορισμός του, όμως εκεί τα αποτελέσματα δεν τον συνόδευσαν και απολύθηκε λίγους μήνες μετά. Στη συνέχεια εργάστηκε ως σχολιαστής αγώνων σε αργεντίνικα μέσα και το 1998 ανέλαβε για πρώτη φορά την Μπόκα Τζούνιορς (υπήρξε προπονητής της σε τρεις διαφορετικές περιόδους, 1998-2001, 2003/04 & 2013/14). Με τους "Γενοβέζους", ο Μπιάνκι πέτυχε απίστευτα πράγματα, σαρώνοντας τους τίτλους εντός και εκτός συνόρων.


Με το "καλημέρα" κέρδισε το Apertura του 1998 και το Clausura του 1999, παίρνοντας δυο συνεχόμενα πρωταθλήματα, αήττητος σε 40 σερί παιχνίδια, ρεκόρ το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα ακατάρριπτο. Το 2000, σε μια μαγική χρονιά, κατέκτησε το δεύτερο Λιμπερταδόρες της καριέρας του και πρώτο για την Μπόκα μετά από 22 ολόκληρα χρόνια (στα πέναλτι με την Παλμέιρας), πήρε την Apertura και νίκησε την Ρεάλ Μαδρίτης στον τελικό του Διηπειρωτικού στο Τόκιο! Την επόμενη χρονιά κέρδισε ξανά το Λιμπερταδόρες (και πάλι στα πέναλτι, αυτή τη φορά με την μεξικάνικη Κρους Ασούλ), αλλά έχασε το Διηπειρωτικό (0-1 από την Μπάγερν στην παράταση) και παραιτήθηκε, για να αναλάβει και πάλι την Μπόκα τη σεζόν 2003/04. Σε μια ακόμα μαγική χρονιά, ο Μπιάνκι κατέκτησε το Apertura του 2003, το Λιμπερταδόρες του 2003 με το εντυπωσιακό συνολικό 5-1 επί της Σάντος και ένα ακόμη, το τρίτο, Διηπειρωτικό της καριέρας του με αντίπαλο και πάλι τη Μίλαν.


Το 2004 έχασε στον τελικό του Λιμπερταδόρες από την Κολομβιανή Όνσε Κάλντας στη διαδικασία των πέναλτι και αμέσως μετά παραιτήθηκε εκ νέου, απογοητευμένος από την πώληση πρωτοκλασάτων παικτών της ομάδας. Το καλοκαίρι του 2005 ανέλαβε την Ατλέτικο Μαδρίτης, όμως έμεινε εκεί μόνο 18 αγωνιστικές. Τον Ιανουάριο του 2009 επανήλθε στην Μπόκα, αυτή τη φορά ως υπεύθυνος διαχείρισης όλων των τμημάτων του συλλόγου, είτε επαγγελματικών, είτε ερασιτεχνικών. Σε αυτό το πόστο παρέμεινε για έναν χρόνο και παραιτήθηκε τον Γενάρη του 2010. Ακριβώς τρία χρόνια αργότερα, ανέλαβε για τρίτη και τελευταία (μέχρι σήμερα) φορά τον πάγκο της Μπόκα, όμως τα αποτελέσματα δεν ήταν ανάλογα του ένδοξου παρελθόντος και το καλοκαίρι του 2014 η διοίκηση των "Γενοβέζων" τον απέλυσε.


Στα 20 χρόνια του ως προπονητής, ο Κάρλος Μπιάνκι έδωσε με όλες τις ομάδες του συνολικά 847 επίσημα παιχνίδια. Σε αυτά είχε 390 νίκες, 248 ισοπαλίες και 209 ήττες (1253 γκολ υπέρ & 888 γκολ κατά). Ανακηρύχθηκε δυο φορές κορυφαίος προπονητής στον κόσμο (2000 & 2003) από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS), ενώ ψηφίστηκε πέντε φορές κορυφαίος τεχνικός της Νότιας Αμερικής (1994, 1998, 2000, 2001 & 2003). Κατέχει το ρεκόρ με τα περισσότερα Λιμπερταδόρες (4) στη Λατινική Αμερική και το παγκόσμιο ρεκόρ των Διηπειρωτικών Κυπέλλων με τρία στη συλλογή του, ρεκόρ το οποίο δεν πρόκειται να καταρριφθεί ποτέ, αφού ο θεσμός άλλαξε από το 2005, με το Intercontinental Cup να δίνει τη θέση του στο Μουντιάλ Συλλόγων.


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
  • Unión de Paz
  • Ciclón de Jonte
  • 1960–1967: Club Atlético Vélez Sarsfield

Επαγγελματική καριέρα
  • 1967–1973: Club Atlético Vélez Sarsfield, 165 (121)
  • 1973–1977: Stade de Reims, 124 (107)
  • 1977–1979: Paris Saint-Germain Football Club, 74 (64)
  • 1979/80: Racing Club de Strasbourg Alsace, 22 (8)
  • 1980–1984: Club Atlético Vélez Sarsfield, 159 (85)
  • 1984/85: Stade de Reims, 18 (8)

Σύνολο καριέρας: 562 (393)
Διεθνής
  • 1970–1972: Αργεντινή, 14 (7)

Προπονητική καριέρα

  • 1985–1988: Stade de Reims
  • 1989/90: Olympique Gymnaste Club Nice Côte d'Azur
  • 1993–1996: Club Atlético Vélez Sarsfield
  • 1996: Associazione Sportiva Roma
  • 1998–2001: Club Atlético Boca Juniors
  • 2003/04: Club Atlético Boca Juniors
  • 2005/06: Club Atlético de Madrid
  • 2013/14: Club Atlético Boca Juniors

Τίτλοι
Ως ποδοσφαιριστής
Με την Vélez Sarsfield
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: 1968 Nacional

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Πρώτος Σκόρερ Πρωταθλήματος Αργεντινής: 3 (1970, 1971, 1981)
  • Πρώτος Σκότερ Πρωταθλήματος Γαλλίας: 5 (1974, 1976, 1977, 1978, 1979)

Ως προπονητής

Με την Vélez Sarsfield
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: 3 (1993 Clausura, 1995 Apertura, 1996 Clausura)
  • Copa Libertadores: 1994
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1994
  • Copa Interamericana: 1994

Με την Boca Juniors
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: 4 (1998 Apertura, 1999 Clausura, 2000 Apertura, 2003 Apertura)
  • Copa Libertadores: 3 (2000, 2001, 2003)
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 2 (2000, 2003)

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Προπονητής της Χρονιάς για την Νότιο Αμερική: 5 (1994, 1998, 2000, 2001, 2003)
  • Κορυφαίος Προπονητής στον Κόσμο από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: 2 (2000, 2003)

ΠΗΓΗ: sport24.gr

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Λάγιος Ντέταρι: (Λ)άγιος ο Θεός, (Λ)άγιος Ισχυρός ...

Ο Ούγγρος κεντρικός, σε ρόλο οργανωτικού, μέσος Λάγιος Ντέταρι (Lajos Détári), γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1963, στη Βουδαπέστη. Στην ακμή της καριέρας του, την δεκαετία 1984-1994, υπήρξε ένας αξιοσέβαστος παίκτης σε ολόκληρη την Ευρώπη, κερδίζοντας τον τίτλο του «Παίκτης της Χρονιάς» στην Ουγγαρία, την Ελλάδα και την Ελβετία. Από το 1984, σκόραρε 13 γκολ σε 61 διεθνείς εμφανίσεις για τη χώρα του μέχρι το 1994. Συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό, σκοράροντας ένα γκολ στη νίκη με 2-0 επί του Καναδά, τέρμα που εξακολουθεί να παραμένει το τελευταίο που έχει σκοράρει η ουγγρική εθνική ομάδα σε τελική Φάση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου. Το 1987, μεταγράφηκε από τη Χόνβεντ Βουδαπέστης στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης, σκοράροντας το μοναδικό τέρμα στον τελικό του γερμανικού Κυπέλλου του 1988, εναντίον της Μπόχουμ, τον τελευταίο οποιονδήποτε τίτλο της Άιντραχτ μέχρι σήμερα.


Κατά την έναρξη της επόμενης περιόδου, έκανε μεταγραφή για το παγκόσμιο ρεκόρ των £ 6 εκατομμυρίων στερλινών, για τον Ολυμπιακό Πειραιώς, φτάνοντας στην Ελλάδα σε μια θυελλώδη υποδοχή από τους οπαδούς της ομάδας του Πειραιά. Δυστυχώς, δεν δικαιολόγησε τις προσδοκίες του Ολυμπιακού και τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την απόκτηση του, φεύγοντας μετά από μόλις δύο χρόνια, εν μέσω του σκανδάλου που αφορούσε τον -τότε- ιδιοκτήτη του Ολυμπιακού, Γιώργο Κοσκωτά. Παρόλα αυτά, σε αυτά τα δύο χρόνια σκόραρε 35 γκολ σε 60 παιχνίδια πρωταθλήματος, πολλά από αυτά από στημένες φάσεις, που ήταν η ειδικότητά του. Μετά την αποχώρηση από την Ελλάδα, έπαιξε για αρκετούς συλλόγους, όπως τη Μπολόνια και την  Ανκόνα στην Ιταλία, τη Νεσατέλ Ξαμάξ στην Ελβετία και τη Σεντ Πόλτεν στην Αυστρία.


Ξεκίνησε να παίζει μπάλα απ' τα 9 του χρόνια στην τοπική FC Aszfaltutepitoe της Βουδαπέστης, απ' όπου μεταπήδησε μόλις ένα χρόνο αργότερα στη μεγάλη ομάδα της Βουδαπέστης, τη Χόνβεντ. Ο μικρός Λάγιος έμεινε για 7 χρόνια στις ακαδημίες της Χόνβεντ και με τη συμπλήρωση του 17ου  έτους του προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα. Στη Χόνβεντ, έμεινε άλλη μια επταετία (1980-1987) και "μέτρησε" 134 συμμετοχές και 72 γκολ, επίδοση πραγματικά αξιοζήλευτη αν αναλογιστεί κανείς ότι αγωνιζόταν ως "δεκάρι", στη μεσαία γραμμή δηλαδή. Το 1984 είχε κάνει και το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα της Ουγγαρίας και το 1986 συμμετείχε με την εθνική στο Μουντιάλ του Μεξικού. Η Ουγγαρία δεν πέρασε στην επόμενη φάση, αλλά ο Ντέταρι σκόραρε μια φορά στο 2-0 της Ουγγαρίας επί του Καναδά, όπου έπαιζε ένας άλλος παίκτης που φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού, ο Ιγκόρ Βράμπλιτς (Igor Vrablic).


Στα τέλη του 1987 ο Ντέταρι έχει κερδίσει τρία πρωταθλήματα Ουγγαρίας (1984, 1985, 1986) και ένα κύπελλο (1985), ενώ κέρδισε και τρείς συνεχόμενες χρονιές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ (1985, 1986, 1987) με 18, 27 και 19 γκολ αντίστοιχα. Τα κατορθώματα του δεν πέρασαν απαρατήρητα και το καλοκαίρι του 1987, αντί 2.000.000 δολαρίων, ο Ντέταρι πηγαίνει στη Γερμανία για λογαριασμό της Άϊντραχτ Φρανκφούρτης. Η μεταγραφή του πέρασε στην ιστορία ως μια απ' τις μεγαλύτερες που έχουν γίνει ποτέ στο Γερμανικό ποδόσφαιρο. Στη Γερμανία θα μείνει μόλις μία σεζόν (1987/88), θα πετύχει 11 γκολ σε 33 συμμετοχές και θα κερδίσει το κύπελλο Γερμανίας (σκοράροντας μάλιστα στον τελικό ενάντια στη Μπόχουμ), ενώ ψηφίστηκε και ως ο καλύτερος ξένος του Γερμανικού πρωταθλήματος.


Το καλοκαίρι του 1988 φυσικά ο 25χρονος Μαγυάρος αποτελούσε το "μήλον της έριδος" για μεγάλους συλλόγους της Ευρώπης. Μπάγερν, Ίντερ, Ρεάλ, Γιουβέντους και ένα σωρό άλλοι σύλλογοι ενδιαφέρονταν να εντάξουν τον Ούγγρο μαέστρο στο δυναμικό τους. Ειδικά η Γιουβέντους ήταν συνεχώς μέσα στο παιχνίδι της μεταγραφής του, αφού ο - τότε- ιθύνων νους, Τζιανπιέρο Μπονιμπέρτι (Giampiero Boniperti), τον αποκαλούσε "ξανθό Πλατινί" και τον ήθελε όσο τίποτα στην ομάδα του». Ο Γιώργος Κοσκωτάς έδωσε για χάρη του 1.100.000.000 (ένα δισεκατομμύριο εκατό εκατομμύρια δραχμές) κερδίζοντας τον... πλειστηριασμό που χωρίς υπερβολή είχε συγκλονίσει για έναν ολόκληρο μήνα τη μισή Ευρώπη και τον έφερε στον Πειραιά. Το συνολικό κόστος της μεταγραφής, έφτασε το εξωπραγματικό ποσό των 8.700.000 ευρώ (κοντά στα 3 δισεκατομμύρια ελληνικών δραχμών),  ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.


Χαρακτηριστικό του ύψους της πρότασης για την εποχή αποτελεί το γεγονός πως για λίγο καιρό η μεταγραφή του Ντέταρι στον Ολυμπιακό αποτελούσε την δεύτερη ακριβότερη μεταγραφή στον κόσμο πίσω από αυτή του Ντιέγκο Μαραντόνα από τη Μπαρτσελόνα στη Νάπολι έναντι 13.000.000 ευρώ!. Το τι έγινε για χάρη του όταν ανακοινώθηκε ότι θα παρουσιαστεί στο δημαρχείο του Πειραιά, δε περιγράφεται. Χιλιάδες κόσμος κατέκλυσε κάθε στενό του Πειραιά για να δει τη μεγαλύτερη μεταγραφή που είχε γίνει ποτέ στο Ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Ντέταρι λέει "Θρύλε Θεέ μου, Ολυμπιακέ μου" από μικροφώνου και ο Πειραιάς σείεται...


Μεγάλη πάστα ποδοσφαιριστή ο Ούγγρος, με ότι συνεπάγεται αυτό, θετικό ή αρνητικό. Απίστευτη τεχνική κατάρτιση, τρομερό κοντρόλ της μπάλας, πόδια-δυναμίτες (το "καλό" του ήταν το δεξί, αλλά είχε και ένα αριστερό πόδι, σκέτο φαρμάκι) και ντρίμπλα που θα έκανε ακόμα και τον μεγαλύτερο βιρτουόζο να κοκκινίσει από ντροπή. Όσο για τη σπεσιαλιτέ του; Οι στημένες φάσεις. Ο Ντέταρι ευστόχησε σε όλα τα πέναλτι που εκτέλεσε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, τα "γεμίσματα" του με φάουλ από πλάγια ή από κόρνερ ήταν "θάνατος", ενώ οι εκτελέσεις φάουλ, όταν ο Ντέταρι είχε στόχο το τέρμα ήταν σαν... πέναλτι. Το γκολ-φάουλ του Ντέταρι που' χει μείνει χαραγμένο στη μνήμη των «γαύρων», ήταν σ' εκείνο τον αγώνα για το κύπελλο UEFA με τους Αυστριακούς της First Vienna! Ήταν εκείνο το ματς, που οι Αυστριακοί είχαν χαζέψει κυριολεκτικά απ' τα εκατοντάδες (χωρίς υπερβολή) καπνογόνα που' χαν ανάψει στην "Θύρα 7", είχαν διακόψει την προθέρμανση τους και είχαν στραφεί προς τη μεριά της εξέδρας, χαζεύοντας το θέαμα, στις 02 Νοεμβρίου του 1989. Ήταν λίγο μετά το 50ο  λεπτό, όταν ο Ολυμπιακός είχε κερδίσει φάουλ προς την πλευρά της παλιάς "Θύρας 14". Όλοι περίμεναν τεχνική εκτέλεση απ' τον Ντέταρι με φάλτσα κλπ. Ο Λάγιος όμως παίρνει φόρα, ρίχνει ένα "τούβλο" με το δεξί και καρφώνει τη μπάλα στη γωνία του Αυστριακού τερματοφύλακα και το Καραϊσκάκη έγινε... Ρίο.


Ο Ντέταρι ήρθε σε μια δύσκολη - δυστυχώς γι' αυτόν, και για τον Ολυμπιακό - περίοδο. Με το που έφτασε στου Ρέντη, συνάντησε τον Γιάτσεκ Γκμοχ (Jacek Wojciech Gmoch), έναν προπονητή που είχε μάθει ότι αποτελέσματα φέρνει μόνο η πολύ σκληρή προπόνηση και λιγότερο η τεχνική κατάρτιση. Η σχέση μεταξύ τους άρχισε να "τσακίζει", όταν ο Ντέταρι ζήτησε να μην αγωνιστεί στο προγραμματισμένο φιλικό με την Άϊντραχτ στα πλαίσια της μεταγραφής του, καθώς είχε έναν τραυματισμό που τον ταλαιπωρούσε απ' τη Γερμανία και ήθελε να αποθεραπευθεί. Ο Γκμοχ όμως, για να ευχαριστήσει τον κόσμο που μαζεύτηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο (μέσα Αυγούστου και 70.000 κόσμος στο ΟΑΚΑ για ένα φιλικό) αλλά και τον πρόεδρο, έβαλε κανονικά το Ντέταρι με αποτέλεσμα το τραύμα του Ούγγρου να υποτροπιάσει και να χάσει σχεδόν τη μισή προετοιμασία. Ο Ντέταρι μουρμούριζε σε κάθε ευκαιρία για την απόφαση αυτή του Γκμοχ που είχε ως αποτέλεσμα να μη ξεκινήσει τη σεζόν όπως θα' θελε. Πάντως, για την ιστορία, ο Ολυμπιακός κέρδισε εκείνο το παιχνίδι με 1-0 με γκολ του Τάσου Μητρόπουλου, έπειτα από μπαλιά ακριβείας 40-50 μέτρων του Ντέταρι.


Ο Ούγγρος άσος άνοιξε το λογαριασμό του στην Ελλάδα στις 13 Νοεμβρίου του 1988, στο νικηφόρο 4-0 επί του Άρη (πέτυχε το 2-0). Το δεύτερο εν Ελλάδι γκολ του Ντέταρι όμως, ήταν πραγματικό αριστούργημα. Στις 20 Νοεμβρίου του 1988, στο Καραϊσκάκη, Εθνικός - Ολυμπιακός. Ο Ολυμπιακός απ' το 54ο  λεπτό προηγείται με 2-0, με γκολ των Μητρόπουλου - Ηλία Σαββίδη. Λίγο πριν τη λήξη του αγώνα, στο 88ο  λεπτό, ο Ντέταρι πήρε τη μπάλα μέσα στην περιοχή, έφτασε μπροστά στον γκολκίπερ του Εθνικού, Δημήτρη Δοξάκη, τον "χόρεψε" (τον ντρίμπλαρε 2 φορές) και πέτυχε ένα γκολ για σήμα αθλητικής εκπομπής. Ο Ντέταρι "κέρασε" στη συνέχεια το Διαγόρα Ρόδου (2 γκολ), την ΑΕΚ και τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, πριν φτάσουμε στις αρχές Μαρτίου και γίνει το μεγάλο "μπαμ".


Έχει ξεσπάσει το σκάνδαλο Κοσκωτά και στα διοικητικά του Ολυμπιακού γίνεται χαμός. Ο Γκμοχ είχε καταφέρει να τσακωθεί άπειρες φορές με το συγχωρεμένο, Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες (Juan Gilberto Funes Baldovino) και ο Αργεντινός έφυγε απ' την ομάδα στα τέλη του Ιανουαρίου, μετά το γκολ που πέτυχε επί του Απόλλωνα Αθηνών. Ο Ντέταρι που είχε συχνά κόντρες μαζί του τόσο για τις ιδέες του στην προπόνηση όσο και για την τακτική του, τσακώθηκε (άγρια) με το Γκμόχ, όταν παραμονές του ντέρμπι της 22ης  αγωνιστικής με τον Παναθηναϊκό κατηγόρησε τον Πολωνό προπονητή ότι επίτηδες πήγε την ομάδα σ’ ένα εστιατόριο στο οποίο η ορχήστρα έπαιζε τα τραγούδια του Σοβιετικού στρατού. Ο Ντέταρι δηλώνει στο Σαλιαρέλη πως ο Γκμοχ το έκανε επίτηδες για τα τον προσβάλλει και να τον προκαλέσει, καθώς γνώριζε πως δεν τρέφει τα καλύτερα συναισθήματα για τον κομμουνισμό. Το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό θα τελειώσει 1-1 με γκολ των Μητρόπουλου και Δημήτρη Σαραβάκου και ο κόσμος δυσανασχετεί.


Ο Ντέταρι βρίσκει ευκαιρία και θέτει το δίλημμα : "Ή αυτός, ή εγώ" λέει, ο κόσμος του Ολυμπιακού που δε πολυγούσταρε τον Γκμοχ λόγω Παναθηναϊκού παρελθόντος αλλά και της κόντρας με τους αγαπημένους Φούνες και Ντέταρι παίρνει το μέρος το και ο Πολωνός προπονητής παίρνει πόδι απ' τον Ολυμπιακό, αφήνοντας τη σκυτάλη στο Γιάννη Γούναρη. Ο Ντέταρι υπόσχεται στο Σαλιαρέλη οτι θα πάρει μόνος του το πρωτάθλημα και παραλίγο να τα καταφέρει : Οπλίζει και αρχίζει να πυροβολεί : 1 γκολ στον Εθνικό, άλλο 1 στο Λεβαδειακό, 4 στον Ολυμπιακό Βόλου και άλλο 1 στο Διαγόρα Ρόδου. Ο Ολυμπιακός όμως, είχε "γκελάρει" σε τρία "δικά του" παιχνίδια (0-0 με Άρη, 2-2 με Εθνικό, 0-0 με Δόξα Δράμας), με αποτέλεσμα η ΑΕΚ να έχει το προβάδισμα για τον τίτλο. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Ολυμπιακός είχε την ευκαιρία με νίκη να σκαρφαλώσει και πάλι στην πρώτη θέση. Στις 07 Μαΐου 1988, ο Ολυμπιακός επί 82' "πυροβολεί" την ΑΕΚ, αλλά η μπάλα δε μπαίνει μέσα με τίποτα. Ο Τάκης Καραγκιοζόπουλος κάνει το 0-1 στο 83' και ο Ολυμπιακός χάνει τον τίτλο μέσα απ' τα χέρια του. Ο Ντέταρι τελειώνει την πρώτη του σεζόν στην Ελλάδα με 27 συμμετοχές και 15 γκολ.


Τη νέα σεζόν οι εμφανίσεις του Ντέταρι ήταν ανάλογες της διοικητικής κατάστασης στον Ολυμπιακό : Ασταθείς. Μια κρύο, μια ζέστη. Ο κόσμος περίμενε καλό προπονητή και ξενέρωσε απίστευτα στο άκουσμα του ονόματος "Μίλτος Παπαποστόλου". Ο πρώην προπονητής της Εθνικής Ελλάδας και επί σειρά ετών πρόεδρος του συνδέσμου Ελλήνων προπονητών μπορεί να ήταν καλός για ομάδες απ' τη μέση της βαθμολογίας και κάτω, αλλά με μεγέθη όπως Μητρόπουλος - Ντέταρι – Γιώτης Τσαλουχίδης κλπ το μόνο σίγουρο ήταν θα είχε πρόβλημα. Ο κόσμος δε τον πολυσυμπαθούσε κιόλας, λόγω των γνωστών "κίτρινων" αισθημάτων του.


Η "ομερτά" των οπαδών κράτησε λίγο. Στο διάστημα 20/08/1989 - 10/09/1989 ο Ολυμπιακός είχε μία ισοπαλία και τρείς νίκες στη φάση των ομίλων του κυπέλλου Ελλάδας : Μια εμφατική νίκη με 8-0 επί του Ηροδότου, ένα 2-0 επί της Σπάρτης, ένα αγχώδες 4-3 επί της Κορίνθου και μια "λευκή" ισοπαλία (0-0) με την - αγωνιζόμενη τότε στην Γ' Εθνική - Καλλιθέα. Ο κόσμος μουρμούριζε για τη διαχείριση της ομάδας απ' τον Παπαποστόλου, καθώς με Ντέταρι στα χαφ και Αναστόπουλο - Μητρόπουλο μπροστά, περίμενε τουλάχιστον τέτοια ματς να τα "καθαρίζει" χωρίς προβλήματα. Η ομερτά "έσπασε" στις 13 Σεπτεμβρίου του 1989, στον 1ο γύρο του κυπέλλου UEFA. Ο Ολυμπιακός είχε κληρωθεί να αντιμετωπίσει την παντελώς άγνωστη στο Ελληνικό κοινό, Ραντ Βελιγραδίου. Ομάδα μικρομεσαία στο πρωτάθλημα της πάλαι ποτέ ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, από "σπόντα" κατάφερε να πλασαριστεί σε θέση εξόδου στο UEFA. Ο πρώτος αγώνας είχε οριστεί να διεξαχθεί στο FK Rad Stadium, το οποίο ήταν ένα συμπαθητικό γηπεδάκι σαν αυτά που πάνε οι ομάδες στο εξωτερικό και κάνουν προετοιμασία : Γύρω γύρω δέντρα, κόσμος που έβγαζε βόλτα το σκύλο, παιδιά με ποδήλατα και τέτοια. Οι ιδέες και η... έξυπνη τακτική του Παπαποστόλου - ήτοι "όλοι πίσω, να κρατήσουμε το μηδέν", έφερε τον Ολυμπιακό σε δεινή θέση καθώς μέχρι το τελευταίο λεπτό του αγώνα έχανε με 2-0 και έβλεπε ότι αποχαιρετούσε το κύπελλο UEFA και πάλι, από πολύ νωρίς. Το "φιλί της ζωής" ήρθε από το γκολ του Τσαλουχίδη στο 90' που έδωσε ελπίδες για τον επαναληπτικό, αλλά το γυαλί στις σχέσεις οπαδών - Παπαποστόλου είχε ραγίσει.


Η ισοπαλία στις Σέρρες (1-1) με τον Πανσερραϊκό απλά όξυνε την κατάσταση. Ο Γιώτης Τσαλουχίδης ήδη μουρμούριζε για τον παραγκωνισμό του (κολλητού του) Ηλία Ταληκριάδη και τη χρησιμοποίηση του Παναγιώτη Μολακίδη κάτω απ' τα δοκάρια. Κάπου εκεί αναλαμβάνει δράση ο Λάγιος Ντέταρι. Μετά το νικηφόρο 3-0 επί του Ιωνικού στις 24/09/1989 με δικό του χατ-τρικ, ζητάει να δει το Σαλιαρέλη όπου και τον πείθει να απολύσει τον Παπαποστόλου και να προσλάβει στη θέση του τον... πεθερό του, Ίμρε Κόμορα (Imre Komora). Ο Σαλιαρέλης λέει "Ναί" γνωρίζοντας ότι έτσι θα ικανοποιήσει και τη "λαϊκή απαίτηση" και έτσι ο Παπαποστόλου φεύγει απ' τον Ολυμπιακό πριν καλά-καλά κλείσει τρίμηνο... Ο Ντέταρι πάντως σε αυτό το διάστημα, τη δουλειά του την έκανε καλά. Μπορεί να μην έπαιζε στο επίπεδο που μπορούσε, αλλά "έγραφε" : 1 γκολ ενάντια στον Ηρόδοτο, άλλο 1 απέναντι στην Κόρινθο, άλλο 1 απέναντι στη Σπάρτη και χατ-τρικ απέναντι στον Ιωνικό Νικαίας.


Ο Κόμορα, ο νέος προπονητής, παρουσιάστηκε ως πρώην ομοσπονδιακός τεχνικός της Ουγγαρίας. Ήταν κοινό μυστικό πάντως, ότι το κουμάντο στον καταρτισμό της 11άδας το έκανε ο Λάγιος. Η τακτική του Κόμορα - με οδηγίες Λάγιος - ήταν : Πολλά (πάάάάρα πολλά) ρεπό καθώς και... προπονητικές επισκέψεις και περίπατοι τις Παρασκευές στις καφετέριες της Γλυφάδας για να... φεύγει το άγχος! Ο Ντέταρι πυροβολούσε κατά βούληση : Ραντ, Ξάνθη (2), Παναθηναϊκός (4), Φιρστ Βιέννα, Λάρισα, Άρης (3), Δόξα Δράμας, Ολυμπιακός Βόλου (4), Εθνικός (3), Ηρακλής (2), ΟΦΗ (3) έπεσαν θύματα του. Η μεγαλύτερη πάντως συμφωνία του Μαγυάρου μαέστρου δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1989, στο στάδιο Καραϊσκάκη, στο 4-0 επί του ΠΑΟΚ. Ο Ντέταρι δε σκόραρε, αλλά κυριολεκτικά διεύθυνε μαεστρικά τον Ολυμπιακό και έκανε πράγματα αδιανόητα να τα αντιληφθεί ανθρώπινος νους με τη μπάλα.


Παρά τον παραγωγικό οίστρο του Ντέταρι όμως, στο πρωτάθλημα όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά... 18 νίκες, 9 ισοπαλίες και 7 ήττες σε 34 αγώνες δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε "πορεία πρωταθλητισμού". Πολλές γκέλες με υποδεέστερες ομάδες έφεραν τον Ολυμπιακό πίσω στη βαθμολογία και εκτός μάχης του τίτλου, ενώ η μουρμούρα για τον πεθερό του Ντέταρι - αλλά και για τον ίδιο το Μαγυάρο, απ' τον οποίο περίμεναν πολλά περισσότερα οι οπαδοί της ομάδας - αυξανόταν.


Στις άλλες διοργανώσεις πάντως, ο Ολυμπιακός τα πήγαινε καλά. Στο νεοσυσταθέντα θεσμό του "Κυπέλλου ΕΠΑΕ" (ένα κακέκτυπο του League Cup της Αγγλικής Λίγκας, που έζησε ελάχιστα στην Ελλάδα) έφτασε άνετα μέχρι τον τελικό, ενώ και στο κύπελλο Ελλάδος πήγε "περίπατο" μέχρι τα ημιτελικά. Εκεί, απέκλεισε τον Παναθηναϊκό (2-1 στο Καραϊσκάκη, 1-2 στο ΟΑΚΑ, 3-3 στην παράταση) με το Λάγιος Ντέταρι να "κάνει τα δικά του" και στα δύο παιχνίδια. Ο Ούγγρος είχε πάρει απόφαση να κατακτήσει ένα τρόπαιο οπωσδήποτε. Και το κατάφερε, καθώς στις 17 Μαΐου του 1990, στο Ο.Α.Κ.Α., ο Ολυμπιακός θα κερδίσει με 4-2 τον ΟΦΗ με 2 γκολ του Ντέταρι και άλλα δύο του Τσαλουχίδη και θα αποθεωθεί απ΄ τον κόσμο, που στην απονομή του παίρνει παπούτσια, κάλτσες, φανέλες και τον αφήνει με το... σώβρακο.


Την ημέρα του τελικού, στις εξέδρες του ΟΑΚΑ βρέθηκε ο Όλεγκ Μπλαχίν (Oleh Volodymyrovych Blokhin) που μόλις είχε ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα και οι φήμες για αντικατάσταση του Κόμορα φούντωσαν. Οι παίκτες του Ολυμπιακού φροντίζουν να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο ώστε να μη μείνει ο αντιπαθητικός σε πολλούς πεθερός του Ντέταρι στην ομάδα και δέκα ημέρες μετά τον τελικό (27/05/1990), την τελευταία αγωνιστική στο "Καραϊσκάκη" κάνουν το... μεγάλο κόλπο : Προηγούνται με 4-0 του ΟΦΗ στο 50ο  λεπτό και... τραβάνε χειρόφρενο! Στο 51' ο Μαρινάκης έκανε το 4-1, στο 62' ο Χάϊμε Βέρα (Jaime Andrés Vera Rodríguez) το 4-2 αλλά ο ΟΦΗ είχε... σκαλώσει. Η "ομορφιά του ποδοσφαίρου" σημειώθηκε στο τελευταίο πεντάλεπτο, όπου ο Ολυμπιακός έφαγε 3 γκολ: Στο 85' ο Κώστας Μπατσινίλας, στο 86' ο Βέρα και στο 90' ο Στέφανος Βάβουλας ολοκλήρωσαν το σεμινάριο της ΠΑΕ Ολυμπιακός «1000+1 τρόποι για να φάτε τον προπονητή σας». Ο Ολυμπιακός τερμάτισε στην 4η  θέση, πίσω απ' τους Παναθηναϊκό (53β.), ΑΕΚ (50β.) και ΠΑΟΚ (46β.). Ο Σαλιαρέλης ανακοινώνει ότι συμφώνησε με τον Όλεγκ Μπλαχίν που είχε ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα ένα χρόνο πριν στην Κύπρο και ενημερώνει δημοσιογράφους και ομάδα ότι ο Σοβιετικός θα είναι ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού απ' τη νέα σεζόν.


Η νέα σεζόν ξεκινά με τον Ολυμπιακό να ψάχνει το πρωτάθλημα μετά από την τελευταία στείρα τριετία. Με νέο προπονητή που προκαλούσε δέος και σεβασμό στους περισσότερους - όχι λόγω των προπονητικών του ικανοτήτων, αλλά της τεράστιας κλάσης του και της μεγάλης του καριέρας ως ποδοσφαιριστής - και με ένα ισχυρό ρόστερ, αλλά και τον τίτλο του κυπελλούχου στις αποσκευές του.


Λίγο πριν την έναρξη της προετοιμασίας, γίνεται ένα συμβάν που θα ξεσηκώσει τον κόσμο, που έχει δει ξεκάθαρα ότι ο... "βασιλιάς των ρουμπινιών" Αργύρης Σαλιαρέλης όχι απλά δεν είναι... εμίρης, αλλά μάλλον φέρνει προς το... κακομοίρης. Ο τρόπος που διοικεί την ομάδα, η πλήρης αδυναμία να την «προστατεύσει»,  αλλά και οι συχνές δηλώσεις του ότι... "το ταμείο είναι μείον", έχουν κάνει τους οπαδούς να τον έχουν βάλει "στο μάτι" και να τον κράζουν άσχημα σε κάθε ευκαιρία. Το κράξιμο γίνεται οργή, όταν στην "πρώτη" της ομάδας για τη νέα σεζόν, ενώ ο κόσμος περιμένει να δει και να αποθεώσει το Ντέταρι μαζί με τους άλλους παίκτες του Ολυμπιακού, αίφνης μαθαίνει πως ο παίκτης... πουλήθηκε στη Μπολόνια για να συνεχίσει την καριέρα του στο Καμπιονάτο! Οι εξαγριωμένοι οπαδοί - αλλά και οι απορημένοι δημοσιογράφοι ζητούν το λόγο απ' το Σαλιαρέλη, ο οποίος είπε το αμίμητο «… ο Ντέταρι ζήτησε από... μόνος του να φύγει επειδή είναι Ούγγρος!» Κάγκελο έμειναν οι οπαδοί και οι δημοσιογράφοι και κοίταζαν ο ένας τον άλλο, για να τους αποτελειώσει ο Ανάργυρος! «… ο Ντέταρι δεν ήθελε να μείνει γιατί ο νέος προπονητής είναι Σοβιετικός και οι Σοβιετικοί είχαν σκοτώσει τον παππού του στον πόλεμο» (!!!) Τέζα άπαντες...


Ο Ντέταρι μετακόμισε λοιπόν στη Μπολόνια στην οποία έμεινε για δύο σεζόν (1990-1991, 1991-1992) έχοντας 42 συμμετοχές και 14 γκολ. Το επόμενο καλοκαίρι (1992-1993) πήγε στην Ανκόνα όπου είχε "γεμάτη" σεζόν (32 συμμετοχές / 9 γκολ) και το 1993-1994, σε ηλικία 30 ετών επαναπατρίστηκε για λογαριασμό της Φερεντσβάρος. Οι τραυματισμοί αλλά και οι κόντρες με τους οπαδούς που δε ξεχνούσαν ότι προερχόταν απ' τη μισητή Χόνβεντ δε του επέτρεψαν να παίξει μπάλα (13 συμμετοχές / 1 γκολ) αλλά το όνομα του μέτραγε ακόμα στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο και το καλοκαίρι του 1994 επιστρέφει στο καμπιονάτο για λογαριασμό της Τζένοα. Οι 8 συμμετοχές του δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε και έτσι φεύγει για άλλες πολιτείες. Επόμενος σταθμός του, η Ελβετία.


Στην Ξαμάξ έμεινε ενάμιση χρόνο, μέχρι το Δεκέμβρη του 1996 (35 συμμετοχές / 12 γκολ) οπότε και μεταγράφηκε στην Αυστρία και στη Σεντ Πόλτεν. Έμεινε 2 χρόνια εκεί, πέτυχε 8 γκολ αλλά τα χρόνια βάραιναν τα μαγικά του πόδια και οι 13 μόλις συμμετοχές ήταν φυσικό επακόλουθο. Το 1998 επαναπατρίζεται για λογαριασμό της BVSC Βουδαπέστης (17 συμμετοχές / 8 γκολ) και έκλεισε την καριέρα του σε ηλικία 37 ετών στη Dunakeszi VSE, όπου είχε 17 συμμετοχές και 4 γκολ.

Χρίσθηκε 61 φορές διεθνής, από το 1984 μέχρι και το 1994 και σημείωσε 13 γκολ. Έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, σκοράροντας ένα γκολ στη νίκη με 2-0 επί του Καναδά, τέρμα που εξακολουθεί να παραμένει το τελευταίο που έχει σκοράρει η ουγγρική εθνική ομάδα σε τελική Φάση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Μετά το τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, αποφάσισε να συνεχίσει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο αλλά από ένα άλλο πόστο και συγκεκριμένα αυτό του προπονητή. Πρώτος σύλλογος στον οποίο ανέλαβε προπονητής ήταν η Μπίχορ Οράντεα, ομάδα της Ρουμανίας. Από το 2001 και μέχρι το 2005 δούλεψε ως προπονητής στις ουγγρικών Τσέπελ, Χόνβεντ, Σομπάτελι Χάλαντας, Ταταμπάνια, Ντιοσγκιόρι και Νιρεγκιάζα Σπάρτακους με μοναδική εξαίρεση ένα σύντομο πέρασμα από τη Χα Νόι, ομάδα του Βιετνάμ την περίοδο 2002-03. Το 2005 πραγματοποίησε ένα σύντομο πέρασμα από τον πάγκο του Πανσερραϊκού, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Ουγγαρία στην οποία παρέμεινε για τα επόμενα έξι χρόνια. Συγκεκριμένα, διατέλεσε προπονητής των Ούνιον Βουδαπέστης, Φελσοπάκονι, Σοπρόν, Σιόφοκ, Βέσες και Φερεντσβάρος. Το 2006 διετέλεσε βοηθός προπονητή στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ουγγαρίας


PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα
  • 1972/73: FC Aszfaltútépitő Budapest
  • 1973–1980: Budapest Honvéd Futball Club

Επαγγελματική καριέρα
  • 1980–1987: Budapest Honvéd Futball Club, 134 (72)
  • 1987/88: Eintracht Frankfurt, 33 (11)
  • 1988–1990: Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 55 (33)
  • 1990–1992: Bologna Football Club 1909, 42 (14)
  • 1992/93: Unione Sportiva Ancona 1905, 32 (9)
  • 1993: Ferencvárosi Torna Club, 13 (1)
  • 1993/94: Genoa Cricket and Football Club, 8 (1)
  • 1994: Neuchâtel Xamax FCS, 38 (12)
  • 1996–1998: Sportklub Niederösterreich St. Pölten, 13 (8)
  • 1999: Budapesti Vasutas Sport Club-Zugló 1911, 17, (8)
  • 1999–2000: Dunakeszi VSE, 17 (4)

Σύνολο καριέρας: 402 (173)
Διεθνής
  • 1984–1994: Ουγγαρία, 61 (13)

Προπονητική καριέρα
  • 2000/01: Fotbal Club Bihor Oradea
  • 2001/02: Csepel SC
  • 2002: Budapest Honvéd Futball Club
  • 2002/03: LG- Hanoi Football Club
  • 2003: Szombathelyi Haladás
  • 2004: FC Tatabánya
  • 2004: Diósgyőr-Vasgyári Testgyakorlók Köre
  • 2005: Nyíregyháza Spartacus Football Club
  • 2005: Μουσικός Γυμναστικός Σύλλογος Πανσερραϊκός
  • 2005/06: Unione FC Budapest
  • 2006: Ουγγαρία (βοηθός)
  • 2007: Felsőpakony FC
  • 2007: Football Club Sopron
  • 2008: Bodajk Futball Club Siófok
  • 2009: Bodajk Futball Club Siófok (εφηβική ομάδα)
  • 2009: Vecsési Futball Club
  • 2009/10: FK Tornala
  • 2011/12: Ferencvárosi Torna Club

Τίτλοι
Συλλογικοί
Με την Budapest Honvéd FC
  • Πρωτάθλημα Ουγγαρίας: 3 (1983/84, 1984/85, 1985/86)
  • Κύπελλο Ουγγαρίας: 1984/85

Με την Eintracht Frankfurt
  • Κύπελλο Γερμανίας: 1987/88

Με τον Ολυμπιακό
  • Κύπελλο Ελλάδος: 1989/90

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Πρώτος Σκόρερ Πρωταθλήματος Ουγγαρίας: 3 (1985, 1986, 1987)