Εγώ τον Diego Armando Maradona τον λάτρεψα όχι
μόνο για τα υπέροχα ακροβατικά του, αλλά και γιατί, πρώτα απ' όλα, ήταν ένας
τρωτός Θεός, αμαρτωλός, ο πιο ανθρώπινος των Θεών!
Μπορούσες εύκολα να
αναγνωρίσεις στο πρόσωπό του όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες συρρικνωμένες, ή
τουλάχιστον τις αρσενικές αδυναμίες: ήταν γυναικάς, ήταν κοιλιόδουλος, ήταν
πότης, ήταν απατεώνας, ήταν ψεύτης, ήταν φανφαρόνος, ήταν ανεύθυνος, ήταν, ...
ήταν ....
Τον λάτρεψα για το πνεύμα του νικητή που είχε,
την αντιδραστικότητά του στο Παγκόσμιο Ποδοσφαιρικό κατεστημένο του εμπορικού
ποδοσφαίρου, αλλά και για τα καντάρια μπάλα που ήξερε.
Κανένας καταξιωμένος ποδοσφαιριστής δεν είχε
μιλήσει ανοιχτά κατά των αφεντικών του εμπορικού ποδοσφαίρου. Το έκανε ο πιο
διάσημος και δημοφιλής όλων των εποχών, υπερασπιζόμενοςτους λιγότερο διάσημους και λιγότερο δημοφιλείς
παίκτες. Ένας γενναιόδωρος και αλληλέγγυος άνθρωπος, ένα είδωλο, που μέσα σε
πέντε λεπτά -κόντρα στους Άγγλους το 1986 στο Μέξικο- είχε σκοράρει τα δυο πιο
αντιφατικά γκολ ολόκληρης της ιστορίας του ποδοσφαίρου.
Τον λάτρεψα και για τα δυο...
...δεν θαύμασα μόνο το γκολ του καλλιτέχνη,
εκείνο που έβαλε με τα διαβολικά του πόδια! Το γκολ "Όλοι σας και Μόνος μου", αλλά και το γκολ του κλέφτη -ίσως
μάλιστα περισσότερο αυτό-, εκείνο που το χέρι του έκλεψε! Το "Χέρι του Θεού"!
Ο Diego κουβαλούσε, κουβαλάει και θα κουβαλάει
ένα σταυρό στις πλάτες του, κι αυτό συμβαίνει επειδή -ακριβώς- τον λένε Diego
Armando Maradona.
Σ' αυτόν τον κόσμο είναι δύσκολο να είσαι Θεός! Και στους Θεούς δεν επιτρέπεται να ...έχουν ανθρώπινες αδυναμίες. Όμως οι Θεοί,
όσο και ανθρώπινοι κι αν είναι, δεν βγαίνουν ποτέ στη σύνταξη. Ο ίδιος δεν
μπόρεσε να επιστρέψει στο ανώνυμο πλήθος απ' όπου είχε βγει. Η δόξα, που τον
είχε βγάλει από τη φτώχεια, τον κρατούσε φυλακισμένο. Ο Maradona ήταν
καταδικασμένος να παριστάνει τον Maradona, ήταν υποχρεωμένος να είναι ...
το αστέρι σε κάθε γιορτή, ...
το μωρό σε κάθε βάφτιση και ...
ο νεκρός σε κάθε κηδεία.
Η δόξα είναι ένα ναρκωτικό που προκαλεί μεγαλύτερη καταστροφή απ'
ότι η κοκαΐνη ...
Και στις αναλύσεις αίματος και ούρων, αυτή η πουτάνα η δόξα, δεν ανιχνεύεται ...
Ο Κολομβιανός δεξιός ακραίος αμυντικός
Αντρές Εσκομπάρ (Andrés Escobar Saldarriaga), γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του
1967, στο Μεντεγίν της κεντρικής Κολομβίας. Έπαιξε για την Ατλέτικο Νασιονάλ του
Μεντεγίν, την ελβετική Γιούνγκ Μπόις και την εθνική ομάδα της Κολομβίας. Βοήθησε
τη Νασιονάλ να κατακτήσει το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1989. Ο ποδοσφαιριστής που
πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, μια
άτυχη στιγμή σε αγώνα Παγκοσμίου Κυπέλλου! Δολοφονήθηκε ύστερα από τη συμμετοχή
του στο Μουντιάλ του 1994 και πιστεύεται πως η δολοφονία του υπήρξε εκδίκηση
για την απώλεια κερδών από στοιχηματικές δραστηριότητες ισχυρών καρτέλ της
χώρας, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος για τον αποκλεισμό της Κολομβίας από την φάση
των 16. Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, είχε αναφερθεί ότι ετοιμαζόταν
για τη μεταγραφή του στη Μίλαν.
Προερχόταν από οικογένεια της μεσαίας τάξης. Μεγάλωσε
στη συνοικία Καλασάνζ του Μεντεγίν. Ήρεμος και πράος χαρακτήρας, πειθαρχικός
μαθητής επίσης και με ταλέντο στο ποδόσφαιρο στο οποίο αφιερώθηκε όταν
αποφοίτησε από το κολλέγιο «Conrado González», έχοντας χάσει πρόωρα την μητέρα
του από την επάρατη νόσο. Σε ηλικία 20 ετών έγινε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής
και η πρώτη ομάδα της επαγγελματικής του καριέρας, ήταν η Ατλέτικο Νασιονάλ του
Μεντεγίν. Αγωνιζόταν ως αμυντικός και διακρινόταν για την αυτοσυγκέντρωση και
την σοβαρότητα του. Άρπαξε από τα μαλλιά την ευκαιρία που του έδωσε ο προπονητής
του, Φρανσίσκο Ματουράνα (Francisco Maturana) και έγινε ένας από τους
ακρογωνιαίους λίθους της. Η Ατλέτικο Νασιονάλ του Μεντεγίν, έγινε το 1989 η
πρώτη ομάδα από την Κολομβία που κατέκτησε το Κόπα Λιμπερταδόρες, με τον Αντρές
μάλιστα να πρωταγωνιστεί στον τελικό.
Στην σύντομη καριέρα του αγωνίστηκε ακόμη
για την ελβετική Γιούνγκ Μπόις της Βέρνης, την περίοδο 1989/90. Στα γήπεδα της
Κολομβίας ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «El Caballero del Fútbol» ( Ο Ιππότης
του Ποδοσφαίρου). Το 1988 έγινε διεθνής με την εθνική ομάδα της Κολομβίας. Η
πρώτη του συμμετοχή ήταν σε φιλικό αγώνα στις 30 Μαρτίου του 1988, στη νίκη της
Κολομβίας εναντίον του Καναδά με 3-0. Η πρώτη του συμμετοχή σε επίσημο αγώνα
ήταν στην ισοπαλία, 1-1 εναντίον της Αγγλίας, όπου σημείωσε το γκολ για την
ομάδα του. Συμμετείχε στο Κόπα Αμέρικα του 1989, σε ηλικία 22 ετών, στα
προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 καθώς και στο ίδιο το Κύπελλο,
στο οποίο αγωνίστηκε σε όλα τα παιχνίδια μέχρι και την φάση των 16, όπου η
Εθνική Κολομβίας αποκλείστηκε από το Καμερούν. Συμμετείχε επίσης στο Κόπα
Αμέρικα του 1991.
Παρά το ότι δεν συμμετείχε στα
προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1994, ο Εσκομπάρ κλήθηκε στην ομάδα
που θα συμμετείχε στο ίδιο το Παγκόσμιο Κύπελλο των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 22
Ιουνίου 1994 στην Καλιφόρνια, απειλητικά μηνύματα φθάνουν στο ξενοδοχείο που
έχει καταλύσει η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Κολομβίας, με αφορμή τη συμμετοχή
της στο Παγκόσμιο κύπελλο, που εκείνη τη χρονιά διεξαγόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες
της Αμερικής. Δεκαπέντε (15) ημέρες αργότερα, ξημερώματα της 3ης Ιουλίου,
ο αρχηγός της ομάδας, ο Αντρές Εσκομπάρ δολοφονείται εν ψυχρώ στη γενέτειρα
του, το Μεντεγίν της Κολομβίας. Ήταν μόλις 27 χρονών. Στην ίδια πόλη έξι μήνες
νωρίτερα, είχε χάσει τη ζωή του ένας άλλος Εσκομπάρ, ο διαβόητος Πάμπλο (PabloEscobar), γνωστός και ως «Ο Βασιλιάς της
Κοκαΐνης». Ο πραγματικός πρωταγωνιστής για λογαριασμό της Ατλέτικο Νασιονάλ και
του κολομβιανού ποδοσφαίρου γενικότερα, εκείνη την εποχή.
Βαρόνος των ναρκωτικών, θεωρείται
μέχρι και σήμερα, ο πλουσιότερος κακοποιός στην παγκόσμια ιστορία, με μια
αμύθητη περιουσία που ανάγκασε κάποτε το περιοδικό Forbes να τον συμπεριλάβει
στη λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, είχε λατρεία στο
ποδόσφαιρο και ανάγκη να ξεπλύνει μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.
Κάπως έτσι η Νασιονάλ μετατράπηκε σε ένα τεράστιο, προσωπικό του πλυντήριο!
Μετά την κατάκτηση του Κόπα
Λιμπερταδόρες, o Πάμπλο κάλεσε όλη την ομάδα στην έπαυλή του, για να συγχαρεί
τους ποδοσφαιριστές. Όλοι τους γνώριζαν ποιος ήταν ο πραγματικός εργοδότης
τους. Ο Αντρές, παρότι ο τρομερός συνονόματος του, τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση,
ήταν διστακτικός απέναντι του, (κάτι που ομολόγησε δημόσια η αδερφή του, χρόνια
αργότερα) ωστόσο έδωσε κανονικά το παρόν στους εορτασμούς. Άλλωστε για πολλούς
από τους ποδοσφαιριστές, ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν σχεδόν ένας σωτήρας.
"Κατηγορούσαν τον Pablo ότι
διακινεί ναρκωτικά, αλλά εμείς ήμασταν χαρούμενοι γιατί αποκτήσαμε αξιοπρεπή
ποδοσφαιρικά γήπεδα, αφιερωθήκαμε στο ποδόσφαιρο και μπορέσαμε να μείνουμε
μακριά από τα ναρκωτικά".
"Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα
απροσπέλαστο νησί. Αποτελεί μέρος της κοινωνίας και τα καρτέλ μοιάζουν με ένα
τεράστιο χταπόδι. Απλώνουν τα πλοκάμια τους παντού. Το μαύρο χρήμα μας βοήθησε
να διατηρήσουμε το επίπεδο του πρωταθλήματος υψηλό και κρατούσαμε στη χώρα τους
καλύτερους παίκτες. Αυτή ήταν η πραγματικότητα".
O Πάμπλο δεν ήταν ο μόνος που μέσω της
αγάπης του για το ποδόσφαιρο, ξέπλενε μαύρο χρήμα. Το ίδιο συνέβαινε και με
άλλα καρτέλ. Κάπως έτσι ξεκίνησε στην Κολομβία η εποχή του NarcoFootball. Το
καρτέλ του Εσκομπάρ ήλεγχε την Νασιονάλ και την Μεντεγίν, το καρτέλ του «El
Mexicano» Χοσέ Ροντρίγκεζ Γκάτσα (José Gonzalo Rodríguez Gacha) πατρονάριζε την
Μιγιονάριος και το καρτέλ του Μιγκέλ Ροντρίγκεζ Ορεχουέλα (Miguel Rodríguez
Orejuela) την Αμέρικα ντε Κάλι. Όλες τους, ομάδες με πολλούς φιλάθλους και
υψηλή δημοφιλία.
Στην έπαυλη του Πάμπλο, διοργανώνονταν
μικρά τουρνουά με σημαντικούς ποδοσφαιριστές της εποχής, όχι μόνο Κολομβιανούς,
τα ονόματα των οποίων δεν διέρρευσαν ποτέ, για ευνόητους λόγους, στα πλαίσια
στοιχημάτων που έβαζε ο ίδιος με τον «El Mexicano», με τον οποίο διατηρούσε
καλές σχέσεις, παρά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Το έπαθλο για τους
ποδοσφαιριστές, που ταξίδευαν εκεί με ιδιωτικά ελικόπτερα, ήταν χρηματικά ποσά
πολύ υψηλότερα και από τα ετήσια συμβόλαια τους.
"Πρώτα βλέπεις την ομάδα στην
οποία επενδύεις σαν παιχνίδι, αλλά μετά θέλεις το δικό σου παιχνίδι να είναι το
καλύτερο".
Φερνάντο Ροντρίγκεζ Μοντραγκόν (Fernando
Rodriguez Modragon -πρώην μέλος καρτέλ)
Στο πρωτάθλημα του 1989, η Μεντεγίν
αγωνιζόταν με την Αμέρικα ντε Κάλι. Παρότι φαβορί, ηττήθηκε έχοντας φρικτά
παράπονα από την διαιτησία του Άλβαρο Ορτέγκα (Alvaro Ortega). Ο Πάμπλο
Εσκομπάρ, εξοργισμένος διέταξε την εκτέλεση του άτυχου άντρα. Όπερ και εγένετο.
Ο άνθρωπος που είχε λάβει την εντολή για την δολοφονία του Ορτέγκα, ήταν
γνωστός στην πιάτσα με το προσωνύμιο «Ποπάι» (Popeye).
"Έχω σκοτώσει πάνω από 250
ανθρώπους, αλλά από ένα σημείο και μετά, μόνο αν είσαι ψυχοπαθής συνεχίζεις να
τους μετράς. Ήμουν το δεξί χέρι του Πάμπλο Εσκομπάρ".
Ενώ τα καρτέλ έκαναν κουμάντο στο
ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι της χώρας, η εθνική ομάδα προήλαυνε προς το Παγκόσμιο
Κύπελλο του 1994. Έχοντας μείνει μακριά από τον κορυφαίο ποδοσφαιρικό θεσμό για
28 χρόνια, η παρέα των Κάρλος Βαλντεράμα (Carlos Valderrama), Φαουστίνο
Ασπρίγια (Faustino Asprilla), Αντόλφο Βαλέντσια (Adolfo Valencia), Ρενέ Χιγκίτα
(René Higuita) και του Αντρές Εσκομπάρ, έμοιαζε ασταμάτητη. Η απευθείας
πρόκριση για το USA ‘94, ήρθε με μια εμφατική νίκη με τελικό σκορ 5-0, μέσα
μάλιστα στην Αργεντινή. Πίσω στην πατρίδα, οι προσδοκίες του κόσμου ήταν
υψηλές.
Στο μεταξύ ο Πάμπλο, ουσιαστικά με
δική του πρωτοβουλία, (!!) είχε φυλακιστεί. Οι διεθνείς τον επισκέπτονταν στη φυλακή
κρυφά και έπαιζαν ποδόσφαιρο μαζί του! Μια απρόσεκτη σχετική επίσκεψη του Ρενέ
Χιγκίτα, βασικού τερματοφύλακα της εθνικής, έμελλε να στοιχίσει την θέση του
στο Παγκόσμιο κύπελλο. Δεν ήταν καν στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο
τότε ομοσπονδιακός προπονητής και πρώην της Νασιονάλ, Φρανσίσκο Ματουράνα,
υπερασπίζεται μέχρι και σήμερα εκείνη την επιλογή των παικτών του, λέγοντας:
"Ποιος θα τολμούσε να αρνηθεί μια
πρόσκληση σε δείπνο, από τον Don Vito Corleone."
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1993 ο Πάμπλο
Εσκομπάρ, που στο μεταξύ είχε δραπετεύσει, σκοτώνεται μετά από μια τρομερά
αιματηρή επιχείρηση που διήρκεσε σχεδόν έναν χρόνο και ένας νέος κύκλος
τρομακτικής βίας ξεσπά στη χώρα, την ώρα που η εθνική ομάδα ετοιμάζεται για τη
συμμετοχή της στο παγκόσμιο κύπελλο. Ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν κακοποιός, αλλά
όταν βρισκόταν στα πράγματα, καμία παραβατική ενέργεια δεν λάμβανε χώρα, χωρίς
την δική του άδεια. Και ο Πάμπλο Εσκομπάρ λάτρευε τους ποδοσφαιριστές. Με τον
θάνατο του, εκατοντάδες μικρότερες οργανώσεις άρχισαν να δρουν ανεξέλεγκτα.
Η Κολομβία ταξιδεύει στις Η.Π.Α. και ο
Αντρές Εσκομπάρ, που στο μεταξύ φαίνεται να έχει συμφωνήσει με την ιταλική Μίλαν,
κάνει τις πρώτες δηλώσεις:
"Βιώνουμε πολύ δύσκολες
καταστάσεις στη χώρα μας και ο μόνος τρόπος να πετύχουμε κάτι καλό εδώ, είναι
να μείνουμε συγκεντρωμένοι στο ποδόσφαιρο"
... λέει, συμπληρώνοντας ότι διαβάζει
καθημερινά αποσπάσματα από τη Βίβλο για να ηρεμεί. Ωστόσο η ηρεμία δεν πρόκειται
να συντροφεύσει την αποστολή της ομάδας, ούτε για μία ημέρα.
Η Κολομβία, που λογιζόταν από τα
φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, χάνει στο εναρκτήριο παιχνίδι της από τη
Ρουμανία με 3-1 και τα γεγονότα που ακολουθούν, αγγίζουν τα όρια της παραφροσύνης.
Με την επιστροφή της ομάδας στο ξενοδοχείο, γίνεται γνωστό ότι ο αδερφός ενός
ποδοσφαιριστή, του Λουίς Φερνάντο "Χόντο" Ερέρα (Luis Fernando
“Chonto” Herrera), έχει δολοφονηθεί! Ο Αντρές προσπαθεί να τον παρηγορήσει.
Πολύς κόσμος πίσω στην πατρίδα, έχασε πολλά λεφτά από την ήττα της εθνικής και
έτσι ο επόμενος αγώνας, εκείνος απέναντι στην διοργανώτρια Αμερική, απέκτησε
κυριολεκτικά, σημασία ζωής ή θανάτου. Οι ποδοσφαιριστές ήταν τρομοκρατημένοι.
"Όλοι καλέσαμε τις οικογένειες
μας. Η αστυνομία πήγε στα σπίτια μας!".
Φαουστίνο Ασπρίγια
Λίγη ώρα πριν την αναμέτρηση με την
Αμερική, στα αποδυτήρια των κολομβιανών επικρατούσε νεκρική σιγή. Ο προπονητής
μπήκε στα αποδυτήρια κλαίγοντας. Νωρίτερα, είχε δεχθεί ξεκάθαρη προειδοποίηση
ότι ένας παίκτης κλειδί, ο Γκαμπριέλ Χάιμε "Μπαράμπας" Γκόμεζ (Gabriel
Jaime “Barrabas” Gómez), ΔΕΝ θα έπρεπε να αγωνιστεί. Σε διαφορετική περίπτωση,
οι εκβιαστές απείλησαν ότι θα σκότωναν όλα τα μέλη της αποστολής. Ο Ματουράνα
δεν είχε επιλογή. Ο Μπαράμπας δεν αγωνίστηκε, η Κολομβία αν και καλύτερη έχασε
και το χειρότερο ήταν, ότι η ήττα ήρθε με ένα αυτογκόλ του Αντρές Εσκομπάρ στο
34ο λεπτό του αγώνα. Μέχρι εκείνον τον αγώνα, ο Αντρές δεν είχε
πετύχει ποτέ αυτογκόλ στη καριέρα του.
"Όταν ο γιος μου, είδε το
αυτογκόλ του θείου του στην τηλεόραση, μου είπε χωρίς δισταγμό ότι, τώρα μαμά
θα τον σκοτώσουν τον θείο".
Μαρία Εσθέρ Εσκομπάρ (Maria Esther
Escobar, αδερφή του Αντρές)
Η ομάδα επέστρεψε στην Κολομβία και ο Αντρές
προσπάθησε με την βοήθεια της οικογένειας του, να προσπεράσει την άτυχη στιγμή
που έμοιαζε να τον στιγματίζει, παρότι η γενικότερη εκτίμηση των συμπατριωτών
του, προς το πρόσωπο του, ήταν δεδομένη. Δυο εβδομάδες μετά την επιστροφή από
την Αμερική, στις 2 Ιουλίου του 1994, αποφάσισε να βγει με μερικούς φίλους του,
παρότι η σύντροφος του Πάμελα Κασκάρντο (Pamela Cascardo), οδοντίατρος, αλλά
και ο προπονητής του, τον συμβούλεψαν να μην το κάνει. Ο ίδιος πίστευε ότι
έπρεπε να ορθώσει ανάστημα, για χάρη των δικών του ανθρώπων.
Επισκέφθηκε ένα nightclub, το “El
Indio” στη γενέτειρα του, το Μεντεγίν και όλα έμοιαζαν να κυλάνε ομαλά, μέχρι
την στιγμή που κάποιοι θαμώνες άρχισαν να τον περιπαίζουν, με αφορμή το
περιβόητο αυτογκόλ του. Χωρίς να διστάσει, προσπάθησε να μιλήσει μαζί τους.
"Ήταν ένα ειλικρινές λάθος!"
... τους είπε! Ενοχλημένος, έφυγε από
το μαγαζί και καθώς κατευθυνόταν στον χώρο όπου βρισκόταν σταθμευμένο το
αυτοκίνητό του, βρέθηκε μπροστά σε τρεις άνδρες οι οποίοι άρχισαν να τον
πυροβολούν. Ο Escobar δέχθηκε 6 σφαίρες από πιστόλι διαμετρήματος 38 mm.
Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ο δολοφόνος φώναξε πανηγυρικά «Γκοοοολ!», όταν
οι σφαίρες βρήκαν το στόχο τους. Διακομίστηκε στο νοσοκομείο της πόλης αλλά 45
λεπτά αργότερα ανακοινώθηκε ο θάνατός του. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν περίπου
120.000 άτομα. Ο Εκσομπάρ δολοφονήθηκε ένα μήνα πριν τον προγραμματισμένο γάμο
του.
Η δολοφονία του συγκλόνισε την χώρα
και η τραγική είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Στο τελευταίο αντίο,
παραβρέθηκαν περισσότεροι από 120.000 άνθρωποι. Την ίδια νύχτα της δολοφονίας,
συνελήφθη για την υπόθεση ο Ουμπέρτο Κάστρο Μουνιόθ (Humberto Castro Muñoz), ο
οποίος ομολόγησε τελικά την ενοχή του την επομένη. Ο Μουνιόθ εργαζόταν για
λογαριασμό διαφόρων καρτέλ της χώρας, ενώ είχε εργαστεί ως οδηγός των αδελφών Πέτερ
Νταβίντ "Πέντρο" (Peter David “Pedro”) και Χουάν Σαντιάγκο Γκαλόν (Juan
Santiago Gallón), οι οποίοι φέρονταν να έχουν στοιχηματίσει και να έχουν χάσει
σημαντικά ποσά στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Ο Μουνιόθ τελικά έμεινε στο απυρόβλητο. Το
1995 καταδικάστηκε σε 45 χρόνια φυλάκισης, τα οποία το 2001 μειώθηκαν σε 26.
Αποφυλακίστηκε τελικά το 2005, έχοντας συμπληρώσει 11 χρόνια φυλάκιση, λόγω
καλής διαγωγής. Παραφροσύνη!
Παρότι οι φήμες οργίασαν και έλεγαν
ότι η δολοφονία είχε να κάνει με εμπλοκή του Αντρές σε παράνομο στοιχηματισμό,
κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ποτέ και από πουθενά. Ο Αντρές Εσκομπάρ ήταν ένας
καλά αμειβόμενος ποδοσφαιριστής, γόνος αρκετά πλούσιας οικογένειας. Πατέρας του
ήταν ο τραπεζίτης Ντάριο Εσκομπάρ (Dario Escobar). Ο ίδιος ετοιμαζόταν για το ποδοσφαιρικό άλμα
στην Ευρώπη. Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα. Ο θάνατος του, ήταν αποτέλεσμα της
εγωπάθειας ορισμένων κακοποιών, που δεν μπορούσαν να δεχθούν, ότι ένας απλός
ποδοσφαιριστής θα τολμούσε να τους αντιμιλήσει. Αυτό ήταν το κοινωνικό καθεστώς
στην Κολομβία στα μέσα της δεκαετίας του 90.
Μετά την δολοφονία του Αντρές Εσκομπάρ,
το ποδόσφαιρο στη Κολομβία δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο. Ο Κάρλος Βαλντεράμα
σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ο Φαουστίνο Ασπρίγια δεν έπαιξε ποτέ ξανά για την
εθνική, πολλοί άλλοι διεθνείς ακολούθησαν τον δρόμο της απόσυρσης. Το ίδιο
έκανε και ο προπονητής της ομάδας, Φρανσίσκο Ματουράνα.
"Πολλοί από την κοινωνία μας,
λένε ότι το ποδόσφαιρο σκότωσε τον Αντρές. Η αλήθεια είναι όμως, πως ο Αντρές ήταν
ποδοσφαιριστής που σκοτώθηκε από την κοινωνία μας!".
Μετά την δολοφονία του γιου του, ο
πατέρας του και η οικογένειά του ίδρυσαν την οργάνωση «Andrés Escobar Project»,
για μη προνομιούχα παιδιά που επιθυμούν να αγωνιστούν στο ποδόσφαιρο. Το 2002 ο
δήμος του Μεντεγίν ύψωσε ένα άγαλμα προς τιμήν του Αντρές Εσκομπάρ.
O Πάμπλο και ο Αντρές Εσκομπάρ, ήταν
δυο προσωπικότητες τελείως διαφορετικές, που η μοίρα δεν υπήρχε περίπτωση να
τους φέρει πρόσωπο με πρόσωπο, αν δεν μεσολαβούσε το ποδόσφαιρο. Ακόμη και η
απλή συνωνυμία τους, έμοιαζε παράταιρη σε σχέση με τον χαρακτήρα των δύο
ανδρών. Κι' όμως, ακόμη και σήμερα υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στην Κολομβία,
μεταξύ των οποίων και πολλοί επώνυμοι, που πιστεύουν ότι αν ο Πάμπλο ζούσε,
κανένας δεν θα τολμούσε να αγγίξει τον Αντρές!
Λίγες ημέρες πριν την δολοφονία του, ο
Αντρές Εσκομπάρ παρακινούμενος από έναν καλό του φίλο, δημοσιογράφο, είχε
απευθυνθεί μέσω μιας ανοικτής επιστολής του σε εφημερίδα, στους συμπατριώτες
του.
"Ή θα συνεχίσουμε στον κύκλο της
βίας, ή θα αποφασίσουμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, ως κοινωνία. Το
παγκόσμιο κύπελλο ήταν μια τρομερή εμπειρία. Θα τα πούμε σύντομα. Γιατί η ζωή,
δεν τελειώνει εδώ".
Αντρές Εσκομπάρ
Το 2010, το ESPN παρουσίασε ένα
εξαιρετικό ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία των αδερφών Jeff και Mike Zimbalist, με
τίτλο "Los Dos Escobars", στο οποίο πραγματεύεται το θέμα αυτού του
άρθρου. Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά, καθώς είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο. Στο
ίδιο ντοκιμαντέρ παρουσιάζεται επίσης η εκτέλεση του αρχηγού του Καρτέλ του
Μεδεγίν, Πάμπλο Εσκομπάρ, καθώς και η σχέση του ποδοσφαίρου στην Κολομβία με τα
οργανωμένα καρτέλ.
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)
Εφηβική καριέρα
1985/86: Club Atlético Nacional
Επαγγελματική καριέρα
1986–1989: lub Atlético Nacional, 78 (0)
1989/90: Berner Sport Club Young Boys
1990–1994: Club Atlético Nacional, 144 (0)
Σύνολο καριέρας: 222 (0)
Διεθνής
1988–1994: Κολομβία, 51 (1)
Τίτλοι
Με την Atlético Nacional
Πρωτάθλημα Κολομβίας: 1991 και
επιλαχών 3 (1988, 1990, 1992)
Πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια, από την Τετάρτη, 6 Σεπτεμβρίου του 1995, που στο παλαιό "Wembley Stadium" (Γουέμπλεϊ) όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος, θα γινόταν μάρτυρας μιας από τις εντυπωσιακότερες αποκρούσεις που έχουμε δει ποτέ από τερματοφύλακα. Ο άνθρωπος που εκείνη την βραδιά, χωρίς να το γνωρίζει, θα περνούσε στην ιστορία, ήταν ο Κολομβιανός René Higuita (Ρενέ Χιγκίτα).
Η Λατινική Αμερική, έχει αναδείξει κατά καιρούς, πολλούς σπουδαίους αλλά και “τρελούς” τερματοφύλακες, όπως ο Αργεντινός Hugo Orlando Gatti (Χούγκο Γκάτι), ο Παραγουανός José Luis Chilavert (Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ) και ο Περουβιανός Ramón Quiroga (Ραμόν Κιρόγα). Κανείς όμως δεν έφτανε σε “τρέλα” τον σημερινό μας ήρωα!
Ο Higuita, ήταν γνωστός στο παγκόσμιο στερέωμα, πριν επιχειρήσει το “Χτύπημα του Σκορπιού” αλλά για λάθους λόγους. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, εναντίον του Καμερούν, ο Higuita είχε φτάσει, όπως συνήθιζε, με την μπάλα στα πόδια, σχεδόν στο κέντρο του γηπέδου, όταν ο μεγάλος Roger Milla, (Ροζέ Μιλά) του την απέσπασε, πετυχαίνοντας ίσως το πιο εύκολο γκολ της καριέρας του, εκθέτοντας ταυτόχρονα τον Higuita, στα μάτια όλης της υφηλίου.
Πριν φτάσουμε λοιπόν στην νύχτα της “Μεγάλης Απόκρουσης”, αξίζει να πάρουμε μια μικρή γεύση από την καριέρα και την ζωή του Higuita, που θα μπορούσε πολύ εύκολα, να γίνει μια επιτυχημένη χολιγουντιανή ταινία.
Γεννήθηκε στην Κολομβία, μια χώρα όπου τα καρτέλ ναρκωτικών και η εγκληματικότητα, δεν είναι καθόλου άγνωστες έννοιες. Στα τέλη του 1980, οι βαρόνοι ναρκωτικών, χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά ποδοσφαιρικές ομάδες, για να μπορούν να ξεπλένουν “βρώμικο” χρήμα και ο Higuita αγωνιζόταν στην Atlético Nacional του Medellín (Νασιονάλ Μεντεγίν), την ομάδα στην οποία πρόεδρος αλλά και βασικός χρηματοδότης, ήταν ο περιβόητος Pablo Escobar (Πάμπλο Εσκομπάρ), ένας από τους μεγαλύτερους βαρόνους ναρκωτικών στον κόσμο.
Με την χρηματοδότηση του Escobar, η Nacional, έγινε η πρώτη κολομβιανή ομάδα που κατέκτησε διεθνή τίτλο, το Copa Libertadores (Κόπα Λιμπερταδόρες) του 1989, σε έναν τελικό που κρίθηκε στα πέναλτι, με τον Higuita να αναδεικνύεται σε ήρωα. Η Κολομβία άκμασε ποδοσφαιρικά, τόσο σε εθνικό, όσο και διεθνές επίπεδο, ωστόσο η τραγωδία ήταν πολύ κοντά.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, ο πολύ αγαπητός στους Κολομβιανούς φιλάθλους, Andrés Escobar (απλή συνωνυμία με τον διαβόητο εγκληματία) πέτυχε ένα αυτογκόλ, στον αγώνα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που στοίχισε τον αποκλεισμό στην εθνική του ομάδα. Ο άτυχος νέος, έξι (6) ημέρες μετά τον αποκλεισμό της εθνικής ομάδας της Κολομβίας και ένα (1) μήνα πριν τον προγραμματισμένο γάμο του, δολοφονήθηκε από άνθρωπο που δούλευε για βαρόνο ναρκωτικών, ο οποίος, εξαιτίας του αυτογκόλ του Escobar, είχε χάσει πολλά λεφτά στο στοίχημα! Όλη η Κολομβία πένθησε για τον αδικοχαμένο νεαρό, ωστόσο τα καρτέλ συνέχισαν να κάνουν κουμάντο. Αυτά τα καρτέλ ήταν άλλωστε και η αιτία που ο Higuita δεν αγωνίστηκε ούτε λεπτό στο παγκόσμιο κύπελλο του 1994.
Ο λόγος; Όταν η κόρη του Carlos Molina (Κάρλος Μολίνα), επίσης εμπόρου ναρκωτικών, απήχθη από άντρες του Escobar, του προέδρου της Nacional, ο Higuita μεσολάβησε, βοηθώντας στην απελευθέρωση της. Κατηγορήθηκε όμως, πως για την βοήθεια που προσέφερε, έλαβε χρηματική ανταμοιβή και πέρασε έξι (6) μήνες στην φυλακή. Μετά δε, την αφελή δήλωση του στα ΜΜΕ της χώρας, ότι είχε σχέσεις με τον Escobar, έχασε και την θέση του στην εθνική ομάδα, από τον Óscar Córdoba (Όσκαρ Κόρδοβα).
Τον Σεπτέμβρη του 1995 λοιπόν, με τις μνήμες από την δολοφονία του Escobar, ακόμη νωπές και ενώ ο Higuita προσπαθούσε να χτίσει από την αρχή, την ποδοσφαιρική και προσωπική του υπόληψη, ήρθε ο φιλικός αγώνας με την Αγγλία, στο παλαιό "Wembley Stadium".
Η εθνική ομάδα και πολύ περισσότερο, ο λαός πίσω στην Κολομβία, είχε ανάγκη, από μία σπουδαία παράσταση. Ο Carlos Valderrama (Κάρλος Βαλντεράμα) και ο Faustino Asprilla (Φαουστίνο Ασπρίγια), ήταν οι επικρατέστεροι για να την προσφέρουν, αλλά ο Higuita τους έκλεψε κυριολεκτικά την δόξα. Η μπάλα έφυγε από τα πόδια του Jamie Redknapp (Τζέιμι Ρέντκναπ), σε κάτι που ξεκίνησε σαν σέντρα, αλλά κατέληξε να πάρει τροχιά προς την εστία της Κολομβίας.
● Ο Higuita φάνηκε για ένα μόνο κλάσμα του δευτερολέπτου, να το σκέφτεται. Αμέσως μετά, έκανε ένα βήμα πίσω και εκτινάχθηκε προς τα εμπρός, σε μια κίνηση, που θυμίζει τους σημερινούς skydivers. Τα πόδια του, σαν άλλο κεντρί σκορπιού, γύρισαν προς το κεφάλι του και απομάκρυναν με εντυπωσιακό τρόπο την μπάλα.
Ο Higuita σηκώθηκε αμέσως και ύψωσε τα χέρια του, δείχνοντας στους συμπαίκτες του τον επόπτη, ο οποίος όμως δεν είχε υποδείξει οφσάιντ! Ο René προσπάθησε να δικαιολογήσει την ενέργεια του, αλλά είναι βέβαιο ότι βαθιά μέσα του, ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος.
Μπορεί ο αγώνας να ήταν φιλικός και μπορεί η συγκεκριμένη κίνηση για τον Higuita, να μην ήταν ιδιαίτερα δύσκολη! Συνέχισε, άλλωστε, να την επαναλαμβάνει και μάλιστα επιτυχημένα, μέχρι τα 40 του χρόνια! Ωστόσο εκείνο το βράδυ, μπροστά σε 60.000 φιλάθλους και εκατομμύρια ακόμη που παρακολουθούσαν από τους τηλεοπτικούς δέκτες, μέσα σε έναν ναό του ποδοσφαίρου και με τα περίστροφα, πίσω στην πατρίδα του, να γυαλίζονται, ο Higuita απέδειξε, πολλά πράγματα.
Πρώτα από όλους στον εαυτό του, ότι μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος που είχε υποπέσει σε επανειλημμένα σφάλματα, που του κόστισαν ακριβά, αλλά διέθετε μια σπουδαία προσωπικότητα και εμπιστοσύνη στον εαυτό του! Χαρακτηριστικά που του έδωσαν την δύναμη να ξανασηκωθεί και να περάσει στην ιστορία, όχι τόσο για την απόδοση του στους αγωνιστικούς χώρους, αλλά για αυτό που πραγματικά ήταν. Ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης με φανατικούς αμφισβητίες και φανατικούς φίλους. Στην περίπτωση του, λίγα δευτερόλεπτα τρέλας, αρκούσαν για την αιωνιότητα!
Ο Βραζιλιάνος κεντρικός επιθετικός Αρτούρ Φρίντενραϊχ (ArthurFriedenreich) γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1892
στο Σάο Πάουλο. Ήταν ο πρώτος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής με αφρο-βραζιλιάνικη
καταγωγή, επειδή εκείνη την εποχή το ποδόσφαιρο κυριαρχούνταν από τους λευκούς
και οι μαύροι δεν γίνονταν δεκτοί. Αντιμετώπισε πολλά εμπόδια εξαιτίας του
ρατσισμού, αφού δεν μπορούσε να συχνάζει στα ίδια μέρη όπου πήγαιναν λευκοί
παίκτες, όπως πισίνες, γήπεδα τένις κ.α. Με το παρατσούκλι «Ο Τίγρης», είναι
αναμφισβήτητα ο πρώτος εξαιρετικός μαύρος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του
αθλήματος. Αναφέρεται από πολλούς ως ο Κορυφαίος Σκόρερ Όλων των Εποχών στο
επαγγελματικό ποδόσφαιρο, με 1329 γκολ, αν και αυτός ο αριθμός είναι
αμφισβητήσιμος.
Πατέρας του ήταν ο Γερμανός επιχειρηματίας Όσκαρ
Φρίντενραϊχ, που μετανάστευσε στη Βραζιλία και μητέρα του μια μαύρη, η
Ματθίλδη, πλύστρα στο επάγγελμα. Στο ταμπεραμέντο των μαύρων της Βραζιλίας
χρωστούσε το μπρίο και τη φαντασία στο παιχνίδι του. Ο Αρτούρ Φρίντενραϊχ ήταν
ο πρώτος μεγάλος γκολτζής που έβγαλε η Βραζιλία. Αυτός που άλλαξε τη φιλοσοφία
του ποδοσφαίρου της. Ο σέντερ φορ μέχρι τότε ήταν ένας βαρύς τύπος, με
εκτόπισμα. Με τον Φρίντενραϊχ έγινε ο καλλιτέχνης της μπάλας.
Μπροστά από τους συμπαίκτες του στην Παουλιστάνο
Ξεκίνησε την καριέρα του επηρεασμένος από τον πατέρα του,
παίζοντας για SC Τζερμάνια, μια ομάδα που αποτελούνταν από Γερμανούς μετανάστες
(σήμερα ονομάζεται EC Πινέιρος) το 1909. Σε ηλικία 18 χρόνων πήγε στην Ιπιράνγκα
με την οποία έδειξε τις μεγάλες του δυνατότητες. Καθώς το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό μόλις το 1934, η
καριέρα του σημαδεύτηκε από μετακινήσεις που δεν είχαν σκοπό το κέρδος, αλλά
έγιναν από ανάγκη. Η διάλυση της Ιπιράνγκα έφερε τη μεταγραφή στην CA Παουλιστάνο
και αργότερα η προσωρινή διάλυση της την επιστροφή και πάλι στην Ιπιράνγκα που
είχε και πάλι συγκροτηθεί. Αργότερα έπαιξε για την Σάο Πάουλο, την Ατλέτικο
Μινέιρο, για να τελειώσει την καριέρα του στην Φλαμένγκο σε ηλικία 43 ετών. Κέρδισε
7 πολιτειακά πρωταθλήματα Σάο Πάουλο (Campeonato Paulista) (1918, 1919, 1921,
1926, 1927, 1929, 1931), ενώ 9 φορές αναδείχτηκε Πρώτος Σκόρερ (1912, 1914,
1917, 1918, 1919, 1921, 1927, 1928, 1929) στο πρωτάθλημα Paulista.
Με την φανέλα της Σάο Πάουλο
Στην εθνική ομάδα δεν πρόλαβε να παίξει πολλές φορές, αν
και είχε διάρκεια αγωνιστικής παρουσίας που έφθασε τα 16 χρόνια. Από το 1914
μέχρι το 1930 έπαιξε 23 φορές και πέτυχε 10 γκολ. Είχε χάσει δύο δόντια στο
πρώτο ματς της ιστορίας της Βραζιλίας, έστω και ανεπίσημο, στις 21 Ιουλίου του
1914, όταν η μικτή ομάδα του Ρίο και του Σάο Πάουλο, που ονομάστηκε «εθνική
ομάδα» αντιμετώπισε την αγγλική Έξετερ (0-2). Στο Κόπα Αμέρικα του 1916 που
έγινε στην Ουρουγουάη, οι εφημερίδες τον αποκάλεσαν «Ο Τίγρης» για να γλυτώσουν
και τα πολλά γράμματα, του έτσι κι αλλιώς δύσκολου επιθέτου του!
Το απόγευμα της 27ης Μαΐου του 1919, έχει
καταγραφεί ως το Μεγαλύτερο της ποδοσφαιρικής ιστορίας. Περισσότεροι από 26.000
θεατές είχαν κατακλύσει το Δημοτικό Στάδιο στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Δεν ήταν ένα
απλό ποδοσφαιρικό ματς, αλλά ο επαναληπτικός τελικός του Κόπα Αμέρικα εκείνης
της χρονιάς. Δύο μέρες πριν, Βραζιλία και Ουρουγουάη είχαν μείνει στο 0-0 και
το κύπελλο χωρίς κάτοχο. Αυτό το απόγευμα όμως νικητής θα υπήρχε. Ακόμα κι αν
έπαιζαν μέχρι το επόμενο πρωί! Όσο τα λεπτά περνούσαν τόσο μεγάλωνε η αγωνία.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ο μεγαλύτερος γκολτζής εκείνης της εποχής, ο
Αρτούρ Φρίντενραϊχ, στο 129ο λεπτό (!) νίκησε τον Ουρουγουανό
τερματοφύλακα. Η Βραζιλία ήταν «βασίλισσα» της Νότιας Αμερικής, μετά από 150’
λεπτά παιχνιδιού (!) και το πλήθος ζητωκραύγαζε για τον μιγά σκόρερ.
Η κατάκτηση του κυπέλλου από τη Βραζιλία, έφερε ένα εξτρά
καρναβάλι στις αρχές του καλοκαιριού. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Μέσα
στον πανικό, ο «Τίγρης» έχασε το παπούτσι του. Αυτό με το οποίο πέτυχε το
«χρυσό γκολ». Το είδε το ίδιο βράδυ να το περιφέρουν στους δρόμους με την
επιγραφή «το δοξασμένο παπούτσι του Φρίντενραϊχ». Την επομένη τοποθετήθηκε στη
βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου στο κέντρο της πόλης και σήμερα αποτελεί ένα
«ακριβό ποδοσφαιρικό ενθύμιο»! Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής περιοδείας της Παουλιστάνο
το 1925, της πρώτης που έκανε οποιαδήποτε βραζιλιάνικη ομάδα στη Γηραιά Ήπειρο,
τον υποδέχονταν παντού ως ο «Βασιλιάς του Ποδοσφαίρου»!
Με την Παουλιστάνο, στην ευρωπαϊκή της περιοδεία, το 1925
Ο Αρτούρ Φρίντενραϊχ έπαιξε για 26 ολόκληρα χρόνια
ποδόσφαιρο χωρίς να πάρει λεφτά! Έχει παίξει περισσότερα από 1200 παιχνίδια και
έχει σημειώσει πάνω από 1200 γκολ. Φέρεται να πέτυχε 1.329 γκολ (τόσα δέχεται η
FIFA) σε 1239 παιχνίδια στην καριέρα του (επιδόσεις που αμφισβητούνται), έχοντας
σημειώσει περισσότερα γκολ κι από αυτόν τον θρυλικό Πελέ (Edson Arantes do
Nascimento, ‘’Pelé’’) που έμεινε στα 1.289. Αυτά τα στατιστικά στοιχεία,
λαμβάνουν υπόψη φιλικά παιχνίδια και αγώνες νεανικών ομάδων που δεν έχουν
επίσημο χαρακτήρα. Το όνομα του Αρτούρ Φρίντενραϊχ δεν εμφανίζεται στους καταλόγους
των σκόρερ με πάνω από 500 γκολ σταδιοδρομίας, που τηρείται από τους
στατιστικολόγους του ποδοσφαίρου.
Ωστόσο, ο Alexandre da Costa του RSSSF (Rec.Sport.Soccer Statistics Foundation
-είναι ένας διεθνής, ερασιτεχνικός οργανισμός αφιερωμένος στη συλλογή
στατιστικών στοιχείων σχετικά με το ποδόσφαιρο), του αναγνωρίζει 557 γκολ σε
562 αγώνες μεταξύ 1909 και 1935.
Οι 3 διαχρονικά μεγαλύτεροι σκόρερ του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, ο Λεονίντας ντα Σίλβα αριστερά , ο Αρτούρ Φρίντενραϊχ στο κέντρο και ο Πελέ δεξιά
Σε μια καριέρα που δεν ήταν πάντα ανέμελη, αφού στη
Βραζιλία, την εποχή που μεσουρανούσε το άστρο του Φρίντενραϊχ, το να μην είσαι
λευκός και να θέλεις να παίξεις ποδόσφαιρο έμοιαζε περίπου με ποινικό αδίκημα,
ο «Τίγρης» είναι ο πρώτος που απενοχοποίησε το ποδόσφαιρο των μαύρων στα μάτια
των λευκών. Τους έδωσε να καταλάβουν ότι η Βραζιλία χωρίς τους μαύρους ή τους
μιγάδες ποδοσφαιριστές, όπως αυτός, δεν θα μπορούσε να παίξει πρωταγωνιστικό
ρόλο. Ο «Τίγρης» όπως και οι άλλοι ομόχρωμοί του έβαζαν πούδρα στο πρόσωπό τους
για να φαίνονται… περισσότερο λευκοί! Ο Φρίντενραϊχ έβγαινε πάντα τελευταίος
στον αγωνιστικό χώρο. Όχι από βεντετισμό, αλλά από τον χρόνο που αφιέρωνε στο…
μακιγιάζ!
Το 1921, στο επόμενο Κόπα Αμέρικα, ο Φρίντενραϊχ δεν ήταν
παρών. Αιτία; Η απόφαση του πρόεδρου της Βραζιλίας Επιτάσιο Πεσόα (Epitácio
Pessoa) να μην αγωνιστούν με την ομάδα οι έγχρωμοι ποδοσφαιριστές! Η τιμωρία
ήρθε στη διάρκεια των αγώνων! Η… λευκή, σαν διαφήμιση απορρυπαντικού, Βραζιλία
έχασε τους δύο από τους τρεις αγώνες που έδωσε! Το 1922 η Βραζιλία επανήλθε
στον θρόνο της βασίλισσας με τον Φρίντενραϊχ στην συνθεσή της και τους άλλους
έγχρωμους ποδοσφαιριστές. Δεν συμμετείχε με τη Βραζιλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο
του 1930, επειδή υπήρξε μια σοβαρή διαφωνία μεταξύ των ποδοσφαιρικών Ενώσεων
του Ρίο ντε Τζανέιρο και του Σάο Πάουλο. Τελικά μόνο παίκτες από το Ρίο
ταξίδεψαν στην Ουρουγουάη, ενώ τα αστέρια από το Σάο Πάουλο σαν κι αυτόν, τότε 38 ετών, τον
Φίλιο Γκουαρίζι (Amphilóquio Guarisi Marques), ο οποίος θα γινόταν Παγκόσμιος
Πρωταθλητής, παίζοντας όμως για την Ιταλία, το 1934 και τον Φεϊτίσο (Luis
Macedo Matoso, ‘’Feitiço’’),
δεν πήγαν στην Ουρουγουάη.
Ο Αρτούρ Φρίντενραϊχ έφυγε από τη ζωή στις 6 Σεπτεμβρίου του
1969, στο Σάο Πάουλο, στα 77 του χρόνια, χτυπημένος από τη Νόσο του Πάρκινσον.
Τα κατορθώματά του όμως κυκλοφορούν ακόμη από στόμα σε στόμα στις
φτωχογειτονιές του Ρίο. Κι όπως έγραψε ο Παππούς του Ποδοσφαίρου, ο Ουρουγουανός
συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο (Eduardo Galeano): «Ο Φρίντενραϊχ γέννησε το
ποδόσφαιρο με στιλ και φαντασία που προτιμά την ευχαρίστηση από το αποτέλεσμα.
Με αυτόν το Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο έγινε αληθινά Βραζιλιάνικο. Δεν έχει ορθές
γωνίες, όπως δεν έχουν και τα βουνά του Ρίο ντε Τζανέιρο και τα κτίρια του Όσκαρ
Νιμάγερ (Oscar Niemeyer)!».
PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές
(Γκολ)
Επαγγελματική καριέρα
·1909:
Sport Club Germânia (Esporte Clube Pinheiros)
·1910:
Clube Atlético Ypiranga
·1911:
Sport Club Germânia (Esporte Clube Pinheiros)
Ο Σκωτσέζος τερματοφύλακας Τζον Τόμσον (John Thomson), γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1909 στο χωριό Κιρκάλντι της Σκωτίας. Ο «Πρίγκιπας των Τερματοφυλάκων» του Βρετανικού ποδοσφαίρου και παντοτινός ήρωας της Σέλτικ. Μικροκαμωμένος και αδύνατος με κοντά χέρια, δεν έπειθε με το παρουσιαστικό του. Όμως, το ταλέντο του, η ευκινησία του, το θάρρος του στα όρια του παράτολμου και η αυτοθυσία του την ώρα του αγώνα, ήταν αυτά που τον έκαναν ξεχωριστό και αγαπητό στους οπαδούς της Σέλτικ. Έπαιξε σε πάνω από 200 παιχνίδια για τους «Καθολικούς» και 4 με την εθνική ομάδα της Σκωτίας, μέχρι ένα μοιραίο απόγευμα του Σεπτέμβρη του 1931, όταν το απαράμιλλο θάρρος που τον διέκρινε και η αυτοθυσία για την ομάδα του, ήταν και αυτά που καθόρισαν και τον επίλογο της σύντομης ζωής του! Ένας επίλογος που ήταν η απαρχή ενός παίκτη-θρύλου, ενός αιώνιου συμβόλου για τους οπαδούς της Σέλτικ!
Ο "Πρίγκιπας των Τερματοφυλάκων", ήρωας της Σέλτικ, Τζον Τόμσον.
Στα 17 του, στις 20 Οκτωβρίου του 1926, υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιο με τη Σέλτικ. Ο νεαρός Σκωτσέζος, σύντομα καθιερώθηκε ως βασικός, τόσο στην Σέλτικ, όσο
και στην εθνική Σκωτίας. Τον Φεβρουάριο του 1927, κάθισε για πρώτη φορά κάτω από την εστία της σε επίσημο παιχνίδι, εναντίον της Νταντί. Κράτησε τη θέση του στην ομάδα μετά από αυτό το ματς και την βοήθησε να τερματίσει δεύτερη στην πρώτη κατηγορία της Σκωτίας. Έπαιξε επίσης στον νικηφόρο τελικό του Σκωτσέζικου Κυπέλλου του 1927, στη νίκη επί της Ιστ Φάιφ με 3-1. Στις 5 Φεβρουαρίου του 1930, είχε τραυματιστεί σοβαρά σε ένα παιχνίδι εναντίον της Εϊντρόνιανς, όταν μια βουτιά που έκανε για να αποκρούσει του είχαν κοστίσει ένα σπασμένο σαγόνι, δύο χαμένα δόντια και κατάγματα στην κλείδα και σε κάμποσα πλευρά. Στις 11 Απριλίου του 1931, κατέκτησε τον δεύτερο τίτλο της καριέρας του, όταν η Σέλτικ νίκησε τη Μάδεργουελ 4-2 στον τελικό του Σκωτσέζικου Κυπέλλου του 1931. Ο πρώτος αγώνας είχε τελειώσει με ισοπαλία 2-2 και πάνω από 105.000 θεατές παρακολούθησαν τον επαναληπτικό στο Χάμπντεν Παρκ.
Έκανε την πρώτη του διεθνή εμφάνιση εναντίον της Γαλλίας, στις 18 Μαΐου του 1930, στη νίκη με 2-0. Ήταν το χρονικό διάστημα που δεν γινόταν καταμέτρηση στα διεθνή παιχνίδια, εκτός αν αυτά αυτά αφορούσαν το Βρετανικό Εσωτερικό Πρωτάθλημα. Έτσι, η πρώτη -επίσημη- καταμετρημένη διεθνής εμφάνισή του, ήταν εναντίον της Ουαλίας, στις 25 Οκτωβρίου του 1930. Έκανε ακόμη δύο διεθνείς εμφανίσεις για την Σκωτία, διατηρώντας ανέπαφη την εστία κατά της Ιρλανδίας και της Αγγλίας. έπαιξε και 4 παιχνίδια με την ομάδα των Επιλέκτων της Σκωτσέζικης Λίγκας.
Προφανώς, αυτός ο σοβαρότατος τραυματισμός στον αγώνα με την Εϊντρόνιανς ήταν κάτι πολύ ασήμαντο για να πτοήσουν έναν άνθρωπο που στα 14 χρόνια του δούλευε σε ορυχείο 250 μέτρα κάτω από τη γη. Και όλα αυτά, συνέβησαν ένα χρόνο
πριν τη μοιραία βουτιά στο τελευταίο Ολντ Φερμ της καριέρας και της ζωής του.
Η στιγμή της μοιραίας σύγκρουσης.
Ήταν η 5η Σεπτεμβρίου του 1931, όταν λάμβανε χώρα ένα ακόμη Ολντ Φερμ (τα ντέρμπι μεταξύ Σέλτικ και Ρέιντζερς) στο Άιμπροξ Παρκ -το γήπεδο της Ρέιντζερς, στη Γλασκώβη. Ένας αγώνας που οι οπαδοί και των δύο ιστορικών ομάδων της Σκωτίας θα προτιμούσαν να μην έχει γίνει ποτέ! Οι προτεστάντες φίλαθλοι της Ρέιντζερς και οι καθολικοί της Σέλτικ, γέμισαν το γήπεδο. Ανάμεσά τους και η Μάργκαρετ Φίνλαϊ, μνηστή του τερματοφύλακα της Σέλτικ, του Τζον Τόμσον. Το ματς αναμενόταν συναρπαστικό. Σε μια εποχή που κυρίαρχα χαρακτηριστικά ήταν το δυνατό παιχνίδι και τα σκληρά μαρκαρίσματα, κάθε διεκδίκηση της μπάλας είχε το δικό της ενδιαφέρον.
Το Α’ ημίχρονο έληξε ισόπαλο. Στις αρχές του Β’ ημιχρόνου, συνέβη η σύγκρουση, που θα σημάδευε τον φίλαθλο κόσμο για πολλά χρόνια. Σε μια διεκδικούμενη φάση, ο τερματοφύλακας της Σέλτικ και ο επιθετικός της Ρέιντζερς, Σαμ Ίνγκλις (Sam English), έπεσαν μαζί πάνω στην μπάλα. Το γόνατο του Ίνγκλις βρήκε με δύναμη το κεφάλι του Τόμσον, που την ίδια στιγμή πραγματοποιούσε έξοδο για να αποκρούσει την μπαλιά. Ο τερματοφύλακας, έπεσε αναίσθητος στον αγωνιστικό χώρο. Την στιγμή της σύγκρουσης ακούστηκε μια τρομαχτική κραυγή, που εικάζεται ότι είναι η κραυγή της αγαπημένης του, Μάργκαρετ. Μεταφέρθηκε με φορείο έξω από το γήπεδο και διακομίστηκε στο νοσοκομείο.. Το ατύχημα στην αρχή δεν είχε φανεί σοβαρό. Άλλωστε, ο 22χρονος πορτιέρο είχε συνηθίσει τον κόσμο σε επικίνδυνες και θαρραλέες εξόδους. Στο νοσοκομείο, όμως, φάνηκε ότι η σύγκρουση προκάλεσε κάταγμα στο κρανίο του Τόμσον κι αυτό με την σειρά του, ρήξη αρτηριών. Χειρουργήθηκε άμεσα, με στόχο να μειωθεί η κρανιακή πίεση που προκάλεσε το χτύπημα. Η επέμβαση απέτυχε. Ο τερματοφύλακας στις 9:25 το βράδυ, άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Γλασκώβης!
Ο τραγικός του
θάνατος συγκλόνισε την Σκωτία. Ο νεαρός μόλις είχε αρραβωνιαστεί. Η κηδεία του
έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1931 στο Κάρντεντεν, την πόλη που
μεγάλωσε και την παρακολούθησαν πάνω από 30.000 άνθρωποι! Η μεταφορά του έγινε από τους συντετριμμένους
συμπαίχτες του. Προτεστάντες και Καθολικοί, γέμισαν ασφυκτικά την εκκλησία και
το νεκροταφείο. Πολλοί από αυτούς ξεκίνησαν από τη Γλασκώβη διανύοντας με τα
πόδια μια απόσταση 90 χιλιομέτρων, ενώ άλλοι 20.000 μαζεύτηκαν στο
σιδηροδρομικό σταθμό της Γλασκώβης, απλά για να συνοδεύσουν τους 2.000
ανθρώπους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τα 4 σελίνια
που κόστιζε το εισιτήριο για το τρένο, δίνοντας με τον τρόπο τους το δικό
τους, νοητό, «καλό κατευόδιο».
Πάνω από 30.000 κόσμου τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία.
Το μοιραίο
γεγονός στοίχειωσε τον επιθετικό της Ρέιντζερς, Σαμ Ίνκγλις. Παρόλο που δεν
έφταιγε, πολλοί τον κατηγόρησαν κι έτσι έναν χρόνο αργότερα πήρε μεταγραφή στη Λίβερπουλ. Το 1938, όταν και αποσύρθηκε από την
ενεργό δράση, εκμυστηρεύτηκε σε έναν φίλο του, ότι από το ατύχημα κι έπειτα, το
ποδόσφαιρο ήταν για εκείνον «7 χρόνια μελαγχολικού αθλήματος».
Στο μνήμα του επάνω, είναι σκαλισμένη η επιγραφή: "Δεν πεθαίνουν ποτέ αυτοί που ζουν στις καρδιές όσων αφήνουν πίσω τους"
Ο μεγάλος
σύλλογος της Σκωτίας και ο κόσμος της δεν δείχνουν καμία διάθεση να λησμονήσουν
τον αγαπημένο τους «Πρίγκιπα των Τερματοφυλάκων». Και απ’ ότι φαίνεται, η
κληρονομιά που άφησε ο αδικοχαμένος Τζον Τόμσον δεν έχει ημερομηνία λήξης. Στα
εντός έδρας παιχνίδια υπάρχει πάντα το πανό προς τιμήν του, ενώ κάθε χρόνο, στο Κάρντεντεν διοργανώνεται, υπό την αιγίδα της Σέλτικ, ποδοσφαιρικό τουρνουά που φέρει το
όνομά του. Το 2012, στην επέτειο των 125 χρόνων της, ο προπονητής και οι
παίκτες της ομάδας κατέθεσαν ειδικό στεφάνι στο μνήμα του, που επάνω της είναι
σκαλισμένη η επιγραφή:
"Δεν πεθαίνουν ποτέ αυτοί που ζουν στις καρδιές όσων
αφήνουν πίσω τους"
Δείτε στο video, στιγμιότυπα από αυτό το παιχνίδι και προς το τέλος του, την στιγμή της μοιραίας σύγκρουσης.