Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Τζόνι Τζάιλς

Ο Ιρλανδός κεντρικός μέσος Τζόνι Τζάιλς (Michael John "Johnny" Giles ), γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1940, στο Δουβλίνο, στη Πλατεία Όρμοντ. Έχει μείνει στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου για τη περίοδό του ως μέσος με τη Λιντς Γιουνάιτεντ στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η Ιρλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία τον επέλεξε ως Χρυσό Ιρλανδό της 50ετίας, στο πλαίσιο των εορτασμών για το Ιωβιλαίο της UEFA, το 2004. Μετά τη κατάκτηση ενός μεταλλίου νικητή Κυπέλλου Αγγλίας με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Ματ Μπάσμπι (Matt Busby), μεταγράφηκε στη Λιντς το 1963, όπου έπαιξε στη μεσαία γραμμή μαζί με τον εμβληματικό αρχηγό της, τον Μπίλι Μπρέμνερ (Billy Bremner). Το δίδυμο σχημάτισε μια συνεργασία στη μεσαία γραμμή, που εξελίχθηκε σε μια από τις καλύτερες στην αγγλική ποδοσφαιρική ιστορία. Η εξαιρετική τους αυτή συνεργασία και απόδοση, έφερε και την κατάκτηση αρκετών μεγάλων τροπαίων στην πιο επιτυχημένη περίοδο στην ιστορία της Λιντς. Κατά μια εξαιρετικά περίεργη σύμπτωση, ο Τζόνι Τζάιλς και ο Μπίλι Μπρέμνερ, έχουν σκοράρει ακριβώς το ίδιο αριθμό τερμάτων, 115 γκολ για τον σύλλογο, όντας από τους πρώτους που έθεσαν τις βάσεις για την σύγχρονη τάση "πλήρους εκμετάλλευσης" των παικτών της μεσαίας γραμμής!



Στα τελευταία του χρόνια στην ενεργό δράση, ακολούθησε μια καριέρα ως παίκτης-προπονητής, διατελώντας και προπονητής, μεταξύ άλλων, στην Γουέστ Μπρόμιτς Άλμπιον, την εθνική ομάδα του Έιρε και τη Σάμροκ Ρόβερς. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε ένας εξαιρετικός γνώστης του παιχνιδιού, προσωπικά ποτέ δεν απόλαυσε το να είναι προπονητής και άφησε τη προπονητική οριστικά το 1985. Αργότερα δήλωσε ότι δεν μετάνιωσε ποτέ που την παράτησε! Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως ποδοσφαιρική αυθεντία στο ιρλανδικό τηλεοπτικό δίκτυο “RTÉ Sport”, αναλύοντας αγώνες από το 1986 μέχρι το 2016. Επιπλέον, γράφει δύο στήλες ανά εβδομάδα για την ιρλανδική εφημερίδα “Evening Herald”, ενώ προσφέρει τις απόψεις του για το παιχνίδι στο ραδιοφωνικό σταθμό, “Newstalk 106”.


Μεγάλωσε στην πλατεία Όρμοντ, μια περιοχή του κέντρου της πόλης του Δουβλίνου που κατοικείται από ανθρώπους της εργατικής τάξης, όπου ανέπτυξε ένα μεγάλο μέρος των δεξιοτήτων που θα τον βοηθούσαν μελλοντικά  να γίνει ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ενθαρρύνθηκε να μπει στο παιχνίδι και από τον πατέρα του, τον Κρίστι ο οποίος έπαιξε για τη Μποέμιανς τη δεκαετία του 1920 και διετέλεσε προπονητής της Ντραμκόντρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940. Ξεκίνησε να παίζει στο Δουβλίνο για τη Στέλα Μάρις, πριν ξεκινήσει τη καριέρα του στην Αγγλία με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Υπέγραψε υπό τη καθοδήγηση του Σερ Ματ Μπάσμπι το 1956. Του δόθηκε ένα πρώιμο ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα το 1959 μετά από τον θάνατο 8 βασικών παικτών  της ομάδας, που έχασαν τη ζωή τους στο αεροπορικό δυστύχημα του Μονάχου, τον Φεβρουάριο του προηγούμενου έτους. Είχε επίσης επιλεγεί για να παίξει για την εθνική ομάδα της Δημοκρατία της Ιρλανδίας από την ηλικία των 18 ετών.


Ήταν τακτικός παίκτης της βασικής ομάδας για τα επόμενα 4 χρόνια, παίζοντας παράλληλα με τον Μπόμπι Τσάρλτον (Bobby Charlton) και τον Ντένις Λο (Denis Law). Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ κατέκτησε το Κύπελλο Αγγλίας το 1963, όπου ήταν αυτός που διέσπασε την άμυνα της Λέστερ και έκανε την τελική πάσα, για να πετύχει το νικητήριο γκολ ο Ντέιβιντ Χερντ (David Herd).  Έχοντας πέσει σε δυσμένεια, ζήτησε μεταγραφή και εντάχθηκε στη Λιντς για £ 33.000 στερλίνες. Εξελίχθηκε σύντομα σε έναν από τους καλύτερους κεντρικούς μέσους στην Αγγλία, καθώς η Λιντς κατέκτησε τον τίτλο της Β’ Κατηγορίας στην πρώτη του σεζόν εκεί. Το 1965, ήταν στην ομάδα που ήρθε κοντά στη κατάκτηση του  πρωταθλήματος και του Κυπέλλου Αγγλίας, αλλά έχασε και τους δύο τίτλους, από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τη Λίβερπουλ αντίστοιχα.


Έχοντας σχηματίσει μια εξαιρετική συνεργασία με τον Μπίλι Μπρέμνερ, υπό την προπονητική καθοδήγηση του Ντον Ρέβι (Don Revie), ο τελευταίος έχτισε μια νέα ομάδα γύρω τους. Οι παίκτες είχαν ομοιότητες στις μορφές τους και ήταν ένα τεράστια στηρίγματα ο ένας για τον άλλον. Ο μεν Τζάιλς ήταν γνωστός για  τη δημιουργική δύναμη του και ο Μπρέμνερ για το πνεύμα νικητή, ενώ ήταν ικανοί να κάνουν τη πρωτογενή δουλειά ο ένας του άλλου. Τη σεζόν 1967/68, η Λιντς κέρδισε και το Λιγκ Καπ και το Κύπελλο Εκθέσεων, τον πρόγονο του Κυπέλλου UEFA. Αυτή ήταν και η πρώτη σεζόν κατά την οποία επηρεάστηκε από τραυματισμούς. Τη περίοδο 1968/69, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση του πρωταθλήματος από τη Λιντς, καταγράφοντας ένα ρεκόρ 67 βαθμών από 42 αγώνες, σε 2 βαθμούς για τη νίκη, ένα ρεκόρ που στάθηκε για 10 σεζόν! Το 1970, είχε και πάλι μια υπέροχη σεζόν, καθώς η Λιντς κυνήγησε τρία τρόπαια, αλλά έχασε και τα τρία, το πρωτάθλημα από την Έβερτον, το Κύπελλο από τη Τσέλσι μετά από επαναληπτικό και για το Κύπελλο Πρωταθλητριών, αποκλείστηκε από τη Σέλτικ στα ημιτελικά.


Στον 5ο  γύρο του Κυπέλλου Αγγλίας το 1971, όταν η Λιντς απροσδόκητα ηττήθηκε 2-3 από την Κόλτσεστερ, σκόραρε το 2ο γκολ της Λιντς ερχόμενοι από 0-3.λ Κατέκτησε μεν το Κύπελλο Εκθέσεων, αλλά έχασε το πρωτάθλημα την τελευταία ημέρα, με την Άρσεναλ να παίρνει τη νίκη που χρειαζόταν για να κερδίσει το double αυτής της περιόδου. Η Λιντς κέρδισε το πρώτο της Κύπελλο (και 2ο του Τζάιλς), όταν νίκησε την Άρσεναλ με 1-0 στο Γουέμπλεϊ το 1972, αλλά και πάλι έχασε το πρωτάθλημα την τελευταία ημέρα της περιόδου μετά την ήττα από τη Γουλβς. Σάντερλαντ και Μίλαν νίκησαν τη Λιντς στους τελικούς  του Κυπέλλου Αγγλίας και του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1973, αφήνοντας και πάλι τα «Παγώνια» χωρίς τίτλο. Ο Τζάκι Τσάρλτον (Jack Charlton) αποσύρθηκε το 1973, αφήνοντας τον Τζάιλς ως το αρχαιότερο μέλος της ομάδας. Την ίδια χρονιά, ξεκίνησε να συνδυάζει τα καθήκοντά του στη Λιντς με καθήκοντα παίκτη-προπονητή για την εθνική ομάδα της χώρας του.


Το 1974, ένα αήττητο σερί 29 αγώνων στο ξεκίνημα της σεζόν, βοήθησε τη Λιντς στη κατάκτηση του 2ου τίτλου τους, αλλά στη συνέχεια η διχόνοια βασίλεψε μετά τη φυγή του Ντον Ρέβι για να αναλάβει την εθνική ομάδα της Αγγλίας. Ο Ρέβι, συνέστησε στο διοικητικό συμβούλιο της Λιντς τον Τζάιλς, σχεδόν στα 34 του χρόνια και να πλησιάζει το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομία του, ότι θα πρέπει να είναι ο διάδοχός του. Το διοικητικό συμβούλιο αντί αυτού, διόρισε τον Μπράιαν Κλαφ (Brian Clough), έναν λαμπρό προπονητή, αλλά μια αμφιλεγόμενη επιλογή, ο οποίος είχε κριτικάρει δημοσίως το «άγριο» παιχνίδι της Λιντς στο παρελθόν και δεν ήταν θαυμαστής του Ρέβι. Ο Κλαφ δεν έγινε ποτέ αρεστός στους παίκτες -που ήθελαν τον Τζάιλς- και το διοικητικό συμβούλιο αντέδρασε διώχνοντας τον Κλαφ μετά από μόλις 44 ημέρες και με μια παχυλή αποζημίωση. Ο Τζάιλς ούτε τότε πήρε τη δουλειά, αφού διορίστηκε προπονητής ο Τζίμι Άρμφιλντ (Jimmy Armfield) και επικεντρώθηκε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που θα αγωνιζόταν η Λίντς.  Ήταν εξαιρετικός στην ευρωπαϊκή πορεία της Λιντς, αλλά δεν ήταν πλέον μια πρώτη επιλογή. Μετά από την εμφάνισή του στον τελικό της υπέρτατης ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης του 1975, στον οποίο η Λιντς ηττήθηκε 0-2 από τη Μπάγερν Μονάχου, αποδέχθηκε την προσφορά, από την Γουέστ Μπρομ, τον Ιούνιο του 1975, για να γίνει παίκτης-προπονητής τους, ενώ εξακολουθούσε να παίζει και να προπονεί την ιρλανδική εθνική ομάδα.


Με τα «Παγώνια» αγωνίστηκε για 12 σεζόν, σε 383 ματς με 87 γκολ, κατακτώντας 2 πρωταθλήματα, 1 Κύπελλο, 1 Λιγκ Κάπ, 1 Τσάριτι Σιλντ και 2 Κύπελλα Εκθέσεων (ο πρόγονος του Κυπέλλου UEFA)! Ο Τζόνι Τζάιλς θεωρείται ευρέως ως ένας από τους Μεγαλύτερους Ποδοσφαιριστές να έχουν βγει από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Η αναγνώρισή του ήλθε όταν οι οπαδοί της Λιντς τον ονόμασαν στην Ιδανική 11άδα Όλων των Εποχών του συλλόγου. Η θέση του στην αγγλική ποδοσφαιρική ιστορία αναγνωρίστηκε το 1998, όταν η Football League, στο πλαίσιο των εορτασμών της εκατονταετηρίδας της, τον ονόμασε στον κατάλογο των 100 Θρύλων της. Όταν τον ρώτησαν για τις διαφορές μεταξύ του ιδίου και του έτερου Ιρλανδού που έχουν σε μεγάλη υπόληψη οι Άγγλοι, τον Ρόι Κιν (Roy Keane), είπε: «Δεν είναι αναγκαίο να μας συγκρίνετε, θα ήθελα να πω ότι ήμουν λίγο πιο δημιουργικός από αυτόν και αυτός [ο Keane] ήταν καλύτερος στις διεκδικήσεις και τον χειρισμό της μπάλας». Γενικά είχε μια φήμη «σκληρού» ποδοσφαιριστή και πάντα έλεγε ότι προτιμούσε να είναι «ένα λιοντάρι παρά ένα αρνί» στο γήπεδο!


Έδωσε πολλές υποσχέσεις ως νεαρός παίκτης-προπονητής της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, καθώς συνδύασε τα καθήκοντα του ως επικεφαλής της Γουέστ Μπρομ, όπου μετά από ένα μέτριο ξεκίνημα, κέρδισε την πλειοψηφία των οπαδών της Μπρόμιτς. Υπό την ηγεσία του, προήχθησαν από την Β' Κατηγορία τον Απρίλιο του 1976  και τερμάτισε 7ος  στο πρωτάθλημα της σεζόν 1976/77. Ο ίδιος δήλωσε αργότερα ότι ο χρόνος που πέρασε στη Γουέστ Μπρόμιτς Άλμπιον ήταν μεταξύ των πιο ευτυχισμένων της καριέρας του, παρά το γεγονός ότι δεν κέρδισε τρόπαια εκεί. Ωστόσο, η θητεία του στο σύλλογο είχε επίσης πολλές συγκρούσεις με το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου, για την οικονομική λειτουργία του, μια δραστηριότητα που αισθάνθηκε να τον αποκλείουν από πάρα πολλά. Προσφέρθηκε ακόμη και να παραιτηθεί  την ημέρα που εξασφαλίστηκε η άνοδος, παρόλο που ο ίδιος είχε πειστεί να αλλάξει τη τακτική του για το πρωτάθλημα. Παραιτήθηκε από παίκτης-προπονητής στις 21 Απριλίου του 1977, την ίδια ημέρα που ο πρώην συμπαίκτης του, ο Τζάκι Τσάρλτον παραιτήθηκε από τη προπονητική του θέση στη Μίντλεσμπρο και μετακόμισε πίσω στην Ιρλανδία για να αναλάβει τη Σάμροκ Ρόβερς μέχρι το 1983.


Επέστρεψε στο Χόθορνς για τη δεύτερη θητεία του ως προπονητής της Μπρόμιτς κατά τη διάρκεια της περιόδου 1983/84, σώζοντας την ομάδα, παρά του ότι ξεκίνησε χάνοντας το πρώτο παιχνίδι, 0-1 για το Κύπελλο Αγγλίας από τη Γ’ Κατηγορίας Πλύμουθ. Την ακόλουθη σεζόν ήταν  5ος τα Χριστούγεννα, αλλά τερμάτισε 12ος. Ωστόσο, η απόφαση του να παραχωρήσει τον αγαπημένο της κερκίδας, τον Σίριλ  Ρίτζις (Cyril Regis) και τον πρώτο σκόρερ Γκάρι Τόμσον (Garry Thompson) οδήγησε τους οπαδούς σε δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του, με τους αντικαταστάσεις τους -τον Γκαρθ Κρουκς (Garth Crooks) και τον Ούγγρο Ίμρε Βάραντι (Imre Varadi)- να αποδεικνύοντας ανεπιτυχείς. Παραιτήθηκε τον Οκτώβριο του 1985 μετά από μια ήττα 0-3 στο Κόβεντρι, που ήταν -ρεκόρ- η 9η  συνεχόμενη για την Άλμπιον.
  

Ως παίκτης-προπονητής της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, την οδήγησε για ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1970. Στα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1976 έκανε το διεθνές ντεμπούτο του ο Λίαμ Μπρείντι (Liam Brady) ως η πιο αξιοσημείωτη παρουσίαση. Στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, τελείωσε με μόνο δύο βαθμούς, νικώντας τη Γαλλία εντός έδρας. Κατά τη διάρκεια των πεντέμισι ετών του στον πάγκο της Σάμροκ Ρόβερς κέρδισε το Κύπελλο Ιρλανδίας το 1978, σκόραρε 2 γκολ σε 4 εμφανίσεις στο Κύπελλο Κυπελλούχων και ήταν ο αρχηγός της 9 φορές. Έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι στις 14 Δεκεμβρίου του 1980, όταν ήταν 40 ετών. Παραιτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1983, αφού είχε αφήσει την εθνική Ιρλανδίας τον Μάρτιο του 1980 και είχε αποτολμήσει να περάσει τον Ατλαντικό για να παίξει στην Βορειοαμερικανική Λίγκα. Το 1981, προσλήφθηκε για να καθοδηγήσει τους Βανκούβερ Γουάιτκαπς του NASL και κατείχε αυτή τη θέση για τρεις σεζόν και ονομάστηκε μάλιστα το 1982 Προπονητής της χρονιάς.


Παραιτήθηκε οριστικά από την προπονητική το 1985. Αργότερα δήλωσε ότι δεν μετάνιωσε ποτέ που την παράτησε! Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως ποδοσφαιρική αυθεντία στο ιρλανδικό τηλεοπτικό δίκτυο RTÉ Sport, αναλύοντας αγώνες από το 1986 μέχρι το 2016. Επιπλέον, γράφει δύο στήλες ανά εβδομάδα για την ιρλανδική εφημερίδα “Evening Herald”, ενώ προσφέρει τις απόψεις του για το παιχνίδι στο ραδιοφωνικό σταθμό, “Newstalk 106”. Το 1966, παντρεύτηκε την Anne με την οποία απέκτησε 4 γιους και 2 κόρες. Οι δύο από τους γιους του, ο Michael και ο Chris, έπαιξαν για την Σάμροκ Ρόβερς. Είναι ο κουνιάδος του παλιού εμβληματικού αστέρα της Γιουνάιτεντ, του Νόμπι Στάιλς (Nobby Stiles), αφού ο πρώην συμπαίκτης του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ παντρεύτηκε την αδελφή του.

 PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • 1954–1956: Stella Maris
  • 1956/57: Manchester United Football Club

Επαγγελματική καριέρα

  • 1957–1963: Manchester United Football Club, 93 (10)
  • 1963–1975: Leeds United Football Club, 383 (87)
  • 1975–1977: West Bromwich Albion Football Club, 75 (3)
  • 1978: Philadelphia Fury, 21 (0)
  • 1977–1983: Shamrock Rovers Football Club, 42 (11)

Διεθνής

  • 1959–1979: Δημοκρατία της Ιρλανδίας, 59 (5)

Προπονητική καριέρα

  • 1973–1980: Δημοκρατία της Ιρλανδίας (παίκτης-προπονητής)
  • 1975–1977: West Bromwich Albion Football Club (παίκτης-προπονητής)
  • 1977–1983: Shamrock Rovers Football Club (παίκτης-προπονητής)
  • 1981–1983: Vancouver Whitecaps
  • 1984/85: West Bromwich Albion Football Club

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Manchester United
  • Κύπελλο Αγγλίας: 1962/63

Με την Leeds United
  • Πρωτάθλημα Αγγλίας: 2 (1968/69, 1973/74)
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Αγγλίας: 1963/64
  • Κύπελλο Αγγλίας:1971/72
  • Λιγκ Καπ Αγγλίας: 1967/68
  • FA Charity Shield: 1969
  • Κύπελλο Εκθέσεων Ευρώπης: 2 (1968, 1971)

Με την Shamrock Rovers

  • Κύπελλο Ιρλανδίας (FAI Cup): 1978
  • Tyler Cup –Διοργάνωση μεταξύ συλλόγων της Βορείου και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας: 1978/79

Προσωπικές Διακρίσεις -Τιμές

  • Μέλος 11άδας της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 2 (1973/74, 1975/76)
  • Μέλος της λίστας των 100 Θρύλων του Αγγλικού Ποδοσφαίρου: 1998
  • Χρυσός Παίκτης της Ιρλανδίας των Τελευταίων 50 Ετών» για το Ιωβιλαίο της UEFA: 2004
  • Το 2006, ανεγέρθηκε πλάκα προς τιμή του, στο μέρος που γεννήθηκε, τη Πλατεία Όρμοντ, στο Δουβλίνο.


Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Αντρέι Γιουσκόβιακ

Ο Πολωνός κεντρικός επιθετικός Αντρέι Γιουσκόβιακ (Andrzej Mieczysław Juskowiak), γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1970, στο Γκοστίν, μια πόλη της δυτικής Πολωνίας. Εξαιρετικός φορ, με καίριες τοποθετήσεις μέσα στη περιοχή, τελείωνε ωραία τις φάσεις, ενώ είχε σωστή αντίληψη. Διακρίθηκε για τη δύναμη του και πάθος του. Γρήγορα έγινε ένας απ’ τους καλύτερους φορ της πατρίδας του. Ύστερα από μια καριέρα στη πατρίδα του και τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας ήλθε και απ’ τα μέρη μας για λογαριασμό του Ολυμπιακού, στον οποίο αγωνίστηκε την περίοδο 1995/96, φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα μόλις για ένα χρόνο, πριν αρχίσει το σύγχρονο, γεμάτο διακρίσεις, μέρος της ιστορίας του Πειραιώτικου συλλόγου. Σε 25 εμφανίσεις σημείωσε 12 γκολ, ενώ πέτυχε ακόμα τρία στην Ευρώπη και αυτή η επίδοση, σε συνδυασμό με το ότι τα έδινε όλα σε κάθε ματς, αποτέλεσε το «εισιτήριό» του για τις καρδιές των φίλων των «ερυθρολεύκων»! αγωνίστηκε ακόμα στη Γερμανία για τη Γκλάντμπαχ και τη Βόλφσμπουργκ, ενώ αργότερα έπαιξε και στην Αμερική. Για την εθνική ομάδα της Πολωνίας, έπαιξε σε 39 παιχνίδια και σημείωσε 13 γκολ.


Έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην ομάδα της γενέτειράς του, την Κάνια του Γκοστίν και ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1987, όταν τα "λαγωνικά" της Λεχ Πόζναν ξεχώρισαν το ταλέντο του και τον πήραν στο Πόζναν, υπογράφοντας το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο. Έμεινε για μια πενταετία (1987-1992) και με τη φανέλα της Λεχ είχε 85 συμμετοχές και 43 γκολ, καταφέρνοντας να κατακτήσει δύο Πρωταθλήματα (1990, 1992), ένα Κύπελλο Πολωνίας (1988) καθώς και δύο πολωνικά Σούπερ Καπ (1990, 1992). Επίσης, τη σεζόν 1989/90, ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Πολωνίας. Οι πολύ καλές εμφανίσεις του, προξένησαν το ενδιαφέρον αρκετών συλλόγων από πρωταθλήματα της Ευρώπης και αμέσως μετά τη λήξη των Ολυμπιακών αγώνων, ήρθε η μεταγραφή στην Σπόρτινγκ Λισαβόνας.

 Στην πρώτη του σεζόν έχει 25 συμμετοχές και 9 γκολ και στη 2η, 23 συμμετοχές και 6 γκολ. Παραδόξως, οι Πορτογάλοι (οι οποίοι πάντως αντιμετώπιζαν και οικονομικά προβλήματα), μετά την πιο παραγωγική του χρονιά στην Πορτογαλία, τη περίοδο 1994/95, με 25 συμμετοχές  και 12 γκολ - όπου πέτυχε και ένα εκπληκτικό γκολ με ανάποδο ψαλίδι στον αγώνα με τη Μποαβίστα- αποφασίζουν να τον παραχωρήσουν δανεικό και έρχονται σε συμφωνία με τον Ολυμπιακό για το δανεισμό του για ένα χρόνο, με option αγοράς απ' τους Πειραιώτες! Με τη Σπορτινγκ κατέκτησε το Κύπελλο Πορτογαλίας του 1995 και το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς, ο Αντρέϊ Γιουσκόβιακ πιάνει λιμάνι!


Ο Πολωνός, "δένει" εκπληκτικά με τον Ίλια Ίβιτς (Ilija Ivić) και οι δυο τους φτιάχνουν ένα εξαιρετικό δίδυμο, με το Σέρβο κυρίως να δημιουργεί και τον Πολωνό να εκτελεί. Στους πρώτους 20 αγώνες που έχει δώσει ο Ολυμπιακός σε Ελλάδα και Ευρώπη, η τριπλέτα Αντρέι Γιουσκόβιακ – Ίλια Ίβιτς – Αλέξη Αλεξανδρή έχει πετύχει 20 γκολ, με τον Γιουσκόβιακ να έχει πετύχει τα 13 εξ' αυτών και τα υπόλοιπα 4 ο Αλεξανδρής και 3 ο Ίβιτς. Ο Γιουσκόβιακ απογειώνει το Καραϊσκάκη σε κάθε του προσπάθεια και ο ίδιος δείχνει να το χαίρεται και να το διασκεδάζει. Παράλληλα, φροντίζει να ξελασπώνει και την εθνική ομάδα της χώρας του, όντας ο βασικός της στράικερ.


Κάπου εκεί όμως ξεκίνησαν και τα προβλήματα. Ο άδοξος αποκλεισμός στο κύπελλο UEFA απ' τη Σεβίλλη στην παράταση, ήταν χτύπημα στην ψυχολογία της ομάδας και οι τριγμοί έγιναν κλυδωνισμοί όταν ο Ολυμπιακός έχασε εντός έδρας απ' τον Παναθηναϊκό με 1-2. Υπήρχε γκρίνια για τον προπονητή, Σταύρο Διαμαντόπουλο, ενώ ο "Γιούσκο" πέρναγε κάποια περίοδο δυστοκίας. Γενικά δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα από τους αντίπαλους αμυντικούς, αλλά η μπάλα δεν έμπαινε μέσα με τίποτα, ούτε καν με πέναλτι. Τότε ήταν που πήρε τη σκυτάλη στο σκοράρισμα ο Ίλια Ίβιτς, που σε 9 αγώνες πέτυχε 11 γκολ, φιλοδωρώντας με 4 γκολ τον Απόλλωνα Αθηνών (4-3) και με 3 τον Εδεσσαϊκό (5-2).


Ο Ολυμπιακός βγήκε εκτός και του δεύτερου του στόχου, του κυπέλλου Ελλάδας (αποκλείστηκε απ' την ΑΕΚ με 1-3, 1-1) και ο Διαμαντόπουλος απολύθηκε για να πάρει τη θέση του ως υπηρεσιακός τεχνικός ο Μελέτης Περσίας. Έχει μπει στον Ιανουάριος του 1996 και ο Γιουσκόβιακ αναζητεί να μάθει τις προθέσεις του Ολυμπιακού, καθώς δεν επιθυμούσε να συνεχίσει άλλο στην Πορτογαλία. Ο Ολυμπιακός -και δη ο Σωκράτης Κόκκαλης- δεν έδινε κάποια απάντηση για το τι μέλλει γενέσθαι με τον Πολωνό στράϊκερ, καθώς είχε ρίξει το βάρος στην αναζήτηση προπονητή, αφού ήταν η εποχή των συνομιλιών με το Ντούσαν Μπάγεβιτς (Dušan Bajević). Ο Γιουσκόβιακ ξαναβρίσκει το δρόμο για τα δίχτυα στις 21 Ιανουαρίου του 1996 πετυχαίνοντας το νικητήριο τέρμα του Ολυμπιακού επί της Ξάνθης στην Ξάνθη (2-1) και σ' εκείνο το σημείο έρχεται η πρόταση απ' τη Γερμανία και τη Μπορούσια του Μενχενγκλάντμπαχ.


Στη διοίκηση του Ολυμπιακού έλεγαν πως "δεν ιδρώνει το αυτί τους απ' το ενδιαφέρον των Γερμανών". Οι Γερμανοί όμως ρίχνουν το χρήμα στο τραπέζι, η Σπόρτινγκ που είχε ανάγκη ρευστού αποδέχεται την πρόταση, βλέποντας ότι ο Ολυμπιακός δεν έχει σκοπό να αγοράσει τον "Γιούσκο" καθώς "κρίθηκε υπερβολικό το ποσόν που ζητούσε η Σπόρτινγκ" (περίπου 400 - 500.000.000 δραχμές) και ο Γιουσκόβιακ που δεν έμενε αδιάφορος απ' την προοπτική να συνεχίσει την καριέρα του στην Μπουντεσλίγκα, τα βρίσκει σε όλα με τους Γερμανούς για να μεταγραφεί εκεί το καλοκαίρι του 1996. Τραβάει λοιπόν "χειρόφρενο" - προφανώς με εντολή των Γερμανών, που δεν ήθελαν να πάθει καμμιά ζημιά το μεταγραφικό τους απόκτημα στις ελληνικές στρούγκες- και παρουσιάζεται φανερά άκεφος στους υπόλοιπους αγώνες.


Πετυχαίνει το τελευταίο εν Ελλάδι τέρμα του στις 4 Φεβρουαρίου του 1996 με αντίπαλο τον Πανιώνιο και η παρουσία του στην Ελλάδα κλείνει στις 10 Μαρτίου, στο πλαίσιο της 24ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος, στον αγώνα με τον Ηρακλή στο Καυταντζόγλειο. Ο "Γιούσκο" θα χτυπήσει εκτός φάσης αντίπαλο και θα γίνει αντιληπτός απ' τον διαιτητή, θα αποβληθεί και θα δρομολογηθεί το τέλος του απ' τον Ολυμπιακό, αφού όπως χαρακτηριστικά λεγόταν « … δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν άλλο την προκλητική αδιαφορία του». Κατάφερε να πετύχει 12 γκολ σε 25 εμφανίσεις, χωρίς να κατακτήσει κάποιο τίτλο. Στο δια ταύτα όμως, κανείς ποτέ δε μπόρεσε να δώσει μια λογική εξήγηση για ποιο λόγο ο Ολυμπιακός δεν απέκτησε με κανονική μεταγραφή δύο απ' τους πιο χαρισματικούς -και ιδιαίτερα αγαπητούς στον κόσμο του- ξένους επιθετικούς που φόρεσαν ποτέ την ερυθρόλευκη: Τον "Τούρμπο" Μπεντ Κρίστενσεν (Bent Christensen Arensøe) και τον Αντρέι Γιουσκόβιακ.


Έμεινε μια διετία στη Γκλάντμπαχ,  όπου έπαιξε σε 52 ματς και σημείωσε 12 γκολ. Το καλοκαίρι του 1998 πήρε μεταγραφή στη Βόλφσμπουργκ, όπου αποτέλεσε βασικό και αναντικατάστατο στέλεχος, συμμετέχοντας σε 108 αγώνες, σημειώνοντας 39 γκολ, πριν κάνει ένα γρήγορο πέρασμα από την Κότμπους. Ύστερα από 5 γκολ σε 24 συμμετοχές, στα μισά της περιόδου 2002/03, θα κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι για λογαριασμό των Μέτροσταρς της Νέας Υόρκης, όπου θα παίξει μόλις σε 5 παιχνίδια και θα πετύχει 1 γκολ. Επέστρεψε ξανά στη Γερμανία το καλοκαίρι του 2004 και υπέγραψε συμβόλαιο με την Άουε, για την οποία πέτυχε 33 γκολ στους 110 αγώνες που φόρεσε τη φανέλα της στο διάστημα από το 2004 έως το 2007, όταν και αποσύρθηκε απ' την ενεργό δράση.


Αγωνίστηκε συνολικά 39 φορές με την Εθνική Πολωνίας, πετυχαίνοντας 13 τέρματα, από το 1992 ως το 2001. Ήταν επίσης βασικό στέλεχος της ομάδας που κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992, στην Βαρκελώνη, όπου και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης!


Σήμερα, ο «Γιούσκο», παραμένει κοντά στο ποδόσφαιρο, αφού είναι πρόεδρος της ακαδημίας της Λέγκια του Γκντανσκ της πατρίδας του. Παράλληλα, εκτελεί χρέη προέδρου της TPS Βινογκράντι του Πόζναν, που μετέχει στις χαμηλές κατηγορίες του πολωνικού πρωταθλήματος. Στο παρελθόν εργάστηκε ως προπονητής επιθετικών στη Λεχ του  Πόζναν.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα
  • 1987: Kania Gostyń,
  • 1987–1992: Kolejowy Klub Sportowy Lech Poznań, 85 (43)
  • 1992–1995: Sporting Clube de Portugal, 74 (25)
  • 1995/96: (δανεικός) → Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς, 25 (12)
  • 1996–1998: Borussia VfL 1900 Mönchengladbach, 52 (12)
  • 1998–2002: Verein für Leibesübungen Wolfsburg Fußball, 108 (39)
  • 2002/03: Fußballclub Energie Cottbus, 24 (5)
  • 2003: New York Red Bulls, 5 (1)
  • 2004–2007: Fußball Club Erzgebirge Aue, 110 (33)

Διεθνής

  • 1992–2001: Πολωνία, 39 (13

ΤΊΤΛΟΙ

Συλλογικοί
Με τη Lech Poznań
  • Πρωτάθλημα Πολωνίας: 2 (1990, 1992)
  • Κύπελλο Πολωνίας: 1988
  • Σούπερ Καπ Πολωνίας: 2 (1990, 1992)

Με τη Sporting
  • Κύπελλο Πορτογαλίας: 1995

Ατομικές διακρίσεις

  • Πρώτος Σκόρερ στο πρωτάθλημα Πολωνίας: 1990



Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Ίαν Ράιτ

Ο Άγγλος κεντρικός επιθετικός Ίαν Ράιτ (Ian Edward Wright) γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1963 στο Γούλγουϊτς του νοτιοανατολικού Λονδίνου, κοντά στο Γκρίνουϊτς. Αν και ήρθε στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο σχετικά αργά. Παρά το γεγονός ότι είχε δοκιμαστεί στις Σάουθεντ και Μπράιτον κατά τη διάρκεια της εφηβείας του, δεν κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον τους και να κερδίσει ένα επαγγελματικό συμβόλαιο. Αγωνιζόταν με ερασιτεχνικούς συλλόγους σε ανεξάρτητα πρωταθλήματα και είχε απογοητευτεί για τις πιθανότητές που του δίνονταν για μια καριέρα ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Αγωνίστηκε σχεδόν σε όλη του την καριέρα σε 2 συλλόγους της αγγλικής πρωτεύουσας. Τα πρώτα έξι χρόνια για την Κρίσταλ Πάλας και την επόμενη επταετία με την Άρσεναλ. Με την δεύτερη κέρδισε το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1994 καθώς επίσης 1 Πρωτάθλημα, 2 Κύπελλα και ένα Λιγκ Καπ. Αγωνίστηκε επίσης για τις Γουέστ Χαμ, Σέλτικ, Μπάρνλεϊ και Νότιγχαμ Φόρεστ. Έπαιξε συνολικά 581 παιχνίδια πρωταθλήματος, σκοράροντας 387 γκολ. Έπαιξε 33 φορές στην εθνική Αγγλίας, σημειώνοντας παράλληλα και 9 γκολ, από το 1991 έως το 1998. Μετά τη απόσυρσή του από την ενεργό δράση, απασχολήθηκε με εκπομπές που σχετίζονται με το ποδόσφαιρο σε διάφορα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά μέσα. Οι γιοι του, ο υιοθετημένος Σον Ράιτ Φίλιπς (Shaun Wright-Phillips) και ο Μπράντλεϊ (Bradley Wright-Phillips), είναι και οι δύο επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.


Είναι ο τρίτος γιος οικογένειας Τζαμαϊκανών  μεταναστών. Ο πατέρας του, Χέρμπερτ εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη όταν ήταν 18 μηνών και είχε ανατραφεί από τη μητέρα του, Νέστα. Έκτοτε, τον έβλεπε περίπου μία φορά κάθε δέκα χρόνια. Οι αναμνήσεις του είναι ότι ο πατριός του δεν τον ήθελε γιατί ήταν ένας νταής που η συμπεριφορά του υπήρξε άγρια και ανάλγητη για τα παιδιά. Του απαγόρευε να παρακολουθεί ποδοσφαιρικές εκπομπές, βάζοντάς τον τιμωρία. Περιγράφει τη μητέρα του ως καταχρηστική σε ουσίες και αλκοολική η οποία επανειλημμένα του επαναλάμβανε την κουβέντα «Πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι οι εκλεκτοί», υπονοώντας ότι σπαταλάει τον χρόνο του παίζοντας ποδόσφαιρο και ότι δεν ήταν αρκετά καλός. Ο μόνος άνθρωπος που τον βοήθησε ήταν ο δάσκαλος στο σχολείο του, ο Κος Πίγκτεν (Pigden), του οποίου η υπομονή του επέτρεψε να εργαστεί απαλλαγμένος από τα προβλήματα συμπεριφοράς που προέκυπταν από την ταραγμένη ζωή στο σπίτι του. Ο δάσκαλός του τον βοήθησε, επίσης, να παίζει ποδόσφαιρο, ενθαρρύνοντάς τον με ευγένεια και υπομονή.


Όταν η σύζυγός του περίμενε το πρώτο τους παιδί, ο Ράιτ πέρασε δύο εβδομάδες στην φυλακή Τσέλμσφορντ (HM Prison Chelmsford), λόγω της οικονομικής του αδυναμίας να πληρώσει τα πρόστιμα που του είχαν επιβληθεί για οδήγηση χωρίς φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα. Ό ίδιος θυμάται ότι κλειδωμένος στο κελί του, ξέσπασε σε δάκρυα και ορκίστηκε να κάνει το παν για να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Σε ένα παιχνίδι της Γκρίνουϊτς Μπόροου, τον είδε ο Πίτερ Πρέντις (Peter Prentice), κυνηγός ταλέντων της Κρίσταλ Πάλας και τον κάλεσε σε δοκιμαστικά στο Σέλχαρστ Παρκ. Στην πρώτη του εμφάνιση, εντυπωσίασε τον προπονητή της ομάδας, τον Στιβ Κόπελ (Steve Coppell) παλιά δόξα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ! Υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο με την Κρίσταλ Πάλας, τον Αύγουστο του 1985, τρεις μήνες πριν συμπληρώσει το 22ο έτος της ηλικίας του. Σκόραρε 9 γκολ στη πρώτη του περίοδο για να τελειώσει τη σεζόν ως 2ος υψηλότερος σκόρερ της Πάλας. Έκανε ένα αρκετά πετυχημένο δίδυμο με τον Μαρκ Μπράιτ (Mark Bright) την επόμενη χρονιά, οδηγώντας με τα γκολ τους την Κρίσταλ Πάλας στη Α’ Κατηγορία μέσω των πλέι-οφ το 1989. Έπαιξε ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο εκείνη τη σεζόν, σκοράροντας 24 γκολ στη Β’ Κατηγορία και 33 σε όλες τις διοργανώσεις.


Κλήθηκε για την Αγγλία Β, τον Δεκέμβριο του 1989, αλλά δύο σοβαρότατοι τραυματισμοί με ραγισμένη κνήμη είχαν επιπτώσεις στην Α 'Κατηγορία. Ωστόσο, μετά την αποθεραπεία του έκανε μια δραματική εμφάνιση ως «super-αλλαγή», στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας του 1990 εναντίον της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ισοφάρισε λίγα λεπτά μετά την είσοδό του, οδηγώντας το παιχνίδι στη παράταση, δίνοντας μάλιστα προσωρινά το προβάδισμα. Μετά την ισοπαλία 3-3, η Κρίσταλ Πάλας ηττήθηκε στον επαναληπτικό με 0-1. Την  επόμενη σεζόν ξεκίνησε να έχει διεθνείς διακρίσεις και έφτασε τα 100 γκολ για την Κρίσταλ Πάλας. Σκόραρε δύο φορές εναντίον της Έβερτον στον τελικό του Zenith Cup στο Γουέμπλεϊ, ενώ σκόραρε και ένα χατ-τρικ σε μόλις δεκαοκτώ λεπτά στο προτελευταίο παιχνίδι της σεζόν 1990/91 εκτός έδρας εναντίον της Γουίμπλεντον.  Συνολικά, σκόραρε 117 γκολ σε 277 αγώνες (24 ως αναπληρωματικός) σε πάνω από 6 σεζόν για τους «Αετούς» σε όλες τις διοργανώσεις, κάνοντας τον μεταπολεμικό Κορυφαίο Σκόρερ του συλλόγου και 3ο  στη λίστα Όλων των Εποχών. Το 2005, ψηφίστηκε στη Κορυφαία 11άδα της 100ετηρίδας της Πάλας και ονομάστηκε ως «Παίκτης του Αιώνα» για τον σύλλογο.


Υπέγραψε για την Άρσεναλ, τον Σεπτέμβριο του 1991 για £ 2.5 εκατομμύρια στερλίνες, η οποία εκείνη την εποχή ήταν μια αμοιβή ρεκόρ συλλόγου. Σκόραρε στο ντεμπούτο του εναντίον της Λέστερ σε έναν αγώνα για το αγγλικό Λιγκ Καπ και στη συνέχεια σκόραρε ένα χατ-τρικ στο ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα, εναντίον της Σαουθάμπτον. Κέρδισε το αγγλικό Χρυσό Παπούτσι στην πρώτη του σεζόν, σκοράροντας 29 γκολ στο πρωτάθλημα, εκ των οποίων 5 ήταν για την Πάλας και 31 σε όλες τις διοργανώσεις. Σκόραρε χατ-τρικ στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν, πάλι εναντίον της Σαουθάμπτον. Το 3ο  γκολ του ήταν και το  τελευταίο που επιτεύχθηκε στο αγγλικό πρωτάθλημα με τη παλιά μορφή του, μιας και η επόμενη σεζόν ήταν και η πρώτη της Premier League! Μέχρι το 2012, μόνο ο Ράιτ και ο Τέντι Σέρινχαμ (Teddy Sheringham), τη περίοδο 1992/93, έχουν κερδίσει το βραβείο του πρώτου σκόρερ έχοντας σκοράρει για δύο διαφορετικές ομάδες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου!


Ήταν ο πρώτος σκόρερ του συλλόγου για έξι σεζόν στη σειρά! Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του συλλόγου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, κερδίζοντας το Κύπελλο Αγγλίας και το Λιγκ Καπ του 1993, σκοράροντας και τα δύο γκολ στον τελικό του Κυπέλλου και στον επαναληπτικό εναντίον της Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Βοήθησε επίσης την Άρσεναλ να φτάσει στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης το 1994, αν και δεν αγωνίστηκε στον τελικό στον οποίο η Άρσεναλ κέρδισε τη Πάρμα με 1-0, ενώ τερμάτισε 4η  στην Premier League. Σκόραρε σε κάθε γύρο, αλλά και στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1995 και ήταν ένας από τους κορυφαίους σκόρερ στην Πρέμιερ Λιγκ, αλλά γενικά ήταν μια δύσκολη περίοδος για την Άρσεναλ μετά την απόλυση του Τζορτζ Γκρέιαμ (George Graham) και τη 12η θέση στο πρωτάθλημα.


Η άφιξη του Μπρους Ρίοκ (Bruce Rioch) δεν ήταν ευχάριστη για τον Ράιτ, ο οποίος μάλιστα ζήτησε μεταγραφή, τη οποία μετά απέσυρε. Η άφιξη του Ντένις Μπέργκαμπ (Dennis Bergkamp), ωστόσο, προανήγγειλε μια σύντομη αλλά γόνιμη εντυπωσιακή σχέση και στην πρώτη τους σεζόν βοήθησαν την Άρσεναλ να τερματίσει 5η στο πρωτάθλημα, πληρώντας τις προϋποθέσεις για το Κύπελλο UEFA. Έφθασαν και στους ημιτελικούς του Coca-Cola Cup, όπου αποκλείστηκαν στο εκτός έδρας γκολ από την μελλοντική νικήτρια Άστον Βίλα. Όταν ο Αρσέν Βενγκέρ (Arsène Wenger) έφτασε στην Άρσεναλ, τον Σεπτέμβριο του 1996, ο Ράιτ ήταν σχεδόν 33 ετών. Παρά την ηλικία του, συνέχισε να σκοράρει τακτικά (ήταν ο 2ος υψηλότερος σκόρερ της Premier League τη σεζόν 1996/97 με 23 γκολ) και στις 13 Σεπτεμβρίου του 1997 έσπασε το ρεκόρ του Κλιφ Μπάστιν (Cliff Bastin) στο σκοράρισμα για την Άρσεναλ, με χατ-τρικ εναντίον της Μπόλτον, ένα ρεκόρ που ξεπεράστηκε από τον Τιερί Ανρί (Thierry Henry), τον Οκτώβριο του 2005. Λίγους μήνες αργότερα, υπέστη έναν τραυματισμό που τον απέκλεισε από τη συνέχεια στο double αυτής της χρονιάς. Σκόραρε συνολικά 185 γκολ για την Άρσεναλ στο 288 αγώνες (9 ως αναπληρωματικός). Το τελευταίο γκολ του στο Χάιμπουρι ήρθε στις 4 Οκτωβρίου του 1997 εναντίον της Μπάρνσλεϊ και ήταν το 300ο του στη καριέρα του τόσο για την Κρίσταλ Πάλας, όσο και την Άρσεναλ. Σημείωσε το τελευταίο γκολ του για την Άρσεναλ στις 6 Ιανουαρίου του 1998 σε μια στα προημιτελικά επί της Γουέστ Χαμ στο Boleyn Ground για το Λιγκ Καπ.


Τον Ιούλιο του 1998, μετακόμισε στη Γουέστ Χαμ για £ 500.000 στερλίνες. Πέρασε δεκαπέντε μήνες ως παίκτης της, σκοράροντας το νικητήριο τέρμα στο ντεμπούτο του εναντίον της Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Στη συνέχεια είχε σύντομες περιόδους στην Νότιγχαμ Φόρεστ, τη Σέλτικ και τη Μπέρνλι (την οποία βοήθησε να ανέβει στην Division One), πριν αποσυρθεί το 2000. Σκόραρε στο ντεμπούτο του για την Σέλτικ, όπως και για τη Νότιγχαμ Φόρεστ. Τελείωσε τη συλλογική του καριέρα με 313 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Στις 15 Ιουλίου του 2008, τερμάτισε 4ος στη λίστα των 50 Κορυφαίων Κανονιέρηδων (Greatest Gunners) όπως αυτοί αναφέρονται στην ιστοσελίδα της Άρσεναλ.


Έκανε το ντεμπούτο του για την Αγγλία, υπό τον Γκράχαμ Τέιλορ (Graham Taylor), τον Φεβρουάριο του 1991, σε μια νίκη 2-0 επί του Καμερούν στο Γουέμπλεϊ και βοήθησε την Αγγλία φτάσει στους τελικούς του Euro 1992 στη Σουηδία. Παρά το γεγονός ότι η διεθνής καριέρα του εκτάθηκε σε οκτώ χρόνια, παίζοντας 87 αγώνες και με 3 διαφορετικούς προπονητές, ξεκίνησε μόλις 17 φορές και ήταν ένας αναπληρωματικός που αγωνίστηκε σε άλλους 16 αγώνες! Σε κάθε μία από τις επτά σεζόν που ακολούθησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, ο Ράιτ δεν σκόραρε ποτέ λιγότερα από 23 γκολ μέσα σε μία σεζόν για τον σύλλογό του. Σκόραρε 25 γκολ για την Κρίσταλ Πάλας τη περίοδο 1990/91, πριν σπάσει το φράγμα των 30 γκολ  5 φορές στις επόμενες 6 περιόδους. Παρόλα αυτά τα κατορθώματά του στο σκοράρισμα, ο μεγαλύτερος αριθμός των παιχνιδιών που ξεκίνησε για την Αγγλία διαδοχικά ήταν 3 παιχνίδια, κάτι που το έκανε μόνο δύο φορές. Σημείωσε 9 διεθνή τέρματα και έκανε την τελευταία διεθνή εμφάνισή του, σε ένα φιλικό εναντίον της Τσεχικής Δημοκρατίας στο Γουέμπλεϊ, τον Νοέμβριο του 1998, ένα παιχνίδι που η Αγγλία κέρδισε με 2-0.


Για ένα μικρό χρονικό διάστημα εργάστηκε ως πρώτος προπονητής της Μίλτον Κέινς Ντονς. Έφυγε από το ρόλο το 2013. Συμμετέχει σε ποδοσφαιρικές εκπομπές, σόου και διαφόρου είδους άλλες εκπομπές, ενώ σχολιάζει συνεχώς αγώνες του πρωταθλήματος! Έχει εμφανιστεί σε τηλεοπτικές διαφημίσεις ενώ στην ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία, Ράιτ χρηματοδοτήθηκε από την αμερικανική εταιρεία αθλητικών ειδών «Nike».Είναι επίσης ένας αρθρογράφος για την ταμπλόιντ εφημερίδα «The Sun». Οι γιοι του, ο υιοθετημένος Σον Ράιτ Φίλιπς (Shaun Wright-Phillips) και ο Μπράντλεϊ (Bradley Wright-Phillips), είναι και οι δύο επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.

  

PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα

  • 1985–1991: Crystal Palace Football Club, 225 (90)
  • 1991–1998: Arsenal Football Club, 221 (128)
  • 1998/99: West Ham United Football Club, 22 (9)
  • 1999: (δανεικός) → Nottingham Forest Football Club, 10 (5)
  • 1999-2000: The Celtic Football Club, 8 (3)
  • 2000: Burnley Football Club, 15 (4)
Σύνολα καριέρας: 501 (239)

Διεθνής

  • 1989–1992: Αγγλία Β’, 3 (0)
  • 1991–1998: Αγγλία, 33 (9)

Προπονητική καριέρα

  • 2012/13: Milton Keynes Dons Football Club

Τίτλοι

Συλλογικοί

Με την Crystal Palace
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Αγγλίας: 1988/89
  • Full Members Cup: 1991

Με την Arsenal
  • Πρωτάθλημα Αγγλίας: 1997/98
  • Κύπελλο Αγγλίας: 2 (1992/93, 1997/98)
  • Λίγκ Καπ Αγγλίας: 1992/93
  • Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης: 1993/94

Με τη West Ham
  • Intertoto Cu): 1998/99

Διεθνείς

Με την Αγγλία
  • Τουρνουά Γαλλίας: 1997
  • England Challenge Cup: 1991

Προσωπικές Διακρίσεις

  • Πρώτος Σκόρερ Α’ Κατηγορίας : 1991/92
  • Γκολ της Χρονιάς Α’ Κατηγορίας: 1989/90
  • Παίκτης της Χρονιάς για την Crystal Palace: 1989
  • Μέλος 11άδας της Χρονιάς Β’ Κατηγορίας από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 1988/89
  • Μέλος 11άδα της Χρονιάς από την  Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 2 (1992/93, 1996/97)
  • Παίκτης του Μήνα για την Premier League: Νοέμβριος 1996
  • Μέλος Hall of Fame του Αγγλικού Ποδοσφαίρου: 2005
  • Μέλος 11άδα της 100ετηρίδας για την Crystal Palace: 2005


Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Άλφιο Μπαζίλε

Ο Αργεντίνος κεντρικός αμυντικός και αργότερα προπονητής,  Άλφιο Μπαζίλε (Alfredo “Alfio” Rubén"Coco" Basile), γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1941, στη Μπαΐα Μπλάνκα, μια πόλη στα νότια της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, περίπου 500 χλμ. νοτιοδυτικά της αργεντίνικης πρωτεύουσας. Ως ποδοσφαιριστής  ήταν γνωστός  για την εξαιρετική του παρουσία στο κέντρο της αμυντικής γραμμής της Ράσινγκ της Αβεγιανέδα και της Χουρακάν, της  οποίας ήταν από τους βασικούς συντελεστές της κατάκτησης του αργεντίνικου πρωταθλήματος του Μετροπολιτάνο του 1973 υπό τις οδηγίες του Σεζάρ Λουίς Μενότι (César Luis Menotti). Έπαιξε επίσης για την εθνική ομάδα της Αργεντινής και αποσύρθηκε ως ποδοσφαιριστής το 1975. Ως προπονητής, έχει κοουτσάρει αρκετές ομάδες εντός κι εκτός Αργεντινής. Μεταξύ άλλων, έχει διετελέσει προπονητής στις Τσακαριτά Τζούνιορς, Ροζάριο Σεντράλ, Ρασίνγκ Κλουμπ, Χουρακάν, τη Νασιονάλ του Μοντεβιδέο στην Ουρουγουάη, τη Βέλεζ του Σάρσφιλντ, την Ατλέτικο Μαδρίτης, τη Σαν Λορέντσο και τη Μπόκα Τζούνιορς, με την οποία γεύτηκε και τους τίτλους της προπονητικής του καριέρας, ενώ κάθισε και στον πάγκο της εθνικής Αργεντινής, σαν ομοσπονδιακός τεχνικός, σε 2 ...δόσεις, την πρώτη  απ το 1991 έως το 1994 και την  δεύτερη από το 2006 μέχρι το 2008.


Γιος Ιταλών μεταναστών που προέρχονται από την Κατάνια, ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στις ακαδημίες της τοπικής Μπέλα Βίστα της Μπαΐα Μπλάνκα το 1960, παίζοντας είτε στην άμυνα είτε στη μεσαία γραμμή και το 1964 υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο με την Ράσινγκ της Αβεγιανέδα. Ο Χουάν Χοσέ Πιτσούτι (Juan Jose Pizzuti), το 1966 τον καθιέρωσε  μόνιμα στο κέντρο της άμυνας, όπου ήταν το ένα μέλος του τρομερού ντουέτου με τον «Στρατάρχη» Ρομπέρτο Περφούμο (Roberto Perfumo). Με τη Ράσινγκ κέρδισε το πρωτάθλημα Αργεντινής του 1966 και το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1967, σημειώνοντας μάλιστα γκολ στον τελικό, στη νίκη με 5-2 επί της Ιντεπεντιέντε του Μεντεγίν. Επίσης, την ίδια χρονιά θριάμβευσε και στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου νικώντας την  Σέλτικ.


Παρέμεινε στην ομάδα μέχρι και το 1970, αγωνιζόμενος στη θέση του κεντρικού αμυντικού, συμμετέχοντας σε  163 αγώνες της «Ακαδημίας», πετυχαίνοντας παράλληλα και 19 γκολ. Για την τετραετία από το 1971 έως το 1975, φόρεσε τη φανέλα της Χουρακάν, συμμετέχοντας σε 97 ματς, σημειώνοντας 4 γκολ και κατακτώντας το πρωτάθλημα Μετροπολιτάνο του 1973, υπό τις οδηγίες του μελλοντικού προπονητή της «αλμπιτσελέστε» και Παγκόσμιου Πρωταθλητή το 1978, Σεζάρ Λουίς Μενότι.  Το 1975, έβαλε τέλος στην καριέρα του μετά από πολλαπλά τραύματα στο γόνατο και έγινε προπονητής.


Φόρεσε τη φανέλα της εθνικής ομάδας της Αργεντινής σε 8 ματς, σημειώνοντας παράλληλα και 1 γκολ, για το χρονικό διάστημα  από το 1968 έως το 1973.

Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ακολούθησε καριέρα προπονητή, κοουτσάροντας αρκετές ομάδες εντός κι εκτός Αργεντινής. Μεταξύ άλλων, διετέλεσε προπονητής στη Τσακαριτά Τζούνιορς, τη Ροζάριο Σεντράλ, τη Ρασίνγκ Κλουμπ, με την οποία κατέκτησε το Σουπερκόπα Σουνταμερικάνα του 1988, τη Χουρακάν, τη Νασιονάλ του Μοντεβιδέο στην Ουρουγουάη, τη Βέλεζ του Σάρσφιλντ, την Ατλέτικο Μαδρίτης, τη Σαν Λορέντσο και τη Μπόκα Τζούνιορς. Η καριέρα του ως προπονητής έφτασε στο αποκορύφωμά της στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν οδήγησε την Εθνική Αργεντινής σε 2 κατακτήσεις Κόπα Αμέρικα, το 1991 στη Χιλή και το 1993 στο Εκουαδόρ, στη κατάκτηση του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών του 1992 στη Σαουδική Αραβία και σε μια κατάκτηση τροπαίου Αρτέμιο Φράνκι ( Artemio Franchi Trophy -ήταν ένας αγώνας ανάμεσα στους πρωταθλητές Ευρώπης και Νοτίου Αμερικής). Η πορεία προς το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 φαινόταν ομαλή μέχρι που ήλθε μια συντριπτική ήττα με 0-5 από την εκπληκτική Κολομβία εντός έδρας. Μετά από αυτό το τραυματικό γεγονός, ο Ντιέγκο Μαραντόνα (Diego Maradona) επανήλθε στην ομάδα ως ποδοσφαιριστής για να την οδηγήσει  στα play-off εναντίον της Αυστραλίας.

Σε αυτή την περίοδο, πέτυχε ένα σερί 33 αήττητων παιχνιδιών, το μεγαλύτερο αήττητο σερί στην ιστορία της εθνικής Αργεντινής! Στο Παγκόσμιο Κύπελλο των Ηνωμένων Πολιτειών, η Αργεντινή ξεκίνησε με δύο εντυπωσιακές νίκες επί της  Ελλάδας και τη Νιγηρίας, ωστόσο, τα σύννεφα δεν άργησαν να εμφανιστούν. Ο Μαραντόνα ελέγχθηκε για ντόπινγκ μετά τον αγώνα με τη Νιγηρία και βρέθηκε θετικός για χρήση εφεδρίνης στο δείγμα του. Η Αργεντινή πέρασε  στους 16 παρά την ήττα 0-2 από τη Βουλγαρία, αλλά με το ηθικό συντετριμμένο, η ομάδα αποκλείστηκε μετά την ήττα στη Ρουμανία.


Μετά την παραίτηση του, ανέλαβε προπονητής της Σαν Λορέντζο, της Κλαμπ Αμέρικα στο Μέξικο και της Κολόν της Σάντα Φε με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Το 2000 τιμήθηκε με το Βραβείο Konex, ως ένας από τους Κορυφαίους 5 τεχνικούς διευθυντές της δεκαετίας στην Αργεντινή! Τον Ιούλιο του 2005 ανέλαβε τη θέση του προπονητή στην Μπόκα Τζούνιορς, κερδίζοντας το Ρεκόπα Σουνταμερικάνα του 2005, μόλις ένα μήνα αργότερα. Στη συνέχεια κατέκτησε το πρώτο του (ως προπονητής) πρωτάθλημα Αργεντινής, στο τουρνουά Απερτούρα του 2005. Τέσσερις ημέρες αργότερα, η Μπόκα κατέκτησε το Κόπα Σουνταμερικάνα του 2005 με αντίπαλο τη Πούμας UNAM του Μέξικο.


Τον Μάιο του 2006, οδήγησε τον σύλλογο  σε ένα νέο τίτλο στο αργεντίνικο πρωτάθλημα, τη Κλαουσούρα του 2006 και τον Ιούλιο, ήταν για άλλη μια φορά προπονητής της εθνικής ομάδας της Αργεντινής, διαδεχόμενος τον Χοσέ Πέκερμαν (José Pekerman). Πριν αναλάβει ξανά την «αλμπιτσελέστε», έμεινε με την Μπόκα Τζούνιορς μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου του 2006, όταν η ομάδα κατέκτησε το 2ο συνεχόμενο Ρεκόπα Σουνταμερικάνα το 2006, με μια νίκη επί της βραζιλιάνικης Σάο Πάουλο. Ήταν από αυτούς που “φώναζαν” στον Κάρλος Τέβεζ και τον Χαβιέ Μασεράνο, να προτιμήσουν την Ιταλία ή την Ισπανία, όταν προέκυψε το θέμα της μεταφοράς τους στην Ευρώπη, λέγοντας χαρακτηριστικά να προτιμήσουν την Ιταλία «… ακόμη και αν θα πρέπει να παίξουν στη Β’ Κατηγορία» με την Γιουβέντους! 


Στις 16 Οκτωβρίου του 2008, εν μέσω της διαμάχης, εξαιτίας της ιστορικής ήττας με 0-1 που υπέστη η Αργεντινή από τη Χιλή στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, την πρώτη ιστορικά σε προκριματική φάση για το Παγκόσμιο Κύπελλο, υπέβαλε την παραίτησή του. Αυτό άνοιξε τελικά το δρόμο για το διορισμό του Ντιέγκο Μαραντόνα ως προπονητή της εθνικής ομάδας. Ως προπονητής, είχε συνολικά δύο θητείες στο τιμόνι της εθνικής ομάδας, τις περιόδους 1991-1994 και 2006-2008.

Την 1 Ιουλίου του 2009, επέστρεψε στην Μπόκα Τζούνιορς μετά από 3 χρόνια, αλλά μετά από μια σειρά άσχημων αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα την αποτυχία να προκριθεί για το Κόπα Λιμπερταδόρες του 2010 και τη συντριβή με 1-3 από την μισητή Ρίβερ Πλέιτ κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού τουρνουά στο Μαρ ντελ Πλάτα, παραιτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2010. Στις 26 Δεκεμβρίου του 2011, επέστρεψε στην Ράσινγκ Κλουμπ  για 4η  περίοδο ως προπονητής τους, διαδεχόμενος τον Ντιέγκο Σιμεόνε (Diego Simeone). Τον Μάιο του 2012, ύστερα από μια βαριά ήττα 1-4 από την αιώνια αντίπαλο Ιντεπεντιέντε, παραιτήθηκε. Σήμερα σχολιάζει αγώνες για την αργεντίνικη τηλεόραση.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Εφηβική καριέρα

  • Club Bella Vista de Bahía Blanca

Επαγγελματική καριέρα

  • 1964–1970: Racing Club de Avellaneda, 163 (19)
  • 1971–1975: Club Atlético Huracán, 97 (4)

Διεθνής

  • 1968–1973: Αργεντινή, 8 (1)

Προπονητική καριέρα

  • 1975/76: Club Atlético Chacarita Juniors
  • 1976: Club Atlético Rosario Central
  • 1978: Racing Club de Avellaneda
  • 1979: Club Atlético Racing de Córdoba
  • 1980: Instituto Atlético Central Córdoba
  • 1981: Club Atlético Racing de Córdoba
  • 1982: Club Atlético Huracán
  • 1982: Club Nacional de Football
  • 1983: Club Atlético Racing de Córdoba
  • 1983: Club Atlético Talleres de Córdoba
  • 1984–1986: Club Atlético Vélez Sarsfield
  • 1986–1989: Racing Club de Avellaneda
  • 1989/90: Club Atlético Vélez Sarsfield
  • 1991–1994: Αργεντινή
  • 1995: Club Atlético de Madrid
  • 1996/97: Racing Club de Avellaneda
  • 1998: Club Atlético San Lorenzo de Almagro
  • 2000/01: Club de Fútbol América S.A. de C.V.
  • 2004: Club Atlético Colón de Santa Fe
  • 2005/06: Club Atlético Boca Juniors
  • 2006–2008: Αργεντινή
  • 2009/10: Club Atlético Boca Juniors
  • 2012: Racing Club de Avellaneda

Τίτλοι

 Ως ποδοσφαιριστής

Με τη Racing Club
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: 1966
  • Copa Libertadores: 1967               
  • Διηπειρωτικό Κύπελλο: 1967

Με τη Huracán
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: Metropolitano 1973

Ως προπονητής

Συλλογικοί

Με τη Racing Club
  • Supercopa Sudamericana: 1988

Με τη Boca Juniors
  • Πρωτάθλημα Αργεντινής: 2 (Apertura 2005, Clausura 2006)
  • Copa Sudamericana: 2005
  • Recopa Sudamericana: 2 (2005, 2006)

Διεθνείς

Με την Αργεντινή
  • Κόπα Αμέρικα:  2 (1991, 1993)
  • Κύπελλο Συνομοσπονδιών FIFA (Βασιλιάς Φαχντ): 1992
  • Artemio Franchi Trophy: 1993