Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Νόρμαν Χάντερ

Ο Άγγλος κεντρικός αμυντικός Νόρμαν Χάντερ (Norman Hunter), γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου του 1943 στο Γκέιτσχεντ του Ντάραμ Κάουντι, την πιο βόρεια περιοχή της Αγγλίας στο βρετανικό νησί. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ποδοσφαιριστές της ιστορίας της Λιντς Γιουνάιτεντ. Έπαιξε στα «Παγώνια» για 14 ολόκληρα χρόνια, από το 1962 έως το 1976, συμπληρώνοντας τον εκπληκτικό αριθμό των 540 συμμετοχών, με 18 γκολ! Ήταν βασικότατος στην ενδεκάδα τους και τα βοήθησε να κερδίσουν ένα πρωτάθλημα Β’ κατηγορίας, δύο Α’ κατηγορίας, ένα Κύπελλο, ένα Λιγκ Καπ και ένα Τσάριτι Σιλντ Αγγλίας, καθώς και δύο Κύπελλα Εκθέσεων (πρόγονος του Κυπέλλου UEFA)! Ήταν μέλος της αγγλικής εθνικής ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, λαμβάνοντας όμως το μετάλλιό του το 2007. Έκτοτε περιλαμβάνεται στους «100 Θρύλους της Football League».

Έμεινε γνωστός για τα δυνατά τάκλιν του, το σκληρότατο, ενίοτε, physical game του, τη ταχύτητα του και το πείσμα του, που αντιστάθμιζαν την έλλειψη καλής τεχνικής. Η θέση του άλλωστε, ήταν κεντρικός αμυντικός και στο αγγλικό ποδόσφαιρο των δεκαετιών 1960 και 1970, λίγοι και εκλεκτοί ήταν αυτοί που τη διέθεταν. Αυτά ήταν που «έχτισαν» και το προφίλ του ως ποδοσφαιριστή και του χάρισαν και το παρατσούκλι που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα! «Norman ‘bites yer legs’ Hunter» που σε ελεύθερη μετάφραση, αποδίδεται με το «Ο Νόρμαν "Σας Δαγκώνει τα Πόδια" Χάντερ»!  Το παρατσούκλι  προήλθε από ένα πανό που σήκωσαν οι οπαδοί της Λιντς στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας του 1972 απέναντι στην Αρσεναλ! Το διέδωσε αποτελεσματικά με αναφορά κατά τη διάρκεια της συζήτησης πριν τον αγώνα στο τηλεοπτικό στούντιο, ο Μπράιαν Κλαφ! (Brian Clough).


Ο Χάντερ μπήκε στη Λιντς σε ηλικία 15 ετών, το 1958 και έκανε το ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα του το 1962, σχηματίζοντας ένα τρομερό δίδυμο στην άμυνα μαζί με τον Τζάκι Τσάρλτον (Jack Charlton), μια σύμπραξη η οποία διήρκεσε μια ολόκληρη δεκαετία. Ήταν η περίοδος που ο σύλλογος παρουσίασε την καλύτερη ομάδα στα χρονικά του, υπό τις οδηγίες του σπουδαίου Ντον Ρέβι (Donald George "Don" Revie) και με παίκτες που έγραψαν ιστορία στο ποδόσφαιρο, όπως ο μέσος Μπίλι Μπρέμνερ (Billy Bremner), ο εξτρέμ Πίτερ Λόριμερ (Peter Lorimer), ο επιθετικός Άλαν Κλαρκ (Alan Klarke), ο χαφ Τζόνι Τζάιλς (Johnie Gilles), ο φορ Μικ Τζόουνς (Mick Jones), κ.ά. Η Λιντς ανέβηκε στη Α’ Κατηγορία, ως πρωταθλήτρια της Β’, το 1964 και ένα χρόνο αργότερα έφτασε κοντά  στο double του πρωταθλήματος και του Κυπέλλου, ωστόσο έχασε τον τίτλο από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ενώ ηττήθηκε και με 1-2 από την Λίβερπουλ στον τελικό του Κυπέλλου. 


Κατέκτησε μετάλλια νικητή ως ποδοσφαιριστής της Λιντς, κερδίζοντας το Λιγκ Καπ, το Κύπελλο Εκθέσεων το 1968 και το 1971, αλλά και του πρωταθλήματος το 1969. Το 1972, η Λιντς κατέκτησε το Κύπελλο Αγγλίας με ένα γκολ από τον Άλαν Κλαρκ (Allan Clarke). Η χαρά του στο γκολ, αποθανατίστηκε σε μια φωτογραφία, διάσημη έκτοτε, συλλαμβάνοντάς τον στον αέρα, με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά! Στο τέλος του παιχνιδιού, ανέβηκε δύο φορές στο βασιλικό θεωρείο, μία φορά για να πάρει το δικό του μετάλλιο και στη συνέχεια για να βοηθήσει τον Μικ Τζόουνς να πάρει το δικό το, αφού είχε εξαρθρώσει τον αγκώνα του. Το 1973 γνώρισε ήττες σε δύο τελικούς, καθώς η Λιντς έχασε στο τελικό του Κυπέλλου από τη Σάντερλαντ, ενώ στη συνέχεια, λίγες μέρες αργότερα ηττήθηκε από τη Μίλαν στον τελικό του Κύπελλο Κυπελλούχων, στο Καυταντζόγλειο. Στον συγκεκριμένο αγώνα, αποβλήθηκε!

Έχοντας εξουδετερώσει τον Τζον Κρέιβεν της Κρίσταλ Πάλας ...
Το 1974, ήταν ο πρώτος νικητής του βραβείου «Παίκτης της Χρονιάς» από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας, που δόθηκε στο τέλος της σεζόν 1973/74. Έχοντας έναν νέο αμυντικό συνεργάτη για την επόμενη σεζόν, τον Γκορντον ΜακΚουίν (Gordon McQueen), η Λιντς ξεκίνησε τη σεζόν κάνοντας ένα αήττητο σερί 29 αγώνων, που τους οδήγησε στον τίτλο. Ήταν μέλος της Λιντς που έφτασε το 1975 στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου ηττήθηκαν 0-2 από την Μπάγερν Μονάχου. 

Το επεισόδιο με τον Φράσις Λι, την 1η Νοεμβρίου του 1975. Παίκτες και των 2 ομάδων προσπαθούν να χωρίσουν τους 2 παίκτες (ο Λι δεξιά και ο Χάντερ το Νο 6), οι οποίοι αφού αποβλήθηκαν, ... δερνόντουσαν μέχρι και στα αποδυτήρια! 
Μαζί με τον Φράνσις Λι (Francis Lee), τότε ποδοσφαιριστή της Ντέρμπι Κάουντι, ήταν οι δράστες ενός πρωτοφανούς επεισοδίου, τη 1η Νοεμβρίου του 1975 στο Μπειζμπολ Γκράουντ του Ντέρμπι, το οποίο μάλιστα μεταδιδόταν ζωντανά σε όλόκληρη την Αγγλία μέσω της εκπομπής "Match of the Day", όταν αντάλλαξαν γροθιές και αποβλήθηκαν από τον διαιτητή Derek Nippard. Όταν ο κύκλος του στη Λιντς ολοκληρώθηκε,  μετά από 540 εμφανίσεις και 18 γκολ, υπέγραψε στη Μπρίστολ Σίτι, στις 28 Οκτωβρίου του 1976 για £ 40.000 στερλίνες, στην οποία παρέμεινε για τρία χρόνια, κάνοντας 108 εμφανίσεις και σκοράροντας 4 γκολ. Το τελευταίο παιχνίδι του για τη Μπρίστολ ήταν εναντίον της Λιντς! Τον  Ιούνιο του 1979, εντάχθηκε στην Μπάρνσλεϊ, στην οποία ως παίκτης της έκανε 31 εμφανίσεις, πριν τελικά αποσυρθεί από την ενεργό δράση, τον Ιανουάριο του 1983.


Έκανε το διεθνές ντεμπούτο του για την Αγγλία το 1965, αλλά η υφιστάμενη συνεργασία μεταξύ του Τζάκι Τσάρλτον και του Μπόμπι Μουρ (Bobby Moore), ως αμυντικό δίσυμο στην εθνική ομάδα, σήμαινε ότι πέρασε ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς καριέρας του ως αλλαγή, κερδίζοντας τελικά 28 συμμετοχές συνολικά. Ήταν στην ομάδα που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο  του 1966, αλλά δεν αγωνίστηκε σε κανένα παιχνίδι. Σκόραρε το νικητήριο γκολ εναντίον της Ισπανίας στα προημιτελικά για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1968, ξεκινώντας βασικός τόσο στην ήττα με 0-1 στον ημιτελικό από τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και τη νίκη με 2-0 επί της Σοβιετικής Ένωσης στον αγώνα για τη 3η θέση. Ήταν στην ομάδα του Άλφ Ράμσεϊ (Alf Ramsey) για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μέξικο, αλλά η μόνη του εμφάνισή στο τουρνουά ήταν ως αλλαγή, αργά στον αγώνα, στην ήττα 2-3 από τη Δυτική Γερμανία.


Το 1973, ήταν στην ομάδα της Αγγλίας που έπρεπε για να κερδίσει τον τελευταίο προκριματικό αγώνα της για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 στη Δυτική Γερμανία. Η αντίπαλος στο Γουέμπλεϊ ήταν η Πολωνία, που χρειαζότα μόνο μια ισοπαλία για να προκριθεί σε βάρος της Αγγλίας. Ήταν 0-0 ο αγώνας, όταν ο Χάντερ πήγε να κάνει ένα τάκλιν, αλλά, αντίθετα, πάτησε πάνω στην μπάλα και την έχασε. Η Πολωνία βγήκε γρήγορα στην αντεπίθεση και σκόραρε με τον Γιαν Ντομάρσκι (Jan Andrzej Domarski). Ο Άλαν Κλαρκ ισοφάρισε με πέναλτι, νικώντας τον εκπληκτικό εκείνη τη νύχτα Γιαν Τομασέφσκι (Jan Tomaszewski) αλλά η Αγγλία δεν μπόρεσε να σκοράρει και πάλι, με την ισοπαλία 1-1 να δίνει τη πρόκριση στους Πολωνούς.

Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, δούλεψε ως προπονητής στις Μπάρνσλεϊ και Ρόδεραμ και ως τηλεσχολιαστής αγώνων. Το παρατσούκλι, βγήκε από ένα πανό που ανάρτησαν για πρώτη φορά οι οπαδοί της Λιντς στον τελικό του Κυπέλλου εναντίον της Άρσεναλ το 1972. Έγινε διάσημο, όταν το ανέφερε κάποια στιγμή ο Μπράιαν Κλαφ, σε μια τηλεοπτική εκπομπή, θέλοντας να επισημάνει το «βρώμικο» παιχνίδι της Λιντς.


 Όλα τα παραπάνω είναι πολύ σπουδαία κατορθώματα και είναι όλα μαζί, ο ένας από τους δύο λόγους για τους οποίους ο Νόρμαν Χάντερ έμεινε στην ιστορία. Ο δεύτερος είναι ο δυναμισμός του, που για να το θέσουμε και πιο κομψά, δεν ήταν πάντοτε «εντός των επιτρεπόμενων ορίων». Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα, που ο Χάντερ ξεπέρασε τα όρια του «Ευ Αγωνίζεσθε». Μία ημέρα, λοιπόν, κι αφού είχε ήδη περιποιηθεί δεόντως αμέτρητους ξένους αστραγάλους, γόνατα, κνήμες, γάμπες, κ.λ.π., ο ίδιος ο Νόρμαν Χάντερ … έσπασε το πόδι του στη προπόνηση!

Ο επικεφαλής του ιατρικού τιμ της Λιντς έτρεξε στον βοηθό προπονητή της ομάδας, Λες Κόκερ (Les Cocker) και έντρομος, τον ενημέρωσε ότι «…ο Νόρμαν έσπασε ένα πόδι»!
Παντελώς ατάραχος, ο Κόκερ αποκρίθηκε:
«Ποιανού το πόδι είναι;»…


Από το Σάββατο, 17 Απριλίου του 2020, ο Νόρμαν Χάντερ δεν κατοικεί πλέον σε αυτόν τον κόσμο. Παρά τις φοβερές ανασταλτικές του ικανότητες που άφησε κληρονομιά στο ποδόσφαιρο, ο κορονοϊός κατάφερε να τον λυγίσει σε ηλικία 76 ετών. "Έφυγε" πριν προλάβει, μόλις για 3 μήνες, να δει την τελευταία του επιθυμία να πραγματοποιείται! Την αγαπημένη του Λιντς ξανά στη Πρέμιερ Λιγκ μετά από 16 χρόνια!


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ) 

Επαγγελματική καριέρα


  • 1962–1976: Leeds United Football Club, 540 (18)
  • 1976–1979: Bristol City Football Club, 108 (4)
  • 1979–1982: Barnsley Football Club, 31 (0)

Σύνολα καριέρας: 679 (22)

Διεθνής


  • 1965–1974: Αγγλία, 28 (2)

Προπονητική καριέρα


  • 1980–1984: Barnsley Football Club
  • 1985–1987: Rotherham United Football Club
  • 1988: Leeds United Football Club (υπηρεσιακός)

Τίτλοι

Διεθνείς

Με την Αγγλία

  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 1966
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 3η  θέση το 1968

Συλλογικοί 

Με την Leeds United 

  • Πρωτάθλημα Αγγλίας: 2 (1968/69 1973/74) και επιλαχών 5 φορές (1964/65, 1965/66, 1969/70, 1970/71, 1971-72) 
  • Πρωτάθλημα Β’ Κατηγορίας Αγγλίας: 1963/64 
  • Κύπελλο Αγγλίας: 1972 και φιναλίστ: 3 (1964/65, 1969/70, 1972/73)
  • Λιγκ Καπ Αγγλίας: 1968 
  • FA Charity Shield: 1969 και φιναλίστ το 1974 
  • Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων (UEFA Cup): 2 (1968, 1971) και φιναλίστ το 1967 
  • Κύπελλο Κυπελλούχων: φιναλίστ το 1973
  • Κύπελλο Πρωταθλητριών: φιναλίστ το 1975

Προσωπικές Διακρίσεις


  • Παίκτης της Χρονιάς από τη Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 1973/74 
  • Μέλος Ιδανικής 11άδας της Χρονιάς από την Ένωση Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών Αγγλίας: 1973/74 
  • Μέλος των «100 Θρύλων της Football League»: 1998 
  • Παίκτης της Χρονιάς για την Leeds United: 1971

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Μανέ Γκαρίντσα: Ο Άγγελος με τα στραβά πόδια

Ο Βραζιλιάνος δεξιός ακραίος επιθετικός ή και μεσοεπιθετικός  Μανουέλ Φρανσίσκο Ντος Σάντος, (Manuel Francisco dos Santos), γνωστός με το παρατσούκλι Γκαρίντσα (Garrincha), γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1933, στην πόλη Πάου Γκράντε του Ρίο Ντε Τζανέιρο. Θεωρείται από πολλούς ειδικούς του ποδοσφαίρου, ως ο Καλύτερος Ντριμπλέρ στην ιστορία του αθλήματος! Το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός λέει ήδη πολλά γι΄ αυτόν: Μανέ, υποκοριστικό του Μανουέλ αλλά και συνώνυμο του χαζούλη! Γκαρίντσα, από το μικροσκοπικό, αεικίνητο πουλάκι της οικογένειας των Τρωγλοδυτιδών που του έμοιαζε. Ο συνδυασμός τους είναι κάτι πολύ κοινό μεταξύ των οπαδών του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία. Τα παρατσούκλια που απέκτησε μεγάλος ήταν εξίσου εύγλωττα. Λόγω της τεράστιας δημοτικότητας του στη Βραζιλία, ήταν επίσης γνωστός σαν «Alegria do Povo» (Λαϊκή Χαρά), ενώ ένα από αυτά το χρωστάει στον μεγάλο Βραζιλιάνο ποιητή και συνθέτη –και οπαδό της Μποταφόγκο– Βινίσιους ντε Μοράες (Marcus Vinicius de Moraes): «O Anjo de Pernas Tortas» δηλαδή «Ο Άγγελος με τα Στραβά Πόδια!»


Το 1958 και το 1962, κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Στη διοργάνωση του 1962, με τον Πελέ έξω όγω τραυματισμού, οδήγησε την ομάδα στη νίκη κερδίζοντας τη Χρυσή Μπάλα ως ο Καλύτερος Παίκτης του τουρνουά, το Χρυσό Παπούτσι ως ο Κορυφαίος Σκόρερ και ονομάστηκε στην Ιδανική 11άδα της Διοργάνωσης. Το 1994 διορίστηκε στην Ιδανική 11άδα των Παγκοσμίων Κυπέλλων Όλων των Εποχών. Η Βραζιλία ποτέ δεν έχασε έναν αγώνα, ενώ ήταν στην 11άδα της ο Γκαρίντσα και ο Πελέ! Σε επίπεδο συλλόγων, έπαιξε το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του για την Μποταφόγκο. Στο Μαρακανά, τα αποδυτήρια της γηπεδούχου ομάδας είναι γνωστά ως «Γκαρίντσα». Στην πρωτεύουσα Μπραζίλια, το Εθνικό στάδιο της Μπραζίλια, πήρε το όνομά του από τον ίδιο. Πιστώνεται ως ο πρώτος που λόγω των ενεργειών στον αγωνιστικό χώρο, τα επιφωνήματα “Olé” των ταυρομαχιών, χρησιμοποιήθηκαν σε αγώνες ποδοσφαίρου! Το 1999, ήρθε 7ος ως Καλύτερος Παίκτης του Αιώνα σε ψηφοφορία της FIFA από μεγάλη κριτική επιτροπή. Είναι μέλος της Παγκόσμιας Ομάδας του 20ου Αιώνα και εγκαταστάθηκε στο βραζιλιάνικο ποδοσφαιρικό Hall of Fame!


Προβλήματα εκ γενετής
Στα παιδικά του χρόνια, ο Γκαρίντσα αντιμετώπισε πολλές αντιξοότητες μέχρι να ακολουθήσει καριέρα ποδοσφαιριστή. Μεγάλωσε με ένα ελάττωμα. Η σπονδυλική του στήλη ήταν παραμορφωμένη εκ γενετής και το αριστερό του πόδι ήταν κοντύτερο κατά 6 πόντους από το δεξί, που λύγιζε ελαφρά προς τα έξω. Αρχικά, οι πιθανότητες να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο ήταν ελάχιστες. Χρειάστηκε να κάνει πολλές εγχειρίσεις για να μπορέσει να περπατήσει. Με το πέρασμα των χρόνων αδιαφόρησε για τις υποδείξεις των γιατρών και αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής! Χάρις στην επιμονή του, μετέτρεψε το μειονέκτημα του σε χάρισμα και έγινε παίκτης παγκόσμιας κλάσης. Εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο ντριμπλέρ στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και ήταν ανίκητος στο ένας με έναν. Οι απρόβλεπτοι ελιγμοί του οφείλονταν σε αυτήν ακριβώς την σωματική του ατέλεια! Το ξεκίνημα του, ωστόσο, δεν ήταν εύκολο αφού αρκετές ομάδες τον απέρριψαν λόγω του προβλήματος που αντιμετώπιζε. Το 1953 η διοίκηση της Μποταφόγκο πείστηκε να τον εντάξει στο δυναμικό της.


Γρήγορα, άρχισε να ξεδιπλώνει τις τεχνικές του αρετές με την εκπληκτική ντρίμπλα που διέθετε. Οι κινήσεις του με τα πόδια μπέρδευαν τους αντιπάλους. Τους περνούσε με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Οι Βραζιλιάνοι λάτρεψαν το στυλ του που μπορούσε να ξεγελάσει ακόμα και τους καλύτερους αμυντικούς του κόσμου. Ήταν η εποχή που του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Τσάπλιν του ποδοσφαίρου»! Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην εθνική Βραζιλίας στις 18 Σεπτεμβρίου του 1955 απέναντι στην Χιλή. Συμπλήρωσε 50 συμμετοχές στην «Σελεσάο» έχοντας 12 γκολ στο ενεργητικό του. Υπήρξε βασικό μέλος της Βραζιλίας όταν κατέκτησε το Μουντιάλ στην Σουηδία το 1958. Συμπλήρωσε με την παρουσία του μία πλειάδα αστέρων της Βραζιλίας εκείνης της εποχής όπως οι Ντίντι (Waldyr Pereira «Didi»), Μάριο Ζαγκάλο (Mário Jorge Lobo Zagallo), Βαβά (Edvaldo Jizídio Neto «Vavá») και ο 17χρονος Πελέ (Edson Arantes do Nascimento «Pelé»).


Ενα τσούρμο «προβληματικοί», στην κορυφή του κόσμου!
Η ομάδα της Βραζιλίας το 1958, απαρτιζόταν από λευκούς, μαύρους και μιγάδες. Οι μαύροι παίκτες ήταν τόσο περήφανοι για το χρώμα τους, που ο Ντίντι παραλίγο να αποκλειστεί γιατί η γυναίκα του ήταν λευκή! Πέρα από τις φυλετικές διαφορές της εποχής, ενδιαφέρον είχε ο ιατρικός έλεγχος των 33 παικτών της αποστολής. Στο βιβλίο του «The Beautiful Game», ο συγγραφέας του, Κρις Τέιλορ (Chris Taylor), αναφέρει ότι ο οδοντογιατρός της ομάδας βρήκε 470 (!) χαλασμένα δόντια και χρειάστηκε να κάνει 32 εξαγωγές! Ακόμη, διαγνώστηκαν αναιμία, παράσιτα, σκουλήκια, σύφιλη, και χρόνιες δυσλειτουργίες του πεπτικού. Στο δε ψυχολογικό τεστ στο οποίο υποβλήθηκε η ομάδα, ο Γκαρίντσα πάτωσε με 38/123! Ο ψυχολόγος συνέστησε επίσης να αποκλειστεί και ο νεαρός Πελέ από την αποστολή, γιατί σε τόσο νεαρή ηλικία, « … δεν θα μπορούσε να συμπεριφερθεί με τον απαιτούμενο τσαμπουκά!».

Η ιστορία όμως είχε άλλη γνώμη!



Τα τρία καλύτερα λεπτά στην ιστορία του ποδοσφαίρου
Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το Μουντιάλ του 1958 στην Σουηδία, αυτή η εθνική ομάδα της Βραζιλίας, ένα τσούρμο προβληματικών ανθρώπων σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γιατρών, ταξίδεψε στην Ιταλία για να δώσει ένα φιλικό προετοιμασίας. Αντίπαλος της ήταν η Φιορεντίνα, η οποία την εποχή εκείνη πρωταγωνιστούσε στο Ιταλικό πρωτάθλημα, έχοντας στη σύνθεση της και έξι Ιταλούς διεθνείς. Δεκαπέντε λεπτά πριν τη λήξη του φιλικού, και ενώ το σκορ ήταν ήδη 0-3 για τους φιλοξενούμενους, ένας Βραζιλιάνος με σπονδυλική στήλη σαν σίγμα τελικό, πήρε τη μπάλα στη δεξιά πλευρά της επίθεσης, προσπέρασε τρεις αμυντικούς και τον τερματοφύλακα με χαρακτηριστική άνεση! Μπροστά στο άδειο τέρμα, περίμενε έναν εκ των αμυντικών να επιστρέψει! Με μια τέλεια προσποίηση τον εξουδετέρωσε ξανά, στέλνοντας τον να πέσει κάτω για δεύτερη φορά και αφού συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος για να διασκεδάσει κι άλλο, περπάτησε με τη μπάλα μέσα στην εστία, την άφησε να περάσει τη γραμμή, για τέταρτη φορά και στη συνέχεια την πήρε στα χέρια και ψύχραιμα έκανε μεταβολή για να πάει να την τοποθετήσει στο κέντρο για τη σέντρα. Ήταν η πρώτη φορά που άνθρωποι εκτός Βραζιλίας, γινόταν μάρτυρες του φαινομένου «Γκαρίντσα», σε μια από τις πιο γνωστές και χαρακτηριστικές παραστάσεις του.


Σε πλήρη αντίθεση με τους άναυδους Ιταλούς που δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν, οι άνθρωποι της εθνικής Βραζιλίας δεν μπορούσαν να αποδεχθούν μια τέτοια ερασιτεχνική και παιδική συμπεριφορά, την οποία κάλλιστα θα μπορούσε να επαναλάβει ο Γκαρίντσα στα παιχνίδια του Μουντιάλ. Κι έτσι ο παίκτης με τα στραβά και ανομοιόμορφα πόδια, που έπασχε εκ γενετής από πολιομυελίτιδα είδε τα πρώτα δυο ματς της διοργάνωσης από τον πάγκο.

Μέχρι που έφτασε η ώρα των Ρώσων.


Σε μια εποχή που ένα μεγάλο μέρος της ενημέρωσης αποτελούταν από φήμες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, οι Ρώσοι ήταν φόβητρο για κάθε αντίπαλο. Με τον Λεβ Γιασίν (Lev Yashin) στην εστία και παίκτες οι οποίοι χάρη σε σύγχρονες, για την εποχή, μεθόδους προπόνησης φημολογούνταν πως μπορούσαν να τρέχουν ασταμάτητα για 180 λεπτά, αποτελούσαν ένα μεγαθήριο που πήγε στη Σουηδία με ξεκάθαρο στόχο να κατακτήσει το Κύπελλο, έχοντας κερδίσει ήδη δυο χρόνια πριν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης. Οι αισθητά κατώτεροι σωματικά αλλά και στον τομέα της φυσικής κατάστασης Βραζιλιάνοι πίστευαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να προσπαθήσουν να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους.

Και για να το πετύχουν αυτό, χρειαζόταν και ο Γκαρίντσα.


Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1958, η Βραζιλία έκανε σέντρα έχοντας στην ενδεκάδα της για πρώτη φορά τον 25χρονο τότε Γκαρίντσα και τον 17χρονο ανερχόμενο αστέρα Πελέ. Και η ιστορία του Βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, αλλά και του ποδοσφαίρου γενικότερα, απέκτησε ένα νέο ορόσημο. Τα επόμενα 180 δευτερόλεπτα χαρακτηρίστηκαν από τον ευυπόληπτο Γάλλο δημοσιογράφο Γκαμπριέλ Ονό (Gabriel Honnot) ως «τα τρία καλύτερα λεπτά στην ιστορία του ποδοσφαίρου!».


Στη διάρκεια αυτών των τριών λεπτών, οι Βραζιλιάνοι πρόλαβαν και είχαν δυο δοκάρια, ένα με τον Γκαρίντσα κι ένα με τον Πελέ, ενώ σκόραραν και μια φορά, με τον Βαβά ύστερα από ασίστ του Πελέ. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στο ίδιο διάστημα ο Γκαρίντσα προσπέρασε τον προσωπικό του αντίπαλο Μπόρις Κουτνετζόφ (Boris Kuznetsov) τέσσερις φορές, ξεσηκώνοντας τους Σουηδούς στην κερκίδα που δεν ήξεραν αν έπρεπε να αποθεώσουν τον Βραζιλιάνο ή να γελάσουν με τους δύσμοιρους Ρώσους. Ένας από τους μεγαλύτερους Βραζιλιάνους συγγραφείς, ο Νέλσον Ροντρίγκεζ (Nelson Rodriguez) περιέγραψε τις στιγμές εκείνες με προτάσεις που τα λένε όλα:
«Πιστέψτε με φίλοι μου: ο αγώνας Βραζιλία-Ρωσία κρίθηκε μετά από μόλις τρία λεπτά. Και σημειώστε ότι η Βραζιλία ήθελε απλά μια ισοπαλία. Αλλά ο Γκαρίντσα δεν πιστεύει στην ισοπαλία. Εκτόξευσε τον εαυτό του στον αντίπαλο σαν σφαίρα που φεύγει από όπλο. Ντρίπλαρε έναν, ντρίπλαρε κι άλλον, ντρίπλαρε ακόμα και το μούσι του Ρασπούτιν.
Φίλοι μου, η αποσύνθεση της Ρωσικής άμυνας ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που ο Γκαρίντσα ακούμπησε για πρώτη φορά τη μπάλα. Φαντάζομαι την τεράστια έκπληξη των Ρώσων μπροστά σ’ αυτό το αγόρι με τα κυκλικά πόδια που πήγε για να ανατρέψει όλες τις αντιλήψεις του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Πως να μαρκάρεις αυτόν που δεν μαρκάρεται; Πως να νιώσεις το ανεπαίσθητο; Σε μια στιγμή αγανάκτησης ο αντίπαλος του κοίταξε τον Γκαρίντσα, κοίταξε τα στραβά πόδια του Γκαρίντσα και κατέληξε: «Δεν υπάρχει!».

Το τέλος του αγώνα βρήκε τους Βραζιλιάνους νικητές μόνο με 2-0, παρ’ ότι καταγράφηκαν περισσότερες από 30 φάσεις στην εστία του Γιασίν, ο οποίος κατάφερε και κράτησε το σκορ σε λογικά επίπεδα. Μετά το παιχνίδι ρώτησαν τον Γκαρίντσα κάτι για τον προσωπικό του αντίπαλο. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, όπως γενικότερα δεν είχε ιδέα για πολλά πράγματα. Όταν η Βραζιλία νίκησε στον τελικό εκείνης της διοργάνωσης τη Σουηδία, κατακτώντας το πρώτο της τρόπαιο, ο Γκαρίντσα απορούσε προς τι όλος ο χαμός, πιστεύοντας ότι το σύστημα διεξαγωγής ήταν σαν το Βραζιλιάνικο πρωτάθλημα και ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουν όλες τις ομάδες και δεύτερη φορά. Παρ’ όλα αυτά τα… μικρο-θεματάκια του, όσοι πρόλαβαν να τον θαυμάσουν να παίζει, συμφωνούν στο ότι δεν έχει υπάρξει άλλος ποδοσφαιριστής που να προκαλεί τόση ανόθευτη χαρά στους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ομάδας και εθνικότητας.


Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά το πρώτο τρόπαιο της Βραζιλίας σε Μουντιάλ, ο Γκαρίντσα γνώρισε την παγκόσμια αναγνώριση. Εξαιτίας του τραυματισμού του Πελέ, στο ξεκίνημα της διοργάνωσης, το βάρος έπεσε σε αυτόν. Ανταποκρίθηκε με επιτυχία και οδήγησε την Βραζιλία στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου για δεύτερη φορά στην ιστορία της. Με τέσσερα γκολ αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης και ψηφίστηκε ο καλύτερος παίκτης του Μουντιάλ. «Από ποιον πλανήτη κατάγεται ο Γκαρίντσα;», αναρωτιόνταν η εφημερίδα της Χιλής "El Mercurio" μετά τον αποκλεισμό της διοργανώτριας χώρας από την Βραζιλία στα ημιτελικά, χάρις στα δύο γκολ του Γκαρίντσα.


Η φήμη του εξαπλώθηκε τόσο στην χώρα του όσο και στο εξωτερικό και αναγνωρίστηκε ως ισάξιος του Πελέ! Από εκείνη τη μέρα του Ιουνίου του 1958, μέχρι το καλοκαίρι του 1966, που αποσύρθηκε από την εθνική, έπαιξε σε 50 παιχνίδια με τη φανέλα της Βραζιλίας στα οποία η «Σελεσάο» έχασε μόνο μια φορά, από την εθνική Ουγγαρίας στο Μουντιάλ της Αγγλίας, σ’ ένα παιχνίδι, στο οποίο αγωνίστηκε παρ’ ότι ήταν τραυματίας και το οποίο έμελλε να είναι και το τελευταίο του! Οι καλές εμφανίσεις του μετριάστηκαν από τον πρόωρο αποκλεισμό της Βραζιλίας στον πρώτο γύρο. Σκόραρε ένα γκολ. Στην καριέρα του σε 12 αγώνες Μουντιάλ έβαλε πέντε γκολ! Όσες φορές συνυπήρξε με τον Πελέ στην ενδεκάδα, η Βραζιλία δεν ηττήθηκε ποτέ!

Σε συλλογικό επίπεδο αγωνίστηκε 12 χρόνια στην Μποταφόγκο. Κέρδισε τρία πρωταθλήματα «Καριόκα» στο Ρίο και δύο πρωταθλήματα Ρίο/Σάο Πάουλο. Σε 579 αγώνες σημείωσε 249 γκολ. Συνέχισε την καριέρα του στην Κορίνθιας κατακτώντας ένα ακόμα πρωτάθλημα Ρίο/Σάο Πάουλο. Έπαιξε στην Ατλέτικο Τζούνιορ της Κολομβίας και την Φλαμένγκο για ένα χρόνο. Ολοκλήρωσε την σπουδαία καριέρα του το 1973 στην άσημη Ολαρία. Σε όλες τις ομάδες, πλην της Μποταφόγκο, είχε ελάχιστες συμμετοχές.

Η άστατη ζωή και το τέλος
Στην προσωπική του ζωή αποδείχτηκε αυτοκαταστροφικός. O «Aγγελος με τα στραβά πόδια» δεν κατάφερε να βάλει "φρένο" στις καταχρήσεις. Ήταν αγράμματος, ψυχολογικά ασταθής, άρρωστα μέθυσος όπως ο πατέρας του και συχνά μπλέκονταν σε καυγάδες. Δεν μπορούσε να διαβάσει τα συμβόλαια που υπέγραφε! Δεν είχε την ικανότητα να διαχειριστεί τα λεφτά που έβγαζε και τις περισσότερες φορές δεν γνώριζε ποια ομάδα αντιμετώπιζε, δεν τον απασχολούσαν καν βασικές λεπτομέρειες του ποδοσφαίρου. Ήταν ο μεγαλύτερος ερασιτέχνης που έπαιξε ποτέ επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Τα λεφτά του τα μοίραζε στις γειτονιές και στις ερωμένες του. Σε ηλικία 19 ετών παντρεύτηκε την Ναΐμ Μάρκες. Μαζί έκαναν οκτώ παιδιά! Συνολικά, απέκτησε δεκατέσσερα, το ένα με μια Σουηδέζα την οποία δεν ξαναείδε ποτέ! Με τις υπόλοιπες γυναίκες στην ζωή του είχε θυελλώδεις σχέσεις. Δεν έδειξε αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του όπως αντιμετώπισε τις δυσμορφίες στο σώμα του. Κινδύνευσε να χάσει την ζωή του σε τροχαία ατυχήματα και σε ένα από αυτά έχασε την πεθερά του.


Η υγεία του είχε κλονιστεί και τα σημάδια κόπωσης ήταν εμφανή προς το τέλος της καριέρας του. Βυθίστηκε σε μια κατάσταση μελαγχολίας από την οποία δεν ανέκαμψε ποτέ. Ο βιρτουόζος Βραζιλιάνος, ο δεύτερος μεγαλύτερος θρύλος που έβγαλε ποτέ, η πιο προικισμένη ποδοσφαιρικά χώρα του πλανήτη, πέθανε στο Ρίο από κίρρωση του ήπατος, στις 20 Ιανουαρίου του 1983 σε ηλικία 49 ετών.  Έζησε τα τελευταία του χρόνια της ζωής του ολομόναχος,  σε μια κατάσταση μόνιμης μέθης, πάμφτωχος και κατεστραμμένος σωματικά και ψυχολογικά. Η προτομή του βρίσκεται στο στάδιο Μαρακανά (Maracanã Stadium) και το όνομα του έχει δοθεί στο εθνικό στάδιο «Mane Garrincha» της Μπραζίλια. Ο Ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, Εντουάρντο Γκαλεάνο (Eduardo Galeano), είχε πει για τον Γκαρίντσα: 
«Στην ιστορία του ποδοσφαίρου κανείς δεν έκανε περισσότερο κόσμο ευτυχισμένο!».
Στην ταφόπλακα του είναι χαραγμένη η επιγραφή: «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά των ανθρώπων – ο Μανέ Γκαρίντσα».

Σ’ ένα τοίχο εκεί κοντά κάποιος έχει γράψει με σπρέι «Σ” ευχαριστούμε Γκαρίντσα που έζησες!».

Το «Alegria do Povo» (Η χαρά του λαού), έδωσε και τον τίτλο ενός από τα δύο καταπληκτικά ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν για τον Γκαρίντσα. Το άλλο είναι το: «Πελέ, Γκαρίντσα, θεοί της Βραζιλίας». Στο  «Youtube», εκτός από τα δεκάδες βίντεο που ανθολογούν τις ντρίπλες του –ενδεικτικοί τίτλοι, καθώς η ντρίπλα είναι διεθνής: «the genius of dribble», «greatest dribbler of all times», «o major driblador da historia do futebol», «le roi de dribble»–, κυκλοφορεί και μια ταινία μυθοπλασίας, το «Estrela Solitaria» (Μοναχικό Αστέρι), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ρούι Κάστρο (Rui Castro).



PALMARES
Περίοδος: Σύλλογος (Club), Συμμετοχές (Γκολ) 
Επαγγελματική καριέρα
  • 1953–1965: Botafogo de Futebol e Regatas, 614 (245)
  • 1966: Sport Club Corinthians Paulista, 13 (10)
  • 1967: Associação Atlética Portuguesa, 33 (7)
  • 1968: Club Deportivo Popular Junior F.C. S.A. –Κολομβία, 1 (3)
  • 1968/69: Clube de Regatas do Flamengo, 24 (4)
  • 1972: Olaria Atlético Clube, 7 (7)
Σύνολα καριέρας: 688 (276)
Διεθνής
  • 1955–1966: Βραζιλία, 60 (16)

Τίτλοι
Διεθνείς
  • Παγκόσμιο Κύπελλο: 2 (1958, 1962)
  • O'Higgins Cup: 3 (1955, 1959, 1961)
  • Oswaldo Cruz Cup: 1960
Με την Μποταφόγκο 
Διεθνείς Τίτλοι
  • Παγκόσμιο Τουρνουά Συλλόγων Παρισιού: 1963
  • International Quadrangular Tournament: 1954
  • Interclub Tournament Pentagonal Mexico: 2 (1958, 1962)
  • International Tournament of Colombia: 1960
  • International Tournament in Costa Rica: 1961
  • Golden Jubilee Tournament Football Association of La Paz: 1964
  • Ibero-American Tournament: 1964
  • Panamaribo Cup: 1964
Εθνικοί Τίτλοι
  • Πρωτάθλημα Βραζιλίας (Roberto Gomes Pedrosa Championship): 2 (1962, 1964)
  • Τουρνουά Ρίο/Σάο Πάουλο: 2 (1962, 1964)
  • Διαπολιτειακό Πρωταθλητών: 1962
  • Πρωτάθλημα Πολιτείας Ρίο: 3 (1957, 1961, 1962)
  • Tournament Home: 3 (1961, 1962 and 1963)
Προσωπικές Διακρίσεις
  • «Χρυσή Μπάλλα» Καλύτερος Παίκτης Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου : 1962
  • «Χρυσό Παπούτσι» Πρώτος Σκορερ Διοργάνωσης Παγκοσμίου Κυπέλλου: 1962 
  • Μέλος «Καλύτερη Ενδεκάδα της Διοργάνωσης»: 2 (1958, 1962)
  • «Καλύτερος Παίκτης του Πρωταθλήματος Βραζιλίας»: 1962
  • «Καλύτερος Παίκτης του Τουρνουά Ρίο-Σάο Πάουλο»: 1962
  • «Καλύτερος Παίκτης Διαπολιτειακού Τουρνουά»: 1962
  • «Καλύτερος Παίκτης του Πρωταθλήματος Καριόκα»: 3 (1957, 1961, 1962)
  • Μέλος του Χολ οφ Φέιμ του Βραζιλιάνικου Ποδοσφαίρου
  • Μέλος «Καλύτερη Ενδεκάδα του 20ου Αιώνα»: Θέση 7
  • Μέλος «Καλύτερη Ενδεκάδα Παγκοσμίων Κυπέλλων Όλων των Εποχών
  • «Καλύτερος Παίκτης του 20ου Αιώνα» περιοδικού World Soccer's: Θέση 20
  • «Καλύτεροι 50 Παίκτες Νοτίου Αμερικής στην Ιστορία» γαλλικής εφημερίδας L'Équipe: Θέση 4
  • «Καλύτερος Βραζιλιάνος Ποδοσφαιριστής του 20ου Αιώνα» από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: Θέση 2
  • «Καλύτερος Νοτιοαμερικάνος Ποδοσφαιριστής του 20ου Αιώνα» από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: Θέση 4
  • «Καλύτερος Ποδοσφαιριστής του 20ου Αιώνα» από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου: Θέση 8

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Θοδωρής Ζαγοράκης

Ο Έλληνας αμυντικός μέσος Θοδωρής Ζαγοράκης, γεννήθηκε στη Λυδία της Καβάλας στις 27 Οκτωβρίου του 1971. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Καβάλα το 1989. Σε ηλικία 21 ετών μετεγγράφηκε στον ΠΑΟΚ, ενώ τον Ιανουάριο του 1998 ταξίδεψε στην Αγγλία για να αγωνιστεί στην Πρέμιερ Λιγκ με τη Λέστερ. Ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Λιγκ Καπ Αγγλίας. Το 2000 επέστρεψε στην Ελλάδα φορώντας τη φανέλα της ΑΕΚ. Η επιτυχία της Ελλάδας το 2004 τού έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστεί στο Καμπιονάτο με την Μπολόνια, στην οποία παρέμεινε για έναν χρόνο και υπήρξε βασικό της στέλεχος. Το 2005 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, στον οποίο και έκλεισε την ποδοσφαιρική του καριέρα 2 χρόνια αργότερα.


Είναι ο μακροβιότερος αρχηγός της εθνικής μας ομάδας. Ευτύχησε να είναι ο αρχηγός της, στην μεγαλύτερη στιγμή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η FIFA τον πρότεινε για Παίκτη της Χρονιάς το 2005! Κατέλαβε τελικά στην 17η θέση, μαζί με την Ισπανό θρύλο της Ρεάλ Μαδρίτης, Ραούλ. Επίσης και η UEFA τον επέλεξε για Ευρωπαίο Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς το 2005. Κατέλαβε στην 5η θέση στην σχετική ψηφοφορία, πίσω από τους ομοίους του Ροναλντίνιο, Φρανκ Λάμπαρντ, Στίβεν Τζέραρντ και Τιερί Ανρί.  Κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων συνεχόμενων αγώνων, 57 τον αριθμό, για την εθνική ομάδα, ρεκόρ που σταμάτησε το 2006, λόγω τραυματισμού, σε μια περίοδο 12 ετών!


Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα στην Καβάλα το 1989 αγωνιζόμενος στη Β' και Γ' Εθνική κατηγορία, ως αμυντικός μέσος που μπορούσε επίσης να παίξει στη δεξιά πλευρά της μεσαίας γραμμής. Σε ηλικία 21 ετών, τον Δεκέμβριο του 1992, έχοντας πραγματοποιήσει 114 εμφανίσεις, με 6 γκολ, μετεγγράφηκε στον ΠΑΟΚ. Αμέσως έκανε το ντεμπούτο του στην Α' Εθνική, παίζοντας για την ομάδα της Θεσσαλονίκης μέχρι το Δεκέμβριο του 1997 και υπήρξε  αρχηγός του τις 2 δύο τελευταίες περιόδους του εκεί. Αναδείχθηκε σε μια θρυλική φιγούρα για τους οπαδούς της ομάδας, σκοράροντας σημαντικά γκολ, ιδιαίτερα την περίοδο 1994/95.


Τον Ιανουάριο του 1998 ταξίδεψε στην Αγγλία για να αγωνιστεί στην Πρέμιερ Λιγκ με τη Λέστερ. Ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Λιγκ Καπ Αγγλίας, αν και δεν αγωνίστηκε στον τελικό. Πήρε μέρος σε δύο συνεχόμενους τελικούς Λιγκ Καπ στο Wembley, χάνοντας τον πρώτο εναντίον της Τότεναμ, το 1999 και νικώντας στον δεύτερο την Τρανμίρ. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους οπαδούς της Λέστερ για την αποφασιστικότητά του στη μεσαία γραμμή. Το 2000, ο Ζαγοράκης ήταν απογοητευμένος με την απροθυμία του προπονητή της Λέστερ, Μάρτιν Ο’Νηλ (Martin O'Neill) να τον χρησιμοποιεί τακτικά και αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα.


Το 2000 επέστρεψε φορώντας τη φανέλα της ΑΕΚ και έπαιξε μαζί με τον Μιχάλη Καψή, τον Βασίλη Λάκη, τον Ντέμη Νικολαΐδη και τον Βασίλη Τσιάρτα. Με την ΑΕΚ, κατέκτησε το ελληνικό κύπελλο το 2002 εναντίον του Ολυμπιακού. Κατά τη διάρκεια της τελευταία σεζόν στην ΑΕΚ, δέχτηκε μια μείωση στην αμοιβή του. Στις 14 Ιουλίου του 2004, άφησε την ΑΕΚ για την ιταλική Μπολόνια, με συμβόλαιο διετούς διάρκειας, ύψους 1,5 εκατομμυρίου € ετησίως Η επιτυχία της Ελλάδας το 2004 τού έδωσε την ευκαιρία να αγωνιστεί στο Καμπιονάτο. Ο 32χρονος, τότε,  μέσος εντάχθηκε στην ιταλική ομάδα με ελεύθερη μεταγραφή, μέσω του νόμου Μποσμάν (Bosman). «Ο Ζαγοράκης είναι ο δικός μας Έλληνας Baggio!» δήλωνε ο ιδιοκτήτης της Μπολόνια Giuseppe Gazzoni Frascara στις εφημερίδες. Την περίοδο 2004/05, ο Ζαγοράκης ήταν βασικός στην ομάδα, αλλά αυτή υποβιβάστηκε στην Serie B, μετά από μια σειρά αγώνων πλέι-άουτ εναντίον της Πάρμα. Το καλοκαίρι, αφέθηκε ελεύθερος από την ομάδα, καθώς δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την μισθοδοσία του, υπό τις νέες συνθήκες.


Το 2005 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ, υπογράφοντας διετές συμβόλαιο για € 700.000 ετησίως. Όταν προσγειώθηκε στο Αεροδρόμιο Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, 7.000 οπαδοί ήταν εκεί για να τον καλωσορίσουν πίσω. Η επιστροφή του όμως συνέπεσε με μια ταραγμένη περίοδο, με τον σύλλογο να έχει πολλά οικονομικά και διοικητικά προβλήματα. Έκλεισε την ποδοσφαιρική του καριέρα 2 χρόνια αργότερα.

Ο Θοδωρής Ζαγοράκης αγωνίστηκε για πρώτη φορά με την Εθνική Ελλάδας στις 7 Σεπτεμβρίου 1994, στον εκτός έδρας αγώνα εναντίον των Νήσων Φερόε, για τα προκριματικά του Euro 1996. Βρίσκεται στη δεύτερη θέση όλων των εποχών σε συμμετοχές, πίσω από τον Γιώργο Καραγκούνη, έχοντας συνολικά 120, από το 1994 έως το 2007.


Ήταν ο αρχηγός της ομάδας που κατέκτησε το Euro 2004 που διεξήχθη στην Πορτογαλία, συμμετέχοντας ως βασικός και για ενενήντα λεπτά και στους έξι αγώνες που έδωσε η ελληνική ομάδα, ενώ ανακηρύχθηκε και Πολυτιμότερος Ποδοσφαιριστής της διοργάνωσης, στην κορυφαία του στιγμή με τη γαλανόλευκη φανέλα. Επιλέχθηκε επίσης και στην Καλύτερη Ενδεκάδα του Τουρνουά. Σημείωσε το πρώτο του γκολ με την εθνική, εναντίον της Δανίας το 2006, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, στην Αθήνα, στην 101η συμμετοχή του. Μετά από 14 πλήρη αγωνιστικά χρόνια ως αρχηγός για την Ελλάδα, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το εθνικό συγκρότημα, τον Οκτώβριο του 2006. Η τελευταία του συμμετοχή πραγματοποιήθηκε στις 22 Αυγούστου του 2007, στον φιλικό αγώνα, στο γήπεδο της Τούμπας με αντίπαλο την Ισπανία, στον οποίο τιμήθηκε για την πολυετή προσφορά του στην ελληνική εθνική ομάδα.


Είναι ο μακροβιότερος αρχηγός της εθνικής μας ομάδας. Ευτύχησε να είναι ο αρχηγός της, στην μεγαλύτερη στιγμή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η FIFA τον πρότεινε για Παίκτη της Χρονιάς το 2005! Κατέλαβε τελικά στην 17η θέση, μαζί με την Ισπανό θρύλο της Ρεάλ Μαδρίτης, Ραούλ. Επίσης και η UEFA τον επέλεξε για Ευρωπαίο Ποδοσφαιριστή της Χρονιάς το 2005. Κατέλαβε στην 5η θέση στην σχετική ψηφοφορία, πίσω από τους ομοίους του Ροναλντίνιο (Ronaldinho), Φρανκ Λάμπαρντ (Frank Lampard) Στίβεν Τζέραρντ (Steven Gerrard) και Τιερί Ανρί (Thierry Henry).  Κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων συνεχόμενων αγώνων, 57 τον αριθμό, για την εθνική ομάδα, ρεκόρ που σταμάτησε το 2006, λόγω τραυματισμού, σε μια περίοδο 12 ετών!


Τον Ιούνιο του 2007 ανέλαβε την προεδρία της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, ως μια μεταβατική λύση προκειμένου ο σύλλογος να αναζητήσει λύσεις στο οικονομικό και διοικητικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει. Στις 8 Οκτωβρίου 2009 ανακοίνωσε την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου επικαλούμενος προσωπικούς λόγους, ωστόσο λίγους μήνες αργότερα (Φεβρουάριος 2010) επανήλθε και πάλι στο αξίωμά του. Τον Ιανουάριο του 2012 ανακοίνωσε εκ νέου την αποχώρησή του από τη θέση του προέδρου της ΠΑΕ, τονίζοντας χαρακτηριστικά στην ανακοίνωσή του «... προκειμένου να επιστρέψει στον σύλλογο το κλίμα αγάπης και ενότητας...». Στις ευρωεκλογές του 2014 εξελέγη ευρωβουλευτής.


PALMARES

Περίοδος: Σύλλογος, Συμμετοχές (Γκολ)

Επαγγελματική καριέρα 

  • 1988-1993: Αθλητικός Όμιλος Καβάλα, 114 (6)
  • 1993-1998: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ), 155 (10)
  • 1998-2000: Leicester City Football Club, 50 (3)
  • 2000-2004: Αθλητική Ένωσις Κωνσταντινουπόλεως (AEK), 101 (4)
  • 2004/05: Bologna Football Club 1909, 32 (0)
  • 2005-2007: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ), 45 (0)
Σύνολα καριέρας: 457 (23)

Διεθνής
  • 1994-2007: Ελλάδα 120 (3)

Τίτλοι
Με την Λέστερ
  • Λιγκ Καπ Αγγλίας: 1999–2000 και φιναλίστ το 1998/99
Με την ΑΕΚ
  • Κύπελλο Ελλάδος: 2001/02
Διεθνείς
  • Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα: 2004

Προσωπικές Διακρίσεις
  • Μέλος Καλύτερης 11άδας Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2004
  • Καλύτερος Παίκτης της Διοργάνωσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2004
  • Καλύτερος Παίκτης του Τελικού Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος: 2004

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Ζβόνιμιρ Μπόμπαν

Ήταν Γιουγκοσλάβος, αλλά και Κροάτης. Βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου που συγκλόνισε τη πατρίδα του και προτίμησε τη σιγουριά της Ιταλίας και της Μίλαν (AC Milan) όπου γεύτηκε πολλούς τίτλους και την διεθνή αναγνώριση. 

Οξυδερκής, κινητικός, άκρως παραγωγικός, με απαράμιλλη τεχνική, άψογο στυλ και στόφα ηγέτη, ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν (Zvonimir Boban), μεσουράνησε στα γήπεδα του κόσμου τη δεκαετία του 1990, και κατά πολλούς είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που ανέδειξε η Κροατία! Το μεγαλύτερο διάστημα της λαμπρής καριέρας του το έκανε στην Ιταλία. Διέθετε ευχέρεια στο σκοράρισμα και ήταν «άσος» στις εκτελέσεις φάουλ! 

Γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 1968 στην πόλη Ιμότσκι (Imotski). Ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν πραγματοποίησε το επαγγελματικό του ντεμπούτο σε ηλικία 16 ετών, το 1985, με τα χρώματα της Ντυναμό Ζάγκρεμπ (Građanski nogometni klub Dinamo Zagreb). Καθιερώθηκε γρήγορα στη βασική ενδεκάδα, και έφθασε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να θεωρείται ως ένα από τα σπουδαιότερα ταλέντα της (ενιαίας, τότε) Γιουγκοσλαβίας! Μάλιστα, όταν έγινε 19 χρόνων, τού δόθηκε το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Ντυναμό! 

Στους «μπλε» έμεινε ως το 1991. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συμμετείχε σε 109 αναμετρήσεις, πέτυχε 45 γκολ, και κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική. Στις 13 Μαΐου του 1990, γίνεται λαϊκός ήρωας όταν η ομάδα του αντιμετώπιζε τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου κι εκείνος, κατά τη διάρκεια επεισοδίων που έλαβαν χώρα σε εκείνο το παιχνίδι, χτύπησε έναν αστυνομικό που είχε επιτεθεί σε έναν Κροάτη οπαδό! Πολλοί θεωρούν ότι αυτό ακριβώς το ματς αποτέλεσε την «σπίθα» που άναψε τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που διαμέλισε τη Γιουγκοσλαβία! 

Το 1991 έκανε το μεγάλο άλμα καθώς αποκτήθηκε από την ιταλική Μίλαν. Επειδή οι Μιλανέζοι δεν είχαν κενή θέση ξένου τον δάνεισαν στη Μπάρι (Football Club Bari 1908 S.P.A). Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Μιλάνο όπου παρέμεινε για 9 σεζόν κατακτώντας πολλούς τίτλους και διακρίσεις. Με τη Μίλαν, ο Μπόμπαν, έκανε σπουδαία καριέρα, είχε μεγάλους συμπαίκτες και γεύτηκε τα πάντα. Βοήθησε τα μέγιστα την ομάδα του, στο αποκορύφωμά της που ήταν η κατάκτηση του «Champion League» του 1994 στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, στο περίφημο 4-0 επί της Μπαρτσελόνα (Barcelona FC)! Την επόμενη χρονιά συμμετείχε ξανά στον τελικό ενώ στις εγχώριες διοργανώσεις πανηγύρισε 4 φορές την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Τον Αύγουστο του 2001 παραχωρήθηκε δανεικός στη Θέλτα (Real Club Celta de Vigo, S.A.D), όμως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. 

Ο άνθρωπος με δύο πατρίδες, ήταν μέλος της Εθνικής Ελπίδων της (ενιαίας) Γιουγκοσλαβίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1987 ενώ με την Εθνική Ανδρών της Γιουγκοσλαβίας αγωνίστηκε σε 7 αγώνες, πετυχαίνοντας 1 γκολ. Το πρώτο ματς το έπαιξε στις 27 Απριλίου του 1988 με το Έϊρε στο Δουβλίνο (0-2) και το τελευταίο στις 16 Μαΐου του 1990  με τα Νησιά Φερόες στο Βελιγράδι (7-0). Όταν η Κροατία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, προτίμησε να συνεχίσει στην Εθνική ομάδα της νέας πατρίδας του, πλέον και έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι στις 22 Δεκεμβρίου του 1990 με τη Ρουμανία στη Ριέκα (2-0). Συμμετείχε σε 51 αγώνες και σκόραρε 12 γκολ. Το 1998, στο Μουντιάλ της Γαλλίας, ως αρχηγός της εθνικής Κροατίας, γεύτηκε ένα ανέλπιστο θρίαμβο με την 3η θέση που κατέκτησε η Κροατία! Το τελευταίο του παιχνίδι το έδωσε στις 13 Νοεμβρίου του 1999 με τη Γαλλία στο Παρίσι (0-3). 

Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία. Σήμερα, ο διεθνής παίκτης ασχολείται με τον τηλεσχολιασμό αγώνων ποδοσφαίρου για λογαριασμό του Κροατικού RTL και στο «SKY Italia». Παράλληλα, αρθρογραφεί σε έντυπα μέσα, κυρίως στη «La Gazzetta dello Sport». Ακόμη, είναι ιδιοκτήτης μπαρ στην πρωτεύουσα της Κροατίας, Ζάγκρεμπ. Το 2004 πήρε πτυχίο Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, ενώ όπου σταθεί κι όπου βρεθεί δηλώνει ότι δεν πρόκειται να γίνει προπονητής!


Σύλλογοι 
  • 1985-1991: Ντιναμό Ζάγκρεμπ 
  • 1991/92: (δανεικός) Μπάρι 
  • 1991-2001: Μίλαν 
  • 2001: (δανεικός) Θέλτα 
Τίτλοι 
  • Παγκόσμιο Πρωτάθλημα νέων: 1 (1987)  με τη Γιουγκοσλαβία 
  • Champions League: 1 (1994) 
  • Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ: 1 (1994) 
  • Ιταλικό Πρωτάθλημα: 4 (1993. 1994, 1996, 1999) 
  • Ιταλικό Σούπερ Καπ: 3 (1992, 1993, 1994)
Συμμετοχές σε Μουντιάλ 
  • 1998 (3η): 6 αγώνες 

Διαβάστε περισσότερα για την ζωή του Zvonimir Boban


Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Δεν είναι classico, είναι κλασικό!

Σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν τα ντέρμπι μεταξύ των μεγάλων ομάδων των κατά τόπους πρωταθλημάτων. Ανάμεσα σε συλλόγους που διεκδικούν πάντα τους τίτλους αλλά και σε συλλόγους που γειτονεύουν ο ένας με τον άλλο, που είναι και ο πραγματικός ορισμός ενός ντέρμπι. Ανεξάρτητα του αν οι σύλλογοι αυτοί συμμετέχουν στην ίδια κατηγορία! Σε αυτό το αφιέρωμα θα ασχοληθούμε με το γαλλικό κλασικό αιώνιο ντέρμπι ανάμεσα στην Παρί Σεν Ζερμέν (Paris Saint-Germain FC) και την Ολιμπίκ Μαρσέιγ (Olympique de Marseille).

Θα μου πείτε: Πώς γίνεται να είναι αιώνιοι αντίπαλοι δύο σύλλογοι όταν ο ένας ιδρύθηκε το 1899 (Μαρσέιγ) και ο άλλος το 1970; Αν και η αντιπαλότητα ξεκινάει από το 1991, οι διαφορές τους σχετίζονται περισσότερο με το τι εκπροσωπούν. Εδώ μπαίνει η ιδιαιτερότητα της Γαλλίας, που αντίθετα με όλες τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, έχει πραγματικά μία ομάδα να εκπροσωπεί την κάθε πόλη, σε κάθε άθλημα. Μέχρι τότε η μεγάλη κόντρα στη Γαλλία ήταν μεταξύ Μαρσέιγ – Μπορντό (FC Girondins de Bordeaux). Τι όμως είχε να χωρίσει η Μασσαλία με το Μπορντό; Δεν έδιναν καλά κρασιά οι Γιρονδίνοι στους Φωκαιείς για να συνοδεύουν τα ψάρια τους; Ενώ με το Παρίσι η ιστορία είναι διαφορετική.

Η Μασσαλία είναι μια πόλη ανοικτή, βλέπει Μεσόγειο, λούζεται από ήλιο, κατοικείται από όλους τους λαούς της Μεσογείου. Πόλη ανεκτική με μεγάλη παράδοση στη λογοτεχνία και γενικότερα τις τέχνες. Οι Μασσαλοί θεωρούν τους Γάλλους βόρεια των Άλπεων, ελαφρώς βλάχους. Όλους, εκτός τους Παριζιάνους. Οι πρωτευουσιάνοι εκπροσωπούν ένα Παρίσι που βρίσκεται καταμεσής μιας πεδιάδας, με πολύ βροχή και άντρο της υψηλής κοινωνίας. Φώτα, εφέ και μια αίσθηση ανωτερότητας απέναντι στους υπολοίπους, που είναι ταξική. Η κουλτούρα του Παρισιού είναι από πάνω, από τους ευγενείς και τους καλλιτέχνες που βρήκαν καταφύγιο εκεί για να δημιουργήσουν στις διάφορες αυλές.

Από το 1.660 που ο Λουδοβίκος ο 14ος κατακτά τη Μασσαλία και την ενώνει με τη Γαλλία, οι δύο πόλεις δεν είναι ακριβώς φίλοι. Αυτή η κόντρα μεταφέρεται και στο ποδόσφαιρο το 1991. Εκείνη την εποχή η Μαρσέιγ δεν είναι απλώς η ισχυρότερη ομάδα στη Γαλλία, αλλά και διεκδικητής του Champions League! Είναι παράλληλα η αρχή της συνδρομητικής τηλεόρασης στη χώρα και το Canal+ κάνει μια κίνηση να αγοράσει την Παρί. Ο Μπερνάρ Ταπί (Bernard Tapie), πρόεδρος τότε της Μαρσέιγ, θεωρεί σκανδαλώδες η πλατφόρμα που προβάλλει το πρωτάθλημα να έχει στην ιδιοκτησία της μία ομάδα. Ξεκινάει μια ρητορική περίπου “Γαλλία δεν είναι μόνο το Παρίσι”, “Ο Νότος δεν μπορεί να υποκύπτει μόνιμα στο Βορρά” και άλλα τέτοια αγαπημένα. Εφημερίδες και τηλεόραση ταΐζουν τη φωτιά και εγένετο ντέρμπι.

Τα προεόρτια έγιναν στο παιχνίδι της 5ης Μαΐου του 1989. Η Παρί του Τόμισλαβ Ίβιτς (Tomislav Ivic), με αστέρι τον Σάφετ Σούσιτς (Safet Susic) επισκέπτεται το “Βελοντρόμ” {Vélodrome) όντας 1 πόντο μπροστά στη βαθμολογία, 4 αγωνιστικές πριν το τέλος του πρωταθλήματος. Η Μαρσέιγ των Ζαν-Πιερ Παπέν (Jean-Pierre Papin), Μπρούνο Ζερμέν (Bruno Germain) και Φρανκ Σοζέ (Franck Sauzée) κερδίζει 1-0 με γκολ του τελευταίου. Μεγάλη ένταση στις εξέδρες, μόλις τρεις  βδομάδες μετά το Χίλσμπορο (Hillsborough) με τον Ταπί να δηλώνει: 
Η ένταση θα είχε αποφευχθεί αν ο Μπορελί (Francis Borelli -ο πρόεδρος της Παρί) δεν έστηνε αυτό το θίασο. 
O Μπορελί απαντά: 
“Παίξαμε σε εχθρικό έδαφος, για να μην πω στο εξωτερικό”!

Είναι όμως το παιχνίδι στις 29 Μαΐου 1993 που θα καθιερώσει την κόντρα ως την πιο σημαντική στη Γαλλία. Είναι η περίοδος που όλο το πολιτικό κατεστημένο της Γαλλίας κυνηγάει τον Ταπί. Ο Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν (François Mitterrand) και ο νέος πρωθυπουργός Εντουάρντ Μπαλλαντίρ (Édouard Balladur) έχουν κινήσει δικαστική έρευνα για τον πρόεδρο της Μαρσέιγ. Η ένταση στις εξέδρες είναι τεράστια με τους Παριζιάνους να νιώθουν ότι αδικούνται συνεχώς από το κατεστημένο Ταπί. Οι παίχτες δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις. Οι δύο σύλλογοι είναι σχεδόν αποκλειστικοί τροφοδότες της Εθνικής Γαλλίας σε παίχτες και οι σχέσεις μεταξύ τους είναι στα όρια του πλακωνόμαστε. 

Οι Παριζιάνοι κατηγορούν την ομοσπονδία ότι προτιμούν τους Μασσαλούς και οι δεύτεροι λένε ότι οι ψηλομύτηδες πρωτευουσιάνοι δεν αντέχουν το ότι δεν είναι καλύτεροι. Προτελευταία αγωνιστική και πάλι παίζεται ο τίτλος. Η Μαρσέιγ κερδίζει 3-1 με γκολ των Ρούντι Φέλερ (Rudi Völler), Μπασίλ Μπολί (Basile Boli) και Αλέν Μπόκσιτς (Alen Bokšić), ενώ είχε μείνει πίσω στο σκορ από γκολ του Βενσάν Γκεράν (Vincent Guérin). Αυτό που ακολουθεί, στον τελευταίο τίτλο των Μασσαλών, c’est la folie (είναι μια τρέλα).


Από τότε η αντιπαλότητα εδραιώθηκε και αποτελεί εδώ και 20 κάτι χρόνια το γαλλικό κλασικό. Η Παρί κέρδισε το πρωτάθλημα το 1994. Πλέον με τους Καταριανούς έχει χτίσει μια ομάδα που διεκδικεί το Champions League ενώ οι λιμανίσιοι της Μεσογείου ψάχνουν σωσίβιο για να βγουν στην τριάδα. Μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές πλέον, αλλά διάολε, το κλασικό έχει πάντα τη δική του γοητεία!


Πηγή: sombrero.gr